Όλα τα «καθέκαστα» για το πέρασμα των συνόρων από καιρό είχαν συζητηθεί και ρυθμιστεί από την ηγεσία του ΚΚΕ με τις κομματικές ηγεσίες των αντίστοιχων σοσιαλιστικών χωρών. Οι τελευταίες είχαν δώσει έγκαιρα τις ανάλογες οδηγίες στ’ αρμόδια στρατιωτικά και διοικητικά όργανα. Έτσι, στην κρίσιμη στιγμή, όλα ήταν κανονισμένα για να περάσουν ομαλά τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού στα γειτονικά Αλβανικά και Βουλγαρικά σύνορα.
Από την πλευρά των Αλβανικών αρχών είχαν παρθεί, για κάθε ενδεχόμενο, ορισμένα προληπτικά μέτρα. Τέθηκαν σε πλήρη ετοιμότητα οι συνοριακές και άλλες στρατιωτικές δυνάμεις. Τανκς περιπολούσαν στις κοντινές προς τα σύνορα οδικές αρτηρίες. Τ’ αντιαεροπορικά έτοιμα να εμποδίσουν ενδεχόμενη παραβίαση του Αλβανικού εναέριου χώρου. Τα μέτρα πάρθηκαν ασφαλώς όχι για να «προστατευτεί» το πέρασμά μας αλλά για ν’ αντιμετωπιστεί μια πιθανή συνέχιση της καταδίωξής μας και μέσα στο Αλβανικό έδαφος, και με πρόσχημα μια τέτοια καταδίωξη, να γίνει εισβολή του ελληνικού στρατού στη Νότια Αλβανία. Το «Βορειοηπειρωτικό» δεν είχε αποσυρθεί από τις ελληνικές διεκδικήσεις, η «εμπόλεμη κατάσταση» με τη γείτονα χώρα ίσχυε και η κρισιμότητα της στιγμής μπορούσε να οδηγήσει σε πολεμική περιπέτεια της Ελλάδας με τους Βόρειους γείτονες.
Γνωστό, πως δεν αποτολμήθηκε τελικά, μια τέτοια αφροσύνη.
Όλα έτοιμα, λοιπόν.
Ο κυβερνητικός στρατός προχωρεί προσεκτικά και βραδυκίνητος. Χωρίς μάχες σχεδόν καταλαμβάνει τη μια μετά την άλλη, τις εγκαταλειμμένες θέσεις μας. Τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, αλλού οργανωμένα, αλλού ασύνταχτα, χωρίς πανικό όμως, προχωρούν, πλησιάζουν όλο και περισσότερο τ’ Αλβανικά σύνορα. Τη μέρα με προφύλαξη, καλυμμένα, όσο γίνεται, μέσα από δάση, ακολουθώντας κατσικόδρομους και χαράδρες. Τη νύχτα, πιο άφοβα και γρήγορα, δρασκελώντας λοφίσκους και βουνοκορφές, βαδίζοντας σε υποτυπώδεις δρόμους και μονοπάτια…
Στο διάβα μας, τρομαγμένα από τις εκρήξεις και το σαλαγητό, πετάγονταν απ’ τις κρύπτες τους τ’ αγρίμια –λύκοι και αρκούδες και παίρνανε μαζί μας την ανηφόρα για την Αλβανία.
Οι λοκατζήδες του κυβερνητικού στρατού, ευκίνητοι και εξειδικευμένοι, ιδρωκοπούν για να διατηρήσουν επαφή με τις οπισθοφυλακές μας, να πιάσουν αιχμάλωτους, να συλλέξουν πληροφορίες. Το κυβερνητικό πυροβολικό συνεχίζει ακατάπαυστα τον βομβαρδισμό μέρα και νύχτα, τ’ αεροπλάνα γυροφέρνουν ώς τη δύση πάνω μας. Ρίχνουν ρουκέτες, πολυβολούν.
Το πέρασμα των συνόρων προς την Αλβανία επιδιώκεται να γίνει, κυρίως, τη νύχτα, όσο μπορεί πιο μυστικά, αθέατο απ’ τον αντίπαλο. Από προκαθορισμένους, γνωστούς στους συνδέσμους, αυχένες, που και στο Αλβανικό έδαφος έπρεπε να καταλήγουν σε καλυμμένο, από δάσος και πυκνούς θάμνους, χώρο. Αλλ’ αυτό ήταν η επιθυμητή επιδίωξη. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις, που η πίεση του αντιπάλου, η πρόωρη εγκατάλειψη θέσεών μας φέρνουν τους αντάρτες σε πολύ δύσκολη θέση και το πέρασμα τότε γίνεται «στα τυφλά». Και τη μέρα ακόμα. Από απίθανα σημεία. Σκαρφαλώνοντας πάνω σε βράχια, διασχίζοντας χαράδρες και νεροφαγιές. Έτσι διατρέχαμε τον κίνδυνο να πέσουμε σε Αλβανικά παραμεθόρια ναρκοπέδια και να κομματιαστούμε. Δεν είχαμε όμως τέτοια ατυχήματα. Οι Αλβανοί, όσο δρούσε σιμά τους ο Δημοκρατικός Στρατός, δείχναν υπερβολικά εφησυχασμένοι για την ασφάλεια των συνόρων τους. Ούτε ναρκοπέδια στήσανε ούτε πυκνότητα είχαν στα μεθοριακά φυλάκιά τους. Μάλιστα, θες γιατί, στη ζαλάδα της υποχώρησης, δεν μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε πού κρυφοφύλαγαν και από πού ελέγχανε το πέρασμά μας στο έδαφός τους, μας έμεινε η αίσθηση, πως η διαφυγή έγινε ή από σημεία «αφύλαχτα» ή από μέρη, απ’ τα οποία οι φρουροί είχαν «αποσυρθεί» σκόπιμα…
Στις περιπτώσεις αυτές, το πέρασμα αναμφίβολα έγινε αντιληπτό απ’ τον κυβερνητικό στρατό. Και τ’ αεροπλάνα του άλλωστε, που πετούσαν σε χαμηλό ύψος και διέγραφαν το ημικύκλιό τους πάνω απ’ τα ελληνοαλβανικά σύνορα κάτι πρέπει να επισήμαναν. Δεν θα παραβιάσουν όμως τον ξένο εναέριο χώρο. Δεν θα βομβαρδίσουν, δεν θα πολυβολήσουν τους αντάρτες που να, βαδίζουν τώρα προς το Αλβανικό έδαφος…
Για την ηγεσία του κυβερνητικού στρατού ήταν υπεραρκετό, ότι ο Δημοκρατικός Στρατός, ηττημένος, εγκατέλειπε τον αγώνα.
Η διαφυγή στην Αλβανία
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)