Η οικογένεια των Κοντογιανναίων είνε αρχαία υφισταμένη από του 17ου αιώνος και αριθμούσα πλείστα μέλη, άτινα έδρασαν το πρώτον μεν ως Κλέφτες, είτα δε ως Αρματωλοί και κατά τον ιερόν ημών αγώνα ως Αγωνισταί. Το αρματωλήκι αυτών, ήτοι η υπό την δικαιοδοσίαν των περιοχή, εξετείνετο εν αρχή επί των επαρχιών Βάλτου και Φθιώτιδος, της τελευταίας εχούσης τότε πρωτεύουσαν την Υπάτην (Γουκιστί Πατρατζίκι), επιλεγομένην δε και Νέαι Πάτραι, λόγω αποικισμού εκ Πατρών. Κατά το τέλος όμως του 18ου αιώνος το αρματωλήκι των Κοντογιανναίων επεξετάθη και επί των επαρχιών Αταλάντης, Λοκρίδος και Δωρίδος, οι δε κατά την Επανάστασιν δράσαντες εξέτειναν την σφαίραν των πολεμικών ενεργειών των και εις τας γειτονικάς επαρχίας της Αιτωλίας και Ακαρνανίας.
Η οικογένεια των Κοντογιανναίων άλλοτε μεν εν ειρήνη διατελούσα προς τους Τούρκους και άλλοτε εν πολέμω, παρέμεινε πάντοτε εις έν είδος ανεξαρτησίας, το δε αρματωλήκι μετεδίδετο από του πατρός εις τον υιόν. Αρματωλοί ήσαν, ως γνωστόν, οι υπό της Τουρκίας ανεγνωρισμένοι προστάται των Χριστιανών, οι χαρακτηριζόμενοι επισήμως διά της λέξεως Καπετανέοι, εν ω Κλέφτες ήσαν οι μη υπό της Τουρκίας ανεγνωρισμένοι, φύλακες ορεινών συνήθως μερών, οι τον Τουρκικόν ζυγόν αποτινάξαντες. Αρματωλοί εγένοντο ως επί το πολύ οι ανήκοντες εις επίσημον στρατιωτικήν οικογένειαν του τόπου έχουσαν κληρονομικά τινα δικαιώματα και αίγλην ονόματος. Κλέφτες δε εχαρακτηρίζοντο εκείνοι, ων ο βίος επαρουσίαζε συνεχή κατά της τυραννίας αντίδρασιν. Το επόμενον άσμα ενός γέρω Κλέφτη περιγράφει την ακαταπόνητον ζωήν των Κλεφτών.
Σαράντα χρόνια έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια
Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου την γλυκάδα
Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε προσκεφάλι
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
Και για καλή στην αγκαλιά το έρμο καργιοφύλι.
Από τους Κλέφτες τούτους και τους Αρματωλούς εγένοντο οι πρώτοι ελευθερωταί του Γένους, όσοι περιεσώθησαν εκ της καταστροφής, ην συστηματικώς διενήργησαν οι Τούρκοι μετά τας μεγάλας εθνικάς εξεγέρσεις τω 1730 εν Αιτωλία και Ακαρνανία και τω 1750 εν Δωρίδι. Τω 1805 η καταδίωξις των Αρματωλών ήτο ισχυροτέρα, απηγορεύθη δε υπό του Σουλτάνου ο διορισμός Αρματωλών ένεκα της αυξούσης αυτών δυνάμεως. Εάν εξηκολούθει η συμβιβαστική των Ελλήνων μετά των Τούρκων ζωή, η υπό πολλών εκ των πολιτικών προεστώτων της εποχής εκείνης συμβουλευομένη και εξυμνουμένη, οι κατακτηταί, λέγει ορθώς ο Περί Αρματωλών και Κλεφτών γράψας κ. Δημ. Καμπούρογλου, θα μας διωχέτευον τον Ανατολισμόν των ολόκληρον, οι Τούρκοι αυθένται θα έμενον πάντοτε τοιούτοι και ημείς από δούλων θα εγενόμεθα εθελόδουλοι.
Λεπτομερής πραγματεία περί της αποστολής των κλεφτών και αρματωλών θα απήτει όρια εκτάσεως πολύ ανώτερα του παρόντος. Άλλως τε συστηματική εξιστόρησις της ακάμπτου αντιστάσεως των αρματωλών και κλεπτών κατά της παγιώσεως της Τουρκικής τυραννίας δεν υπάρχει. Χάριν όμως των μη ενασχοληθέντων εις το ζήτημα τούτο αναγράφω ενταύθα βραχείας τινάς σημειώσεις του βίου, των εθίμων και των ιδεών αυτών.
Οι κατά του Τουρκικού ζυγού διαμαρτυρόμενοι και την αποτίναξιν αυτού επιδιώκοντες κλέφτες εχαρακτηρίζοντο ως τοιούτοι υπό των Τούρκων, διότι αντετάσσοντο κατά των νομίμων τότε εξουσιών. Παρά τοις Έλλησι το «κλέφτες» ήτο καύχημα, η ευχή δε των πατέρων ήτο «να γίνη το παιδί τους κλέφτης». Όπως δε οι Τούρκοι διήρπαζον τας πόλεις των Ελλήνων, εδήμευον τα πλούτη των και αφήρουν, ό,τι είχον ιερώτερον και πολυτιμότερον, ούτω και οι κλέφτες εκδικούμενοι διήρπαζον τα υπάρχοντα των Τούρκων.
Οι κλέφτες, ως λέγει ο Παπαρρηγόπουλος, εμάχοντο κατά των Τούρκων ελαυνόμενοι υπό σφοδροτάτου αυτοματισμού και ατομικής ελευθερίας και της Χριστιανικής Πίστεως. Πάντες όμως είχον βαθυτάτην την συνείδησιν του εθνισμού.
Οι κλέφτες και οι αρματωλοί είχον οργανισμόν αξιόλογον. Η κυρία των ασχολία ήτο η σκοποβολή, η ξιφασκία, αι γυμναστικαί ασκήσεις. Είνε γνωστόν, ότι ο κλέφτης επέρνα το βόλι από την οπήν δακτυλιδίου. Εσέβοντο την τιμήν, την ζωήν και την περιουσίαν των ομοεθνών των. Η πίστις προς τον Θεόν και την βοήθειάν του προς το σώμα των κλεφτών και την Πατρίδα ήτο βαθυτάτη. Εκ πατροπαραδότου ηθικού νόμου εσέβοντο τας γυναίκας. Ο βιάζων γυναίκα απεπέμπετο του Σώματος, κάποτε μάλιστα εφονεύθη κλέφτης προσβαλών την τιμήν Τούρκισας. Η καρτερία των κλεφτών και αρματωλών εις την πείναν, την δίψαν και τους κόπους ήτο αξιοθαύμαστος, η δε ανοχή των εις τας οδύνας των μαρτυρίων απερίγραπτος. Άλλων οι Τούρκοι συνέτριβον τα γόνατα, άλλων απέκοπτον ολίγον κατ’ ολίγον τα μέλη, άλλους ανεσκολόπιζον και άλλους έψηνον ζωντανούς. Οι κλέφτες όμως και οι αρματωλοί, δεν εξέβαλλον κραυγάς, δεν εδάκρυον, αλλ’ εμυκτήριζον τους βασανιστάς, πολλοί δε και ετραγώδουν θνήσκοντες, ουδείς δε ποτέ αλλαξοπίστησεν, ίνα σώση το σαρκίον του.
Μετά τοιούτων αρετών οι αρματωλοί και κλέφτες εγέννησαν την γενεάν του 1821 και τον στρατόν, ον παρέταξε η Ελλάς κατά των Τούρκων, όστις εκλόνισε την τρομεράν τότε Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν.
Οι αρματωλοί, οι εκ των κλεφτών προερχόμενοι ήσαν, ως προείπον, οι υπό των Τούρκων ανεγνωρισμένοι φύλακες και υπερασπισταί των Ελλήνων κατά των αυθαιρεσιών των αγάδων, χωρίς όμως να λαμβάνωσι και αμέσους διαταγάς παρά του Βοεβόδα ή του Τούρκου Βαλή. Τα καθήκοντά των καθώριζε το άγραφον δίκαιον, η άγραφος συνθήκη μεταξύ του δυνάστου και του ανυποτάκτου δούλου. Είχον όμως εξησφαλισμένην την ζωάρκειαν, καί τινες εξ αυτών εμισθοτούντο υπό των Τούρκων, οίαν ούτοι ευρίσκοντο εις την ανάγκην να τους αναγνωρίσωσι. Οι αρματωλοί εν τη περιπτώσει ταύτη είχον παράστασιν επιβάλλουσαν. Έτρεφον ωραίους ίππους πολυτελώς επεστρωμένους, ενεδύοντο μεγαλοπρεπώς, έφερον θώρακας (τσαμπράζια) κατά τας εορτάς και πανηγύρεις, τα δε αργυρά και χρυσά της πανοπλίας των ενεποίουν θάμβος. Ήσαν εν γένει ευπροσωπότατοι και επεδίωκον τούτο, ίνα επιβάλλωνται εις την συνείδησιν του απλού λαού.
Εις τους Κλέφτες συνεπώς και Αρματωλούς κατά ξηράν και εις τους Κουρσάρους κατά θάλασσαν οφείλεται κατά μέγα μέρος η επιτυχία του ημετέρου ιερού αγώνος. Οι Κοντογιανναίοι ων παρέχομεν την βιογραφίαν, ανήκουσιν εις την κατηγορίαν ταύτην. Εν αρχή του 18ου αιώνος πολεμούσιν επιτυχώς κατά των Τούρκων Μετζοϊσίων ή Μετζοχουσαίων, ήτοι κατά των προγόνων του γνωστού αιμοχαρούς Σατράπου της Ελλάδος και ιδία της Ηπείρου, του επί 50 όλα έτη (1770-1821) τυράννου του Ελληνισμού, Αλή-Πασά, Χούσου και Μετσίου. Είτα κατά την αρχήν του 19ου αιώνος συναντώμεν τους Κοντογιανναίους εν Λευκάδι συσκεπτομένους μετά του Καποδιστρίου και των διασήμων αρματωλών της εποχής εκείνης, του Μπουκουβάλα, του Σκυλοδήμου, του Δράκου, Γρίβα, Κατσαντώνη κ.λ. περί εξεγέρσεως του Έθνους, και είτα εξορμώντας εις Ήπειρον και Ακαρνανίαν και εις συνεχείς μάχας φθείροντας τους στρατούς του Αλή-Πασά. Επί της εποχής δε του ιερού ημών υπέρ ελευθερίας αγώνος πάντες οι περισωθέντες εκ της οικογενείας Κοντογιάννη μάχονται ηρωικώς από του Καρπενησίου μέχρι του Μεσολογγίου και από τούτου μέχρι της Αττικής και των Αθηνών.
Εκ των αρχηγών της οικογενείας αναφέρονται ο Γιάννης Κοντογιάννης και ο Νικόλαος, ακμάσαντες αμφότεροι ως Κλέφτες κατά τον 18ον αιώνα. Υιοί του Γιάννη ήσαν ο Κωνσταντίνος και ο Μήτσος, κλέφτες και αρματωλοί. Τούτων πάλιν επιφανέστεροι ήσαν οι κατά τον 19ον αιώνα διακριθέντες ως αγωνισταί υιοί του μεν Κωνσταντίνου ο πάππος μου Σπύρος και ο Νικολάκης, του δε Μήτσου ο Νικολός και ο Βαγγέλης.
Της βιογραφίας των Κοντογιανναίων τούτων παρέχω μικράν βιογραφίαν αντλήσας αυτήν εκ τε των ιστορικών κειμένων, των οικογενειακών παραδόσεων και των χειρογράφων του αρχείου της Εθνικής ημών Βιβλιοθήκης.
Η οικογένεια Kοντογιάννη
(από το βιβλίο: Στρατηγού Π. Kοντογιάννη, Kοντογιανναίοι. Kλέφτες - Aρματωλοί - Aγωνισταί, Eν Aθήναις, Tυπογραφείον A.Σ. Pαφτάνη, 1924)