Η μάνα μου είχε έρθει στο χωριό από την Κοκκινιά, στη διάρκεια της Κατοχής.
Η Κοκκινιά ήταν προπολεμικά το κέντρο της προσφυγιάς. Χιλιάδες ελληνικές και αρμένικες οικογένειες συνωστίζονταν στους τενεκεδομαχαλάδες. Έκοβαν κάθε είδους τενεκέδες που έβρισκαν και τους χρησιμοποιούσαν για δομικό υλικό. Κάτι σαν τα πλαστικά που χρησιμοποιούν στις μέρες μας οι πρόσφυγες και οι τσιγγάνοι. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Στη διπλανή παράγκα από αυτή της γιαγιάς μου, εκεί στην οδό Μεγάρων, έμενε η οικογένεια της Μαρίκας Νίνου. Τότε την έλεγαν Βαγγελιώ. Της είχαν δώσει το όνομα του καραβιού που τους μετέφερε από τη Σμύρνη στον Πειραιά. Γεννήθηκε πάνω στο πλοίο την ώρα του ταξιδιού. Ο καπετάνιος τη βάπτισε Βαγγελιώ.
Ήταν τρία χρόνια μικρότερη από τη μάνα μου, αλλά δε φαίνεται να έμοιαζαν πολύ σαν χαρακτήρες. Εκείνη ζωηρή και ατίθαση, φλέρταρε με όλα τα αγόρια της γειτονιάς. Η μάνα μου, περιστοιχιζόταν από τρία αδέλφια και μάλιστα χασάπηδες που δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί. Μαζί πήγαν στην επαγγελματική σχολή που άνοιξε μια δανέζικη οργάνωση για τις νεαρές Αρμένισσες. Μάθαιναν κέντημα, ράψιμο, μαντάρισμα. Για τη μάνα μου οι γνώσεις αυτές αποδείχτηκαν σωτήριες. Το κέντημα και το μαντάρισμα έγιναν αργότερα η κύρια ενασχόλησή της. Όσο για τη νεαρή Βαγγελιώ, δε φαίνεται να είχε καμιά φιλοδοξία κεντήστρας ή μοδίστρας. Μεγάλωνε και ομόρφαινε, αλλά και ζωήρευε. Έπαιζε κι αυτή και η αδελφή της μαντολίνο και έψελναν στην αρμένικη εκκλησία της Κοκκινιάς κάθε Κυριακή.
Όσο για τις υπόλοιπες συμμαθήτριες της σχολής, είτε ζήλευαν είτε δεν άντεχαν το ταμπεραμέντο της όμορφης συμμαθήτριάς τους. Πουτάνα την ανέβαζαν, πουτάνα την κατέβαζαν, πάντα πίσω από την πλάτη της. Παρ’ όλο που κάθε Κυριακή έψελνε στην αρμένικη εκκλησία μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Κουαρίκ. Είχαν και οι δύο καταπληκτικές φωνές που τις είχαν κάνει γνωστές σε όλη την αρμένικη παροικία της Κοκκινιάς. Αλλά η μικρή είχε ανησυχίες που δεν ταίριαζαν και πολύ με την εικόνα μιας θεούσας ψάλτριας.
Αργότερα βρέθηκε μπλεγμένη σε μια περίεργη ιστορία με κάποιους νεαρούς ναύτες, σε μια εποχή που η γειτονιά βούιζε εύκολα από τις κακογλωσσιές και που τα νέα διαδίδονταν εύκολα. Και η νεαρή Βαγγελιώ, εκτός από την κακογλωσσιά της γειτονιάς είχε να αντιμετωπίσει και την οργή των δικών της. Και κυρίως του αδελφού της που ήθελε να την σφάξει ο ίδιος για να ξεπλύνει την ντροπή της οικογένειας. Και αυτή για κάμποσο καιρό φρόντισε να εξαφανισθεί. Φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα στο σπίτι κάποιου γνωστού τους στρατιωτικού στη Σύρα. Αργότερα, η μάνα της αποφάσισε να την παντρέψει. Παρακάλεσε τη γιαγιά μου να κάνει το προξενιό.
Ο ρόλος της γιαγιάς μου ήταν δύσκολος, παρ’ όλο που ο νεαρός Αρμένης ήταν τσιμπημένος, όπως οι περισσότεροι νεαροί στη γειτονιά, με τη ζωηρή Αρμενοπούλα. Οι γονείς του όμως είχαν τις αντιρρήσεις τους.
– Είναι πολύ ζωηρή, κυρα-Άννα. Δε φαίνεται να έχει μυαλό για σπιτικό.
– Οι ζωηρές είναι αυτές που γίνονται οι καλύτερες μητέρες και σύζυγοι, ανταπάντησε η γιαγιά μου.
Οι διάλογοι αυτοί γίνονταν συνήθως στα τούρκικα. Οι περισσότερες αρμένικες οικογένειες μιλούσαν τούρκικα, αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης συγκατοίκησης με τους τούρκικους πληθυσμούς, σε ένα περιβάλλον που δεν επέτρεπε την έκφραση του παραμικρού στοιχείου αρμένικης κουλτούρας να ανθήσει.
Και μπορεί το προξενιό να πέτυχε, το επιχείρημα όμως της γιαγιάς μου δε φαίνεται να είχε ισχύ για το ταμπεραμέντο της νεαρής νύφης. Παράτησε σύντομα σύζυγο και οικογένεια, πήρε το παιδί και εξαφανίστηκε από τη γειτονιά.
Αργότερα, εμφανιζόταν για ένα διάστημα μαζί με το παιδί, κάνοντας βόλτες στη οδό Μεγάρων, προκλητικά, έχοντάς το ντυμένο σαν ναυτάκι. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε τελείως. Ο άντρας της, για να την ξεχάσει, μετανάστεψε στη Σοβιετική Αρμενία, που μόλις είχε ανακηρυχθεί σε κράτος και μάζευε τους σκορπισμένους Αρμένιους από όλη την Τουρκία και τη Μεσόγειο. Το παιδί το μεγάλωνε κάποια θεία στη Θεσσαλονίκη...
Η μάνα μου την είχε χαμένη για χρόνια, ώσπου κάποια μέρα πήγε να επισκεφθεί μια φίλη της μοδίστρα, τη Σμαρώ.
– Μαρή, ξέρεις ποια συνάντησα χτες;
– Ποιά;
– Τη Βαγγελιώ.
– Άντε. Πού την είδες;
– Είχαμε πάει χτες το βράδυ στο Αιγάλεω, στα μπουζούκια του Τσιτσάνη. Και ’κεί που καθόμασταν και παρακολουθούσαμε το πρόγραμμα, η τραγουδίστρια από πάνω από το πάλκο μας χαιρετούσε. Έκανε νοήματα προς τη μεριά μου. Εγώ νόμιζα πως χαιρετούσε κάποιον από το διπλανό τραπέζι και δεν έδωσα και πολλή σημασία. Αυτή συνέχιζε να κάνει νοήματα. Και στο διάλειμμα ήρθε κοντά μας.
– Σμαρώ, δε με γνωρίζεις; Είμαι η Βαγγελιώ.
– Πού βρέθηκες εδώ, ρε Βαγγελιώ;
Είχε γίνει τραγουδίστρια του Τσιτσάνη. Δεν την έλεγαν πια Βαγγελιώ, αλλά Νίνου. Μαρίκα Νίνου.
[Η μάνα μου είχε έρθει στο χωριό από την Κοκκινιά]
(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)