Ήμουνα από τους μαθητές Γυμνασίου, που έκαναν όλες τις γυμνασιακές τους σπουδές μέσα στην περίοδο των πολέμων 1940-1949.
Κατά την περίοδο αυτή βιώσαμε, χωρίς διακοπή, τρεις (3) πολέμους. Τον έναν πίσω από τον άλλο. O επόμενος ήταν σκληρότερος, χειρότερος, από τον προηγούμενο.
Είχαμε τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο 1940-41, τον Ελληνογερμανικό πόλεμο 1941-44 και τον εμφύλιο 1944-1949, το σκληρότερο και φονικότερο όλων.
Από τους πολέμους αυτούς ο εμφύλιος είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια (στην πραγματικότητα είχε αρχίσει με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, από τότε ανατρέχουν οι πρώτες αναμνήσεις μας και εδώ στον Πολύγυρο) και ήταν σκληρός και αμείλικτος.
Συμμοριτοπόλεμος και συμμορίτες οι μεν, μοναρχοφασίστες οι δε. Απίθανος φανατισμός και απύθμενο μίσος, χωρίς όρια και φραγμούς, χώριζε όλους.
Σ’ ένα τέτοιο πρωτόγνωρο περιβάλλον μεγάλωσε η γενιά μου και προσπαθούσε να μάθει «γράμματα».
Μπήκαμε λοιπόν στο Γυμνάσιο το 1940 με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου και αποφοιτήσαμε το 1948 περί το τέλος της σκληρότερης περιόδου του εμφύλιου πολέμου.
Συνεπώς όλοι εμείς κουβαλούμε μία μεγάλη και πολύτιμη εμπειρία από πολλές πλευρές, την οποία θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζουν οι νεότεροι.
Μπήκαμε στο Γυμνάσιο το Σεπτέμβριο του 1940 από τη 4η δημοτικού. Τότε τα γυμνάσια ήταν 8-τάξια και μπαίναμε στο Γυμνάσιο από την 4η Δημοτικού (δεν υπήρχαν Λύκεια). Μικροί ήμασταν, δεν πολυκαταλαβαίναμε τη σπουδαιότητα της αλλαγής στην εκπαίδευσή μας και των αλλαγών των συνηθειών μας απ’ εκείνες του Δημοτικού Σχολείου.
Εκείνο, το οποίο όλοι έντονα ενθυμούμεθα, είναι ότι ένα πρωινό περί το τέλος Οκτωβρίου του 1940, την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν ήμασταν στην πρώτη τάξη, την πρώτη ώρα των μαθημάτων, ο Καθηγητής μας είπε ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο με την Ιταλία και ότι διακόπτονται τα μαθήματα, διότι οι καθηγητές σπεύδουν στο μέτωπο.
Εμείς το μόνο που καταλάβαμε τότε ήταν ότι σταματούσαν τα μαθήματα, αλλά δεν ενθυμούμαι να χαρήκαμε, ως συνήθως, από το γεγονός της διακοπής των μαθημάτων. Η δημιουργηθείσα ατμόσφαιρα δεν επέτρεπε πανηγυρισμούς. Βγήκαμε από την τάξη στην αυλή του Σχολείου. Η ατμόσφαιρα γινόταν συνεχώς βαρύτερη, χωρίς να πολυκαταλαβαίνουμε τι συνέβαινε. Τελικά όλοι φύγαμε σιωπηλοί για τα σπίτια μας.
Δεν ενθυμούμαι πότε ακριβώς συγκεντρωθήκαμε ξανά να κάνουμε εκ νέου μαθήματα. Εκείνο το οποίο έντονα ενθυμούμαι ήταν οι συχνοί εορτασμοί των νικών μας στο Αλβανικό μέτωπο. Κάθε τόσο και λιγάκι κτυπούσαν οι καμπάνες και μαζευόμασταν όλοι στο κέντρο για να γιορτάσουμε τις νίκες του Ελληνικού Στρατού και να κοροϊδέψουμε κατά βάση τους ηττημένους εισβολείς ή να υποβαθμίσουμε την πολεμική τους αξία. Δεν ενθυμούμαι να υπήρχαν μεγαφωνικές εγκαταστάσεις στις εκδηλώσεις αυτές
Τα παιχνίδια μας άρχισαν και αυτά να παίρνουν σιγά-σιγά πολεμική μορφή. Χωριζόμασταν σε ομάδες, κατά γειτονιά, και μεταξύ μας άρχιζε γρήγορα ένας άγριος πετροπόλεμος, προσπαθώντας κάθε ομάδα να εκδιώξει την άλλη από την περιοχή της. Στη διαδικασία αυτή επενέβαιναν οι μεγαλύτεροι της περιοχής και οι γονείς μας για να επέλθει κάποια εκεχειρία και για να αρχίσει το άγριο παιχνίδι μας την επομένη από την αρχή.
Ακολούθησε ένας βαρύς χειμώνας και εμείς αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Οι μανάδες μας ήταν με τις βελόνες στο χέρι, πλέκοντας συνεχώς κάλτσες και χονδρές μπλούζες. Περιμέναμε με αγωνία κανένα «γράμμα» (επιστολή λογοκριμένη) από το μέτωπο. Κάθε σπίτι είχε και κάποιον να πολεμάει στην Αλβανία.
Ακολούθησε η γερμανική εισβολή. Οι φόβοι μας γίνονταν συνεχώς μεγαλύτεροι Εμείς οι μικρότεροι βλέπαμε με πολύ ενδιαφέρον όχι τόσο τους γερμανούς στρατιώτες, όσο τα αυτοκίνητά τους μικρά και μεγάλα ως και τα ερπυστριοφόρα οχήματα, άγνωστα σε μας, καθώς και μεγάλα άλογα με μεγάλες οπλές, που έσερναν κανόνια κλπ. Μπροστά μας γενικά ξετυλίγονταν ένα πρωτόγνωρο θέαμα.
Όλα αυτά μαζί με τη συσκότιση και το κρέμασμα κουβερτών στα παράθυρα των σπιτιών μας, για να μη φαίνεται απ’ έξω ούτε ακτίνα φωτός, για τον κίνδυνο αεροπορικών επιδρομών, ως και με εκείνα που ακούγαμε στα σπίτια μας, άρχισαν να μας δημιουργούν μία παράξενη ψυχολογική κατάσταση. Πλέον αυτών και η συνήθεια των Γερμανών να επιτάσσουν μέρος των σπιτιών μας για να στεγάσουν στρατιώτες και αξιωματικούς τους, αύξανε το φόβο και την αγωνία μας.
Μετά τη γερμανική εισβολή τα πράγματα άρχισαν να σταθεροποιούνται. Κάθε σπίτι περίμενε με αγωνία να δει τον δικό του να επιστρέφει από το μέτωπο. Ακούγαμε και εμείς με πολύ ενδιαφέρον τις διηγήσεις τους, οι οποίες στην ουσία αυξάνανε την αγωνία μας.
Φιλόδοξοι καθηγητές μας άρχισαν και αυτοί τις προσπάθειες τους ν’ αρχίσουν και πάλι τα μαθήματά μας. Ενθυμούμαι τους λιγοστούς καθηγητές του Γυμνασίου μας να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για την επανέναρξη των μαθημάτων.
Οι ανάγκες πολλές. Τα βιβλία ελάχιστα και οι χώροι διδασκαλίας δυσεύρετοι. Οι αίθουσες, τα σχολικά κτίρια ήταν επιταγμένα από τους κατακτητές. Τα μαθήματά μας γίνονταν τελικά για πολλά χρόνια και για λίγους μήνες, το χειμώνα μεν μέσα στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικόλαου, την δε άνοιξη και το καλοκαίρι έξω, κάτω από τα δένδρα στο εξωκλήσι της Παναγίας. Σύνηθες φαινόμενο ήταν να μεταφέρουμε εμείς οι μαθητές, μικροί και μεγάλοι, τα βαριά θρανία μας (δεν είχαμε τα γνωστά σήμερα ελαφρά τραπεζάκια) από το γυμνάσιο στην εκκλησία ή από την εκκλησία στο εξωκλήσι της Παναγίας και το αντίθετο.
Η σταθεροποιημένη αυτή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Άρχισαν οι ένοπλες παρενοχλήσεις των κατακτητών και οι εμφύλιες διαμάχες. Οι κατακτητές αντιδρώντες άρχισαν να λαμβάνουν πρωτόγνωρα για μας μέτρα δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα φόβου αλλά και εθνικού ξεσηκωμού μεταξύ των κατοίκων.
Έτσι μάθαμε και τα «μπλόκα», τα οποία συνίσταντο στην περικύκλωση του Πολυγύρου, συγκέντρωση του άρρενος πληθυσμού στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου (σήμερα Δημαρχείο) με τις κάνες των πολυβόλων στραμμένες προς τους συγκεντρωθέντες και έρευνες κατ’ οίκον σ’ όλο τον Πολύγυρο.
Δεν ενθυμούμαι να υπήρξε ποτέ κάτι το αξιόλογο από αυτά τα μπλόκα και τούτο, διότι υπήρχε πάντοτε έγκαιρη ενημέρωση και όλοι έπαιρναν τα μέτρα τους. Οι ενήλικες, σε κρίσιμη ηλικία, εγκατέλειπαν προσωρινά τον Πολύγυρο για τις γύρω περιοχές τις ημέρες όσο διαρκούσαν τα μπλόκα.
Πολλοί έχουν να διηγηθούν ιστορίες από τις καταστάσεις αυτές. Βεβαίως προσωπικά και εγώ έχω να διηγηθώ πολλά, είτε όταν ετοιμάζονταν νύκτα οι δικοί μου να φύγουν προσωρινά έξω από τον Πολύγυρο, εν αναμονή κάποιας εκκαθαριστικής έλευσης των κατακτητών στον Πολύγυρο, είτε κατά την έρευνα των σπιτιών μας από τους κατακτητές, είτε ακόμη και για γεγονότα που συνέβαιναν μέσα στον Πολύγυρο κατά τις ημέρες των μπλόκων με τους Γερμανοβουλγάρους.
Εβραίους μονίμους κατοίκους δεν είχαμε στον Πολύγυρο, καίτοι είχαμε πάρα πολλούς Εβραίους να παραθερίζουν στον προπολεμικό Πολύγυρο. Δεν έχουμε αναμνήσεις από την τραγική βιαία απομάκρυνσή τους προς τα χιτλερικά στρατόπεδα. Εγώ προσωπικά έχω κάποιες αναμνήσεις από μερικά σπάνια ταξίδια μου στη Θεσσαλονίκη με τα «γκαζοζέν» της εποχής.
Τα «γκαζοζέν» ήταν τα αυτοκίνητα τις εποχής. Ήταν ελάχιστα και κυκλοφορούσαν μόνο στη διαδρομή Πολυγύρου-Θεσσαλονίκης. Τα αυτοκίνητα αυτά είχανε στο πίσω μέρος τους ένα καζάνι, όπου καίγανε κάρβουνο για να χρησιμοποιήσουν το αέριο, που παράγονταν από την καύση, για την κίνησή τους αντί βενζίνης, η χρήση της οποίας απαγορεύονταν και ήταν υπό τον έλεγχο του κατακτητή.
Δεν ενθυμούμαι να υπήρχαν έντονα προβλήματα πείνας στον Πολύγυρο. Ενθυμούμαι να έχουν όλοι σχεδόν στο σπίτι τους κότες και πολλοί άλλοι από ένα γουρούνι ή και μία κατσίκα. Τις κατσίκες αυτές τις μαζεύανε καθημερινά σε κοπάδια για βοσκή. Σύνηθες φαινόμενο ήταν το πρωί όλοι να αφήνουν ελεύθερες τις κατσίκες από το σπίτι τους και αυτές μόνες να πηγαίνουν στο μέρος συγκέντρωσής τους, στο κοπάδι, και το απόγευμα με την επιστροφή του κοπαδιού οι κατσίκες να διασκορπίζονται και να πηγαίνουν πάλι μόνες τους στο σπίτι του καθενός. Ήταν αναμφισβήτητα ένα πρωτόγνωρο θέαμα, πρωί βράδυ, δημιούργημα της εποχής.
Όλοι περιμέναμε τη σφαγή των γουρουνιών του Αγίου Στεφάνου, τα Χριστούγεννα, για να πάρουμε τη «φούσκα» και να κλωτσήσουμε λίγο μπάλα.
Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών και των Βουλγάρων.
Ενθυμούμαι πολύ καλά το τέλος της Κατοχής στον Πολύγυρο. Έγινε με μία συγκέντρωση των Πολυγυρινών στις Έξι Βρύσες και μάλιστα προτού φύγουν καλά καλά οι Βούλγαροι, όπου ο ομιλητής απευθύνθηκε βουλγαριστί και προς τους λιγοστούς Βούλγαρους στρατιώτες, που ήταν ακόμη στον Πολύγυρο. Τότε οι Βούλγαροι είχαν κηρύξει και αυτοί τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και θεωρούνταν πλέον σύμμαχοί μας. Το γεγονός αυτό καθεαυτό μας είχε σοκάρει και εμένα ιδιαίτερα. Το ενθυμούμαι ακόμη, διότι πολλά χρόνια ακούγαμε τη λέξη Βούλγαρος και έτρεμε η ψυχή μας. Πού να πιάσουμε τότε εμείς τις λεπτές εκείνες γρήγορα εναλλασσόμενες καταστάσεις.
Ενθυμούμαι καλά επίσης και τη θριαμβευτική είσοδο των ανταρτών του ΕΛΑΣ στον Πολύγυρο. Ακολούθησε μία ιδιαίτερη περίοδος ηρεμίας, αναμονής και αμφιβολίας για τις επικείμενες εξελίξεις.
Ήρθαν και άγγλοι στρατιώτες με ένα τμήμα σαρικοφόρων στρατιωτών, προφανώς Ινδών, οι οποίοι καταστρέφοντας όπλα και πυρομαχικά στη βάση του λόφου του Προφήτη Ηλία έβαλαν φωτιά και κάηκαν όλα τα πλάγια προς μεγάλη απογοήτευση και λύπη όλων μας.
Κατόπιν ακολούθησε η έλευση και εγκατάσταση των επισήμων αρχών της απελευθερωμένης πλέον Ελλάδας. Ενθυμούμαι τη θριαμβευτική υποδοχή του Νομάρχη, του Προέδρου των Πρωτοδικών και άλλων επισήμων.
Τα πράγματα άρχισαν να τακτοποιούνται. Τα μαθήματα άρχισαν να γίνονται στο ιστορικό κτίριο του γυμνασίου μας. Αυτή τη περίοδο περνούσαμε τις τάξεις κάνοντας μαθήματα μόνο 3 ή 4 μήνες ανά τάξη για να φθάσουμε τις τάξεις που κανονικά έπρεπε να βρισκόμαστε.
Ιδιαίτερα η τάξη μου, μόνο την 7η και 8η τάξη έκανε κανονικά όλο το χρόνο. Όλες τις άλλες τάξεις τις περάσαμε με ρυθμό 2 ή 3 τάξεις κατ’ έτος.
Είχαμε συμμαθητές από τα γύρω χωριά, οι οποίοι πηγαινοερχόντουσαν στα χωριά τους με τα πόδια για να πλυθούν και για να εφοδιασθούν με τρόφιμα. Δεν υπήρχαν δρόμοι. Για αυτοκίνητα ούτε συζήτηση. Το ίδιο έκαναν και οι συμμαθητές μας από τη μακρινή Συκιά της Σιθωνίας. Πολλά διηγούνται όλοι τους.
Τώρα ακολούθησε η φοβερή περίοδος του εμφύλιου πολέμου. Καθημερινά η κατάσταση χειροτέρευε. Ο Πολύγυρος ήταν στην αρχή ανοργάνωτος. Ήταν όμως το Κυβερνητικό κέντρο της περιοχής. Έτσι είχαμε συχνά τα βράδια ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ των επιτιθεμένων και των αμυνομένων. Ο φόβος στο έπακρο. Καταστάσεις για πολύ γερά νεύρα. Οι νεκροί αφθονούσαν και από τις δύο πλευρές. Πτώματα και νεκρά κεφάλια στα τσουβάλια έφθαναν καθημερινά και τοποθετούνταν είτε στο Νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου (τότε η εκκλησία είχε πρόναο) είτε πάνω στα πεζούλια της αυλής της εκκλησίας. Θεάματα βέβαια δυσάρεστα, απίστευτα, που έδειχναν όμως φανατισμό. Η αβεβαιότητα των εξελίξεων στο έπακρο.
…Αργότερα η κατάσταση αυτή άρχισε να βελτιώνεται με την κατασκευή φράχτη γύρω από τον Πολύγυρο, πράγμα που ενίσχυσε τις ενδείξεις κάποιας σταθεροποίησης της κατάστασης. Στο Σχολείο άρχισαν να μας προσφέρουν τις πρωινές ώρες ρόφημα, γάλα σε σκόνη. Έτσι μάθαμε για πρώτη φορά, ότι υπάρχει γάλα σε σκόνη. Απ’ ό, τι ενθυμούμαι, πίναμε ευχαρίστως το πρωινό αυτό ρόφημα.
Τα μαθήματά μας γίνονταν πλέον κανονικά αλλά με φοβερές ελλείψεις σε καθηγητές και βιβλία. Δεν υπήρχαν καθηγητές μαθηματικών, φυσικής ή χημείας. Υπήρχε όμως καθηγητής των Γαλλικών. Όποιος ήξερε μερικές γαλλικές λέξεις τοποθετούνταν στους διανοουμένους. Κυκλοφορούσαν τότε χαριτωμένες διηγήσεις. Αχαλίνωτη η νεανική μας φαντασία. Μεγάλη η δίψα μας για γνώση και μάθηση.
Κάπου εδώ ακούσαμε για την «Ατομική Βόμβα» και το «Άτομο». Καινούργιες λέξεις. Άγνωστες έννοιες. Δεν πολυκαταλαβαίναμε τι γινόταν. Είχαμε αντιληφθεί όμως το μεγάλο κακό της Ιαπωνίας
Όλα όμως αυτά μέσα σε μία ατμόσφαιρα εκπληκτικής τάξης και πειθαρχίας. Με δέος περιμέναμε την επίσκεψη στην τάξη μας του «κυρίου Επιθεωρητού» προς έλεγχο της ποιότητας των μαθημάτων μας Μία συνήθεια, μία πρακτική, που ήταν γνωστή σε μας από το Δημοτικό Σχολείο.
Τσάντες δεν είχαμε. Ήταν άγνωστες σε μας. Όλοι κουβαλούσαμε τα βιβλία χύμα στο χέρι. Το χειμώνα είχαμε μαζί μας και από ένα ξύλο για τη «σόμπα» της τάξης μας. Έπρεπε όμως να φοράμε με ιδιαίτερη επιμέλεια και ευπρέπεια το πηλίκιο με τα γράμματα Γ.Π.(Γυμνάσιο Πολυγύρου) και τα κορίτσια τη μπλε «ποδιά». Επίσης έπρεπε να έχουμε κοντά μαλλιά, ξυρισμένα με τη «μηχανή», για να μη «γαμπρίζουμε» και να κοιτάμε τα μαθήματά μας. Να πηγαίνουμε στα σπίτια μας το βραδάκι με το «άναμμα» των φώτων για μελέτη. Τότε η παροχή (ηλεκτρικού) «ρεύματος» ήταν για λίγες μόνο ώρες, Από την έναρξη του σούρουπου μέχρι τις 11 ή 12 το βράδυ. Ο Γυμνασιάρχης και οι καθηγητές γύριζαν στους δρόμους. Αλλοίμονο, αν έβρισκαν κάποιον στο δρόμο. Την επομένη η αποβολή του ήταν σίγουρη.
Η μοναδική μας διασκέδαση ήταν ο τακτικός απογευματινός περίπατος χειμώνα-καλοκαίρι, πάνω-κάτω από το λιβάδι (σήμερα λέγεται Tiverius) μέχρι τις Έξι Βρύσες, (που τότε είχανε λιγοστό νερό) και με τις ατέλειωτες συζητήσεις μας, που γύριζαν, κυρίως, γύρω από ερεθίσματα, που είχαμε στο εβδομαδιαίο «κατηχητικό σχολείο». Δεν ενθυμούμαι να κάναμε πολιτικές συζητήσεις.
Οι σχολικές εκδρομές μας γινόντουσαν μέσα στον Πολύγυρο. Από το ένα πάρκο στο άλλο. Από το γυμνάσιο στις Πουρνάρες ή στις Έξι Βρύσες.
Κάθε Κυριακή πηγαίναμε συντεταγμένοι στην εκκλησία, πλυμένοι (σε λεκάνη, ντους και τέτοια δεν ξέραμε) και με ρούχα καθαρά (πλυμένα και αυτά από τις μανάδες μας με το χέρι στη «σκάφη», η λέξη πλυντήριο ρούχων ήταν άγνωστη) με τα πηλίκια πάντοτε και τις ποδιές μας.
Κάθε 25η Μαρτίου βγαίναμε (μόνο αγόρια) στον κεντρικό δρόμο του Πολυγύρου, πρωί πρωί, μόλις ξημέρωνε και τραγουδούσαμε τον «εωθινόν», εθνικά τραγούδια. Δεν είχαμε χορωδίες, ούτε υπήρχε η «μουσική», η μπάντα του Δήμου.
Δεν ενθυμούμαι να γιορτάζαμε ιδιαίτερα τις επαναστάσεις της Χαλκιδικής, όπως γίνεται σήμερα, ούτε τις ξέραμε.
Οι κοινωνική ζωή μας ήταν πολύ περιορισμένη. Είναι ζήτημα αν κάποια κοπέλα μπόρεσε όλα αυτά τα χρόνια των γυμνασιακών μας σπουδών να οργανώσει στο σπίτι της κάτι με μουσική και χορό, ένα πάρτι, όπως λέγαμε. Κατά τα άλλα ήμασταν νομίζω τακτικοί στις επισκέψεις των ονομαστικών εορτών των συμμαθητών μας και συμμαθητριών. Οι σχέσεις αγοριών και κοριτσιών, ακόμη και μέσα στην τάξη, ήταν τυπικές και πολύ περιορισμένες.
Κοινωνικό γεγονός του Πολυγύρου ήταν η διοργάνωση από τους καθηγητές μας σχολικών θεατρικών παραστάσεων με συμμετοχή στις εκδηλώσεις αυτές του δεσπότη, του δημάρχου, όλων των αρχών και πλήθους κόσμου. Εγώ προσωπικά ήμουνα από τα τακτικά μέλη των θεατρικών αυτών διοργανώσεων.
Τότε οι μοναδικές δημόσιες εκδηλώσεις ήταν το καφενείο, η βόλτα στον κεντρικό δρόμο του Πολυγύρου και οι θεατρικές παραστάσεις του Γυμνασίου. Δεν υπήρχαν θέατρα, κινηματογράφοι, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, τηλέφωνα, ούτε ξέραμε και τα σημερινά CD ή DVD.
Αθλητικές δραστηριότητες σχεδόν τίποτε. Δεν υπήρχε γήπεδο. Παίζαμε μόνο με μανία βόλεϊ.
Άλλη δραστηριότητά μας ήταν η τακτική συμμετοχή μας στο κατηχητικό, με το δραστήριο καθηγητή μας της θεολογίας (των θρησκευτικών τον λέγανε τότε) αλλά και στον προσκοπισμό.
Το κατηχητικό ήταν ο χώρος του έντονου προβληματισμού μας και του διαλόγου, που εκνεύριζε πολλές φορές τον Καθηγητή μας.
Στον προσκοπισμό υπήρχε ενθουσιασμός και μεγάλη συμμετοχή. Κάναμε και μερικές αξέχαστες κατασκηνώσεις στο Μαλτεπέ (αργότερα έγινε Καλλιθέα), όπου πηγαίναμε από τη Γερακινή με καΐκι. Η κατασκήνωση γινόταν στον παρθένο και μαγευτικό τότε παρακείμενο πευκότοπο. Νερό παίρναμε από το Μετόχι με τις αβδέλες του και το οποίο πίναμε με μεγάλη προσοχή. Παρ’ όλα αυτά μερικοί από μας δεν απέφυγαν την περιπέτεια με αβδέλες στο λαιμό τους.
Τα εξωσχολικά αναγνώσματα ήταν ελάχιστα ή τίποτε. Κυκλοφορούσαν κατά συνωμοτικό τρόπο μόνο οι γνωστές αστυνομικές σειρές «μάσκες», τις οποίες οι καθηγητές μας απέρριπταν μετά βδελυγμίας Τις θεωρούσαν ευτελή αναγνώσματα και ψυχοφθόρα. Αλλοίμονο στο μαθητή που θα συλλαμβάνονταν να έχει επάνω του ένα βιβλίο αυτής της σειράς. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων μας. Τότε μερικοί από τους καθηγητές μας ήταν θιασώτες του «λελογισμένου ξύλου», μία συμπεριφορά, η οποία σήμερα είναι απαράδεκτη, τότε όμως ήταν αποδεκτή από τους γονείς μας.
Η λέξη μπαρ ήταν άγνωστη. Από τα ποτά ξέραμε μόνο το λικέρ και το κονιάκ. Τις λέξεις ουΐσκυ, τζιν κλπ. τις μάθαμε πολύ αργότερα.
Επίσης και η λέξη ναρκωτικά ήταν άγνωστη. Υπήρχε όμως μία απόκοσμη λέξη «χασίς», που τρόμαζε όλους, χωρίς όμως να υπάρχουν χρήστες στον Πολύγυρο προς παραδειγματισμό.
Στα καφενεία πηγαίνανε μόνο οι γονείς μας. Κανείς από μας δεν είχε διανοηθεί ποτέ να καθίσει σε καφενείο. Ούτε βέβαια και να καπνίσει. Κάτι τέτοιο θα ήταν φοβερό αμάρτημα. Το τάβλι και το χαρτί τα μάθαμε αργότερα, πολύ αργότερα, όταν μεγαλώσαμε αρκετά. Δεν ενθυμούμαι κάποιον από τους συμμαθητές μου να είχε αργότερα κάποια ιδιαίτερη προτίμηση ή επίδοση στο χαρτί ή στο κάπνισμα.
Έτσι φθάσαμε αισίως το 1948 στην 8η (Θ´ τάξη τη λέγαμε), την τελευταία ταξη του γυμνασίου, με κοντά πανταλόνια, χειμώνα καλοκαίρι. Πανταλόνια μακριά φορέσαμε για πρώτη φορά, απρόθυμα ενθυμούμαι, τον τελευταίο μήνα της τελευταίας τάξης του σχολικού έτους, τότε ακριβώς που μας επέβαλε ο γυμνασιάρχης (κατά τη διάρκεια των τελευταίων, απολυτήριων εξετάσεων μας) να κόψουμε τα μαλλιά μας με ξυριστική μηχανή για να μη «γαμπρίζουμε», κατά μία εκδοχή, και ν’ ασχοληθούμε σοβαρά με την επαγγελματική μας αποκατάσταση. Ίσως. Ήταν τότε πολύ της μόδας η πολύ στιλάτη περιποίηση των μαλλιών με χωρίστρα, μπριγιαντίνη και τα παρόμοια.
Τότε βάλαμε για πρώτη φορά ρολόι στο χέρι και λίγο αργότερα, ακούσαμε πάλι για πρώτη φορά να μας προσφωνούν «κύριε». Εγώ την προσφώνηση αυτή την άκουσα για πρώτη φορά στην Αθήνα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ώστε και σήμερα ακόμη να ενθυμούμαι το περιστατικό.
Η κατάρτισή μας σαν μαθητές ήταν αναμφισβήτητα ελλιπής από πλευράς γυμνασιακών γνώσεων. Τα Μαθηματικά, η Φυσική ή η Χημεία, άρχισαν να διδάσκονται για πρώτη φορά στο Γυμνάσιό μας όταν ήμασταν μαθητές της 7ης και 8ης τάξεως. Στα φιλολογικά μαθήματα υπήρχε καλύτερη προετοιμασία.
Υπήρχε μεγάλη πειθαρχία και αφοσίωση στο σκοπό μας. Για τους πολλούς ο σκοπός ήταν η συνέχιση των σπουδών στο Πανεπιστήμιο. Ο συναγωνισμός μας ήταν μεγάλος. Η προετοιμασία μας ανεπαρκής. Το πείσμα πολύ μεγάλο. Πολλοί πέτυχαν στις πρώτες εισαγωγικές εξετάσεις των Πανεπιστημίων. Άλλοι δοκιμάσανε ξανά τον επόμενο χρόνο ύστερα από προετοιμασία σε ένα από τα λίγα φροντιστήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που υπήρχαν τότε. Η επιτυχία τελικά ήταν καταπληκτική.
Ήμασταν 30 οι απόφοιτοι. Είκοσι (20) αγόρια και δέκα κορίτσια (10). Απ’ αυτούς τα ένδεκα (11) αγόρια προσπάθησαν και «μπήκανε» όλα σε Ανώτατα Ιδρύματα Θεσσαλονίκης, Αθηνών και Αυστρίας. Από τα δέκα (10) κορίτσια τα έξ (6) προσπάθησαν και «μπήκανε» και αυτά όλα στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης και άλλες σχολές μικρής μεταγυμνασιακής εκπαίδευσης. Κατά την επικρατούσα τότε άποψη τα κορίτσια δεν ήταν για ανώτατες σπουδές, με μεγάλη διάρκεια σπουδών. Έπρεπε να τελειώνουν γρήγορα με τις σπουδές για να παντρευτούν το συντομότερο, να κάνουν οικογένεια. Εκείνο που χρειάζονταν ήταν να έχουν ένα «βραχιόλι» στη ζωή τους, για κάθε ενδεχόμενο. Συνεπώς ένα πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, διετούς φοίτησης, θα ήταν το μέγιστο, της φιλοδοξίας τους.
Πανεπιστήμια υπήρχαν μόνο δύο, ένα στην Αθήνα και ένα άλλο στη Θεσσαλονίκη, που είχε όμως τότε ελάχιστες σχολές. Υπήρχε ακόμη στην Αθήνα ένα Πολυτεχνείο, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με μεγάλη φήμη, ως και μία Παιδαγωγική Ακαδημία στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρχαν άλλες διαβαθμίσεις σπουδών, ούτε τα γνωστά σήμερα Τ.Ε.Ι. Ο συναγωνισμός ήταν πολύ μεγάλος. Η αναλογία των επιτυχόντων προς τους αποτυχόντας ήταν 1:7 έως 1:10. Ναι, ένας προς δέκα περίπου, χωρίς καμία υπερβολή. Η επιτυχία λοιπόν των συμμαθητών μου στις προσπάθειές εισαγωγής τους σε Ανώτατα Ιδρύματα για μεταγυμνασιακές σπουδές σε ποσοστό πάνω από το 50% δύσκολα θα μπορούσε να κατανοηθεί σήμερα.
Λέγοντας αυτά δεν θα ήθελα να υποτιμήσω τις επιδόσεις και των άλλων συμμαθητών μας σε άλλους τομείς της ζωή τους, οποίους κι αν επέλεξαν να ακολουθήσουν, και οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις ήταν πιο εντυπωσιακοί. Όλοι τους έχουν να επιδείξουν πολύ αξιόλογα επιτεύγματα, η απαρίθμηση των οποίων θα οδηγούσε σε παρέκκλιση της βασικής κατεύθυνσης του παρόντος κειμένου.
Μεταξύ μας δεν υπήρξαν, τότε και αργότερα, συμμαθητές μας με ψυχικά προβλήματα, παρ’ όλες τις τραγικές συνθήκες που βιώσαμε στα νεανικά μας χρόνια, στα χρόνια του πολέμου και στα φοβερότερα χρόνια του εμφύλιου.
Όλοι μας δημιουργήσαμε οικογένειες με παιδιά και εγγόνια.
Οι σημερινές δυσχέρειες και οι συναφείς αβεβαιότητες φαντάζουν σ’ όλους μας αστείες. Εμείς θα θέλαμε να αποδώσουμε την αντοχή μας αυτή –ψυχική, διανοητική και σωματική– στη διαδικασία της αυστηρότερης φυσικής επιλογής στην οποίαν εκ των πραγμάτων είχαμε υποβληθεί, ως και στις μεγάλες στερήσεις αλλά και στην πειθαρχία, που εκ των πραγμάτων είχαμε διδαχθεί και μέσα στο σχολείο και στις οικογένειές μας και στον κοινωνικό περίγυρο, που ζούσαμε για να μπορέσουμε να επιζήσουμε.
Ο αγώνας της επιβίωσης ήταν έντονος στα παιδικά μας χρόνια, όπως έντονη ήταν και η επιθυμία μας για βελτίωση της ζωής μας. Να φύγουμε από τη μιζέρια της εποχής.
Η εκμάθηση των «γραμμάτων» δεν ήταν, τότε, μία εύκολη υπόθεση. Δύο ήταν τα γυμνάσια στη Χαλκιδική. Ένα στον Πολύγυρο και ένα άλλο στην Αρναία. Δρόμοι και αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Εμείς ήμασταν από τους πολύ τυχερούς της ζωής, που ζούσαμε στην έδρα του ενός εκ των δύο Γυμνασίων της Χαλκιδικής.
«Να μάθετε γράμματα για να γίνετε άνθρωποι» ή «να μάθετε γράμματα για να δείτε άσπρη μέρα» ήταν τα σλόγκαν της εποχής μας και αυτή ήταν η συμβουλή των πατεράδων μας, όλων των πατεράδων.
Εμείς ακολουθήσαμε τη γενική αυτή παραίνεση και με τη βοήθεια των γονιών μας προσπαθήσαμε να μάθουμε «γράμματα» κάτω από φοβερά αντίξοες συνθήκες, που σήμερα δύσκολα γίνονται κατανοητές.
Τα γεγονότα επιβεβαίωσαν την ορθότητα της γενικής αυτής συμβουλής όλων. Όλοι οι μεγαλύτεροι τότε, είχανε ξεκάθαρες απόψεις στο θέμα. Ήταν όλοι σωστοί στις εκτιμήσεις τους και εμείς σήμερα αυτούς ευγνωμονούμε.