Όπως ανέφερα πιο πάνω, το 1967 ήρθε στην Τασκένδη η αδελφή μου η Βιργινία με άδεια δυο μηνών έμεινε όμως τέσσερις λόγω της Χούντας. Η Δικτατορία της 21ης Απριλίου έφερε τα πάνω κάτω. Η ηγεσία μας πανικοβλήθηκε, κάλεσε την 11η ολομέλεια για να κρίνει τα γεγονότα. Το συμπέρασμα ήταν ότι μας έπιασαν στον ύπνο και το κίνημά μας θα περνούσε δύσκολες μέρες. Σ’ αυτή την ολομέλεια δεν παρουσιάστηκε καν ο γραμματέας του ΚΚΕ Κολιγιάννης, αφού ασχολούνταν με την 12η ολομέλεια που θα συνέρχονταν ύστερα από 6-7 μήνες.
Στην Τασκένδη έστειλαν το Ζωγράφο να κάνει ανάλυση των αποφάσεων. Ήμουν στο προεδρείο της ολομέλειας της ΚΟ Τασκένδης όταν μιλούσε ο Ζωγράφος. Όλοι, από τον Τσολάκη μέχρι το φύλακα της ΚΕ, τοποθετήθηκαν ανοιχτά εναντίον του Ζωγράφου. Ο Γιάννης Παχύς, μέλος της ΚΕ και έμπιστος του Τσολάκη, και πολλοί άλλοι έβαλαν μια σειρά προβοκατόρικες ερωτήσεις όπως οι παρακάτω: «Τι εννοούσε ο Ζωγράφος όταν έλεγε ότι το κίνημα θα περάσει δύσκολες ώρες; Τι εννοούσε ο Ζωγράφος όταν έλεγε ότι πρέπει να συμβουλευτούμε και τα άλλα αδελφά κόμματα της Μεσογείου (Ιταλικό, Γαλλικό) πώς να ξεπεράσουμε την κρίση;» Έκανα και εγώ ερωτήσεις με άλλο στόχο. Είπα: «Το ΚΚΣΕ διακήρυσσε και διακηρύσσει ότι δεν πρόκειται να επέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις χωρών και κομμάτων εκτός αν υπάρξει αντεπανάσταση, κι όπως έγραψε η Πράβντα. Τέτοια είναι η Χούντα στην Ελλάδα. Τότε ποια μέτρα σκοπεύουν να πάρουν οι ΕΣΣΔ και οι Λαϊκές Δημοκρατίες για να βοηθήσουν το κίνημά μας;» Ο Ζήσης Ζωγράφος που ήξερε τι συνέβαινε προσπάθησε να συγκαλύψει τα πράγματα, να μη μιλήσει ανοιχτά. Στο διάλειμμα λέω στον Τσολάκη ότι δεν με ικανοποίησε η απάντηση του Ζωγράφου. Κι εκείνος, προς μεγάλη μου έκπληξη, μου απάντησε «λέει βλακείες». Στο άλλο διάλειμμα το δεξί χέρι του Τσολάκη, ο Μιχ. Παπαδάμος, μου λέει: «άλλη φορά δεν πρόκειται να τους αφήσουν οι Σοβιετικοί να έρθουν στην Τασκένδη». Αλλά αυτοί, φυσικά, ήρθαν κι άλλη φορά.
Την ώρα που ο Ζωγράφος απαντούσε στις ερωτήσεις, ο Κ. Τσολάκης τον διέκοπτε λέγοντάς του να συντομεύει γιατί οι σύντροφοι που ζουν στην πόλη Τσιρτσίκ είναι συγκεντρωμένοι και τον περιμένουν. Επίτηδες ο Τσολάκης οργάνωσε τη συγκέντρωση αυτή. Στην επιμονή του ο Ζωγράφος σχεδόν θυμωμένος του λέει ότι θα μείνουν εκεί μέχρι να απαντήσουν όλες τις ερωτήσεις και μετά θα δουν... Ήταν φανερό ότι είχαν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό, αποπνικτικό κλίμα γύρω από το Ζωγράφο με εντολή Κολιγιάννη.
Θα σημειώσω εδώ κι ένα άλλο περιστατικό. Το 1966 πριν τη Χούντα κλιμάκιο της ΚΕ με επικεφαλής το Ζωγράφο και το μέλος της ΚΕ Ζάχο συνοδεία του Τοπόρικωφ της ΚΕ του ΚΚΣΕ και υπεύθυνου για τις σχέσεις άλλων αδελφών κομμάτων και ιδιαίτερα του ΚΚΕ επισκέφθηκε τον Ζαχαριάδη στο Σουργούτ γιατί έκανε απεργία πείνας και φωτογραφήθηκαν μαζί.
Ύστερα από λίγες μέρες με καλεί φιλικά ο Τσολάκης στο γραφείο και μου δείχνει μια τέτοια φωτογραφία αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Ζωγράφος κάνει τις επαφές του πίσω από την πλάτη του ΚΚΕ. Όταν τον ρώτησα πού τη βρήκε μου είπε ότι του την έφεραν τα παιδιά, εννοώντας το Γιάννη Βόγια και ότι την κυκλοφορούσε ο Ζωγράφος. Ήταν φανερό ότι του έστηναν από καιρό παγίδα. Για όλα αυτά η Ανίκα Χαραλαμπίδου, συγχωριανή του Ζωγράφου από το Βογατσικό, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Τασκένδης, τον ενημέρωσε και τον προειδοποίησε. Ο ίδιος όμως δεν προφυλάχτηκε πιστεύοντας ότι είναι «σκληρό καρύδι». Ήταν λάθος. Στη 12η ολομέλεια τον καθαίρεσαν μαζί με τον Παρτσαλίδη και το Δημητρίου. Πληροφορηθήκαμε τις αποφάσεις από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας που λειτουργούσε στο Βουκουρέστι. Οι καθαιρεθέντες το ανακοίνωσαν από το σταθμό.
Τα μέλη της ΚΕ που δούλευαν στην κομματική οργάνωση της Τασκένδης και πήραν μέρος στην ολομέλεια επέστρεψαν στη Μόσχα. Ο Τσολάκης καθυστέρησε την επιστροφή των συντρόφων και έστειλε τον Κ. Γάτσο για να προετοιμάσει το έδαφος με φραξιονικό τρόπο. Ο Γάτσος κάλεσε ένα ένα τα μέλη της ΚΕ καθώς και εμένα. Εγώ όχι μόνο δεν δέχτηκα να τον συναντήσω αλλά κατάγγειλα τις ενέργειες αυτές.
Ύστερα από λίγες μέρες έφτασαν όλα τα μέλη της ΚΕ (Τσολάκης, Παπακώστας, Ψήλος, Κίτσος) και συγκάλεσαν ολομέλεια για την ανάλυση των αποφάσεων της 12ης ολομέλειας. Δυστυχώς πολύ λίγα μέλη αντέδρασαν έντονα και καταψήφισαν: εγώ, η Αργυρώ Κοκοβλή, ο Τάκης Δημητρίου (πρλβ. «Η διάσπαση του ΚΚΕ» του Τάσου Βουρνά).
Από εδώ αρχίζει ο νέος Γολγοθάς και το κυνηγητό. Είναι αλήθεια ότι ο Τσολάκης με κάλεσε και μου είπε να κρατήσω τις απόψεις μου αλλά να πάψω να τις προπαγανδίζω. Αυτό ήταν αδύνατο. Αργότερα αντέδρασαν κι άλλοι, όπως ο Γερονικάκης και ο δ/ντής της εφημερίδας Νέος Δρόμος Πέτρος Μελάς.
Στις αρχές Αυγούστου πήρα άδεια κι έφυγα για διακοπές στη Μαύρη θάλασσα (στο Σότσι) με τη γυναίκα μου Ευδοξία και το γιο μου Τέλη. Μαζί και άλλες δυο οικογένειες, του Σταμάτη Μαργιόλη (Κρητικού) και του Σταμόπουλου Μάρκου από το Βελβενδό. Εκεί μας βρήκαν τα γεγονότα της επέμβασης των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία. Εγώ και ο Σταμάτης τα καταδικάσαμε αμέσως και απερίφραστα. Γύρισα αμέσως στην Τασκένδη την ώρα που συνεδρίαζε η ΚΕ. Παρά τις παραινέσεις των φίλων δεν πήγα στη συνεδρίαση. Ύστερα από ένα μήνα συνήλθε η ολομέλεια με πρώτο θέμα την καθαίρεση τη δική μου και της Αργυρώς Κοκοβλή με την κατηγορία του αντικομματικού, αντισοβιετικού και όλα τα αντί. Ακόμα μου πρόσθεσαν την κατηγορία ότι πιστεύω στα λάθη της Πράβντα. Πρόκειται για το γεγονός ότι εγώ είχα σχολιάσει το φύλλο της Πράβντα που κυκλοφόρησε στην Τασκένδη χωρίς την αναγγελία της συμφωνίας του ΠΑΜ-ΠΑΚ την οποία δημοσίευσε η Πράβντα που κυκλοφόρησε στη Μόσχα, ενώ σ’ αυτή που κυκλοφόρησε στο Ουζμπεκιστάν με παρέμβαση του Τσολάκη στη θέση του γεγονότος της συμφωνίας ΠΑΜ-ΠΑΚ υπήρχε ένα άλλο άσχετο δημοσίευμα (τη συμφωνία αυτή δεν την αναγνώριζε το ΚΚΕ αφού είχε υπογραφεί από τον Μπριλάκη - ΚΚΕ Εσωτ. και Α. Παπανδρέου. Στη συνάντηση αυτή μάλιστα ο Παπανδρέου ζήτησε στελεχικό δυναμικό για την οργάνωση του ΠΑΚ. Ο Μπριλάκης συμφώνησε να πάει η Μελίνα και ο Πάγκαλος.
Στο μεταξύ συνεχίζω να εργάζομαι στην οικοδομική επιχείρηση ως δ/ντής της μέχρι το Νοέμβρη και παράλληλα είμαι μέλος του κόμματος. Το Νοέμβρη συνήλθε η Κομμ. Οργ. του ΣΟΥ 64 στην οποία ανήκα με μοναδικό θέμα τη διαγραφή μου. Θυμάμαι το εξής ευτράπελο περιστατικό εκείνη τη μέρα. Πέρασε από το σπίτι μου ο Θανάσης Κοκόλας, υπεύθυνος εφοδιασμού της επιχείρησης, για να πάμε μαζί στην έδρα της ΚΕΤ όπου θα γινόταν η συνέλευση. «Βλέπω», μου λέει, «ξυρίστηκες». «Γιατί όχι;» «Γιατί θέλουμε εμείς να σου κάνουμε ξύρισμα σε λίγο...» Κάνοντας μια κίνηση με τα χέρια μου προς τα κάτω του λέω «άφησα και για σας να ξυρίσετε..». Έσκασε στα γέλια. Το αστείο το ανέφερα και στη συνέλευση... Εκεί παραβρέθηκαν τρία μέλη της ΚΕ, ο νέος γραμματέας Κασιούρας, ο Κ. Γάτσιος και το άλλο όνομα δεν το θυμάμαι, αλλά και εγώ είχα ετοιμάσει την ομιλία μου με στοιχεία από την Ελλάδα. Είχα μαζί μου το Ριζοσπάστη Μαχητή, την Αυγή, την Ελεύθερη Ελλάδα που τυπωνόταν στη Ρώμη κ.ά. Ύστερα από έντονη συζήτηση μου επέτρεψαν να μιλήσω μόνον οκτώ λεπτά. Είπα ό,τι πρόλαβα στο χρόνο αυτό κι έκλεισα με τα εξής: «θέλετε δεντριά μ’ κι ανθίστε, θέλετε και μαραθείτε, στον ίσκιο σας δεν κάθομαι» κι έφυγα. Φωνές, «γιατί»; «Γιατί ανήκω σε άλλο κόμμα, το ΚΚΕ Εσωτερικού».
Φυσικά, εν απουσία μου, με διέγραψαν. Την άλλη μέρα έστειλα γράμμα στην ΚΕ του Ουζμπεκιστάν με αίτημα την απαλλαγή μου από τα καθήκοντα του δ/ντή. Έγραφα ακόμη στους Σοβιετικούς ότι μπορούσα να δουλέψω ως απλός μηχανικός χωρίς να έχω υπεύθυνη θέση.
Έπιασα δουλειά σε μια επιχείρηση που κατασκευάζει μη τυποποιημένο εξοπλισμό για όλα τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις όλων των δημοκρατιών της Μέσης Ασίας και συγχρόνως έκτιζε νέα εργοστάσια στην Τασκένδη και στο Καζακστάν την επίβλεψη των οποίων ανέλαβα. Η επιχείρηση που δούλευα υπάγονταν απευθείας στο Υπουργείο Μεταλλοκατασκευών της ΕΣΣΔ στη Μόσχα. Έτσι όλο το 1969-70 πηγαινοερχόμουν στη Μόσχα για τη λύση όλων των προβλημάτων που ανέκυπταν. Στο τέλος του έτους οι βασικές εργασίες τελείωσαν και δεν δικαιολογούνταν η οργανική αυτή θέση· έτσι έμεινα χωρίς δουλειά.
Απευθύνθηκα στην οργάνωση που δούλευα πριν το 1966 στην επιχείρηση Γκολόντναγια Στέπα (Πεινασμένη Στέπα) που έκτιζε καινούριες κωμοπόλεις και βασικά αναλάμβανε τα αρδευτικά και εγγειοβελτιωτικά έργα σ’ όλη τη Μέση Ασία και σε έκταση ξεπερνούσε τα 500.000 εκτάρια ή 5.000.000 στρέμματα. Ο παλιός μου φίλος Βίκτωρ Αμπράμοβιτς Ντουχόβνικ που ήταν δεύτερος στην ιεραρχία της επιχείρησης μου είπε εμπιστευτικά ότι δεν μπορούσε να με προσλάβει σε διευθυντική θέση γιατί είχε το γράμμα της ΚΕ που το απαγόρευε. Μου σύστησε όμως να κάνω υπομονή για λίγο. Περίμενα δυο μήνες χωρίς δουλειά ώσπου με καλεί να παρουσιαστώ αμέσως. Τι είχε συμβεί; Εκείνη την περίοδο ο άλλος πανίσχυρος άνδρας και δεξί χέρι του Χρουσιώφ, ο Λομονόσωφ κατείχε τη θέση του Β´ Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ Ουζμπεκιστάν –στήν ουσία όμως Α´ γραμματέα– με πρώτο τον Ουζμπέκο Ρασίντωφ Ρασίντ. Σ’ αυτόν απευθύνθηκε ο Ντουχόβνικ για να του επιτρέψει να με προσλάβει στη θέση δ/ντή επιχείρησης. Του είπε, βέβαια, ότι εργάστηκα χρόνια στη Στέπα. Ο Λομονόσωφ με θυμήθηκε γιατί το 1965 τον Ιούνιο είχα μια συνάντηση μαζί του στο 28ο Σολχόζ. Μου είχε ζητήσει να επισπεύσω τις εργασίες για να δώσω γρήγορα νερό. Μου είχε θέσει προθεσμία 15 ημερών κι, ενώ δεν πιστεύαμε κι οι δυο ότι ήταν κατορθωτό, οργάνωσα έτσι τη δουλειά ώστε σε 10 μέρες να τρέχει νερό στους κάμπους του Σολχόζ. Με φώναξε και με συνεχάρη ξανά. «Να τον προσλάβεις και να του αναθέσεις όποια δουλειά νομίζεις. Άσε τους Έλληνες να ερίζουν μεταξύ τους», του είπε.
Σε δυο μέρες με τοποθέτησε δ/ντή της ΠΜΚ23 (σε μετάφραση: Μηχανοκίνητη Μετακινούμενη Επιχείρηση) στην πόλη Ντζίζακ. Βασικό αντικείμενο ήταν η αποπεράτωση και παράδοση για εκμετάλλευση του φράγματος του Ντζίζακ χωρητικότητας 110 εκατομμυρίων κυβικών νερού. Άλλο έργο ήταν η κατασκευή αρδευτικών καναλιών σε διάφορα σολχόζ της Στέπας και επενδύσεις καναλιών με μπετόν. Επίσης αντιπλημμυρικά έργα στον ποταμό Σανζάρ. Η επιχείρηση ήταν μηχανοκίνητη και μετακινούμενη. Εργάστηκα ώς τον Ιούλιο του 1974 και παρέδωσα το φράγμα με το βαθμό «άριστα». Στο διάστημα αυτό η επιχείρηση κατέλαβε την πρώτη θέση ανάμεσα σε 40-50 παρόμοιες και αμείφθηκε με χρηματικά έπαθλα και τιμητικές διακρίσεις-ανάρτηση του ονόματος στην Έκθεση Επιτευγμάτων της Μόσχας. Τον Ιούλιο του 1974, ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω οικογενειακώς για τη Γιουγκοσλαβία, συνέβη ένα πολύ λυπηρό γεγονός· πέθανε ο άντρας της αδελφής μου Κασσιανής, ο Γιώργος Διαμαντόπουλος αφήνοντας ένα ορφανό κοριτσάκι μόλις 9 ετών, την Κωνσταντίνα (Τούλα). Εγώ είχα με αίτησή μου απαλλαγεί από τα καθήκοντά μου και δεν μπορούσα να μείνω άλλο στη ΣΕ. Την ίδια ακριβώς εποχή έγινε η μεταπολίτευση στην Ελλάδα με την επάνοδο του Κ. Καραμανλή. Όλοι οι φίλοι και γνωστοί με συμβούλεψαν να φύγω για τη Γιουγκοσλαβία από όπου θα μπορούσα εύκολα να πετύχω τον επαναπατρισμό μου.
Πραγματικά στα τέλη Αυγούστου έφυγα για τα Σκόπια.
Μου ήταν γνωστό ότι δεν θα έμενα μέσα στην πόλη. Εγκαταστάθηκα σε μια μικρή πόλη 8-10 χιλ. κατοίκων, στο Ντέμπαρ, κοντά στην Οχρίδα της οποίας το 80% των κατοίκων ήταν Αλβανοί.
Με την άφιξή μου έπρεπε να βγάλω ταυτότητα για να μπορώ να κινούμαι και να δουλεύω. Το πρώτο ερώτημα που μου τέθηκε ήταν αν θα αλλάξω επίθετο και εθνικότητα μια και το χωριό μου βρισκόταν στη Μακεδονία. Απάντησα κοφτά «Είμαι Έλληνας και λέγομαι Κωστόπουλος Χρήστος του Κων/νου και της Αγνής, το γένος Τζήμα. Και αυτό θα παραμείνω». Είναι αλήθεια ότι δεν δέχτηκα καμιά πίεση για τη στάση μου αυτή. Απεναντίας, με την άφιξή μου στην πόλη Ντέμπαρ με προσέλαβε ο Δήμος και εργάστηκα ως μηχανικός και η γυναίκα μου ως μαία στο νοσοκομείο της πόλης. Δούλεψα ένα χρόνο. Τον επόμενο προσλήφθηκα με διαγωνισμό μηχανικός στον υδροηλεκτρικό σταθμό Σπίλιε που ήταν κοντά στην πόλη, ακριβώς πάνω στη μεθοριακή γραμμή με την Αλβανία. Για ένα χρόνο κι εδώ γιατί το Σεπτέμβρη του 1976 επέτυχα τον επαναπατρισμό μου και επέστρεψα στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκα στη Θεσσαλονίκη, Βασ. Όλγας 197.
Περιέγραψα με συντομία τη ζωή μου στην αναγκαστική προσφυγιά που διάρκεσε 27 ολόκληρα χρόνια, τα καλύτερα της ζωής μου. Ήρθα για να ξαναρχίσω μια καινούρια ζωή έχοντας στη τσέπη μου 1000 δολάρια και δυο παραπανίσια τοπογραφικά εργαλεία που τα πούλησα.
Η δικτατορία και η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968
(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)