Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Η δράσις της Πέμπτης Μεραρχίας εν Μακεδονία και Ηπείρω 1912-1913
Ποντίκας [Ποντίδας] Ιωάννης Ευθ.

Ιωάννης Ευθ. Ποντίδας ή Ποντίκας εκ Παρνασσίδος
Δεκανεύς εν τη Πέμπτη Μεραρχία
 
 
 
Θέλω να σας γράψω ποίημα όλης της εκστρατείας,
την δράσιν την πολεμικήν της 5ης Μεραρχίας.
Δεν είμαι όμως ποιητής καλά να το συντάξω,
μόνον απλήν διήγησιν εδώ θε να σας γράψω.
Στο Σύνταγμα 22ον το δεύτερον το τάγμα,
στον πέμπτον λόχον έφεδρος υπηρετώ· συνάμα
εις τας Αθήνας κατοικώ, είμαι Παρνασσιδεύς
ονομάζομαι ΠΟΝΤΙΔΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ δεκανεύς.
 
 
 
 
 
 
                                                Ήλθ’ ο καιρός που νικηταί
                                                θα μπούμε και στην Πόλι.
                                                                        —Μαυρομιχάλης
 
Όταν εσάλπισ’ η Πατρίς καλούσα τα παιδιά της
και συνεκέντρωσεν ευθύς όλα τα τμήματά της,
τότε κι ημείς εσπεύσαμεν όλοι με προθυμία
στο τμήμα που ανήκουμε· στου Διάκου τη Λαμία.
Αμέσως μας ενδύσανε μας δώσαν τ’ άρβυλά μας
τον γυλιόν, τον οπλισμόν κι όλα να πράγματά μας.
Το νέον μας το Σύνταγμα αμέσως συνετάχθη
εικοστόν δεύτερον εκ του Αρχηγείου ωνομάσθη.
Και έλαβε διαταγήν ευθύς ν’ αναχωρήσει
και όλοι τω ηυχήθησαν καλά να πολεμήσει.
Τρίτη ημέρα φύγαμε είκοσι πέντε Σεπτεμβρίου
μα δυνατά μας έκαιον αι ακτίνες του ηλίου.
Το βράδυ σταματήσαμε στο χάνι «Παλαμά»
και την αυγή εφθάσαμε στο Δομοκό σιμά.
Το Γκουγκουνάρ’ αφήνομε και μες στο Χατζηλάρι
κει όλοι μαζευτήκαμε κάθε λογής κλωνάρι.
Αφού κει συνετάχθηκεν όλη η Μεραρχία
με όλα της τα σώματα και την Συζυγαρχία,
λαμβάνομε την άγουσαν εις την Μακεδονία.
Του Πηνειού διαβαίνομε τα ξύλινα γεφύρια.
Εις το Δαμάσι εφθάσαμε το βράδυ με φεγγάρι
τα ευζωνάκια τραγουδούν χορεύουν οι φαντάροι.
Την χαραυγούλα με βροχή τον δρόμο μας τραβούμε
μέσα στο Κεφαλόβρυσο εδώ θ’ αναπαυθούμε.
Αλλ’ από την πολλή βροχή είμεθα μουσκευμένοι
στες λάσπες εις τα γόνατα είμεθα βουτηγμένοι.
Είν’ ενδεκάτη της νυκτός· διατάζει ο Συνταγματάρχης
«τ’ αντίσκηνά σας στήσετε». Λέγει ο Ταγματάρχης
«Κόψετε κλαριά, βάλτε φωτιά, έως να ξημερώσει
όλοι σας παλικάρια μου καθένας να στεγνώσει».
Πρωί σαν εξημέρωσεν εκίνησε τ’ ασκέρι,
εις την Κρανιά εφθάσαμε κοντά το μεσημέρι.
Και τρέχουνε οι χωρικοί με μια χαρά μεγάλη
κρασιά καζάνια κουβαλούν, ψωμιά φέρουν οι άλλοι.
Εδώ δεν εκαθίσαμε παρά ολίγην ώρα
εις το Λουτρόν εφθάσαμε το βράδυ με την ώρα.
Οι μαθηταί χαρούμενοι τρέχουν να μας ιδούνε
φουστανελοφόροι στέκονται και μας παρατηρούνε.
Και άσματα πολεμικά όλα τους τραγουδούνε
με το μικρό χειράκι τους καθένα μάς χαιρετούνε.
Ο Παππαθύμιος έρχεται με τ’ άγιο Ευαγγέλιό μας
μπροστά στέκει κι ευλογεί ν’ αυξήσει το Βασίλειό μας.
Έρχονται όλ’ οι χωρικοί, όλοι ζητωκραυγάζουν
και τον γενναίον μας στρατόν στέκουν και τον θαυμάζουν.
Στην άκρη σταματήσαμε, στήνομε τ’ αντίσκηνά μας
στρώμα· λιθάρια βάλαμε διά προσκέφαλά μας.
Και με τα ξημερώματα καιρός αρχίζει κρύος
αλλ’ ο Στρατός μας στέκεται πρόθυμος και ανδρείος.
Πάμε πέντ-έξι από μας στην Εκκλησιά… Ωιμένα!!
τα μάτια των εικόνων μας τα είχανε βγαλμένα
και του μεγάλου μας Χριστού οι οφθαλμοί βγαλμένοι
πλην όμως η κανδήλα του κρέμεται αναμμένη.
Γονυπετούμεν όλοι μας και τον παρακαλούμεν
«Χριστέ μας δος μας δύναμη να σε υπερασπισθούμεν».
Αι σάλπιγγες μας μάζευσαν που είμεθα σκορπισμένοι
«παιδιά» φωνάζ’ ο λοχαγός «να είσθ’ ετοιμασμένοι».
Η ώρα ήτανε εννιά απ’ το Λουτρόν αναχωρούμε
στες Λαζαράδες φθάνομε κει θα παραταχθούμε.
Την πρώτην μάχην κάμαμε εδώ στες Λαζαράδες
φεύγουν οι Τούρκοι σαν τρελοί μαζί με τους πασάδες.
Τα όμορφα κανόνια μας που δυνατά βογκούνε
τον άπιστον αλύπητα με λύσσα τον βαρούνε.
Και τα χελιδονάκια μας τα χρυσομανλιχέρια
φιλιά τούς δίδομε θερμά τα σφίγγουμε στα χέρια
που τον εχθρόν ετσάκισαν και όλο υποχωρεί·
στα Σέρβια εσταμάτησε για να οχυρωθεί.
Αλλ’ ένα Αχ! ακούεται. Ο πρώτος νικητής
βαριά ετραυματίσθηκε, ο γενναίος μας Διοικητής
Μαυρομιχάλης· έπεσε, τον πάν’ στο χειρουργείον
και ξάπλα τον επήρανε επάνω στο φορείον.
Το πρώτο βόλι που ’ριξε το εχθρικό Μαουζέρι
τον διοικητήν μας βάρεσε, μας έκοψε το χέρι.
Ο Ιατρός τον ερωτά το τραύμα επιδένει
την μάχην θέλει ο Διοικητής να ιδεί και επιμένει.
Πολλούς φωνάζει από ημάς με δάκρυ μας διατάζει,
μεγάλη δίδει εντολή ευχής και αναστενάζει.
«Παιδιά μου, παλικάρια μου, να το σκεφθείτε όλοι,
ήλθ’ ο καιρός που νικηταί θα μπούμε και στην Πόλη.
Δεν είναι το ενενήντα επτά που κάπνιζεν ο Γκρας
και στη Λαμία έφθασε ο Ετέμ Πασάς.
Τα όπλα μας τα Μάνλιχερ με τη χρυσή βολιά
τον Τούρκον θα τον στείλουνε στην Κόκκινη Μηλιά.
Σήμερα είμαι ζωντανός, αύριο πεθαμένος
αλλ’ ο Στρατός μου εύχομαι να βγει δεδοξασμένος·
Εμπρός, γενναία μου παιδιά, στους λόχους σας τρεχάτε
καλά να πολεμήσητε, τον Τούρκο να τον φάτε».
Η ώρα επλησίασεν ήρχισε να νυκτώνει
η μάχη εσταμάτησεν έπαψε το κανόνι.
Στο χειρουργείον φέραμε ολίγους πληγωμένους
ευζώνους δεκατέσσαρας ηύραμε φονευμένους.
Τούρκους η ράχη γέμισε κουφάρια ένα σωρό
σαν σκύλοι που εψόφησαν επάνω στο βουνό.
Την νύχτα όμως έπιασε βροχή, πολύ ραγδαία.
Καθένας με τ’ αντίσκηνο μαζεύεται στα δένδρα.
Κοιμόμαστε με τους γυλιούς, παλάσκες και παπούτσια·
βροντοβολούν αι αστραπές, τρέχουνε τα βελούχια.
Ο άρτος δεν εφάνηκε, ένας τον άλλον λέμε
«ψωμί ποιος έχει, βρε παιδιά, ολίγο δάνεισέ με».
Σαν εξημέρωσ’ η αυγή έρχεται ο Μέραρχός μας
ο κύριος Ματθιόπουλος που ήτο αρχηγός μας.
«Έχετε σπίρτα, βρε παιδιά, ανάψετε τη φωτιά σας,
στεγνώσετε, βραχήκατε, βγάλτε τ’ αντίσκηνά σας».
Διοίκησιν του Συντάγματος αντί του Μαυρομιχάλη
ανέλαβ’ ο Καλογεράς· κι αυτός καρδιά μεγάλη.
Αμέσως ξεκινήσαμε και εις τες Λαζαράδες
σε μία ώρα μπήκαμε· βαρούνε οι καμπάνες.
Μες στο χωριό σαν μπήκαμε γυρίζομε να ιδούμε
την εκκλησιά την χαλάσαν οι Τούρκοι και θρηνούμε.
Σε πιάνει το παράπονο· όλα κατεστραμμένα
εικόνες, Αγία Τράπεζα, όλα είναι σπασμένα.
Τον Ιερόν μας άμβωνα και την Ωραία Πύλη
όλα τα εθρυμμάλιασαν οι άπιστοι οι σκύλοι.
Βροχή να πίπτει δυνατά δεν σταματά δεν παύει,
δεν έχεις δρόμο να διαβείς ούτε και μονοπάτι.
Τρεις μέρες ενηστέψαμε την φίλη κουραμάνα
και βρόνταε η κοιλιούλα μας σαν την παλιοκιθάρα.
Σαν παύει λίγο η βροχή ο Μέραρχος διατάζει
«σφάχτε γουρούνια, βρε παιδιά, να φάτε», μας φωνάζει.
Σε μια στιγμή σφαχτήκανε, ψηθήκαν τα γουρούνια
τα φάγαμε ανάλατα, μας φάνηκαν πιτσούνια.
Διαταγή ελάβαμε από τον Διάδοχο καινούρια:
«Βαδίσετε αριστερά και φκιάσετε ταμπούρια,
η Μεραρχία να τεθεί αριστερόν της ζώνης
και να κτυπήσει τα πλευρά», μας λέγει ο Τριγώνης.
Αμέσως ξεκινήσαμε, βαδίζομε και πάμε,
τον ποταμό Αλιάκμονα ένας ένας περνάμε.
Οι Τούρκοι όταν έφευγον μας κόψαν το γεφύρι
στον Άγιον Νικάνορα μπροστά στο μοναστήρι.
Σχοινιά ζητεί ο Μέραρχος δεμένοι να διαβούμε
έφθασαν οι Καλόγηροι κι αυτοί μας βοηθούνε.
Αλλ’ όμως είν’ αδύνατον στράτευμα να περάσει·
πλατύς, βαθύς ο ποταμός και τον στρατόν θα χάσει.
Τραβούμε δύο άλογα να γίνει δοκιμή,
τα δύστυχα επνίγηκαν από την πολλή ορμή.
Αμέσως το Μηχανικό γεφύρι καταρτίζει,
το στράτευμα για να διαβεί δυο ημέρας εμποδίζει.
Περνούμε όλοι τρέχοντες ένας ένας διαβαίνει,
στην Κάλιανη το στράτευμα μια νύκτα διαμένει.
Την άλλην το απόγευμα φθάνομε στην Κοζάνη
παρέλασιν εκάμαμε στην πόλη την μεγάλη.
«Ζήτω», φωνάζ’ ο πληθυσμός «χαίρε ελευθερία»,
«Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός και η Πέμπτη Μεραρχία».
Κοπέλες ομορφοστόλιστες με λούλουδα μας ραίνουν,
βασιλικά μοιράζουνε στους στρατιώτας που διαβαίνουν.
Στην μέσην εις την αγοράν είναι ανηρτημένος
Σταυρός με άνθη όμορφα ωραίος στολισμένος.
Κι ένα μεγάλο στέφανο με σμύρτα είναι φκιασμένο
με λουλουδένια γράμματα επάνω του γραμμένο:
«Καλώς μας ήλθες, ένδοξε ελληνικέ Στρατέ
και συ χρυσέ Διάδοχε, μεγάλε Στρατηγέ».
Παντού αι γαλανόλευκες στες πόρτες κυματίζουν
και τα μπαλκόνια όμορφα με άνθη τα στολίζουν.
Στην άκρη σταματήσαμε με δυνατό χιονιά·
φέρνουν καπνό, ψωμί, κρασί, βαρέλες και με χαρανιά.
Πρωί σαν εξημέρωσεν ο Μέραρχος διατάζει
προς τα Καϊλάρια τον στρατό γραμμή τον αραδιάζει.
Απόγευμα εφθάσαμε κοντά στα Καϊλάρια.
«Αλτ» μας φωνάζ’ ο λοχαγός «καλά μου παλικάρια».
Εις μάχην παρετάχθημεν, στήσαμε τα πυροβόλα,
αρχίζει το λιανοτούφεκο, τρίζουν τα πολυβόλα.
Στάχτη τον κάμνει τον εχθρό το όμορφο κανόνι
και το χρυσό μας μάνλιχερ το λέει σαν χελιδόνι.
Λευκές σημαίες εσήκωσαν οι Τούρκοι στα τζαμιά τους,
τα όπλα των παρέδωκαν και τα πολεμεφόδιά τους.
Στο ίδιο μέρος στήσαμε και μεις τ’ αντίσκηνά μας
ν’ αναπαυθούμε πέσαμε ζωσμένοι τα άρματά μας.
Αυγή σαν εξημέρωσε με πάχνη σκεπασμένη
τα πράγματά μας βάλαμε, είμαστ’ ετοιμασμένοι.
Βλέπω τον φίλον μου εκεί τον Νικολάκη Βούζα
στο χειρουργείον έστεκε με μια μεγάλη μπλούζα.
«Γιάννη μου», λέγει, «έλα, δω κονιάκ να σε κεράσω»,
τσάι μου κάμνει παρ’ ευθύς σφικτά τον αγκαλιάζω.
Ξεκίνησε το στράτευμα διαβαίνει τα Καϊλάρια,
εις μάχην παρετάχθηκαν όλα τα παλικάρια.
Έξω εις το Αλμπάνκιοϊ είν’ ο εχθρός κρυμμένος
έχει ταμπούρια δυνατά καλά οχυρωμένος.
Ημείς δεν λογαριάζομε αυτά που μαστορεύει,
το στράτευμα ετοιμάσθηκε επίθεση γυρεύει.
Σχέδιο κάμν’ ο Μέραρχος και γύρο τούς κυκλώνει
τα τμήματα συνεκέντρωσε και το χωριό το ζώνει.
Ποτάμια δεν φοβούμεθα μέσα περνούμε όλοι
τας θέσεις μας ελάβαμε αρχίζομε το βόλι.
Το δέκατον έκτον πεζικόν και το εικοστόν τρίτον
τα πλάγια βαδίζουνε· το εικοστόν δεύτερον, στη μέση ήτον.
Με λύσσαν τα τουφέκια μας αδειάζουνε τα βόλια
βροχή πέφτουν αι παταριές βογκάνε τα κανόνια.
Ευθύς αρχίζει ο εχθρός για να υποχωρεί,
η ώρα επλησίασε κοντεύει να πιασθεί.
Μέρος δεν έχει για φυγή παρά από ένα ρέμα
που επλημμύρισε κι αυτό, κοκκίνησ’ απ’ το αίμα.
Τα πυροβόλα εύστοχα με λύσσα τον βαρούνε
και τα χρυσά μας Μάνλιχερ σαν τα πουλιά λαλούνε·
πο’ ’χουν εις το κοντάκι τους καβάλα τον Άγιο Γιώργη
τον Μέγαν Στρατηλάτην μας όπου μας δυναμώνει.
Αι σάλπιγγες αρχίζουνε επίθεσιν βαρούνε
«εμπρός παιδιά», «εμπρός παιδιά» οι κάμποι αντηχούνε.
Οι Τούρκοι όλο φεύγουνε και άφαντοι γενήκαν
στο Σόροβιτς εστάθηκαν και κει οχυρωθήκαν.
Φεύγοντες δεν επρόφθασαν να φάνε το φαγί τους
ούτε και το συσσίτιον δεν πήρανε μαζί τους.
Γαλέτες σάκους ηύραμε και ζάχαρη και ρύζι,
χαλκώματα μαγειρικά, ιματισμούς και τσάι,
τσαντίρια ολοκαίνουργα, αντίσκηνα κι αρβύλες,
πολεμεφόδια άφθονα, τσαρούχια και μανδύες.
Αμέσως ήλθε διαταγή από το Αρχηγείον,
η Μεραρχία γενικό να κάμεις προσκλητήριον.
Μετρήθη όλος ο στρατός και λείπουνε δεκάδες.
Τούρκους το ρέμα γέμισε πολλές εκατοντάδες.
Δυο μέρες εκαθίσαμε για να αναπαυθούμε
και να ταφούνε οι νεκροί, τους αδελφούς να ιδούμε.
Την Μεραρχίαν ο Διάδοχος ονόμασε «Σιδηρά»,
το Σύνταγμά μου ήτανε πτέρυξ αριστερά.
Το Σόροβιτς περάσαμε, στον κάμπο προχωρούμε
τ’ αντίσκηνα εστήσαμε λίγο ν’ αναπαυθούμε.
Προφυλακάς ανέλαβε ο όγδοος ο λόχος,
στο Σόροβιτς απέναντι που είν’ ο μεγάλος λόφος·
κι ο λόχος ο δωδέκατος διετάχθη να βαδίσει
το αριστερόν της στρατιάς μέρος να ασφαλίσει.
Προς τον Σταθμόν Εξίσοϋ, στ’ αμπέλια, στους βορούς,
εκεί ετοποθέτησε πολλούς διπλοσκοπούς.
Πρωί με τα χαράγματα αρχίζει το ντουφέκι
αρχίζουν τα κανόνια μας και το αστροπελέκι.
Ο Μαρκογιάννης λοχαγός δω πίπτει γενναίως
Μαυρομιχάλης λοχαγός πληγώνεται βαρέως.
Και άλλοι αξιωματικοί ολίγο πληγωμένοι·
στρατιώται εφονεύθησαν ολίγοι οι καημένοι.
Φεύγουν οι Τούρκοι σαν λαγοί, δεν βλέπομε τσαντίρι
και ο στρατός μας προχωρεί εμπρός προς το Μοναστήρι.
Και τα στενά διαβαίνουμε κι όλοι μας τραγουδούμε
στην Μπάνιτσα σταθήκαμε διά ν’ αναπαυθούμε.
Μόλις εκεί εστήσαμε στη γη τ’ αντίσκηνά μας,
χιονίζει και σκοτείνιασε, δεν βλέπομε μπροστά μας.
Απ’ το χωριό μάς έρχεται ευθύς ο Παππαπέτρος
προς τον εχθρό μάς οδηγεί, μας έδειξε το μέρος.
Ο Πάτερ ο Καλλίμαχος νέος αρχιμανδρίτης
καβάλα εις το άλογο στέκεται σαν πετρίτης·
και φορτωμένος τα σπαθιά βαριά αρματωμένος
για τη γλυκιά Πατρίδα μας είν’ αφοσιωμένος.
Μαζί μας ηκολούθησε από το Καϊλάρι
διορισμένος είναι κει, είναι και παλικάρι.
Απ’ έξω από τα ράσα του τα άρματά του βάζει
ευχές και δόξες μάς λαλεί, την αντοχήν θαυμάζει.
Ο διοικητής του Συντάγματος ο κύριος Καλογεράς
προφυλακάς μάς έστειλε, κι ας έπεφτε χιονιάς
εκεί ταμπουρωθήκαμε μέσα στη ρεματιά
ξύλο κανέν δεν ηύραμε ν’ ανάψομε φωτιά·
ένα μανδρί ευρέθηκε για να οικονομηθούμε,
φαντάροι δέκα πήγανε και ξύλα κουβαλούνε.
Την νύχτα είναι ξαστεριά καθένας κοκκαλώνει,
τραβάει, κόβει ο βοριάς και δένδρα ξεριζώνει.
Ξημέρωσεν η Κυριακή, διατάζ’ ο αρχηγός μας
να έλθουν κάτω οι σκοποί φωνάζ’ ο λοχαγός μας.
Για τα Βιτώλια ήρχισε το στράτευμα να πάγει,
την δημοσίαν έλαβε, με βήμα ξεκινάει.
Πολύ δεν εβαδίσαμε κι εδώ μας σταματούνε,
φάλαγγες έρχοντ’ εχθρικαί εδώθε προχωρούνε.
Τα πεζικά μας σώματα ελάβανε τας θέσεις
να πολεμήσουν καρτερούν, να κάμουν επιθέσεις.
Τα πυροβόλα στήσαμε κι αρχίζουν με θυμό
τον μαζευμένον που ’ρχετο, τον Τουρκικό στρατό,
βαρούνε, τον τσακίζουνε, σκορπίζει σαν αρνιά
αλλάζουνε κατεύθυνσιν όλο την ποταμιά.
Με δύναμ’ ήρχετο πολύ καλά ενισχυμένος,
στρατόν πολύν κουβάλησε και πίπτει λυσσασμένος·
έχει μεγάλον αριθμόν σαράντα δυο χιλιάδες
ενώ η Μεραρχία μας ήτο δώδεκα μονάχες.
Πέφτουν κανόνια σαν βροχή, οβίδες σαν χαλάζι
και το χρυσό μας Μάνλιχερ βαριά αναστενάζει.
Είναι η ώρα κρίσιμος, θα γίνει μακελειό
ή όλοι μας θα πέσομε ή θα φάμε τον εχθρό.
Αυτό ήτο αδύνατον παράτολμο μεγάλο,
ο Μέραρχός μας έκαμε λάθος πολύ μεγάλο,
δεν τω εδόθη εντολή εμπρός για να βαδίσει.
Στο Σόροβιτς να οχυρωθεί κανόνια κει να στήσει,
όσο να φθάσει ο Διάδοχος από τη Θεσσαλονίκη
μαζί με όλον τον στρατόν και να στεφθεί η Νίκη.
Εδώ μας εχρειάζοντο όλαι αι Μεραρχίαι
και όχι μία μοναχή που ρίξαν στα θηρία.
Όλη μέρα πολεμήσαμε στης Μπάνιτσας τα μέρη
μα τα κανόνια τρίψανε καλά το τουρκασκέρι.
Αλλ’ όμως έχει δύναμη και πάντα προχωρεί.
Το δεξιόν μας ήρχισε για να υποχωρεί.
Το Σύνταγμά μας ρίχνεται επίθεση να κάμει
εις τον σταθμόν της Μπάνιτσας το Μάνλιχερ ανάβει,
και τον εχθρόν εφθάσαμε κοντά πενήντα μέτρα,
αρχίζει να υποχωρεί προς την Ζαμπάρδανη πέρα.
Κανόνια δεν ακούονται απ’ το δικό μας μέρος,
φαίνεται υπεχώρησε και δω θα βρούμε τέλος.
Ήρχισε και εσκοτείνιασε, δεν βλέπομε μπροστά μας
από ώραν υπεχώρησεν όλη η στρατιά μας.
Το Σύνταγμά μας μάχεται πιστά κι ανδρειωμένα,
έχει παιδιά λεβέντικα, ένα-ένα διαλεγμένα.
Εκεί που πολεμάγαμε με πείσμα, με ορμή,
ο Παπανικολάου λοχαγός σιγά-σιγά μιλεί:
«Παιδιά θα υποχωρήσομεν αλλά με ησυχία
το στράτευμα υπεχώρησε και όλη η Μεραρχία».
Όλοι μας εδακρύσαμε για την πληροφορία
υπεχώρησε η «Σιδηρά» η Πέμπτη Μεραρχία.
Δεν τα κατάφερε καλά αυτός ο Μέραρχός μας
και λύπη μάς ζωγράφισε στο άσπρο προσωπό μας.
Αρχίζουνε τα τμήματα για να υποχωρούνε
κανονικά και ήσυχα ώς να συγκεντρωθούνε.
Ήτο η ώρα ένδεκα, είναι βαρύ σκοτάδι
το στράτευμα δεν ακούεται, δεν άφησε σημάδι.
Εις τα στενά της Μπάνιτσας μέσα σ’ ένα χωράφι
εκεί εμαζευτήκαμε τριακόσιοι μονάχοι.
Ημείς εδώ σταθήκαμε αλλ’ αν και κουρασμένοι,
τους αδελφούς μαζεύσαμε που ήσαν πληγωμένοι.
Μες στην κουβέρτα βάλαμε εκεί τον κάθε έναν
στον ώμον τον εφέρναμεν την νύχτα έναν-έναν.
Πολλούς όμως που είχαμε στον τόπο φονευμένους
εκεί τους ενταφιάσαμε με κλάματα τους καημένους.
Στας δύο τα μεσάνυχτα οι Τούρκοι βαρούν διάνα·
εδώ θυμάται έκαστος τη δόλια του την μάνα.
Το άλλο στράτευμα έφυγε, το Σόροβιτς διαβαίνει
ενώ ημείς βρισκόμαστε απ’ τον εχθρό κλεισμένοι.
Σιγά-σιγά χωρίς μιλιά με τους αξιωματικούς μας,
Κοντόσην, Αντωνόπουλον, τους υπολοχαγούς μας,
τον Επισκόπου λοχαγόν, όστις ταγματαρχεύει,
Κοντόσην υπολοχαγόν, όστις και λοχαγεύει,
βαδίζομεν μεσάνυχτα και τον εχθρό περνάμε
σιγά-σιγά· την χαραυγή στο Σόροβιτς γυρνάμε.
Μας βλέπουν όλοι κι έκλαιον ότι μας πήραν σκλάβους,
ο Μέραρχος μας χαιρετά με τους αξιωματικούς τους άλλους.
Μας ερωτά αν είδαμε τον λοχαγόν Μαζαράκη·
είπαμε πως πληγώθηκε στην Μπάνιτσα στη μάχη.
Δεν πέρασεν ουδέ στιγμή, το εχθρικό τ’ ασκέρι
έφθασε· οχυρώθηκε στ’ απέναντί μας μέρη.
Αμέσως οι διοικηταί θέτουν τα τμήματά τους,
σύσκεψιν κάμνουν όλοι τους, στρώνουν τα σχέδιά τους.
Τα πυροβόλα ήρχισαν να μάχονται με πείσμα.
Τα Μάνλιχερ ετοιμάζονται για να ριχθούν με λύσσα.
Την άλλη μέρα το πρωί τρανή αρχίζει μάχη,
γίνεται αλληλοσπαραγμός, νικά το Μανλιχεράκι.
Οι Τούρκοι τα εχάσανε και όλο υποχωρούνε
έφοδον τους εκάμαμε και πάνε να χαθούνε.
Αλλ’ όμως ο εχθρός πολύς· τ’ ασκέρι συγκεντρώνει
για να μας κάμει τέχνασμα· την νύχτα δεν υπνώνει.
Τη νύχτα με τρανή χιονιά το στράτευμα μαζεύει
από το Εξίσοϋ κατέβασε το άπειρό του ασκέρι.
Ενώ ημείς επέσαμε λίγο ν’ αναπαυθούμε,
εξηντλημένοι είμεθα· όλοι μας δεν μπορούμε.
Αυτός όμως ο άπιστος κάμνει τα σχέδιά του
την νύχτα και μας έζωσε μ’ όλη τη στρατιά του.
Κοντά που γλυκοχάραζε κι ακόμα κοιμισμένοι,
αρχίζουν αι προφυλακαί τη μάχη, λυσσασμένοι.
Ξυπνάνε τα στρατεύματα τρέχουν αλαλιασμένα
από τρανό αιφνιδιασμό φεύγουνε σκορπισμένα.
Φωνάζει, «Αλτ» ο λοχαγός ταγματαρχεύων Ρούσσης
«ταχθήτ’ εις μάχην, βρε παιδιά», φωνάζει ο Γιαννούσης.
Αμέσως συνετάχθημεν και κάμνομεν πυρά
αλλά μας επλησίασε η τουρκοστρατιά.
Προς την Κοζάν’ υποχωρεί όλη η Μεραρχία
τα τμήματα εσκόρπισαν και η Συζυγαρχία.
Έφθασαν τα τουρκόσκυλα, κυκλώνουν τα πυροβόλα,
αλλάχ-αλλάχ, φωνάζουνε είναι δικά μας όλα.
Οκτώ κανόνια πήρανε και πίσω τα τραβούνε
τα άλογα να ζέψουνε δεν πρόφθασαν να ’ρθούνε.
Εδώ γενναίως έπεσεν ο λοχαγός Δελλαπόρτας,
ο άριστος πυροβολητής Καθήκουρης ο Κώστας,
ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού ήτο και λοχαγεύων
εις την Σχολήν, εις τον Στρατόν ήτο παντού πρωτεύων.
Ο λοχαγός ο Κοσκινάς, ο υπολοχαγός ο Δούκας,
ο έξοχος και συμπαθής Ανθυπολοχαγός ο Σούφρας.
Εδώ πληγώνεται βαριά Αγαπητός ο Κορενέζος,
στον ώμον τον επήρανε Ποντίκας και Φαγκρέζος.
Η Μεραρχία έπαθε μεγάλας απωλείας,
το σώμα το Μηχανικόν ολοκλήρους διμοιρίας.
Η δόξα δω στεφάνωσε πολλά μας παλικάρια
που πολεμήσανε πιστά σαν να ’τανε λιοντάρια.
Ενώ υποχωρούσαμε να πάμε στην Κοζάνη,
τα Τουρκοχώρια όλα τους μας βάλουνε σημάδι.
Ακόμη περισσότερον τα Τουρκοσαντζηλάρια,
αρκετά μας έριξαν στη γη τους παλικάρια.
Στας δώδεκα μεσάνυχτα φθάσαμε στην Κοζάνη
όλοι μας ξημερώσαμε στο κάθε ένα χάνι,
διότι έβρεχε πολύ τα μαγαζιά κλεισμένα,
τα σπίτια δεν εδέχθηκαν απ’ όλους μας κανένα.
Είχανε δίκαιον πολύ καθόλου να δεχθούνε
οι δυστυχείς ενόμισαν πως θα καταστραφούνε.
Την άλλη μέρα με βροχή εμαζευτήκαμ’ όλοι
στο Δημοτικό το μέγαρο, μπροστά στο περιβόλι.
Λίγες ημέρες μείναμε για να ξεκουρασθούμε,
μας ήλθε νέος Μέραρχος που όλο καρτερούμε.
Και έφθασαν από κοντά καινούρια πυροβόλα,
δύο τάγματα ευζωνικά και άλλα πολυβόλα.
Πάλι εξεκινήσαμε για να εκδικηθούμε
τον Τουρκαλά τον άπιστο, το αίμα του να πιούμε.
Μπροστά βαδίζει το Πεζικό, στο πλάι οι ευζώνοι,
το Πυροβολικό ακολουθεί, μουγκρίζει το κανόνι.
Τρεις ώρας εβαδίζαμε, τον Τούρκο συναντούμε
και μάχην πάλιν πιάνομε, με λύσσα τον βαρούμε,
στο Κομανό εις το χωριό και στο Καραμπουρνάρι·
εδώ δοξάζεται πιστά το κάθε παλικάρι.
Όλη την μέρα πόλεμο και απ’ τη βροχή λουσμένοι·
ολίγοι σκοτωθήκανε και λίγοι λαβωμένοι.
Εις την ιδίαν την γραμμήν πολλοί φίλοι σιμά μου.
Ξέψυχ’ ακούω μια φωνή, «Γιάννη, πάρε τα πράγματά μου».
Στρέφω και βλέπω μια στιγμή· ο φίλος μου Σιφναίος!!
σφαίρα τον πήρε στην κεφαλή και έπεσε γενναίως.
Αμέσως τον εξάπλωσα, τα χέρια του σταυρώνω,
βγάζω το μανδηλάκι μου και τόνε σαβανώνω.
Έφθασαν τραυματιοφορείς να πάρουν λαβωμένους,
τα τραύματα να δέσουνε, να θάψουν πεθαμένους.
Το εχθρικό το στράτευμα στη μύτη μας εμπήκε
με τα παλιοκανόνια του τον στόχον μας ευρήκε,
αλλ’ όμως αι οβίδες των δεν ενοχλούν, δεν σκάζουν,
λάσπες σηκώνουν σύννεφα και χώματα τινάζουν.
Τα όμορφα κανόνια μας βαθιά βαθιά μουγκρίζουν
και τον εχθρόν αλύπητα θερίζουν και σκορπίζουν.
Φεύγουν οι Τούρκοι σαν λαγοί, υποχωρούν τα όρνια,
πυρά κατά θέλησιν κάμνομε, τους παίρνουμε τα κανόνια.
Την κόκκινη σημαία τους την πήραμε κι αυτή
και τον λοχία ήρωα ο Μέραρχος φιλεί.
Αφήνουν τα τσαντίρια τους και άφθονα φυσίγγια,
όπλα πετούν και φεύγουνε, Μάουζερ και Μαρτίνια.
«Βάρ’ από κει συνάδελφε» φωνάζ’ ο δεκανεύς
ο Αγγελής Δημήτριος αγνός Παρνασσιδεύς.
Παντού πολέμαε ορθός σαν να ’τανε πετρίτης,
του Παρνασσού ο σταυραετός, βέρος Αραχωβίτης.
Η μάχη ετελείωσε και ρίχνει κατηκνιά
τα όπλα να καθαρίσομε δεν έχομε πανιά.
Βρέχει και ρίχνει αδιάκοπα τα δυνατά μπουρίνια.
Προφυλακάς εστήσαμε έξω εις τα Καμίνια.
Μας έφεραν τον άρτον μας, ήταν ημέρα Τρίτη
μας φάνηκε πως ήτανε πάστα του Ζαβορίτη.
Πολλοί απ’ όλους μας εδώ την τρώγαμ’ εκεί κάτω
εις το Ντορέ, στο Σύνταγμα και εις του Ζαχαράτου.
Τώρα τα λησμονήσαμε· πού είσαι καημένη μάνα!
ας λείπει η πάστα και το κωκ ας είναι κουραμάνα.
Ας λείπει το Βασιλικό που πίναμε την μπύρα,
η Ήβη, το Πανελλήνιον και ας βγάλομε την ψείρα.
Όλα αυτά είναι για μας ηρωισμοί και δώρα
αφού ελευθερώσαμε την σκλαβωμένη χώρα.
Την άλλην εξημέρωσε, βροχή δεν ησυχάζει,
ο Μέραρχός μας Γεννάδης «εμπρός» μάς διατάζει.
Όλοι εμαζευτήκαμε, τον δρόμο ξεκινούμε
στα Καϊλάρια φθάσαμε και όλο προχωρούμε.
Δύο ώρες νύχτα φθάσαμε στα Τουρκοσαντζηλάρια
που στην οπισθοχώρησ’ έφαγαν πολλά μας παλικάρια.
Οι διοικηταί διέταξαν σε σπίτια να κοιμηθούμε,
μέσ’ στα σεράγια τα πλατιά καλά ν’ αναπαυθούμε.
Κοτούλα δεν αφήσαμε, χήνες και παπιά,
στη σούβλα τα περάσαμε να φάνε τα παιδιά.
Εις κάθε σπίτι που έμπαινες έβρισκες στες πόρτες
φυσίγγια που προ ημερών χτυπούσαν τους στρατιώτας.
Αφήσανε τα σπίτια τους μπέηδες και αγάδες
φεύγουν με τα χαρέμια τους χωρίς τους μπαχρεμάδες.
Αι σάλπιγγες εβάρεσαν όλοι να συνταχθούμε
στο Σόροβιτς και Φλώρινα όλοι μας προχωρούμε.
Τρεις μέρες εβαδίσαμε να φθάσομ’ εκεί πέρα
δεν έπαυσ’ ο παλιόκαιρος να βρέχει νύκτα μέρα.
Εκεί έφθασ’ ο Διάδοχος με την στρατιά και το επιτελείο.
«Γεια σας, παιδιά μου, ήρωες, της Πατρίδος μεγαλείο.»
Οι Τούρκοι παραδίδονται μαζί με τα κανόνια,
πολλούς αιχμαλωτίσαμε· λίγοι φεύγουν μες στα χιόνια.
Εδώ μας παραδώσανε οι φίλοι μας οι Σέρβοι
κανόνια οκτώ Ελληνικά, στα Βιτώλια που είχαν εύρει.
Εκείνα που μας πήρανε οι Τούρκοι στο Σοροβίτσι
εις τον μεγάλο αιφνιδιασμό· με δόλο είχαν νικήσει.
Δυο μέρες εκαθίσαμε· ο Διάδοχος διατάζει
αι Μεραρχίαι εις τας έδρας των να ευρεθούν προστάζει.
Εξεκινήσαμε και μεις στην έδρα μας να ’ρθούμε,
προς την Κοζάνη τα σώματα όλα οδοιπορούνε.
Τρεις μέρες κατορθώσαμε να φθάσομεν εδώ,
καθένας απ’ την κούραση έλεγε «δεν μπορώ».
Λίγες μέρες εκαθίσαμε· διατάζ’ ο Μέραρχός μας,
το εικοστόν το δεύτερον το Σύνταγμα το δικό μας
στα Γρεβενά να ευρεθεί και κει θα διατάξει
να είναι πάντα έτοιμον δι’ όπου το προστάξει.
Με δυο ημέρες φθάσαμε μέσα στα Γρεβενά
βροχές δεν εσταμάτησαν, δεν παύουν πουθενά.
Τέσσαρας ημέρας μείναμε, φθάνει διαταγή
ν’ αναχωρήσομεν ευθύς, μη χάσομε στιγμή.
Το δεύτερον το τάγμα μας ξεκίνησε μπροστά
το πρώτον όμως έμεινεν εδώ στα Γρεβενά.
Στας τέσσαρας, τ’ απόγευμα, εορτή του Αγίου Ανδρέου
τραγουδόντες ξεκινήσαμε για πόλεμον εκ νέου.
Το Τσούρχλι νύχτα διαβαίνομε, την άλλη το Λοζέτσι,
φθάσαμε στο Μπογιατσικό το βράδυ με τ’ αστέρι.
Το έκαψε ο Μπεκήρ Αγάς, δεν άφησε σπιτάκι
για το μικρό το στράτευμα δεν εύραμε κονάκι.
Αφού σπίτι δεν βρέθηκε για τους στρατιώτας όλους
δυο λόχοι εκοιμήθησαν εις τους Αγι’ Αποστόλους.
Σπίτια είχε το χωριό το όλον εξακόσια,
όλοι είναι Έλληνες και έχουν όλοι γρόσια.
Την άλλη μέρα φύγαμε, την Καστοριά περνάμε,
στην λίμνην σταματήσαμε στην Οριστιά να φάμε.
Την Τέμενη εφθάσαμε, χωριό βουλγαρικό,
κανέναν δεν εδέχθηκαν, είναι χωριό κακό.
Στον Άγιον Νικόλα μπήκαμε λίγο να κοιμηθούμε,
οι άλλοι εις τας αχυρώνας για να αναπαυθούνε.
Το μεσημέρι φθάσαμε μέσα στο Κοσανέσι,
εκεί τα άλλα σώματα μας είχαν καρτερέσει.
Το τμήμα μας μαζεύθηκε και όλον ετοιμάσθη,
μικτόν απόσπασμα της Πέμπτης Μεραρχίας ωνομάσθη.
Δύο τάγματα Ευζωνικά και το εικοστόν τρίτο,
το δεύτερον το τάγμα μας που πάντα πρώτο ήτο.
Εις όλ’ αυτά είν’ αρχηγός ο αντισυνταγματάρχης
του Μηχανικού αξιωματικός ο κ. Γεωργιάδης.
Εδώ θα πολεμήσομε με τον Τζαβίτ πασά
και αφού τον νικήσομε θα φθάσομε στην Κορυτσά.
Αριστερά μας τίθεται η Τρίτη Μεραρχία,
το δεξιόν ανέλαβεν η Έκτη η ιδία.
Το μέσον έχομεν ημείς η Πέμπτη Μεραρχία
που όσα και αν υπέφερε λογίζεται ανδρεία.
Ταμπούρια έχει ο Τζαβίτ στης Μπίγλιτσας τα μέρη
ημείς τον εκυκλώσαμε, θα του τρίψομε τ’ ασκέρι.
Το αριστερόν της ζώνης μας να μάχηται αρχίζει,
το μέσον και το δεξιόν τ’ ασκέρι του τσακίζει.
Όλη μέρα πολεμήσαμε κοντά το βράδυ-βράδυ
άτακτα φεύγει σαν τρελός στη Μόλιστα περνάει.
Εδώ έπεσε με καρδιά ο υπολοχαγός Παπαγεωργίου
υπασπιστής του τάγματος αξιωματικός ανδρείος.
Την Μπίγλιτσα καταλάβαμε με τα ψιλά σεράγια,
όλα στη σούβλα βάλαμε του Μπέη τα κριάρια.
Οι διοικηταί μάς έδωκαν διαταγή μεγάλη
να σφάξομε να ψήσομε, ψωμάκι δεν βλογάει.
Πρωί που εξημέρωσε ήτο τρανή γιορτή
του Αγίου Νικολάου και χιόνιζε πολύ.
Τα τμήματα βαδίζουνε όπως τα κανονίζουν
την Κορυτσά να φθάσομε γρήγορα βηματίζουν.
Φεύγει ο άπιστος εχθρός, το ασκέρι του Σεφκέτ,
την Μπλιάστα διαβαίνει φεύγοντας, εκεί ζητεί εκμέκ.
Εκεί κοντά τον φθάσανε τα τμήματά μας όλα,
πυρά λίγα του κάμαμε, του πήραμε τα πυροβόλα.
Στην Μπλιάστα φθάνει ο στρατός, γεμίζουν τα τρισέκια
σκορπίζουνε αι χανούμισσες, φεύγουνε τα χαρέμια.
Έκλεισαν τα σπιτάκια τους και φεύγουν οι αγάδες,
παίρνουν και τα χαρέμια τους κι αυτούς τους μπαχραμάδες.
Εδώ συνεκεντρώθημεν όλη η στρατιά
η πέμπτη πρώτη βάδισε μέσα στην Κορυτσά.
Εδώ πια δεν μπορώ για να σας παραστήσω
την υποδοχήν της Κορυτσάς πώς να την ζωγραφίσω.
Το πλήθος όλο έστεκε έξω από την πόλη
να ιδούν τους ελευθερωτάς. «Ζήτω» φωνάζουν όλοι.
Οι διοικηταί διέταξαν όλους κατά τετράδας
«τα όπλα αναρτήσετε» φωνάζουν εις τους άνδρας.
Με βήμα υπερήφανο μπαίνομε μες στην πόλη·
η Κορυτσά από χαρά καίεται από το βόλι.
Χιλιάδες γυναικόπαιδα καινούρια φορεμένα
στην είσοδον της πόλεως είναι παρατεταγμένα.
«Ζήτω» φωνάζουν, με χαρά, «ο ελληνικός Στρατός,
Ζήτω ο Διάδοχος ο μέγας αρχηγός.
Κι ο Βασιλεύς Γεώργιος, Ζήτω όλο το στέμμα.
Ζήτω τα παλικάρια μας που χύσαν τόσο αίμα.
Ζήτω ο Πρωθυπουργός, Ζήτω ο Βενιζέλος,
που στην Τουρκιά ερίξανε φαρμακερό το βέλος».
Διαβαίνομε περήφανα της Μητροπόλεως την οδόν.
Κορίτσια ψάλλουν όμορφα τον Ύμνον τον Ελληνικόν.
Και τραγουδούν χαρούμενα με δυνατή καρδιά.
“Αι Σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά”.
Άνθη κοφίνια κουβαλούν και ραίνουν τους Στρατιώτας
γυναίκες, κόραι και παιδιά, όλοι οι Κορυτσιώτες.
Φέρουν κονιάκ στους δίσκους των να πάρουν οι φαντάροι,
κανείς όμως δεν δέχεται, ντρέπεται να το πάρει.
Καμπάνες των Εκκλησιών βοΐζουν δυνατά,
που μπήκ’ ελληνικός στρατός μέσα στην Κορυτσά.
Συγκινείται από χαρά εκεί όποιος παρέστη,
σταυροφιλιούνται όλοι τους και λεν «Χριστός Ανέστη».
Ο Μητροπολίτης έτρεξε μ’ όλους τους δεσποτάδες
δοξολογία έκαμον με όλους τους παπάδες.
Από κοντά μας έρχεται η Τρίτη Μεραρχία
κι αυτή εδώ σταμάτησε, μένει ως εφεδρεία.
Η έκτη κατεσκήνωσε έξω από την Κορυτσά,
τα τμήματα διήρησε στα γύροθεν χωριά.
Ημείς μπροστά βαδίζομε κατά την Βοβοστίτσα,
στο Δρένοβο κοιμόμαστε γεμίζουνε τα σπίτια.
Πρωί εξεκινήσαμε για τον εχθρό μας πάλι·
ο πανικός τον έπιασε και συμφορά μεγάλη.
Τρεις ώρες είχε κυνηγητό, δεν στέκει πουθενά,
τέλος εταμπουρώθηκε στου Κιάρη τα Στενά.
Το μεσημέρ’ εφθάσαμε, ο λοχαγός διατάζει:
«Τα όπλα σας ετοιμάσετε, εμπρός παιδιά» φωνάζει.
«Θέλω ακόμα μια φορά παιδιά ν’ αγωνισθείτε
καλά επολεμήσατε και σεις θα δοξασθείτε».
Στο Φλόκι και στα Πούλαγα επάνω εις τους λόφους
τα κανόνια μας εστήσαμε, διηρέθημεν εις λόχους.
Πολύ δεν πολεμήσαμε το τουρκικό ασκέρι
εις την Κολώνια έφθασε κοντά το μεσημέρι.
Εκεί συνεκεντρώθησαν τα τμήματά μας όλα
ευζωνικά και πεζικά κι όλα τα πυροβόλα.
Ο Μέραρχος διέταξεν εκεί ν’ αναπαυθούμε,
εδώ θα σταματήσομε άλλο δεν προχωρούμε.
Προφυλακάς εστήσαμε στο Έλμηνσι στη ράχη
τ’ αντίσκηνα εστήσαμε, η γη έχει χιονάκι.
Κλαριά χλωρά εκόψαμε ν’ ανάψομε φωτιά
ψωμί δεν έχομε μπουκιά· υπομονή παιδιά.
Τέσσαρες μέρες μείναμε εδώ προφυλακές
ψωμί και αν δεν έχομε, είμεθα όλο χαρές.
Στέλλομε γύρω στα χωριά ψωμί για να μας φέρουν,
αλλ’ ο Τζαβίτ δεν άφησε και τα χωριά υποφέρουν.
Όμως ανεκαλύψαμε μέσα εις ένα σπίτι
πως εκεί μέσα αρκετό έχει αραποσίτι.
Τρέχομε και γεμίζομε όλοι τα σακίδιά μας
στες καραβάνες βράζομε γεμίζει η κοιλιά μας.
Την άλλην μέρα έφθασεν από την Κορυτσά
το Δέκατον το Σύνταγμα που ήρχετο κοντά.
Ημείς εδιατάχθημεν να έλθομε στην πόλη
θαυμάζουνε τους κόπους μας οι Μέραρχοί μας κι όλοι.
Στην Μπόρια και στο Δρέναβον το τάγμα μας θα μένει,
το γραφείον της Μεραρχίας μας στην Κορυτσά εδρεύει.
Ημέρες των Χριστουγεννών στα μέρη εδώ μας φθάνουν,
στην Εκκλησιά που πήγαμε πολλοί φαντάροι ψάλλουν.
Στην Βοβοστίτσα τ’ Αϊ-Βασιλιού χορεύουν οι φαντάροι.
Στο Μοναστήρι της Θεοτόκου όλοι ρίχνουν το λιθάρι.
Στας δύο Ιανουαρίου μία διαταγή φθάνει
ευθύς ν’ αναχωρήσομε να ’ρθούμε στην Κοζάνη.
Αμέσως ξεκινήσαμε μ’ ένα ψιλό χιονάκι,
στην Μπίγλιτσα εφθάσαμε το βράδυ για κονάκι.
Τους φίλους Σέρβους κει ηύραμε και ιππικό μια ύλη.
«Μπραούζ-μπραούζ» μας χαιρετούν «γεια σας καλοί μας φίλοι».
Την άλλη μέρα έριξε χιόνι έως ένα γόνα
τον δρόμον τον εχάσαμε απ’ τον πολύ χειμώνα.
Στην Αγία Κυριακή εκοιμήθημεν μέσα εις αχυρώνες
την άλλη εις τη Χρούπιστα στες τουρκικές τες σόμπες.
Ξημέρωσ’ η μέρα του Σταυρού που οι παπάδες αγιάζουν,
τα σώματα ν’ αναπαυθούν οι διοικηταί διατάζουν.
Την άλλη μέρα των Φωτών εφθάσαμε στη Σέλτσα·
είναι χωριό ελληνικό, σχίζουν πετούν τα φέσια.
Τρέχουνε όλοι με χαρά στα σπίτια τους μας παίρνουν,
γουρουνόπουλα εψήσανε και κότες μαγειρεύουν.
Την άλλη μέρα τ’ Αϊ-Γιαννιού εις τον Αϊ-Γεώργη πάμε
και την εικόνα του Χριστού όλοι μας προσκυνάμε.
Όταν ετέλειωσ’ ο παπάς την θείαν λειτουργία
η σάλπιγγα εκτύπησε τροχάδην και πορεία.
Στην Σιάτισταν εφθάσαμε το βράδυ με την ώρα
τυλιγμένοι με τ’ αντίσκηνα, ρίχνει μεγάλη μπόρα.
Τρέχουν και μας αρπάζουνε ο κάθε νοικοκύρης
φωτιά για να στεγνώσομε ο κάθε κακομοίρης.
Πρωί εξεκινήσαμε μα τέλος δεν μπορούμε
ρίχνει βροχή κατακλυσμό, στα Καραγιάννια σταματούμε.
Είναι τα τουρκικά χωριά που τρέμουν, μας φοβούνται
και τεμενά μάς έκαμαν και μας περιποιούνται.
Την άλλη μέρα ο καιρός έκαμε καλοκαίρι
εις την Κοζάνη φθάσαμε κοντά το μεσημέρι.
Εδώ αναπαυθήκαμε ημέρες δέκα εννέα·
μια χαραυγούλα έφθασε διαταγή πάλι νέα.
Ο Μέραρχος διέταξε τον Συνταγματάρχη
το εικοστόν δεύτερον στην Ήπειρον να υπάγει
και θα τεθεί ενίσχυσις της Τρίτης Μεραρχίας,
αριστερά της θα τεθή· έχει ανωμάλους πορείας.
Ο διοικητής στον Μέραρχο όλα τα παριστάνει
«το τάγμα, λέγει, το δεύτερον να μείνει στην Κοζάνη.
Σειρά δεν έχει να σταλεί χθες ακόμα ήλθε·
ας μεταβεί το δέκατον έκτον, είναι ξεκούραστο» του είπε.
«Πρέπει να πάγει αυτό να δράσει σαν τα άλλα·
–είναι νησιώτες», λέγει, «αυτοί, μαθημένοι με το γάλα.–
Απ’ όλα μας τα σώματα της όλης Μεραρχίας
το εικοστόν δεύτερον υπέφερε από πολέμους και πορείας.
Τέσσαρας μήνας κάθονται εδώ τα πυροβολικά
και άλλους τόσους τα τάγματα τα μηχανικά.
Το δέκατον έκτον Σύνταγμα είναι διασκορπισμένον
Σέρβια, Βέροια, Βοδενά είναι απεσπασμένον».
Μόλις ακούσαμεν ημείς ο λόχος μας και οι άλλοι,
να πάμε μεις ζητήσαμε στην Ήπειρο· όχι άλλοι.
Στο τέλος του Γεναριού, –είχε ο μήν τριάντα–
εφόδιο μάς έκαμαν διπλή την κουραμάνα.
Η ώρα είν’ οκτώμιση πρωί, εμπρός στο Νοσοκομείο
εις την πλατεία κάμαμε εκεί το προσκλητήριο.
Η τύχη μας κατεδίκασε όταν είχαμε πορεία
ο καιρός να είν’ ελεεινός, βροχή, χιόνια και κρύα.
Βοριάς φυσάει δυνατά και χιόνι λίγο-λίγο
γάντια-κουκούλες βάλαμε και κάλτσες για το κρύο.
Έρχοντ’ όλοι οι διοικηταί των άλλων στρατευμάτων
μας χαιρετούν, μας ξεκινούν καβάλα στ’ άλογά των.
«Μπράβο παιδιά, φωνάζουνε, Έλληνες τιμημένοι
εις το ιερόν καθήκον σας είσθ’ αφοσιωμένοι».
Λόγους μάς εξεφώνησαν πολλοί αξιωματικοί,
και εκτιμούν την δράσιν μας, πολέμους κι αντοχήν.
Αναχωρούντες φθάνομεν στα μέρη της Σιατίστης,
Τσοτύλι και Ζουμπάνιον μέσον Ανασελίτσης.
Τρεις μέρες κατορθώσαμε φθάνομε στο Ζουμπάνι
το χιόνι είναι άφθονο, φθάνει ώς το ζωνάρι.
είναι χωριό ελληνικό, περιποίηση μας κάμνουν.
Κρασιά, τσίπουρο, φαγητά, ψωμί μας ετοιμάζουν.
Τον δρόμο τον ανοίξαμε με φτυάρια με τσαπιά
κατ’ άνδρα εβαδίσαμε όλη την ανωφερειά.
Με δύο ώρες βγήκαμε στην ράχη Άι-Ηλιά
και σ’ άλλες τρεις εμπήκαμε μέσα στην ποταμιά.
Το χιόνι είναι άφθονο ένα μέτρο και μισό
και τα τσαπιά δουλεύουνε να κάμουμε στενό,
για να περάσει ο στρατός που έρχεται κοντά,
οι χωρικοί δουλεύουνε με όλη τους την καρδιά.
Τον ποταμό διαβαίνομε φορές τριάντα οκτώ
το βράδυ τέλος φθάσαμε εις το Βουρβουτσικό.
Κτύπησε προσκλητήριο κι ανάπαυση, συνάμα
έφθασεν απ’ τα Γρεβενά το πρώτο μας το τάγμα.
Η δύναμις όλη έγινε έως δυόμισι χιλιάδες.
Στην Ήπειρο βαδίζομε με κρύο, με χιονιάδες.
Τες αποκριές εκάμαμε στη Φούρκα με φασούλια
ψωμί δεν έχομε μπουκιά, είν’ άδεια τα σακούλια.
Κινήσαμε, διαβαίνομε, πάντοτε με χιονιά
το όμορφο Κεράσοβο που κάψαν τα σκυλιά.
Τους Τούρκους έστειλ’ ο Τζαβίτ ν’ αρπάξει και να σφάξει
δεν χόρτασ’ ο βρωμότουρκος κι έβαλε να το κάψει.
Εφθάσαμε, μα τι να ιδείς· κλαίεις, αναστενάζεις·
σπίτια, σχολεία κι Εκκλησιές καπνίζουν· ανατριχιάζεις.
Εικόνες πολυέλαιοι, κανδήλια είναι σπασμένα
ο άμβων, Αγία Τράπεζα, παγκάρια γκρεμισμένα.
Αι άλλες αι εικόνες μας είναι όλες γδαρμένες,
με τες ξιφολόγχες των τας έχουν χαρακωμένες.
Μια ώρα σταματήσαμε, μπαίνομε προσκυνούμε
και ο καθένας θλίβεται, την εκκλησιά θρηνούμε.
Ο ασπασμός τελείωσε, τον δρόμον μας τραβούμε
και μέσα εις την Μόλιστα το βράδυ σταματούμε.
Εδώ επολεμήσαμε με τον Τζαβίτ πασά,
να τον ιδούμεν είχαμε από του Κιάρη τα Στενά.
Το πρώτον τάγμα έκαμε μια τόλμη δυνατή,
τους έκλεισε στη Μόλιστα που ήλθαν για ψωμί.
Ήταν νύχτα και άφοβοι έπεσαν κοιμισμένοι
και το πρωί εξύπνησαν από τον ελληνικό στρατό ζωσμένοι.
Γερούσι για να φύγουνε, μπουλούκι αποφασίζουν
αλλά δεν το κατάφεραν και τον αιχμαλωτίζουν.
Το άλλο ασκέρι έσπευσε να τους ελευθερώσει
αλλά τα πολυβόλα μας όλους θα τους σαρώσει.
Έφοδον εθελήσανε οι Τούρκοι να μας κάμουν,
για παλικάρια ήρχοντο! σκλάβους να μας συλλάβουν.
Ενώ κρυφά εβάδιζαν για να μας στήσουν μάχη
νόμιζαν πως κοιμόμαστε λαγοί μες στο γιατάκι.
Κρα-κρα-κρα-κρα χυθήκανε σ’ αυτούς τα πολυβόλα
και όλα τα κουφάρια τους μπήκαν στη κατσαρόλα.
Στο δεξιόν της Στράτσανης είμεθα ένας λόχος
κοντά-κοντά στη ρεματιά που είν’ ο μικρός ο λόφος.
«Πυρ» μάς φωνάζ’ ο έφεδρος ανθυπολοχαγός ο Στράγγος.
Ένα κρ-ρ-ρ-ρ-ρ-ρ ακούεται και γέμισε ο κάμπος.
Είν’ τα χρυσά μας Μάνλιχερ που στέκονται με λύσσα
ποτέ δεν αναπαύονται ημέρα τε και νύχτα.
Πέφτουν κορμιά αμέτρητα, σβαρνόνται πληγωμένοι,
χανδάκια και η ρεματιά γεμάτα φονευμένοι.
Γυρίζουν πίσω σαν τρελοί· τα όπλα μας λαλούνε,
τα πυροβόλα μας βαθιά στες ράχες αντηχούνε.
Μια ράχη μόνον έχουνε και κει ένα κανόνι,
σκοπεύουνε, κανονιοβολούν, μα χώματα σηκώνει.
Τέσσαρα ημερόνυχτα που όλοι αγρυπνούμε
αραιά-αραιά και ξαφνικά αυτούς πυροβολούμε.
Μα έχει μέρος οχυρό ο τόπος των βραχώδης
ημείς δε χαμηλότερα κι ο τόπος μας αμμώδης.
Της σκλαβωμένης χώρας μας τα γύροθεν χωριά
παρακαλούν, προσεύχονται να ιδούν ελευθεριά.
Φέρανε και μοιράζουνε στον καθένα φαντάρο
φανέλες, κάλτσες, για πολλούς καπνό διά τσιγάρο.
Γυναίκες στες προφυλακές κουβαλούνε φαγητά,
ψωμιά ζυμώνουν, σφάζουνε του γάλακτος αρνιά.
Με προθυμίαν φέρουνε να φάγει ο Στρατός
γελάδια και μαρτίνια τους ο κάθε χωρικός.
Και τον Τζαβίτ τον έσφιξε η πείνα το τσαρούχι,
αφήνει την θεσούλα του σκορπίζει το μπουλούκι.
Την νύκτα υπεχώρησε κρυφά-κρυφά μας φεύγει
προς την Πρεμέτη το ’βαλε και σαν ζαρκάδι τρέχει.
Διαταγή ελάβαμε· όλη η δύναμίς μας
στην Κόνιτσα ταχύ να μπει, είναι χώρα δική μας.
Μα μόλις πλησιάσαμε φθάνουν οι Ηπειρώτες
με τα βιολιά με άσματα έρχονται τραγουδόντες.
Μπροστά καβάλα έρχεται της πόλεως ο Δεσπότης
κι από κοντά χορεύοντας ο κάθε Κονιτσιώτης.
Να και η ομορφαστόλιστη η γαλανή σημαία
περήφανα, καμαρωτά φθάνει γαληνιαία.
Που την κρατεί στα χέρια του λαμπρός σημαιοφόρος
σαν τον αητό περήφανος και φουστανελοφόρος
αστράφτ’ η φουστανέλα του και τα τσαρούχια τρίζουν,
η σκούφια και η φέρμελη όλα του ελληνίζουν.
Κατά τετράδας μπαίνομε μ’ ανηρτημένα όπλα,
οι κάτοικ’ υποδέχονται με τα μικρά τους όλα.
Όλος ο κόσμος με χαρά τον Ύμνον τραγουδούν
οι κώδωνες των εκκλησιών αδιάκοπα ηχούν.
Φίλους εκεί συνήντησα πολλούς όπου γνωρίζω
εις τας Αθήνας μαγαζά έχουν, τους χαιρετίζω.
Τον Φλώρον που έχει μαγαζί Ζαχαροκουλοροποιείον,
Θεμιστοκλέους την οδόν και Ζαχαροπλαστείον.
Τρεις μέρες μείναμε εδώ. Πάλιν αναχωρούμε,
τα Μεσογεφύρια φθάνομε να υπερασπισθούμε.
Αλλ’ ένα άγγελμα λαμπρό φέρει ο καβαλάρης
τα Γιάννινα πως έπεσαν φωνάζ’ ο Τζανουβάρης.
Αμέσως όλα τα χωριά βογκάνε στην καμπάνα,
εφθάσανε κι από ψηλά δυο μας αεροπλάνα.
Με την σημαίαν μας μπροστά που πάντα κυματίζει
σαν περιστέρι όμορφο επάνω φτερουγίζει.
Στην Οστανίτσα μπαίνομε και στ’ άλλα τα χωριά
και ένας λόχος έρχεται μες στα Τσαραπλανά.
Εδώ τον ενθουσιασμό δεν ημπορώ να γράψω,
η από χαρά συγκίνησις με κάμνει για να κλάψω.
Απ’ τη χαρά οι χωρικοί με όλα τα παιδιά
σαν να ’ναι μέρα των Βαγιών ρίχνουν στη γη κλαριά.
Και αι καμπάνες του χωριού αδιάκοπα κτυπούνε
όλοι αγκαλιάζουν τον στρατόν, στα χέρια τον φιλούνε.
Και οι παπάδες έφθασαν και η Δημογεροντία
χαράς αφήνουν κλάματα «Χαίρε Ελευθερία».
Στον πλάτανο εσταθμεύσαμε που είναι η πλατεία·
γυναίκες κι άνδρες τραγουδούν και γέροι και παιδία.
Φαντάροι πιάνουν τον χορόν και τα βιολιά βαρούνε
τραγούδια της Ελευθεριάς όλοι μας τραγουδούμε.
Στα σπίτια μάς επήρανε μ’ ακράτητη χαρά,
στρώνουν κιλίμια όμορφα να κάτσουν τα παιδιά.
Αρνιά εικοσιτέσσαρα σφάξανε για τον λόχο
ο κάθε ρήτωρ του χωριού απήγγειλε και λόγο.
Πίτες εξήντα ψήνουνε, κρασιά βαρέλια θέτουν,
τραπέζια πλουσιοπάροχα μπροστά μας παραθέτουν.
Βλέπ’ έμπροσθέν μου κι ίσταται ένας σπουδαίος φίλος
που στας Αθήνας σπούδασε, ο ιατρός ο Φίλιος.
Για τον πατέρα του ρωτώ, αγκαλιάζει να με φιλήσει
μου λέγει πάει στα Γιάννινα για να τηλεγραφήσει
εις τας Αθήνας. Είναι γνωστός, έχει Κρεοπωλείον
εις την μεγάλην Αγοράν, εις το Ταχυδρομείον.
Είναι γνωστός, πασίγνωστος μέσα στην Αγορά
«Κρεοπωλείον Ήπειρος Φίλιου και Συντροφιά».
Απ’ όλα διακρίνεται εις τα Τσαραπλανά
το σπίτι του Φίλιου του ιατρού που ’ναι στην Αγορά.
Τον ενθουσιασμό εδώ δεν ημπορώ να γράψω
γιατί δεν περιγράφεται, ούτε με λόγια να εκφράσω.
Την άλλη μέρα έριξε μια σιγανή δροσιά
διαταγή ελάβαμε πάλι για Κορυτσά.
Αναχωρήσαμε ευθύς, τα Μεσογεφύρια περνούμε
με όλο μας το Σύνταγμα, στο Λιασκοβίκιο σταματούμε.
Το Σάλεσι, το Ράχοβο τα χωριά της Κολωνίας,
με πέντε μέρες φθάσαμε με τρομεράς πορείας.
Στην Κορυτσά σαν φθάσαμε, απέσπασαν εδώ,
δυο λόχους, στη Μοσχόπολι, του Σμολένσκη το χωριό.
Και για τρανή ακρίβεια μένει μια διμοιρία
στο σπίτι μέσα του Στρατηγού και δη στα μαγειρεία.
Εδώ με λύπην μάθαμε μια συμφορά μεγάλη
τώρα που η Ελλάς μας έγινε ως ήτανε Μεγάλη.
Που μας εδολοφόνησαν τον Μέγαν Βασιλιά μας
τον Βασιλιά Γεώργιον τον πρώτον Άρχοντά μας.
Τώρα βεβαίως θ’ αναβεί εις τον μεγάλο Θρόνο
ο Κωνσταντίνος που θριάμβευσε τον φετινό τον χρόνο.
Αυτός που συνειργάσθηκε μ’ όλους τους στρατιώτας
και συνυπέφερε κι Αυτός με πείνες και χειμώνας.
Αυτόν τον βλέπαμε μπροστά εις κάθε μία μάχη
κι η δόξα του φτερούγιζε επάνω του μονάχη.
Αϊ-Γεώργη τον εβλέπαμε καβάλα στ’ άλογό του,
ζωγραφισμένη Λευθεριά στο άσπρο πρόσωπό του.
Σαν γίγαντας που στέκεται μπροστά καμαρωμένος,
πιστόλι και τα κυάλια του και το σπαθί ζωσμένος.
Χειμώνες δεν λογάριασε ούτ’ εχθρικές βολιές,
ατάραχος στα παλικάρια του έδιδε συμβουλές.
Εδώ προχείρως σταματώ τούτο το ποίημά μου,
και εύχομαι εις τον Θεόν με όλην την καρδιά μου:
– Γρήγορα να ακούσομε πως έγιν’ η ειρήνη
να κελαδήσ’ από ψηλά το άσπρο καναρίνι.
Και την συνέχειαν αυτού θα γράψω από κοντά
μέσα εις το σπιτάκι μου, στη μάνα μου σιμά.
Το έντιμο το ένδυμα ψηλά να το κρεμάσω
και τες βαριές αρβύλες μου κειμήλια να φυλάξω.
Και το λερό πηλήκιον με τη χρυσή κορώνα
εις το Εικονοστάσιον μαζί με την εικόνα.
Τα κίτρινα γαλόνια μου πο’ ’χει τ’ αμπέχονό μου
θα βάλω μέσα και αυτά εις το πηλήκιόν μου
γιατ’ είναι άγια και ιερά ενδύματα τιμής
μ’ αυτά δοξάσθη κι έγινε μεγάλη η Πατρίς.
 
                                                ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΥΘ. ΠΟΝΤΙΔΑΣ Ή ΠΟΝΤΙΚΑΣ
                                                ΔΕΚΑΝΕΥΣ
                                                Εκ Βουνιχώρας της Παρνασσίδος
 
Έγραφον εν Μαλίκη της Κορυτσάς παρά τον Άψον ποταμόν, αποσπασματάρχης ων και φρουρών μετά των συμμάχων Σέρβων.
 
                                                Κατά μήνα Μάρτιον του 1913.

(από το βιβλίο: Ιωάννης Ευθ. Ποντίδας ή Ποντίκας, Η δράσις της Πέμπτης Μεραρχίας εν Μακεδονία και Ηπείρω 1912-1913. Έμμετρος ποίησις, Αθήνα, Εκ του Τυπογραφείου «Το Κράτος», 1913)