Στ’ αντικρινό οικόπεδο του σπιτιού που καθόμουνα, ένας αραμπάς κι ένα άλογο ξεζεμένο. Στη γωνιά, από νωρίς, είχε κουρνιάσει κάποιος αγαθός Τούρκος, γέρος. Ο σίφουνας της καταστροφής, που ’χε αρχίσει με την υποχώρηση των Ελλήνων, τον είχε φέρει κι αυτόν, στη Σμύρνη ξεσπιτωμένο κι έρημο. Από μέσα του, θα βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή, και τον Αλλάχ μαζί, που οι Έλληνες πατήσανε το ποδάρι τους στην Ασία, όπως και μεις βλαστημούσαμε τους Τούρκους και το Θεό, που ξαναγύρισαν αυτοί στη Σμύρνη. Κι αυτός και μεις είχαμε το ίδιο δίκιο. Μέσα στο σπίτι, όπως και στα γειτονικά, οι γυναίκες έχυναν μαύρο δάκρυ και πικρό. Ως την ώρα εκείνη, το κακό κάτι πήγαινε κι ερχότανε. Είχαμε το κεφάλι κάτω απ’ το κεραμίδι. Τώρα όμως τι θα γίνει; Πού θα πάμε; Στο ύπαιθρο. Αλλά πού; Η προκυμαία γεμάτη, τα περιμαντρωμένα οικόπεδα γεμάτα. Ο χώρος λίγος, κι ο κόσμος πολύς. Κι όσο άπλωνε η φωτιά, τόσο πλήθαιναν οι άνθρωποι. Όπως όταν το καλοκαίρι βρέχει και ξεπηδούν στους δρόμους βατράχια, έτσι απ’ όπου άπλωνε η φωτιά, ξεπηδούσαν άνθρωποι, σα δαίμονες, σαν κολασμένοι.
Ο γερο-νοικοκύρης του σπιτιού που καθόμουνα, ο κυρ Γιώργης, αρχοντάνθρωπος σωστός και άκακος σαν αρνί ανέλαβε κατά σύστασή μου να μιλήσει στον γέρο αραμπατζή, να ζέψει τ’ άλογό του και να μας μεταφέρει όσα πράγματα μπορούσαμε. Πού θα πηγαίναμε; Μακριά απ’ τη φωτιά, που οι φλόγες και οι καπνοί της άρχισαν να μας πνίγουν.
– Ας γλυτώσουμε τώρα και βλέπουμε, είπα στη γυναίκα του και στην κόρη του τη Ντόρα, νιόπαντρη μ’ ένα μωρό ασαραντάριστο, και που τον άντρα της, έναν αξιωματικό παλιολλαδίτη, τον είχανε πιάσει αιχμάλωτο.
Ο Τούρκος αραμπατζής, ράθυμα και μουρμουρίζοντας στη γλώσσα του για το κακό που γίνεται, έζεψε κι άρχισε να φορτώνει, μπαούλα κι ανθρώπους. Οι βαριές ρόδες του αραμπά αυλάκωσαν το χώμα του οικοπέδου και σε λίγο έτριζαν απάνω στο πλακόστρωτο του δρόμου που έφερνε στη Μπέλα Βίστα. Η κυρα-Άννα και η Ντόρα, οι δυο γυναίκες, η μια με το εικόνισμα της Παναγίας στα χέρια και η άλλη με το μωρό στην αγκαλιά της, καθισμένες απάνω στον αραμπά, θρηνωδούσαν πνιχτά.
Κι εμείς οι δυο με τον κυρ Γιώργη, αμίλητοι, καπνίζαμε, μάρτυρες θλιβεροί του δράματος των γυναικών, του δικού μας, κι όλης της Σμύρνης. Ο αραμπάς, όλο κι έτριζε στο πλακόστρωτο. Οι αρμοί από τις ρόδες, σαν ξεχαρβαλωμένοι, τρίζανε κι αυτοί. Δεξιά κι αριστερά, ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος, μη ξέροντας πού να πάει. Όσοι ήτανε μονάχοι, κούρνιαζαν σε καμμιά γωνιά. Οι πολλοί στριφογύριζαν δω και κει, σα να τα ’χαν χαμένα, ξεφωνίζοντας εκνευρισμένα και στριγγλιάρικα, σαν τα πουλιά που τα βρίσκει ξαφνική καταιγίδα και πετούν σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα, τερετίζοντας χωρίς σκοπό. Καθώς κυλούσε ο αραμπάς, η ρόδα βρήκε ένα πτώμα και στάθηκε. Ο γερο-Τούρκος γύρισε και μας είδε, κι έκανε να κατέβει, ενώ οι γυναίκες ξεφώνισαν:
– Ένας σκοτωμένος!
– Κι ύστερα; είπα ασυναίσθητα. Τράβα γέρο. Καμμιά φορά, δε γίνεται η καρδιά μας αναίσθητη, όπως το ροζιασμένο χέρι; Το πτώμα που βρέθηκε στη ρόδα, θα μας έκανε εντύπωση, σ’ άλλες στιγμές. Αλλά στον πόλεμο και στο χαλασμό, πολλές φορές, αντί να μας συγκινήσει, μας χρησιμεύει για μέσο σωτηρίας. Πόσες φορές, τα πτώματα προσφιλών μας προσώπων, που σπαρταρούσαν ακόμα και άχνιζε το ζεστό αίμα από την πληγή καθώς έτρεχε, δε χρησίμεψαν για προπέτασμα δικό μας στον πόλεμο κι έτρωγαν αυτά τις σφαίρες, που ίσως θα τρώγαμε εμείς; Τώρα, γιατί θα μας έκανε εντύπωση το πτώμα ενός ακόμα ανθρώπου; Σε τούτο το χαλασμό, μονάχα πτώματα θα βρίσκαμε στο δρόμο κι όχι την ειρήνευση του κόσμου.
Συνεχίσαμε το δρόμο. Καθώς περνούσαμε κάτω από το σπίτι του δημογέροντα και διευθυντού της Ρεφόρμ, Τσουρουκτσόγλου, μου φάνηκε πως άκουσα την ευγενικιά φωνή του να λέει στον αρχιεργάτη του τυπογραφείου πού θα ρίξει τα διάφορα τιτλοφόρα. Μου δημιουργήθηκε έτσι μια παραίσθηση και μου φάνηκε σαν κωμικοτραγικό όνειρο που βρισκόμουνα απάνου στον αραμπά. Εμένα η δουλειά μου ήτανε στο γραφείο της εφημερίδας. Τι ήθελα κει πέρα; Όλα αυτά τα φρικιαστικά γεγονότα, που γέμιζαν ένα οχτασέλιδο φύλλο –με συνέχεια αύριο– ποιος θα τα ’γραφε; Και η εφημερίδα μου στην Αθήνα που περίμενε ειδήσεις; Το τελευταίο τηλεγράφημα που έστειλα μια μέρα πριν –«Κάθε ελπίς απώλετο. Stop. Στρατός διελύθη, πρόσφυγες εσωτερικού, φυγάδες κατέκλυσαν Σμύρνην. Stop. Από στιγμή σε στιγμή αναμένεται είσοδος Τούρκων. Stop. Ξένοι πρόξενοι έδωκαν καθησυχαστικάς βεβαιώσεις πληθυσμόν– δεν ήτανε αρκετό. Δω υπήρχαν γεγονότα, όχι παίξε-γέλασε. Κι άρχισα μηχανικά, σα σε παραζάλη, να συντάσσω μέσα στο μυαλό μου το εξαιρετικώς επείγον τηλεγράφημα, που δεν θα έστελνα ποτέ. Μέσα στα τόσα γεγονότα, ήταν κι ο μαρτυρικός τεμαχισμός του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου και του Τσουρουκτσόγλου. Αυτή η σκέψη μ’ έκαμε να ’ρθω στα συγκαλά μου και να καταλάβω την τραγική θέση μου. Τότε θυμήθηκα πως στον κατάλογο των καταδικασμένων σε θάνατο απ’ το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας της Αγκύρας, που άρχιζε από τον βασιλέα Κωνσταντίνο και τέλειωνε δεν ξέρω σε ποιον άσημο ιδιώτη, ήμουνα κι εγώ κι άλλοι δημοσιογράφοι. Η ιδέα πως μπορούσε να με πάρει κανένα μάτι μου γέμισε την ψυχή φόβο.
– Βάρα λιγάκι, μπάρμπα. Τσαμπούκ-τσαμπούκ.
Ο μπάρμπας βάρεσε το άλογο, κι ο αραμπάς κύλησε περισσότερο τριζαλέος. Λίγο ακόμα, και φτάσαμε. Αν κι ήτανε βαθύ το σκοτάδι, η ανταύγεια της φωτιάς και οι προβολείς των καλών συμμάχων μάς φώτιζαν το δρόμο. Νόμιζα πως εκεί που πηγαίναμε, στο σπίτι του καλού φίλου ζωγράφου Προκοπίου, θα βρίσκαμε μια γωνιά ελεύθερη, να ξαπλώσει η Ντόρα τουλάχιστο με το μωρό της. Η φωτιά ίσως να μην έφτανε ως εκεί, αφού καθόντουσαν στη συνοικία εκείνη –Μπουλβάρ Αλιόττι– κατά προτίμηση οι ξένοι, προ πάντων Ιταλοί. Κι αν πάλι έφτανε, δε θα φοβόμαστε να καούμε ζωντανοί, ώσπου να ξημερώσει, να ιδούμε πού θα πάμε. Σαν στάθηκε όμως όρθιος ο αραμπάς κι αντίκρυσα απ’ όξω το περιβόλι του γεμάτο ανθρώπους, κόπηκα στα δυο. Μες στο μωσαϊκό των φωνών, ξεχώρισε η δική μου, γνώριμη στ’ αυτιά του καλλιτέχνη.
– Να σε φιλήσω, αδέρφι μου, είπε, και τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα. Τι ήτανε το κακό που πάθαμε; συνέχισε τραυλίζοντας και το στήθος του σπαρτάριζε από αληθινό πόνο.
– Κάτσε, κάτσε τώρα όπου βρεις. Βάλε τις γυναίκες πουθενά και θα ιδούμε τι θα γίνει. Γω, στο μεταξύ, πάω να τελειώσω. Αν θέλεις, έλα να ιδείς τι κάνω.
Τον ακολούθησα ασυναίσθητα, αφού ταχτοποιήσαμε τους άλλους. Μέσα στην κουζίνα, μια μικρογραφία καταστροφής, όμοιας όμως σε έκταση με την καταστροφή της αξέχαστης πολιτείας. Πολεμικές ταινίες, που ’χανε παρθεί με τόσους κόπους και κινδύνους, τροφοδοτούσαν τη φωτιά του μαγερειού. Έπρεπε όλα να λείψουν απ’ τη μέση. Αν και το κεφάλι του Προκοπίου δε στεκότανε καλά στη θέση του, μα καλύτερα να λείπανε τα στοιχεία της ενοχής. Κι όλο έκαιγε τις ταινίες κι όλο πνιχτό ανέβαινε το κλάμα κι έφραζε το λάρυγγά του.
– Και τους πολεμικούς πίνακες; ρώτησα.
– Έλα να ιδείς, είπε, κι απότομα ξέσπασε σε γέλιο, ένα γέλιο που ’κλεινε μαζί σπαραγμό και ειρωνεία.
– Να, από τη στιγμή που μπήκανε οι Τούρκοι, πήρα το πινέλο, κι έκανα τους Ρωμιούς Τούρκους και τους Τούρκους Ρωμιούς.
Είχε κάνει τα πηλήκια των Ελλήνων φαντάρων φέσια και τα φέσια πηλήκια, έτσι που να φαίνεται πως οι πίνακες δείχνανε τους Τούρκους να νικάνε τους Έλληνες.
– Μπράβο, Γιώργο. Έξυπνο το κόλπο, μα θα πιάσει;
– Αν βοηθήσει ο σατανάς, μπορεί να πιάσει. Αλλιώς…
– Αλλιώς, θα πληρώσεις κι εσύ, κι όλοι μας, το φόρο του αίματος για τη… Μεγάλη Ιδέα.
Χαχανίσαμε λίγο μπροστά στους πίνακες χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνουμε το γιατί. Κι έμοιαζε το χαχανητό μας σα διαβολικό και μεις στεκόμαστε με το στόμα ανοιγμένο και με γυαλισμένα μάτια, σα χάροι που περιμέναμε να πάρουμε τις ψυχές τις δικές μας και να τις πετάξουμε στους σκύλους, αφού δεν είχανε τη δύναμη να ξεσηκωθούν και να γυρέψουν το σταμάτημα του κακού. Ύστερα, σαν κάποια ιδέα να του κατέβηκε, είπε:
– Μωρέ, μπας και μας βγει σε καλό το σκότωμα του Μητροπολίτη; Τι διάολο, κοτζάμ Ευρώπη, και Αμερική δε θα συγκινηθούν και να κάνουν κάτι; Αυτά τα πολεμικά που ’ναι στο λιμάνι, φτάνουν. Έτσι να πουν οι κυβερνήτες στον Τούρκο να σταματήσει το κακό και να μη ματώσει πια μύτη, σου λέω εγώ τι γίνεται…
– Ναι… σωστά…, έτσι θα ’πρεπε να γίνει μα…
– Λες να μη γίνει τίποτα; Τότε τι χριστιανοί είναι, μωρέ, αυτοί και τι ελευθερίες των λαών κοπανάνε;
– Καϋμένε, Γιώργο, δεν καταλαβαίνεις; Τις ελευθερίες τις κοπανούσανε όσο να βάλουνε τα κορόιδα στο μακελειό. Τώρα…
– Σάμπως να ’χεις δίκιο. Δε βλέπεις, μωρέ, τόσα καράβια και να καμαρώνουνε σα γύφτικα σκεπάρνια κει πέρα; Και δε μου λες, τι θα γίνουμε τώρα; Κι αυτή η γυναίκα με το μωρό της…
Τι κρίμα…
– Ας είσαι καλά, που μας έβαλες μέσα να βρούμε ένα αποκούμπι, γιατί όξω στην προκυμαία, τι να σου πω… Φοβούμαι και για μένα που ’μαι άντρας ακόμα. Ξέρεις τι γίνεται; Να πάθουμε κι αυτό το μασκαριλίκι…
Κάποτε, σωριαστήκαμε σε μια γωνιά, περιμένοντας με την ψυχή στο στόμα το ξημέρωμα. Αλήθεια, όσο κι αν δε μπορεί ν’ αλλάξει η τραγική μοίρα, το ξημέρωμα δίνει πάντα κάποια ελπίδα. Στο μεταξύ, η φωτιά κι όλο προχωρούσε, κι όλο αύξαινε το ξεσπίτωμα των ανθρώπων, που ξεχυνόντουσαν στους δρόμους και βούιζαν σα μελισσολόι, που του χαλάσανε την κυψέλη. Τα νεύρα μας, είχανε αποκάνει. Το κάθε τι μας πείραζε, και οι παρεξηγήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Οι άνθρωποι που ήτανε μέσα στον κήπο, χαλούσανε τον κόσμο. Οι γυναίκες έκλαιγαν, τα μωρά τσιρίζανε από την πείνα, μια που οι μαστοί των μανάδων τους είχανε στεγνώσει από την αφαγιά και την αγωνία. Και οι γριές, με τις παλιές δοξασίες και τη θρησκοληψία και τις προλήψεις, έδιναν κι έπαιρναν σε σταυροκοπήματα και σε ξόρκια. Κι απάνω στην ώρα, που περνούσε από το δρόμο άλλο καραβάνι ξεσπιτωμένο, μια γριά φώναξε:
– Γι’ αυτό μας καταράστηκε ο Θεός. Δε βλέπουμε το κακό που μας ήρχε, καπέλα φοράμε και φουστάνια μεταξωτά.
Η πετριά αυτή ήτανε για τις γυναίκες που περνούσαν απ’ όξω και φορούσανε τα καπέλα τους. Κάποιος όμως μπήκε στη μέση:
– Κάτσε, μωρέ, κώνα Ρηνιώ στ’ αυγά σου, να μη σε βγάλουμε όξω από δω. Δε κοιτάς το χάλι μας, θέλεις να πομπέψεις τους άλλους. Μας καταράστηκε ο Θεός. Ποιος Θεός, μωρέ; Τον κερατά…
Άλλη ομάδα αντρών, που φαίνεται να διατηρούσαν κάπως μια ψυχραιμία, σχολίαζε τα γεγονότα:
– Ακούς εκεί, να μη μπορέσουν να κρατήσουν, μπάρεμ, τη Σμύρνη ώσπου να φύγει ο κόσμος; Και κείνος ο άτιμος ο Στεργιάδης, ήθελε σκότωμα.
– Φτηνά τη γλύτωσε αυτός. Ας μην ήτανε οι Εγγλέζοι να τον ανεβάσουν με τη φρουρά τη ναυτική στο πολεμικό και σου ’λεγα αν θα ’μενε κομματάκι απ’ αυτόν.
– Λένε πως πιάσανε τον Αρμένη στρατηγό Τορκόμ με ούλους τους δικούς του και κάτι Τσερκέζους.
– Καλά τους κάνανε. Τι θέλανε αυτοί στην τρυφερίτσα; Μεις μπάρεμ, είμαστε εχθροί με τους Τούρκους. Καλά-κακά, έτσι μας μαθαίνανε στα σκολειά.
– Μωρέ σκολειά να σου πετύχει. Αντίς να μαθαίνουνε τα παιδιά γράμματα και τέχνες για να ζήσουνε, τα μαθαίνουν πώς να μισούνε τους άλλους ανθρώπους. Τσ…
– Αλήθεια, γιατί να μη γίνεται ένα ούλος ο κόσμος;
– Αφήνουνε κείνοι οι μεγάλοι που δεν τους συμφέρει; Μα έννοια σου. Ας γλυτώσουμε τώρα από δω και θα δεις. Ο κόσμος, ύστερα απ’ το κακό που γίνηκε, θα ξυπνήσει και δε θα πιπιλίζει την ύποπτη καραμέλα που του πασάρουν κάθε φορά περί πατρίδα και θρησκεία.
– Άτιμη κοινωνία…
Τη συζήτηση την έκοψε ποδοβολητό αλόγων. Οι καβαλάρηδες, με μορφές άγριες και ιδρωμένες με μάτια που ξεπετούσαν αρπαχτική διάθεση, ξανέμιζαν τις ξεγυμνωμένες σπάθες, καθώς περνούσαν και σκόρπαγαν τον τρόμο και τη φρικίαση. Γυναίκες λιποθύμησαν, άντρες έτρεξαν να κρυφτούνε, παιδιά στριγγλίσανε και κουρνιάσανε κάτω απ’ τα φουστάνια.
Το ξημέρωμα πλησίαζε. Και μαζί, η φωτιά. Η ζέστη των φλογών ίδρωνε τα κιτρινισμένα απ’ την αϋπνία και την αγωνία πρόσωπά μας και παρέλυε τον οργανισμό μας. Και ο καπνός μάς λιγόστευε την αναπνοή. Είχαμε καρκανιάσει. Ούτε καιγόμαστε ούτε πεθαίναμε ούτε ζούσαμε. Ο Προκοπίου, με ταραχή, άρχισε να μαζεύει ό,τι μπορούσε με τις αδερφές του.
– Τα μαζεύεις, Γιώργο;
– Τι να κάνω… Κάτσε, αν θέλεις, να φύγουμε μαζί.
– Όχι, γιατί πρέπει να κοιτάξω πώς να ταχτοποιήσω κάπως ασφαλέστερα τις γυναίκες με το μωρό. Λέω να πάμε κατά το νεκροταφείο. Κάποτε άκουσα πως οι Τούρκοι σέβονται τα νεκροταφεία. Αν θέλεις, έρχεσαι να μας βρεις. Τα μπαούλα, ας μείνουν δω πέρα, κι αν γλυτώσει το σπίτι σου απ’ τη φωτιά, θα γλυτώσουν κι αυτά.
Γεια σου, Γιώργο…
– Γεια σου, στο καλό.
Φιληθήκαμε, είπαμε από συνήθεια ένα «ο Θεός βοηθός», και χωριστήκαμε. Ξεμπουκάραμε όλοι από τον κήπο ορμητικά, σαν ποτάμι που σπάει το φράγμα. Με όση γρηγοράδα μπορούσαμε, οι γυναίκες, ο μπαρμπα-Γιώργης κι εγώ, πήραμε το δρόμο κατά την Πούντα κι από κει στον Πανιώνιο. Τα γύρω εδώ ήτανε πιο ήσυχα. Σχεδόν έρημα. Ο πολύς κόσμος, από φόβο να ξεμακρύνει και με την ελπίδα πως αν έρθουν βαπόρια να μπαρκάρει γλήγορα, στοιβάστηκε στην προκυμαία. Και κει είναι που την έπαθε… Δω μέσα όμως, στο λιοπύρι, πώς να μείνει κανένας…
Τα ξύλα από την εξέδρα τα πήρανε, δέντρο δεν υπάρχει. Και τα πτώματα και τα ψοφίμια; Δυο σκύλοι τραβούσανε πιο πέρα τις σάρκες και τις ροκάνιζαν. Μια σαύρα στη γωνία είχε σηκώσει το κεφάλι της και κοίταζε με ειρωνεία. Πόσο καλύτερη ήτανε η τύχη της από τη δική μας… Ο μπαρμπα-Γιώργης, αμίλητος, με τα μάτια ακίνητα, καρφωμένα προς τον μαυρισμένο από τους καπνούς ουρανό, το μωρό, σαν το γατί που δεν άνοιξε τα μάτια του, έψαχνε με τα χειλάκια του στο στεγνωμένο στήθος της μάνας του και μη βρίσκοντας γάλα γκρίνιαζε. Κι η Ντόρα, αποκαμωμένη, εξαντλημένη έμοιαζε σα Νιόβη. Δω, σ’ αυτή τη σχεδόν απόλυτη ησυχία, άρχισε να ξεκαθαρίζει λιγάκι το μυαλό. Τώρα, βλέπω πιο καθαρά το μεγάλο κακό που έγινε και την τραγικότερη μοίρα μας. Κι αθέλητα, τα μάτια βούρκωσαν και μ’ έπνιξαν τ’ αναφιλητά. Γιατί;… γιατί;
Χάροι του εαυτού μας
(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)