Πόσον θλίβομαι διότι ουδέποτε εν όσω έζη η Μήτηρ μας1 διήλθε του νοός μου να γράψω τα του βίου της. Είχε τοσαύτην ευχέρειαν του διηγήσθαι, ώστε απλώς αν ηκολούθει η γραφίς μου τας εκ του στόματός της ρεούσας αναμνήσεις θα ηδύνατό τις ν’ ανεύρη εν αυταίς ωραιοτάτας σελίδας της ιστορίας μας, αλλά τότε ουδέποτε εσκέφθην τοιούτον τι και μόνον ευχαρίστως την ήκουον διηγουμένην ποτέ μεν τούτο το συμβάν, ποτέ δε εκείνο, χωρίς όμως να δίδω την απαιτουμένην προσοχήν όπως αποτυπωθώσι ταύτα εν τη μνήμη μου και δυνηθώ ν’ αναπολήσω τώρα πλέον ειμή αμυδρώς όσα τότε ήκουα.
Ήτο η Μήτηρ μου η τρίτη θυγάτηρ2 του Νικολάου Μαυροκορδάτου3 και της Σμαράγδας4 θυγατρός του Αυθέντου Καρατζά, αδελφή δε του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου.5 Τοσούτον ήτο ανεγνωρισμένη η καλλονή της παιδιόθεν, ώστε οι Γονείς της φοβούμενοι τους Τούρκους απέφυγον την είσοδον εις την οικίαν των παντός διδασκάλου όπως μη γίνη γνωστόν ότι υπήρχε χριστιανή νέα εξαιρετικής ωραιότητος και αφαρπασθή διά τα χαρέμια. Εστερήθη ούτω σχεδόν εντελώς παιδεύσεως κατά την νεαράν της ηλικίαν αλλά τοσούτον ήτο ισχυρά η θέλησίς της ώστε εις το μέλλον κατώρθωσε να γίνη κάτοχος όχι μόνον της Ελληνικής, αλλά και της Γαλλικής και της Αγγλικής, διαλάμψασα δι’ αυτών ως σύζυγος του Πρέσβεως της Ελλάδος εις τας Αυλάς των Παρισίων και του Λονδίνου.
Είχε το πνεύμα ερευνητικόν, αντιλαμβανομένη των πάντων, είχε και πόθον ακατάσχετον όπως προσοικειωθή όλων όσων εθεώρει ωφελίμων, ο δε απεριόριστος θαυμασμός της προς τον Πατέρα μας, ούτινος η συμπεριφορά ήτο λεπτοτάτη, δεν ήθελε κατ’ ουδέν να υστερή αυτής και προσηρμόζετο καθ’ ολοκληρίαν εις τας έξεις του. Παρά του Πατρός της είχε λάβει φιλελευθέρους ιδέας, διότι ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, αν και αριστοκράτης το γένος, ήτο δημοκράτης το φρόνημα και ενέπνευσεν εις την θυγατέρα του αισθήματα ισότητος, τηρών ο ίδιος κατ’ επιφάνειαν τας εθιμοτυπίας όλας των Φαναριωτών αίτινες ήσαν πολύπλοκοι. Ηρέσκετο η Μήτηρ μας να τας περιγράφη αλλά δεν τας ενθυμούμαι, ιδίως ήσαν άξιαι προσοχής αι προσαγορεύσεις προς ισοτίμους, και προς υποδεεστέρους των Κυριών. Τα τελευταία εννέα έτη της ζωής του ο Πατήρ της Μητρός μας είχεν απολέσει την όρασίν του και ως εκ τούτου η θυγάτηρ ευρίσκετο διαρκώς πλησίον του, και αν ποτε ήρχετό τις προς επίσκεψιν και δεν υπήρχεν ο απαιτούμενος καιρός προς αποχώρησιν της Μητρός μας άνευ συναντήσεως, ήτο ηναγκασμένη να φύγη εις ιματ[ι]οθήκην τινά και να μείνη εντός αυτής κεκρυμμένη μέχρις της λήξεως της επισκέψεως.
Όλαι, ή μάλλον αι πλείσται, των Φαναριωτικών οικογενειών υπέφερον καταφανώς μεγίστας στερήσεις κατά τα έτη της Επαναστάσεως, μόνη η της Μητρός μας και υπηρέτριαν διετήρησεν και την ενδυμασίαν είχεν οπωσδήποτε κομψήν, προς μεγίστην των άλλων του Φαναρίου Κυριών έκπληξιν, διότι ταις ήτο γνωστόν ότι μετά τον θάνατον του Πατρός του, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κατελθών χάριν της Επαναστάσεως εις Ελλάδα συναπέφερεν ό,τι τιμαλφές εν τη οικογενεία του υπήρχεν, η δε ακίνητος περιουσία εδημεύθη παρά της Τουρκικής Κυβερνήσεως. Το αίνιγμα της σχετικής ταύτης ευμαρείας έγκειτο εις την, εν τω κρυπτώ, νυχθημερόν εργασίαν των τριών Αδελφών του Μαυροκορδάτου, και της παρ’ αυταίς ευρισκομένης θετής νέας. Αι κατασκευαζόμεναι Μπιμπίλαι6 και τα κεντήματα ήσαν τοιαύτης τελειότητος και καλλιτεχνίας ως προς τα συμπλέγματα και τους χρωματισμούς, ώστε ανεζητούντο μεθ’ υπερτίμησιν παρά της μεταπράτιδος ήτις κρυφίως παρελάμβανε τα εργόχειρα και τα μετέφερεν εις τας Πρεσβείας και τα Χαρέμια. Φαίνεται ότι έν κόσμημα ποδογύρου φορέματος, συγκείμενον εκ ρόδων, ίων, και άλλων ανθέων μετά των φυλλωμάτων των επωλήθη απέναντι δώδεκα χιλιάδων γροσίων, και τα γρόσια κατά την εποχήν εκείνην εισοδυνάμουν με τάλληρα. Μεθ’ υπερηφανείας ηρέσκετο η Μήτηρ μας να αναφέρη εκάστοτε ότι επί έτη συνετηρήθη ο οίκος των διά της ιδιοχείρου εργασίας των ταύτης. Μέχρι τέλους της ζωής της το εργόχειρον δεν απέλειπε των χειρών της, είτε κατασκευαζούσης ιματισμούς διά πένητας είτε κομψοτεχνήματα αξίας. Ότε δε κατελθούσα εν Ελλάδι επεσκέπτετο τας μεγάλας του τόπου Κυρίας, τας ηρώτα πώς διήρχοντο την ημέραν των και εις τι κατεγίνοντο και ήκουε αυτάς απαντώσας «Καθησιό» εχούσας παραπλεύρως των όλα τα χρειώδη προς κάπνισμα, έμενεν εμβρόντητος.
Η πατρική τής Μητρός μας οικία ευρίσκετο εις «Αρναουτκιοή»7 και εκ των παραθύρων αυτής είδε τους Πατέρας της Εκκλησίας συρομένους εις την αγχόνην, είδε τον δωδεκαέτιδα Γεώργιον Μαυρομιχάλην8 με λελυμένην την χρυσήν του κόμην βαδίζοντα εν τω μέσω Τουρκικής φρουράς φερόμενον ως όμηρον. Είδε πάσης τάξεως χριστιανούς τυραννουμένους καθημερινώς εις την Φάλαγγα. Είδε και τον προσφιλέστατον θείον της,9 κατοικούντα απέναντι της οικίας της κρεμάμενον εκ των παραθύρων του. Τοιούτος δε υπήρξεν ο κλονισμός της επί τη θέα ταύτη ώστε έπεσεν αναίσθητος επί του δαπέδου του κοιτώνος της και υπέστη ασθένειαν επί εβδομάδας σοβαράν. Τα δε δύο τέκνα τού παρά των Τούρκων κρεμασθέντος, απογοητευμένα της κοσμικής ζωής, εις πρώτην ευκαιρίαν, ο μεν υιός εγένετο Μοναχός εις το Άγιον Όρος,10 η δε θυγάτηρ μοναχή του Αγίου Τάφου, όπου έχαιρον μεγίστης εκτιμήσεως αμφότεροι.
Μετά πάροδον χρόνου, ημέραν τινά, αγαθός και εύσπλαχνος Τούρκος ήλθε δρομαίος εις την οικίαν και ειδοποίησεν ασθμένων ότι εγένετο γνωστόν ότι δύο νέαι χριστιαναί, η Μήτηρ μας και η Εξαδέλφη της (άλλη Μαυροκορδάτου) κατοικούσα και αύτη εν Αρναουτκιοή ήσαν εξαισίας καλλονής και απεφασίσθη να τας παραλάβωσι αυθωρεί και τας μεταφέρωσιν εις τα χαρέμια, και η μεν Εξαδέλφη της Μητρός μας εν απογνώσει ερρίφθη εντός αποξηραμένου του κήπου της φρέατος, οπόθεν εξήλθεν κατόπιν παράφρων, τραυματισθείσα την κεφαλήν, η δε Μήτηρ μας παρακολουθουμένη υπό της νεωτέρας της Αδελφής και της θετής νέας, πηδήσασα εκ του παραθύρου έτρεξεν εις την Γαλλικήν Πρεσβείαν όπου δεν εγένετο δεκτή. Την αυτήν τύχην έλαβε και εις τας άλλας Πρεσβείας, και περιεπλανήθη καθ’ όλην την νύκτα μεταξύ των Τούρκων άνευ όμως ουδενός απευκταίου εκτός μόνου του φοβερού τρόμου. Περί την αυγήν έμπνευσίς τις έφερεν εις την μνήμην της τον καλοκάγαθον της Αγγλικής Πρεσβείας Ιερέα, και προσελθούσα εις την οικίαν του επεκαλέσθη την προστασίαν του. Ο Leaves όχι μόνον συμπεριεφέρθη ευγενώς αλλά και μεγίστην συμπάθειαν και καλοσύνην εξεδήλωσεν, υποσχεθείς και την Μητέρα, αν [ήτο] δυνατόν να φέρη πλησίον των προς αυτόν προσφυγουσών, και πλοίον ν’ ανεύρη αναχωρούν δι’ Ελλάδα όπως τας επιβιβάση ασφαλώς επ’ αυτού, συνέστησε μόνον όπως μη γίνη γνωστόν ότι εφιλοξενούντο εν τω οίκω του. Θελήσας δε να καθησυχάση την Μητέρα ως προς την τύχην των δραπετευουσών, μετέβη εις την οικίαν Μαυροκορδάτου όπου όμως εύρε μόνον την μεγαλητέραν ύπανδρον Αδελφήν Σούτσου ης ο Σύζυγος προ καιρού διετέλει εξόριστος, και εύρε αυτήν λίαν τεταραγμένην διότι προ ωρών είχον παραλάβει Τούρκοι Στρατιώται την Μητέρα της όπως διά βασάνων την αναγκάσουν να είπη όσα περί του Επαναστάτου υιού της Αλεξάνδρου εγνώριζεν. Αλλά πριν απέλθη της οικίας ο Leaves, κατέφθασεν η Μήτηρ ήτις μετά δακρύων ευγνωμοσύνης εδιηγήθη πώς, ενώ ήσαν τα πάντα έτοιμα όπως διά των συνήθων βασάνων δηλ: των πεπυρακτωμένων λαβίδων, και των εξαγριωμένων Γαλών την εκβιάσωσιν εις μαρτυρίαν, Τούρκος γείτων προς ον τυχαίως εις περίστασίν τινα εφάνη ευεργετική, προσέδραμε και διεβεβαίωσε τας Τουρκικάς αρχάς ότι η εκεί ευρισκομένη Κυρία δεν ήτο η Μήτηρ του Μαυροκορδάτου, διότι ούτος ως γείτων εκείνης, κατοικών παραπλεύρως αυτής, την εγνώριζε καλώς και ήτο όλως διάφορος της υπό εξέτασιν Κυρίας, ούτω εσώθη αύτη εκ φοβεράς δοκιμασίας και βεβαίου θανάτου.
Ημέραι εν τούτοις παρήρχοντο και ο ευγενής Άγγλος Ιερεύς μεθ’ όλας του τας προσπαθείας δεν ηδύνατο να επιτύχη προς απόπλουν πλοίον ούτινος ο Πλοίαρχος να συγκατετίθετο να προσλάβη πρόσφυγας. Οι πάντες διετέλουν υπό το κράτος φόβου της των Τουρκικών Αρχών ερεύνης ήτις ήτο εις άκρον αυστηρά. Ο δε συνήθης τρόπος της ερεύνης προς αποκάλυψιν επιβατών εις τα σιτοφόρα ήτο η διά βυθιζομένων λογχών εντός των φορτίων του πλοίου όπου μόνον ήτο δυνατόν να κρυβώσιν οι αναχωρούντες χριστιανοί, και διά του μέσου τούτου η αποκάλυψις ήτο ευχερής. Επί τέλους πρωίαν τινα, ο Leaves περιχαρής ανήγγειλεν ότι το ποθούμενον επετεύχθη, και ότι την νύκτα θα παρελάμβανε τας φιλοξενουμένας του, και την Μητέρα των ην θα έσπευδε να φέρη πλησίον των και διά λέμβου της εμπιστοσύνης του θα επιβίβαζεν επί αναχωρούντος αυθωρεί πλοίου δι’ Ελλάδα· ηρώτησε δε την Μητέρα μας τι επεθύμει να έχη εκ της πατρικής οικίας και εκείνη απάντησε συγκεκινημένη «Την εν τω κοιτώνι μου εικόνα της Παναγίας». Η εικών Αύτη δεν ήτο έργον τέχνης και εν τούτοις ουδέποτε εγκατελείφθη αύτη παρά της Μητρός μου και εις τα μάλλον μεμακρισμένα ταξείδια· είναι δε αξιοσημείωτον ότι αιχμή λόγχης Τουρκικής την διετρύπησεν ενώ την εκράτει εν τη αγκάλη της η Μήτηρ μας εν τη κρύπτη της, και ούτω διέφυγε την εκδοράν αύτη, ην υπέστη η εικών. Μένει δε η εικών με τα αποτελέσματα της λόγχης χωρίς ποτέ χρωστήρ να επιδιορθώση ταύτα.
Περί το μεσονύκτιον η προωρισμένη προς μεταφοράν λέμβος εισήλθεν εις το υπό την οικίαν Leaves υπόστεγον και περιέμενεν πλησίον τών εν τη θαλάσση βαθμίδων. Η νυξ ήτο ασέληνος, επεκράτει δε νηνεμία άκρα ότε εν σιγή και αγωνιώδει φόβω αι καταδιωκόμεναι επέβησαν της λέμβου ήτις απήρε πορευομένη προς το πλοίον, του διάπλου παρουσιάζοντος μεγάλους κινδύνους, διότι αι καθ’ οδόν συναντήσεις ήσαν αδιάκοποι και συνεχείς, οι διασταυρούμενοι μεταξύ του λεμβούχου και των πληρωμάτων των άλλων λέμβων διάλογοι· η διδομένη όμως διαρκώς πληροφορία ότι η λέμβος ανήκεν εις Πρεσβείαν απεμάκρυνε πάσαν επισκόπησιν.
Μετά την επί του πλοίου άνευ απευκταίου αποτελέσματος έρευναν των Τουρκικών Αρχών ανεχώρησε τούτο εις Ναύπλιον όπου κατά την άφιξίν του συνέρευσεν η πόλις όλη προς υποδοχήν της οικογενείας του Μαυροκορδάτου και συνώδευσαν αυτήν εις την οικίαν του. Μεταξύ του πλήθους ήτο και ο Πατήρ μας όστις απέφυγε να πλησιάση τας Κυρίας διότι ο Μαυροκορδάτος του είχε προτείνει γάμον μεταξύ αυτού και της Αδελφής του Αικατερίνης λέγων ότι ήτο μοναδικής καλλονής, ευφυΐας και καλοσύνης, αλλ’ ο Πατήρ μας απέκρουσε διαρρήδην την τοιαύτην πρότασιν ειπών ότι ούτος μόνον εις γάμον θα ήρχετο άν ποτε ελάμβανεν αίσθημα ισχυρόν προς νέαν τινά.11 Και εις την Αδελφήν του ο Μαυροκορδάτος είχε γράψει προ χρόνων ότι είχε φίλον νέον τινά καλούμενον Τρικούπην όστις ήτο πολύ ανώτερός του και κατά την παιδείαν και κατά την ευφράδειαν και ρητορικήν και την λεπτότητα της συμπεριφοράς, προσέθηκε δε ότι ήτο και πλούσιος και τη εδήλωσεν ότι διακαής του πόθος ήτο να έβλεπεν αυτόν Σύζυγόν της, αλλ’ η Μήτηρ μας έχουσα ατομικήν ελευθερίαν ιδεών δεν συνεμορφούτο με τας εν Κωνσταντινουπόλει παραδεδεγμένας συνηθείας της υπακοής των νεανίδων εις τας αποφάσεις των οικείων των ως προς τα ζητήματα των συνοικεσίων και απήντησεν εις τον Αδελφόν της να εγκαταλείψη πάσαν σκέψιν περί Τρικούπη διότι δυνατόν ο φίλος του ούτος να έχη όσα τω αποδίδει προτερήματα αλλ’ ότι ταύτα ουδόλως την έλκυον και δεν εννόει να συζευχθή ποτέ άνδρα τον οποίον να μη συμπαθήση προ του Γάμου.
Παραδόξως όμως μόλις μακρόθεν συνηντήθησαν τα βλέμματά των κατά την ώραν της υποδοχής εγεννήθη εκατέρωθεν αίσθημα ακαριαίον διαρκέσαν μέχρι του τέλους της ζωής των. Η ωραιότης της Μητρός μας τοσαύτην ενεποίησεν εντύπωσιν εν Ναυπλίω ώστε καθημερινώς και νέα αυτοσχέδια ποιήματα εψάλλοντο εν τοις οδοίς περί αυτής. Ο Γάμος των Γονέων μας δεν εβράδυνε να γίνη, αλλά προς αποφυγήν συγκεντρώσεως κατά την τέλεσιν του μυστηρίου εις ουδένα εποίησαν λόγον περί της αποφασισθείσης ημέρας δηλ: της 7ης Ιανουαρίου του 1826, του Αγίου Ιωάννου και ενώ εσυνεδρίαζεν η Κυβέρνησις12 ο Πατήρ μας απεσύρθη ησύχως αυτής, μετά βραχύτατον χρόνον τον ηκολούθησεν ο θείος μας. Παρατηρήσαντα τα άλλα μέλη την απουσίαν των ταύτην, υποπτεύθησαν ότι τελείται ο Γάμος και έσπευσαν εις την εκκλησίαν όπου πράγματι ευρέθησαν προ του τέλους της ιεροτελεστίας και συνώδευσαν τους νεονύμφους εις την οικίαν των.
Εκ της ώρας εκείνης ήρχισεν διά την Μητέρα μας η κοινωνική της δράσις, διότι ο οίκος του Πατρός μας απετέλεσε κέντρον ευθύς εξ αρχής καθημερινών συναθροίσεων πολιτικών φίλων, Κυριών και άλλων, ώστε εκ της ερημητικής ζωής του Αρναουτκοΐ ευρέθη η Μήτηρ μας, μετά τον γάμον της, ηναγκασμένη να περιποιήται όλον τον του Ναυπλίου πληθυσμόν τον προσερχόμενον προς αυτήν, και να υποδέχεται τους πάντας προσηνώς είτε ήσαν εις αυτήν γνωστοί, είτε άγνωστοι. Και ξένοι περιηγηταί την επεσκέπτοντο. Είς δε, ούτινος το βιβλίον εθεωρήθη σπουδαίον, εν Αγγλία, έλεγε περί της Μητρός μας ότι εξ όλων «όσων είδε καλλονών εν Ελλάδι η ωραιοτέρα κατά πολύ ήτο η Σύζυγος του Τρικούπη και η Αδελφή του Μαυροκορδάτου».
Επί Κυβερνήτου ο Καποδίστριας εσύχναζεν εις την οικίαν της και εξήρχετο πολλάκις και εις περίπατον μετ’ αυτής, την συνεβούλευε δε να καταγίνει εις την Γαλλικήν διότι ένεκεν της θέσεως και της υπεροχής του Συζύγου της ήτο καταφανές ότι θα μετέβαινεν εις τας Αυλάς της Ευρώπης και θα τη ήτο δυσάρεστον να καθυστερή κατά τούτο. Ούτος δε επέμενε να δίδη και συναναστροφάς αν και ο εν Αιγίνη οίκος της δεν ήτο κατάλληλος προς τοιαύτας υποδοχάς και τη έλεγεν, όπως την ενθαρρύνη, ότι όσον μεγαλύτερος ο συνωστισμός τόσον εθεωρείτο εις την Ευρώπην επιτυχεστέρα η συναναστροφή και τούτο έλεγεν όπως αποσβέση τους ενδοιασμούς της ως προς την παρουσίαν των ξένων Ναυάρχων και αξιωματικών.
Και περί πολιτικών πραγμάτων συνεχώς τη ωμίλει ο Καποδίστριας, δεν παρέλειπε δε ποτέ η Μήτηρ μας ευκαιρίαν όπως αποδοκιμάση την συμπεριφοράν του προς τους άνδρας του Αγώνος και το τοιούτον τοσούτον τον δυσηρέστη ώστε ημέραν τινά παρασυρθείς εκ της συζητήσεως τη είπεν «Αν ηδυνάμην θα εξαλείφοντο όλοι οι άνω των 40 ετών Έλληνες». «Άρα και ο σύζυγός μου και ο αδελφός μου», παρετήρησεν η Μήτηρ μας και ο Κυβερνήτης απάντησε «Πας κανών έχει και τας εξαιρέσεις του». Όταν δε ο Πατήρ μας διεφώνησεν μετά του Καποδιστρίου και ούτος τον έστειλεν εις εξορίαν, ο Πατήρ μας επί προφάσει της υγείας της οικογενείας του παρεκάλεσε να μη σταλή εις Ύδραν όπου οι άλλοι εξόριστοι, και τούτο διότι αποτροπιάζετο τας συνωμοσίας και τα έκρυθμα μέτρα, και ενώ μεν τω εδόθη η υπόσχεσις ότι θα μετέβαινεν αλλαχού, άμα το πλοίον το φέρον αυτόν μετά της οικογενείας του εξήλθον του λιμένος, ο πλοίαρχος εστράφη προς την Ύδραν και παρατηρήσεως γενομένης απήντησεν ότι αύτη ήτο η ρητή διαταγή του Καποδιστρίου! Και μεθ’ όλας τας προτροπάς του Πατρός μου επέμενε να τους μεταφέρη αυτού.
Οι Υδραίοι είναι γνωστόν ότι έτρεφον απεριόριστον εκτίμησιν προς τον Πατέρα μας και ως εκ τούτου, ο Λάζαρος Κουντουριώτης όστις ουδέποτε εισήρχετο εις άλλου οικίαν επεσκέφθη εξαιρετικώς την Μητέρα μας και έμεινε συνδιαλεγόμενος μετ’ αυτής επί πολύ προς κατάπληξιν των συμπολιτών του. Η Μήτηρ μας εθαύμασε τον πλούτον της οικογενείας Κουντουριώτη λέγουσα ότι διαμερίσματα μεγάλα της οικίας των ήσαν πλήρη άλλο μεν αργυρών σκευών, άλλο χαλκών, άλλο βαρυτίμων υφασμάτων και ούτω εφ’ εξής. Αι οικοδέσποιναι της Ύδρας είχον την συνήθειαν να διέρχωνται ώρας πολλάς και να δέχωνται εις τα μαγειρεία των. Ταύτα ήσαν μεγαλοπρεπή και λάμποντα εκ καθαριότητος, έχοντα εις το βάθος αυτών ανάκλιντρα όπως αι Αίθουσαι, και η λέξις Μαγειρεία εφαίνετο ως παραφωνία.
Κατά την Αντιβασιλείαν η Armansberg13 ηθέλησε να λάβη στάσιν Βασιλίσσης αλλ’ αντιλήφθη ταχέως ότι το τοιούτον απέναντι της Μητρός μας θα ήτο ματαιοπονία και ήλλαξε τακτικήν προσπαθήσασα να την φέρη εις διάστασιν μετά των Κυριών του Ναυπλίου απευθύνουσα προς αυτήν ερωτήσεις περί της ποιότητος μιάς εκάστης τούτων, αλλ’ απέτυχεν οικτρώς διότι ουδεμίαν διαφώτισιν ελάμβανεν ώστε να δύναται να ποιήση χρήσιν αυτής, ενώ άλλαι Κυρίαι υπέπεσαν εις την παγίδα ταύτην προκαλέσασαι πικρά παρά πολλών παράπονα.
Κατά το 1831 αναγινώσκουσα η Μήτηρ μας την ιστορίαν της Ελλάδος είπεν εις τον Πατέρα μας «Αν το τέκνον μας είναι υιός θα τον ονομάσωμεν Χαρίλαον διότι όπως ο της ιστορίας Χαρίλαος ήτο ‘η χαρά του λαού’ ο υιός μας θα είναι ‘η χαρά η ιδική μας’». Και ο Ναύαρχος Μιαούλης πράγματι μετ’ ολίγον εβάπτισε τον αδελφόν μου Χαρίλαον.
Ότε ανεχώρησεν η Μήτηρ μας εις Παρισίους, του Πατρός μας διορισθέντος πρεσβευτού εις Αγγλίαν, ήτο ήδη κάτοχος της Γαλλικής ώστε μόλις αφιχθείσα εκεί και ειδοποιηθείσα ότι θα εγίνετο αμέσως δεκτή εις την Αυλήν άνευ των συνήθων εις τας παρουσιάσεις διατυπώσεων, προσήλθεν ενώπιον της Βασιλίσσης και έτυχε φιλοφρονεστάτης υποδοχής, πριν δε αποχωρήση τη είπεν η Amélie14 ότι κατά την εν Παρισίοις διαμονήν της θα την έβλεπεν ευχαρίστως εις τ’ Ανάκτορα καθ’ εκάστην εσπέραν όπου τακτικώς διένυον τας ώρας ταύτας πλησίον Της αι θυγατέρες15 και η Νύμφη της Orléans μετά των εργοχείρων των, και ότι αι Πριγκήπισσαι θα επροθυμοποιούντο να την διαφωτίσωσιν εις πάσαν τυχόν απορίαν της, και την οδηγήσωσι και ως προς τα καθέκαστα της πολυπλόκου επισήμου ενδυμασίας κατά την υποδοχήν της Αυλής του Αγίου Ιακώβου.16 Όταν το εσπέρας η Μήτηρ μας εισήλθεν εις την Βασιλικήν Αίθουσαν εύρε την Βασίλισσαν καθημένην εις το βάθος αυτής, πλησίον στρογγύλης μεγάλης τραπέζης, έχουσαν πέριξ της τας Πριγκηπίσσας όλας κρατούσας εκάστης ανά χείρας εργόχειρόν τι όπως και αυτή αύτη η Βασίλισσα έφερον δε άπασαι απλουστάτην περιβολήν. Όλαι ηγέρθησαν άμα τη εμφανίσει της Μητρός μας, εκτός μόνον της Α.Μ. ήτις εμεινε καθημένη και ήτις μειδιάσασα τη ένευσε διά κλίσεως της κεφαλής, διά του βλέμματος και της χειρός να λάβη θέσιν παραπλεύρως της, και ασπασθείσα αυτήν επαρουσίασεν ευθύς κατά πρώτον την Νύμφην της Δούκισσαν του Orléans και μετ’ αυτήν ονομαστί τας θυγατέρας της και ήρχισε να ερωτά πολλά περί Ελλάδος. Μετ’ ολίγον εγενικεύθη η ομιλία ότε μία των Πριγκηπισσών ηρώτησεν αν πράγματι εν Ελλάδι υπήρχεν ιδιόρρυθμόν τι χρωματιστόν λεπτόν εργόχειρον άγνωστον εν Ευρώπη. Όλαι δε και αυτή η Βασίλισσα εξέφρασεν επιθυμίαν όπως ίδωσι πώς κατασκευάζεται τούτο, και η Μήτηρ μας την επαύριον έλαβε μεθ’ εαυτής τα χρειώδη προς την εργασίαν ταύτην, αλλ’ έφερε προς τούτοις και διάφορα μικρά αντικείμενα, έργα των χειρών της, και τα προσέφερεν εις τας παρευρισκομένας προς μέγιστον ενθουσιασμόν των, αλλ’ επειδή αι Μπιμπίλαι δεν ήσαν όσαι και αι Πριγκήπισσαι, και ουδεμία τούτων παρεδέχετο να υποχωρήση προς άλλην, αυτοστιγμεί απεφασίσθη να τεθώσιν εις κλήρον και εγένετο η κλήρωσις εν πλήρει ιλαρότητι.
Τοσούτον δε εγεννήθησαν στεναί αι σχέσεις της οικογενείας του Louis-Philippe και των Γονέων μας ένεκεν των εσπερινών τούτων εν τοις Ανακτόροις συναντήσεων, ώστε και κατά την τελευταίαν δωδεκαετή πρεσβευτικήν διαμονήν των Γονέων μας εν Αγγλία οι εξόριστοι Πρίγκηπες εσύχναζον εις την Ελληνικήν Πρεσβείαν και ο Δουξ d’Aumale17 έστελλε προσκλήσεις απαύστως εις την πλησίον του Λονδίνου ωραίαν έπαυλίν του όπου, κατ’ έτος εις ωρισμένην ημέραν ήρχοντο πανταχόθεν τα μέλη της οικογενείας Orléans όπως λάβωσιν μέρος εις την εν τω κήπω του Foire18 ήτις εδίδετο εις ανάμνησιν των Foires του St. Cloud.19 Ο δουξ d’Aumale ήτο ο μόνος πλούσιος της οικογενείας. Κατά τον θάνατον δε της δουκίσσης d’Orléans20 ο μόνος κληθείς Πρέσβυς εις την κηδείαν ήτο ο Πατήρ μας, και η μόνη διπλωματική άμαξα η παρακολουθήσασα κατά διαταγήν την εκφοράν ήτο η της Ελληνικής Πρεσβείας, προς μεγίστην δυσφορίαν του λοιπού Διπλωματικού Σώματος.
Εις το Λονδίνον η Μήτηρ μας αφίκετο ημέρας τινάς προ της μεγάλης των Ανακτόρων δεξιώσεως της ονομαζομένης εν Αγγλία «Drawing Room»21 και ήτις γίνεται μετά μεγίστης επισημότητος. Η Μήτηρ μας θα επαρουσιάζετο εις την τελετήν ταύτην προς τον Γουλλιέλμον IV,22 του Πατρός μας επιδώσαντος τα διαπιστευτήριά του την προηγουμένην ημέραν. Ουδείς της Αγγλικής κοινωνίας είχεν εισέτι ίδει την Μητέρα μας ώστε ιδέαν δεν είχον οι εν αναμονή ευρισκόμενοι εν τω ευρεί προθαλάμω της Αιθούσης της Αυλής του «Αγίου Ιακώβου» Διπλωμάται, Υπουργοί και Δούκες μετά των Κυριών των περί αυτής προ της τελετής ταύτης και η περιέργεια ήτο μεγάλη διότι το πρώτον θα ενεφανίζετο Ελληνίς εν τω Διπλωματικώ σώματι του Λονδίνου. Αστειότητες διεσταυρούντο εις βάρος της και η ευθυμία ήτο γενική μεταξύ των Κυριών, ηρώτουν η μία την άλλην αν θα έφερε πασσούμια ή θα ηδύνατο να βαδίση επί του στίλβοντος δαπέδου. Αν θα εφαίνοντο μακρόθεν τα της ανατολής ψιμύθια κτλ. κτλ. Ότε παρετηρήσασαι Κυρίαν σπανίας καλλονής, μεγαλοπρεπείας και χάριτος εισερχομένην εις την αίθουσαν και ενδεδυμένην πολυτελώς και αμέμπτως, συνοδευομένην παρά Κυρίου φέροντος στολήν παρεμφερή της του Πρέσβεως της Βαβαρίας εστράφησαν μετά περιεργείας προς τον επί των υποδοχών τελετάρχην όστις εχαιρέτα εδαφιαίως τους εισερχομένους αναμένουσαι ν’ ακούσωσι ποίοι οι ξένοι ούτοι ότε ήκουσαν αυτόν λέγοντα μεγαλοφώνως, «Ο Πρεσβευτής της Ελλάδος και η Κυρία Τρικούπη».
Η ενδυμασία της Μητρός μας χάρις εις τας συμβουλάς και τας οδηγίας των Γαλλίδων Πριγκηπισσών ήτο όχι μόνον ανεπίληπτος, αλλά και πλουσία και ωραιοτάτη, η δε υπόκλισίς της προς τας παρισταμένας τελεία, όπως και η προ του Βασιλέως ήτις παρουσίαζε δυσχερείας και εις τας μάλλον πεπειραμένας ένεκεν του μακρού μανδύα όστις ευκόλως παρεκώλυε τας κινήσεις της φερούσης αυτόν, αλλά και ταύτην είχε διδαχθή επανειλημμένως παρά των Πριγκηπισσών ώστε ουδεμίαν στενοχωρίαν ησθάνθη κατά την κρίσιμον στιγμήν της παρουσιάσεως ο δε Βασιλεύς τοσούτον εθέλχθη επί τη θέα της ώστε και τη ωμίλησεν επί τινα λεπτά της ώρας, πράγμα όλως ασύνηθες εις τας τοιαύτας τελετάς. Περί του Drawing-room τούτου, του λαβόντος χώραν χάριν της εορτής του Βασιλέως, γράφει έν τινι δημοσιευθείση επιστολή της 29ης Μαΐου του 1834 η Δούκισσα του Dino,23 η εκτελούσα χρέη οικοδεσποίνης εις την Γαλλικήν Πρεσβείαν ως Ανεψιά του Τalleyrand24 όστις κατά την εποχήν εκείνην αντιπροσώπευε την Γαλλίαν εν Λονδίνω, ότι «διήρκεσε 3 όλας ώρας διελθόντων προ της Βασιλικής οικογενείας πλέον των χιλίων οκτακοσίων ατόμων και ότι απέκαμον εκ της κοπώσεως όλαι αι του Διπλωματικού Σώματος Κυρίαι, εκτός μόνον της ωραίας Συζύγου του νεοαφιχθέντος Πρεσβευτού της Ελλάδος ήτις άνθεξε λαμπρά και ως εκ της έξεως της ορθοστασίας των θρησκευτικών τελετών της, και της κατεχούσης αυτήν περιεργείας και απορίας εκ του εκτυλισσομένου προ αυτής θεάματος, απευθύνουσα προς με ενίοτε και σκέψεις της και διασκεδαστικάς παρεξηγήσεις ως λόγου χάριν ότε είδε τον lord Chancelier να διέρχεται φέροντα τον μεγαλοπρεπή Μανδύαν του και την λευκήν μακράν Φενάκην και κρατούντα ανά χείρας τον χρυσοκέντητον Σάκκον, τον περιέχοντα τας Σφραγίδας του Κράτους, τον εξέλαβε δι’ Αρχιεπίσκοπον κρατούντα το Ευαγγέλιον, καθίστα δε την παρεξήγησιν ταύτην έτι μάλλον διασκεδαστικήν ως εφαρμοζομένης της ιδιότητος του κληρικού εις τον λόρδον Βrougham».25 Την εσπέραν της αυτής ημέρας εδόθη μέγα Διπλωματικόν γεύμα εις το Υπουργείον χάριν της εορτής του Βασιλέως. Προσεκλήθησαν δε παρά του Παλμερστώνος26 διά πρώτην φοράν και αι Κυρίαι των Πρέσβεων δηλ: η Δούκισσα του Dino, η Πριγκήπισσα του Lieven27 και όλαι αι άλλαι καθώς και η Μήτηρ μας. Την επαύριον δε κατέκλυζον την Ελληνικήν Πρεσβείαν τα επισκεπτήρια και αι προσκλήσεις.
Η παρουσία της Μητρός μας έκτοτε εθεωρήθη απαραίτητος εις τας κοινωνικάς της Αγγλίας συναθροίσεις και επειδή ο Πατήρ μας προ της Επαναστάσεως διήρχετο επί έτη τας διακοπάς των μαθημάτων των Πανεπιστημίων Πίζης και κατόπιν Παρισίων εις την έπαυλιν του λόρδου Γυλφόρδου,28 όχι μακράν του Λονδίνου όπου εσύχναζον πολλά μέλη της Αγγλικής αριστοκρατίας, επροθυμοποιήθησαν ταύτα όπως επιδείξωσι προς αυτόν εκτίμησιν και τον επεσκέφθησαν πρώτοι παρά την παραδεδεγμένην εθιμοτυπίαν, της πρώτης επισκέψεως προερχομένης εκ των αφικνουμένων Πρεσβευτών προς τας του τόπου οικογενείας. Μετά τας τυπικάς δεξιώσεις των Γονέων μου παρά των διαφόρων μελών της Βασιλικής Οικογενείας, η Δούκισσα του Kent,29 Μήτηρ της 15ετούς Πριγ[κηπίσσης] Βικτωρίας,30 και μελλούσης Βασιλίσσης προσεκάλει αυτούς συνεχώς εις μικράς εσπερίδας κατά τας οποίας η νεαρά Ηγεμονίς προσεπάθει να έχη διαρκώς πλησίον της την Μητέρα μας, εκδηλούσα προς αυτήν ιδιάζουσαν συμπάθειαν, ην και διετήρησε και μετά την εις τον θρόνον άνοδόν της, πολλάς δε επιδαψίλευεν εις την όλην οικογένειάν μας, ως Βασίλισσα, εξαιρετικάς περιποιήσεις, μη παραλείπουσα να διαμηνύη εις εκάστην τοιαύτην ένδειξιν ευνοίας Της διά του τελετάρχου της, είτε εγγράφως είτε προφορικώς, ότι αύτη εγίνετο προσωπικώς προς τον Κύριον και την Κυρίαν Τρικούπη. Και τον Χαρίλαον Γραμματέα όντα της Ελληνικής Πρεσβείας προσεκάλει εις Βασιλικά Γεύματα, ενώ ουδείς Γραμματεύς Πρεσβείας ουδέποτε παρεκάθισεν εις τοιαύτην της Αγγλικής Αυλής Εστίασιν.
Κατά τας πρώτας ημέρας της διαμονής της Μητρός μας εν Λονδίνω παρέστη αύτη και εις δύο μεγαλοπρεπεστάτας τελετάς: την της εκλογής του Δουκός του Wellington31 ως Chancellor του Πανεπιστημίου του Oxford και την της «Musical Festival» εις την Εκκλησίαν του Westminster ήτις ελάμβανεν χώραν τότε καθ’ εκάστην πεντηκονταετηρίδα. Το θέαμα ήτο λαμπρόν.
Το Διπλωματικόν Σώμα εν Αγγλία συνέκειτο κατά την εποχήν εκείνην εκ διακεκριμένων προσώπων ως του Talleyrand, του Esterhazy32 (ούτινος η επίσημος στολή εθάμβωνε εκ των πολυτίμων λίθων) της πριγκ[ηπίσσης] Lieven και του Συζύγου της (λέγω της Πριγκηπίσσης διότι αύτη εθεωρείτο το κύριον της Ρωσσικής Πρεσβείας πρόσωπον) ο Miraflores33 κτλ. μετ’ ου, όμως, πολύ τον Lieven34 διεδέχθη ο Pozzo di Borgo35 και τον Talleyrand ο Maréchal Sebastiani36 ούτινος η μονογενής θυγάτηρ, η Δούκισσα του Praslin, είχεν αναλάβει τας τιμάς του οίκου του.
Η Ελληνική Πρεσβεία έκειτο παραπλεύρως της Γαλλικής και κατά τας χειμερινάς εσπέρας οπότε δεν υπήρχον άλλαι συναναστροφαί ή δεν μετέβαινεν η Μήτηρ μας εις θέατρόν τι διήρχετο αυτάς πλησίον της Δουκίσσης εργαζομένων και των δύο εις εργόχειρόν τι, και ούτω συνεδέθησαν διά στενής φιλίας, και ότε μετά πάροδον ετών ο Δουξ εδολοφόνησε τοσούτον τραγικώς την θαυμασίαν κατά πάντα Σύζυγόν του37 η Μήτηρ μας ήτο απαρηγόρητος.
Θεωρεία των διαφόρων θεάτρων παρεχωρούντο απαύστως εις τους Γονείς μας αλλ’ η Μήτηρ μας είχε προτίμησιν διά τας τραγωδίας κατέχουσα ήδη αρκούντως την Αγγλικήν ώστε να δύναται να παρακολουθή ευχερώς τα επί της σκηνής αλλά και τα μελοδράματα με την Grizi38 εις την ακμήν της, και την Malibran,39 την έθελγον.
Προ πάντων όμως εκείνο το οποίον την κατέπλησσεν ήτο η εις τας διαφόρους επαύλεις της Αριστοκρατίας διαμονή της, διότι το αληθές μεγαλείον της ζωής των Άγγλων εν Αυταίς καταφαίνεται. Το μέγεθος των λεγομένων Επαύλεων, αλλ’ αληθώς Ανακτόρων· τα ευρισκόμενα απανταχού αυτών εσπαρμένα απειράριθμα αριστουργήματα τέχνης και πλούτου· αι πινακοθήκαι των· αι Βιβλιοθήκαί των· τα αγάλματα· οι κήποι· τα απέραντα θερμοκήπια· οι θαυμάσιοι σταύλοι μετά των πολυπληθών ίππων των· και τα αμαξοστάσια πλήρη αμαξών πάσης φύσεως ήσαν ικανά να κινήσουν τον θαυμασμόν όχι μόνον της Μητρός μας ήτις εκ της εν «Αρναουτκιοή» οικίας της ευρίσκετο ξενιζομένη εν αυταίς, αλλά και πάσης άλλης Κυρίας προερχομένης εκ πρωτευούσης Ευρωπαϊκής μεγαλουπόλεως.
Τω καιρώ εκείνω δεν υπήρχον τα σημερινά λεγόμενα «Week-ends», τότε εκαλούντο εις τας εξοχάς ταύτας επί διαμονή πέντε ή έξ ημερών, και πολλάκις και εβδομάδος ολοκλήρου, εφιλοξενούντο δε εν ταυτώ, ως επί το πολύ, 50 ή 60 άτομα και ενίοτε μέχρι των 70. Εδίδοντο παραστάσεις, χοροί και υπαίθριοι διασκεδάσεις εξερχόμενοι εφ’ αμαξών τινές των μη ιππευόντων διέσχιζον επί ώρας, κατ’ ευθείαν γραμμήν, το κτήμα διερχόμενοι δάση, αγρούς, χωρία τα πάντα ανήκοντα εις τους ξενίζοντας αυτούς, και εν τούτοις δεν παρετηρείτο εις τους οικοδεσπότας ούτε ίχνος αυταρεσκείας ή υπερηφανείας αλλά μόνον προσπάθεια να καταστήσωσιν ευάρεστον την διαμονήν των εις τους ξενιζομένους.
Η ωραιότης της Μητρός μας επροξένησε τοιαύτην εντύπωσιν εν Λονδίνω ώστε όχι μόνον Κύριοι και Κυρίαι επεδίωκον την γνωριμίαν της, αλλά και όταν προσήρχοντο πολλάκις εις συναναστροφάς καθ’ ην ώραν συνέπιπτε ν’ αναχωρούν τινές, βλέποντες αυτήν εισερχομένην, επανήρχοντο, απεκδύοντο των επενδυτών των και ανήρχοντο εκ νέου όπως την ίδωσι. Τούτο δε ήκουσα παρά πλείστων όσων ότε ευρέθην και εγώ εν Αγγλία κατά την τελευταίαν του Πατρός μας δωδεκαετή πρέσβευσιν. Ποιήματα εγράφοντο περί αυτής, ως και νέαι της Αριστοκρατίας τη έστελλον στίχους θαυμαστικούς, μεταξύ άλλων και η ευφυεστάτη θυγάτηρ του λόρδου Sherborne η μετέπειτα Lady. Ότε δε εγένετο γνωστόν κατά τα 1838 ότι ο Όθων ανεκάλει τον Πατέρα μας, η μεν Βικτωρία εδώρησεν εις την Μητέρα μας αδαμαντοκόλλητον μικράν πόρπην, ο δε θείος της, Δουξ του Sussex, Ευαγγέλιον εις οκτώ διαλέκτους με αφιέρωσιν κολακευτικήν ιδιοχείρως γεγραμμένην. Ο Δουξ ούτος εδώρησε και εις τον Πατέρα μας ωραιοτάτην Miniature του λόρδου Βύρωνος, του Isabey,40 λέγων προς αυτόν ότι η εικών αύτη ήρμοζε μάλλον να κατέχεται παρ’ αυτού, ή του ιδίου, αφού ο Πατήρ μας εξεφώνησε τον θαυμάσιον επί τω θανάτω του ποιητού λόγον.41 Και ο λόρδος Palmerston διέταξε πολεμικόν όπως μεταφέρη την οικογένειάν μας εις Ελλάδα. Υπάρχει δε ιδιόχειρος επιστολή του Παλμερστώνος προς τον Πατέρα μας λέγουσα ότι παρήγγειλε το πολεμικόν τούτο να μεταβή από Μασσαλίας εις Τουλών όπως μη ταλαιπωρηθή πολύ η Μήτηρ μας και το βρέφος κατά το ταξείδιον.
Εις Αθήνας οι Γονείς μας εγκαταστάθησαν εις την εν Πατησίοις οικίαν των, του Πατρός μη αποδεχθέντος τον εν Κωνσταντινουπόλει διορισμόν του ως Πρεσβευτού, προς μεγίστην αγανάκτησιν του Βασιλέως, όστις χολωθείς διά παντοίων μέσων εξεδήλου την προς αυτόν δυσμένειάν του, αλλ’ η Βασίλισσα είτε διότι πράγματι ηγάπα τα άνθη, τα δένδρα και την πλουσίαν φυτείαν, είτε διότι δεν ενέκρινε την συμπεριφοράν του Όθωνος προς τον Πατέρα μας, επεσκέπτετο συνεχώς τον κήπον μας, συνδιαλεγομένη μετά της Μητρός μας ενώ επεριπάτει εν αυτώ αποθαυμάζουσα τα εν αυτώ, λέγουσα ότι τον εζηλοτύπει διά την ωραιότητά του. Μείνασα ημέραν τινά μετά την δύσιν του ηλίου αίφνης ήκουσε κελάδημα αηδόνων και εν απορία ηρώτησε πώς συνέβαινε τούτο αφού εις τον Βασιλικόν κήπον αηδόνες δεν υπήρχον και η Μήτηρ μας απήντησεν ότι επιθυμούσα να έχη τοιαύτας έστειλε εις τα κτήματά μας Κηφισιάς, Αμαρουσίου και Κουκουβαούνων42 κάνιστρα μετά μαύρων υφασμάτων και εν ώρα νυκτός μετέφερεν εκείθεν φωλεάς άς ετοποθέτησεν υψηλά επί των κλάδων των μεγάλων λευκών των εχουσών τας ρίζας των υπό το νυχθημερόν ρέον ύδωρ το τροφοδοτούν και τον ημέτερον, και όλους τους άλλους, των Πατησίων κήπους. Δις της εβδομάδος είχον οι Γονείς μας γενικήν υποδοχήν. Το μεν θέρος εις τον κήπον, τον δε χειμώνα εντός της οικίας αλλ’ αι επισκέψεις ήρχοντο προς αυτούς καθημερινώς, ώστε, αν και μακράν της τότε πρωτευούσης, τα Πατήσια εθεωρούντο εξοχή, ευρίσκοντο πάντοτε εν μέσω φίλων.
Της Μητρός μας το πρόσωπον ήτο ωραιότερον του απλώς ωραίου, ήτο πρόσωπον αποδίδον ψυχικήν και πνευματικήν καλλονήν, ήτο πρόσωπον κατοπτρίζον όλα τα αισθήματα ευγενεστάτης καρδίας, και ακτινοβόλου διανοίας, συνδεομένων μετά κανονικότητος χαρακτηριστικών και απαραμίλλου λεπτότητος χροιάς. Αγάλματα της αρχαιότητος δεν ήσαν τελειότερα κατά τας γραμμάς και χρωστήρ μεγάλων ζωγράφων δεν απέδωσεν μάλλον θαυμασίους χρωματισμούς, αλλά το κυριαρχούν κάλλος ήτο η πλήρης γλυκύτητος και καλοσύνης λάμψις της εκφράσεως. Ιδίως το μειδίαμά της ήτο ό,τι ωραίον! Η καλοσύνη διεχέετο δι’ αυτού εκ των οφθαλμών, εκ των παρειών, εκ του μετώπου της προσλαμβάνοντος ακαταμάχητον θέλγητρον επί των χειλέων της.
Ουδεμίαν οικιακήν εργασίαν εθεώρει κατωτέραν της επιβλέψεώς της, και την επίβλεψιν ταύτην διεξήγεν καθημερινώς όχι μόνον ένεκεν καθήκοντος, αλλά και μετ’ ευχαριστήσεως, διετήρει δε και εν ταύτη την επιβλητικήν στάσιν ην είχε προσερχομένη εις τας Ανακτορικάς της Αγγλίας δεξιώσεις. Αν και αφοσιωμένη εις τας θρησκευτικάς της παραδόσεις, παρακολουθούσα και εμπράκτως όλας τας παρά της εκκλησίας μας παραγγελίας, ήτο ανεξίθρησκος εις το άκρον σεβομένη τας θρησκείας των άλλων. Αυστηροτάτης ηθικής η ιδία, ήτο οικτήρμων εις τας παραπαιούσας, και ότε τυχέως εμάνθανε ότι δυστυχής κόρη ευρίσκετο εν απογνώσει ένεκεν παραμαρτήματος έστελλε προς αυτήν βοηθήματα και ενθαρρυντικάς παραινέσεις προστατεύουσα αυτήν το κατά δύναμιν εν τη απελπισία της. Τους πένητας ιδίαις χερσί εν ασθενείαις περιποιείτο και ενοσήλευε, πάντα δε ταύτα έπραττε αφελώς ωσάν να εξετέλει καθήκον ιερόν.
Ηγάπα την πολιτικήν και τας συζητήσεις αλλ’ άνευ εμπαθείας. Ουδέν την εκλόνιζεν των πεποιθήσεών της. Συνεμερίζετο πάντοτε τας γνώμας του Πατρός μας αποτροπιαζομένη τας συνωμοσίας και τα έκρυθμα κινήματα. Έδιδε λόγον και των παραμικροτέρων πράξεών της εις τον Πατέρα μας μέχρι τέλους της ζωής της. Η ομόνοιά των ήτο κάτι θεσπέσιον, άγνωστον δυστυχώς εις τας σχέσεις σημερινών οικογενειών. Σεβασμός εκατέρωθεν και αγάπη εκυριάρχει μεταξύ των. Διαπληκτισμοί, λογομαχίαι και διαφωνίαι εν τω οίκω μας ήσαν άγνωστα. Και εις τας μεγάλας καταδρομάς της τύχης αύτη η σύμπνοια ήτο η ανακούφισις και παρηγορία όλων ημών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αικατερίνη (1800-1871) το γένος Ν. Μαυροκορδάτου σύζυγος του Σπυρίδωνος Τρικούπη (1788-1873), μητέρα του Χαρίλαου και της Σοφίας Τρικούπη.
2. Οι κόρες ήταν η Ελένη, η Ευφροσύνη (1800-1885), σύζυγος του Πρώσου φιλέλληνα Φρειδερίκου φον Ράινεκ (1796-1854) και η Αικατερίνη.
3. Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1744-1818), λόγιος αξιωματούχος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (ποστέλνικος).
4. Σμαράγδα Καρατζά (π. 1766), κόρη του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικολάου Καρατζά (1737-1784), αδελφή του Ιωάννη Καρατζά (1765) ο οποίος ορίστηκε ηγεμόνας της Βλαχίας το 1812. Γραμματέας του ήταν ο ανηψιός του Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
5. Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865), σημαντική πολιτική προσωπικότητα, πολιτικός ηγέτης του Αγώνα, διπλωμάτης και πρωθυπουργός (1833-1834, 1841-1844 και 1854-1855).
6. Μπιμπίλα, λεπτή δαντέλα, ένα είδος κόμπων με τη βελόνα που στόλιζε τελειώματα.
7. Αρναούτκιοϊ, το Μεγάλο Ρεύμα, προάστιο της Κωνσταντινούπολης στον Βόσπορο.
8. Γεώργιος Μαυρομιχάλης (1800-1831), τριτότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που είχε σταλεί από τον πατέρα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στον σουλτάνο ως εγγύηση πίστης και υπακοής. Δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη λίγο πριν την Επανάσταση και επέστρεψε στην Μάνη.
9. Γεώργιος Μαυροκορδάτος, αδελφός του Νικολάου, σύζυγος της Ελένης Σούτσου.
10. Μαρτυρείται η παρουσία του στην Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους.
11. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος και ο Σπ. Τρικούπης γνωρίστηκαν στο Μεσολόγγι το 1822 και τάχθηκαν με το «αγγλικό κόμμα».
12. Το 1827 ο Ιω. Καποδίστριας διόρισε τον Σπ. Τρικούπη Γραμματέα της Επικρατείας, ένα χρόνο αργότερα Γραμματέα επί των Εξωτερικών αλλά στη συνέχεια τον απέλυσε.
13. Σύζυγος του Βαυαρού κόμη Armansberg (1787-1853) που ήταν πρόεδρος της Αντιβασιλείας τα χρόνια 1832-1835.
14. Marie Amélie των Δύο Σικελιών (1782-1866), δεύτερη σύζυγος του Louis Philippe I (1773-1850), βασιλιά της Γαλλίας τα χρόνια 1830-1848.
15. Οι πριγκίπισσες κόρες του βασιλικού ζεύγους ήταν η Louise (1812-1850), η Marie Christine (1813-1839) και η Clémentine (1817-1907).
16. Αυλή του Αγίου Ιακώβου εννοείται η αγγλική βασιλική αυλή.
17. Henri d’Orléans, duc d’Aumale (1822-1897).
18. Foire, γιορτή, εμπορικό πανηγύρι.
19. St. Cloud, πόλη 9,6 χλμ δυτικά από το κέντρο του Παρισιού, μέρος όπου συχνά διέμενε η γαλλική βασιλική αυλή το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
20. Μάλλον αναφέρεται στην Δούκισσα της Ορλεάνης Helena (1814-1858), σύζυγο του Ferdinand Philippe d’Orléans (1810-1842).
21. Drawing Room, τελετή του Χειροφιλήματος.
22. William IV (1765-1837), βασιλιάς της Μ. Βρετανίας από το 1830 έως τον θάνατό του, οπότε τον διαδέχθηκε η ανηψιά του Βικτωρία.
23. Δούκισσα Dino (1793-1862), σύζυγος του ανηψιού του Tayllerand, Edmond de Tayllerand.
24. Charles Maurice de Τalleyrand-Périgord (1754-1838) πρώτος πρίγκηπας του Bénévent, Γάλλος δι πλωμάτης πρέσβης στο Λονδίνο το 1830.
25. Henry Peter λόρδος Brougham(1778-1868), δικηγόρος και πολιτικός, πρόεδρος της αγγλικής Βουλής από το 1830 έως το 1834. Πρωτοστάτησε στον αγώνα για την απελευθέρωση των σκλάβων, πρότεινε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και ίδρυσε το Κεντρικό Ποινικό Δικαστήριο το 1834.
26. Henry Palmerston (1784-1865), πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας από το 1855 έως το 1865.
27. Dorothea von Lieven (1785-1857), σύζυγος του Ρώσου πρέσβη στο Λονδίνο που ανέπτυξε διπλωματική και πολιτική δράση από το 1812 έως το 1857.
28. Frederick North λόρδος Guilford (1766-1827), Άγγλος πολιτικός, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας στην Κέρκυρα. Ο Σπ. Τρικούπης διετέλεσε γραμματέας του και σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία με υποτροφία του.
29. Mary Louise Victoria, δούκισσα του Kent (1786-1861).
30. Βικτωρία (1819-1901), βασίλισσα της Μ. Βρετανίας από το 1837 έως τον θάνατό της.
31. Arthur Wesley, πρώτος δούκας του Wellington (17691852), ιρλανδικής καταγωγής, Βρετανός στρατιωτικός και πολιτικός. Επικεφαλής συμμαχικών στρατευμάτων νίκησε τον Ναπολέοντα στην Μάχη του Βατερλώ το 1815. Υπήρξε δύο φορές πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας.
32. Paul Anton III Esterhazy (1786-1866), Ούγγρος πρίγκιπας πρέσβης της Αυστροουγγαρίας από το 1815 έως το 1842. Για μικρό χρονικό διάστημα (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1848) υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών.
33. Don Manuel de Pando Miraflores (1792-1872), Ισπανός ευγενής και πολιτικός.
34. Christoph Heirinch von Lieven (1774-1838), Ρώσος πρέσβης στο Λονδίνο από το 1812 έως το 1834.
35. Carlo Andrea, κόμης Pozzo di Borgo (1764-1842), Κορσικανός πολιτικός που υπηρέτησε ως Ρώσος διπλωμάτης. Στις αρχές του 1835 ανέλαβε την πρεσβεία του Λονδίνου.
36. Horace Sebastiani (1772-1851), Γάλλος στρατιωτικός διπλωμάτης και πολιτικός, πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη τα χρόνια 1806-1808, και πρέσβης στο Λονδίνο από το 1835 έως το 1840.
37. Ο Δούκας του Praslin δολοφόνησε τη σύζυγό του στις 17 Αυγούστου 1847 και αυτοκτόνησε λίγες ημέρες αργότερα στη φυλακή.
38. Giulia Grisi (1811-1869), Ιταλίδα τραγουδίστρια της Όπερας, μια από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες του 19ου αιώνα.
39. Maria-Felicia Garcia Malibran (1808-1836), γεννημένη στο Παρίσι από Ισπανούς γονείς, ήταν διάσημη τραγουδίστρια της Όπερας του 19ου αιώνα.
40. Jean-Baptiste Isabey (1767-1855), Γάλλος ζωγράφος.
41. Σπυρίδων Τρικούπης, Λόγος επιτάφιος του Λορδ Νόελ Μπάϊρων, [Μεσολόγγι], ετυπώθη παρά Δ. Μεσθενέως 1824, 5 σ.
42. Κουκουβάουνες, ο δήμος Μεταμόρφωσης Αττικής.