Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[Η αρχή του πολέμου]
Ζάννου Άλεξ

Καλοκαίρι του 1939, το τελευταίο καλοκαίρι, για πολλά χρόνια, που θα πάμε στον Πόρο. Ο πόλεμος ξεσπά στην Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι ακόμη αμέτοχη. Όμως όχι για πολύ. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 μας επιτίθενται οι ιταλοί και ο τότε δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς λέει το περίφημο «ΟΧΙ».
    Μόλις προ μιας εβδομάδας έχομε μετακομίσει στην οδό Πλουτάρχου 21. η μητέρα, ο πατέρας, η Μελίτα και ο Παύλος στο πρώτο πάτωμα· ο Κλεάνθης, τα παιδιά και εγώ στο τρίτο. Ο Νίκος είναι στην Σιέρρα Λεόνε της Αφρικής όπου εργάζεται στην εταιρεία «Αδελφοί Ζωχόνη». Θα κάνωμε 8 χρόνια να τον ξαναδούμε.
    Ο Κλεάνθης είναι 42 ετών, εγώ 31, η Αριέττα 4 και ο Στέφανος μόνον 1½. Ο Κλεάνθης είναι έφεδρος λοχαγός του μηχανικού και καλείται αμέσως. Φεύγει για το Αλβανικό μέτωπο.
    Ο Παύλος έχει μόλις εγγραφεί στην χημεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά αποφασίζει να πάει να κάνει την θητεία του στο Ναυτικό. Λόγω μυωπίας τον βγάζουν βοηθητικό. Δύο μήνες αργότερα μαθαίνει ότι ζητούν ναύτες αγγλομαθείς (δεν ξέρει ακόμη πολύ καλά αγγλικά αλλά ούτε που τους εξετάζουν). Η κυβέρνηση τους στέλνει στην Αίγυπτο για να εκπαιδευθούν στα ΑΖΝΤΙΚ (τα καινούργια μηχανήματα για τον εντοπισμό των υποβρυχίων). Φεύγει λοιπόν και ο Παύλος. Θα τον ξαναδούμε το 1944.
    Τα τραίνα αναχωρούν καθημερινά από τον σταθμό Λαρίσσης για το μέτωπο, γεμάτα στρατιώτες. Ο πατριωτισμός είναι στο ζενίθ: μας έχουν επιτεθεί: δεν κάνομε κατακτητικό πόλεμο. Πηγαίνομε να τους δώσωμε τσιγάρα και γλυκά. Ο ενθουσιασμός είναι μεγάλος· οι νίκες μάς γεμίζουν υπερηφάνεια. Η Ευρώπη μάς θαυμάζει. Ο Τσώρτσιλ θα πει: «Από τώρα δεν θα λέμε πια οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!»
    Ωιμέ! Όλοι τους τα ξέχασαν τώρα αυτά......
    Λίγο καιρό μετά ξαναπηγαίνομε στον σταθμό για να βοηθήσωμε στην παραλαβή των τραυματιών. Και τότε κατανοούμε την φρίκη του πολέμου! Τα ζωηρά νέα παιδιά είναι τυφλά, ακρωτηριασμένα από τα κρυοπαγήματα, βαριά κτυπημένα, απογοητευμένα. Δράμα! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
    Έρχονται και Ιταλοί τραυματίες. Τα νοσοκομεία ξεχειλίζουν. Οι ιατροί και νοσοκόμες δεν σταματούν μέρα νύκτα. Υπάρχει όμως μεγάλο χάος και δυστυχώς κλεψιά: στα τρόφιμα, στα φάρμακα, στον ρουχισμό, στις γάζες, κλπ.
    Η Ασπασία Μιχαλοπούλου-Ηλιάσκου οργανώνει ένα σώμα εθελοντριών για να βοηθήσουν. Η Μελίτα και εγώ πηγαίνομε εναλλάξ, μέρα παρά μέρα, διότι η μεν Μελίτα μόλις πήρε από το Ωδείον το χρυσούν μετάλλιον με μία υποτροφία για την Αγγλία και ελπίζοντας ότι δεν θα διαρκέσει πολύ ο πόλεμος θα μπορέσει να φύγει, μελετά πολλές ώρες και εγώ έχω τα παιδιά.
    Η μητέρα επίσης, με την φίλη της Σεμίρα Ροδοκανάκη που ξέρει ιταλικά εργάζονται στο νοσοκομείο όπου στεγάζονται οι τραυματισμένοι Ιταλοί αιχμάλωτοι.
    Μερικές κυρίες επιβλέπουν στην κουζίνα. Πιάνουν παιδιά της νεολαίας του Μεταξά (ο Μεταξάς είχε καταργήσει τους προσκόπους και ιδρύσει την ΕΟΝ υποχρεωτική για όλα τα αγόρια και τα κορίτσια) να βγάζουν από τα παράθυρα ολόκληρα καφάσια πορτοκάλια. Υποτίθεται ότι είχαν έλθει να βοηθήσουν. Ο θαλαμάρχης, που μας κάνει τον νόστιμο, μας προσφέρει βάζα με μαρμελάδα. Έχει ολόκληρη συλλογή. Από πού την βρήκε; Αιωνία Ελλάδα! Από την μια μεγαλουργεί και από την άλλη.....
    Η Μελίτα και εγώ είμεθα στο νοσοκομείο των Αμπελοκήπων, πίσω από το Αντικαρκινικό· παραλαμβάνομε τα φαγητά και φροντίζομε να γίνει σωστά η διανομή. Οι περισσότεροι τραυματίες είναι βαριά και είναι κατάκοποι. Υπάρχουν όμως άλλοι που σηκώνονται και τριγυρίζουν. Γι’ αυτό πρέπει να ελέγχωμε τον ρουχισμό που μοιράζεται για να μην εξαφανίζεται. Όταν χρειάζονται οι άρρωστοι καινούργιες παντούφλες μας παραδίδουν τις παλιές, συνήθως εντελώς κουρελιασμένες. Πρέπει να τις μετρήσωμε. Είναι τόσο χάλια, τόσο βρώμικες που δεν θέλομε να τις πιάσωμε με τα χέρια μας· συναρμολογούμε τα διάφορα κομμάτια σπρώχνοντάς τα με το πόδι, κάνοντας ένα είδος παζλ για να ξαναγίνουν παντούφλα. Άμα ο φόρτος είναι μεγάλος βοηθούμε με τις αλλαγές. Η μεγάλη κατάρα που έπεσε στο στρατό μας είναι η γάγγραινα λόγω των κρυοπαγημάτων. Έτσι χάνουν τα μέλη τους οι στρατιώτες παρ’ όλες τις προσπάθειες των χειρουργών. Η δυσοσμία της γάγγραινας είναι κάτι το τρομερό. Στο σπίτι που γυρίζομε δεν μπορούμε να φάμε, τόσο πολύ είμεθα αηδιασμένες.
    Μόλις φθάνουν οι Γερμανοί μάς πετούν όλες έξω από τα νοσοκομεία.
 
 
Προτού μπουν στην Ελλάδα οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μεσολαβεί μια μεταβατική περίοδος όπου σιγά σιγά τα πράγματα αλλάζουν. Ήμαστε όμως μακριά του να φαντασθούμε τι θα πάθωμε αργότερα. Ο συσκοτισμός γίνεται αναγκαστικός. Σε όλα τα παράθυρα βάζομε σκούρες κουρτίνες για να μην φαίνεται ούτε το παραμικρό φως. Το βράδυ, όταν περπατάμε στον δρόμο, ακούμε πίσω μας βήματα, πόδια που σέρνονται σαν να μας ακολουθούν φαντάσματα.
    Δεν ξέρομε αν η Αθήνα θα κηρυχθεί «ανοικτή πόλη» αλλά προς το παρόν οι Ιταλοί αρχίζουν τους βομβαρδισμούς. Ετοιμάζονται παντού καταφύγια. «σειρήνα συναγερμού» όταν αρχίζουν οι βομβαρδισμοί και «σειρήνα λήξεως» άμα τελειώνουν. Δεν έχομε καταφύγιο στο σπίτι μας. Μέσα στη μέση της νύκτας πρέπει να τρέξωμε στο πιο κοντινό που είναι τέσσερες πολυκατοικίες πιο πέρα, με τις ρόμπες και τις παντούφλες μας, κατεβαίνοντας τις σκάλες (δεν έχει βέβαια πια ανελκυστήρα) με ένα κλεφτοφάναρο, κρατώντας στην αγκαλιά μας τους μισοκοιμισμένους Αριέττα και Στέφανο, η μητέρα σέρνοντας μια βαλίζα που περιέχει «τα τιμαλφή μας».
    Μια νύκτα ο βομβαρδισμός (στον Πειραιά) κρατά 4 ώρες. Μόλις λήγει, στις 5 το πρωί και βρισκόμεθα επιτέλους στο σπίτι μας, ξαναρχίζει άλλος βομβαρδισμός. Α-πελ-πι-σία! Αποφασίζομε να μην πάμε πουθενά. Αν είναι να πεθάνωμε ας πεθάνομε. Βολικά μέσα στα ζεστά μας κρεββάτια.
    Ένα σούρουπο γίνεται αερομαχία πάνω από την Αθήνα. Τα αντιαεροπορικά κανόνια του Λυκαβητού αποκρούουν τα εχθρικά αεροπλάνα. Είναι θεαματικό. Ο Παύλος και η Μελίτα ανεβαίνουν στην ταράτσα για να δουν. Βάζουν κατσαρόλες στο κεφάλι τους αντί για κάσκες, για να προστατευθούν από τα πολλά βλήματα που πέφτουν.
    Δεν ξέρω πού είναι ο Κλεάνθης. Ανησυχώ πολύ. Δεν υπάρχει τρόπος να επικοινωνήσει κανείς. Οι μάχες στο Αλβανικό μέτωπο δίνουν και παίρνουν αλλά οι Ιταλοί δεν προχωρούν.

(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)