Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ τη ζωή μου; Διέρρευσε σε τρία μέρη, πιο πολύ, στο Κιάτο, στον Πειραιά και στας Αθήνας... Μοίρα περίεργη μ’ έκαμε να μην ταξιδέψω ώς τώρα παρά σε λίγα μέρη της Ελλάδος. Τόση Ευρώπη, Βαλκάνια και Ανατολή, Αίγυπτος και τόσα έθνη, εις τα οποία ταξιδεύουν χρόνια ολόκληρα τα παιδιά μου, εγώ δεν τα είδα ποτέ, γιατί δεν είχα ποτέ τα μέσα να ταξιδέψω, όχι μόνον να ταξιδέψω, αλλ’ απλώς και να ζήσω επαρκώς εδώ που είμαι και μάλιστα τα τελευταία τρία χρόνια... Λες και έγινε επίτηδες αυτό εναντίον μου από τις μητέρες μου κι απ’ όλα τα παιδιά μου μαζύ, κι ακόμα από μιαν μοχθηρή και βάρβαρη γυναίκα που με κατέστησε τον δυστυχισμένον και που μ’ έπληξε καιρίως. Και ήτο βασίλισσα της Ελλάδος αυτή η κυρία και θεωρείται ακόμη, και υπάρχουν άνθρωποι που την υποστήριξαν, επειδή επεδεικνύετο αλτρουίστρια και εμόχθη διά τον Ερυθρόν Σταυρόν και τους τραυματίας, προς απλήν βεβαίως συντήρησιν του θρόνου της. Προς εμέ όμως τραυματίαν όντα και υποστάντα κρυοπάγημα την 12ην Ιανουαρίου 1913 εις την θέσιν Αυγό, παρά το Μπιζάνι, ενώ ο αείμνηστος βασιλεύς Κωνσταντίνος επέδειξε εξαιρετικόν ενδιαφέρον, παρακολουθήσας με εκ του Εμίν Αγά ως αρχιστράτηγος-βασιλεύς, πεζή βαδίσας, όπως καταφθάση την σούσταν, της οποίας επέβην. Διεκομίσθην τέλος εκ του χειρουργείου της Κινέττας, αλγών τρομερά και γαγγραινασμένος, κατά τους δύο πόδας, ιδίως κατά τον αριστερόν, δύο κλειδώσεις δακτύλων, του οποίου απεκόπησαν κατόπιν υπό των χειρούργων Γερουλάνου και Καλλιοντζή, εις το 2ον και το 6ον στρ. νοσοκομείον. Εις ένα μάλιστα οίκημα της Πρεβέζης, καθ’ ον χρόνον είχομεν εγκαταλειφθή πολλοί κρυοπαγηματίαι εις το Έλεος του Θεού, εσώθημεν χάρις στην σωτηρίαν επέμβασιν των διερχομένων έξωθεν κατά τύχην εθελοντών στρατιωτών Αλ. Παπαναστασίου, Εμ. Τριανταφυλλίδη και Δ. Ευαγγελίδη, αρχαιολόγου και ποιητού, υπό το ψευδώνυμον «Μήτσης Καλαμάς». Η επέμβασίς των, επαναλαμβάνω, μας έσωσεν εκ βεβαίου ακρωτηριασμού του ποδός, δι’ εγκαίρου αποστολής εις Αθήνας. Εκείνη, όταν με μετέφεραν εις το Μαράσλειον Νοσοκομείον, το διατελούν τότε υπό βασιλικήν προστασίαν, μόλις η μακαρίτισσα η μητέρα μου έτρεξε μαθούσα ότι με διεκόμισαν, κατασυγκεκινημένη που ευρίσκομαι εν τη ζωή, να με ιδή, όταν την είδεν εις το πλευρόν μου, παρά την κλίνην μου, την αγριοκύτταξεν, εξηγέρθη και κατέπιε πικρότατον τον σίελόν της εντός του λάρυγγός της. Εγώ μάλιστα τότε, επίστευα πως θα κατεδέχετο να την χαιρετίση, μία διαδόχισσα αυτή τότε πανένδοξος, μίαν τόσον ―τι λόγος!― κοινήν θνητήν και μητέρα ενός λίαν ασήμου νέου, όστις ο καϋμένος και ο δυστυχής, μόλις πέρυσι ή εφέτος εξηκρίβωσε ―διότι δεν συχνάζει εις τα μαιευτήρια!― ότι ο πρώην βασιλεύς, ο αυθάδης θετός υιός της και φυσικός μου υιός, ετύγχανεν ο τόσον περίδοξος τσεπτσεπούδης υιός μου εκ φυσικής μου μητρός και θείος μου εκ της βασιλίσσης Μαρίας της ξανθής! Όπως υιός μου ήτο και ο μακαρίτης βασιλεύς Αλέξανδρος και ο πρίγκηψ Παύλος και η Ελένη, η Ειρήνη, η Αικατερίνη και όλα τα θετά της τέκνα, τέκνα μου, πράγματα γνωστά και μόνον εις εμέ άγνωστα μέχρι... τινός.
Φαίνεται όμως πως δεν εβύζαξαν το γάλα της φυσικής των μητρός, όπως εγώ, αλλά της θετής των και έτσι κατέστησαν απαισίως περιφρονητικά κατά του εντίμου δημιουργικού και ποιητού, προ πάντων, πατρός των, όστις υπήρξε πάντοτε βιοπαλαιστής, μελετηρός, ανοικτόκαρδος, καλός και δίκαιος...
Ο πατέρας μου ήταν πολύ αγαθός και αγνός άνθρωπος, αλλά τον εγκρίνιαζε για τις ρητορικές του κλίσεις η μητέρα μου, η Ασπασία Σαρεγιάννη, μια μεγάλη φυσιογνωμία ενάρετης και ωραίας και αρχοντικής γυναικός, η οποία είχε φορέσει το στέφανο του μαρτυρίου από οικονομικής απόψεως σ’ όλη της τη ζωή και τη ζωή των δυο παιδιών της, γιατ’ ήταν ανιδιοτελής και καλή και από θερμότητα, καλωσύνην, αλληλοβοήθειαν και αλληλεγγύην, ενέδιδε στας μηχανορραφικάς πιέσεις των συγγενισσών της και των συγγενών της, αι οποίαι όλαι, αι περισσότεραι σχεδόν, έκαμαν τη μπάζα των πλουτίζουσαι, ενώ εκείνη έμενε και έμεινε μέχρι τέλους πτωχή, μη λαβούσα ποτέ καμμίαν αμοιβήν ή ηθικήν υποστήριξιν από καμμιάν από τας δήθεν φίλας της και συγγένισσές της, από τις παραδόπιστες και ολέθριες αυτές κυρίες, για τον ήρεμον οικογενειακό μας βίο. Και δεν είνε φυσικό, δεν είνε πρέπον, θα ήταν μάλιστα αναίδεια, αυθάδεια, αντιστροφή των όρων της φύσεως και ασέβεια προς τη μνήμη της, να μη την δικαιολογήσω ειλικρινώς για όσα είδα από αυτή, που είνε και τα καλλίτερα δώρα που μου χάρισε.
Τιμή λοιπόν στο αριστοκρατικώτατο, καθάριο αίμα της και στην αγία και λατρευτή παράδοση της θείας γενεάς της, που της επέβαλε έθιμο προαιώνιο, πηγή ζωής για το μεγαλύτερο θετό ή όχι γυιό της, με την περίπαθην υπόκρουσι και πρίμα κυριαρχία της μουσικής, της αγάπης, του πόνου και του βασάνου. Σήμερα που ξυπνώ ξαφνιασμένος, μα όχι και ταραγμένος πολύ στην πραγματικότητα, ανοίγω τα μάτια μου και την αγαπώ περισσότερο. Αχ! γιατί να πεθάνη!... Ποτέ δεν το πίστεψα αυτό πραγματικώς, πως μπορεί να πεθάνη και δεν ήθελα να πεθάνη, σαν αυτό να εξηρτάτο από εμένα! Έκλαιγα στην ιδέα πως μπορούσε να πεθάνη μια μέρα και τη στιγμή εκείνη που, ανήσυχος, δεν επρόσμενα να ’δω ποτέ στη ζωή μου, την εδοκίμασα μια ’μέρα τραγικά, ύστερα από σειρά βασάνων, που της επέβαλε ο καρκίνος που την έρριξε στο κρεββάτι έπειτ’ απ’ όγκους που της ενεφάνισε κοντά στο σαγόνι, με τραγικές «μεταστάσεις» και συνέπειες λεπτομερειακές πιο πολύ για μένα, παρά για ’κείνη, από αισθητικής μάλιστα απόψεως. Είνε τραγικό, είνε απίστευτο, πως ό,τι κι αν μου λένε σήμερα, εγώ τη θεωρώ πάντα και στον αιώνα μητέρα μου πραγματική, αφού ηθικώς και ψυχικώς και στην ανατροφή και στο αίσθημα, ήταν πάντα η «μαμά» μου η ακριβή, η μάννα η παθητική, η μητέρα η καλόκαρδη, που τη θεωρούσα τσιγκούνα μόνο, ενώ δεν ήταν, αφού δεν είχεν επαρκή τα μέσα. Έτσι την εξεμεταλλεύοντο οι άλλες. Έμπαιναν κι επενέβαιναν στο σπίτι, σαν να ήταν στο δικό τους, καταχρώμεναι της καλωσύνης. Ήταν με νόμιμον, όχι όμως θρησκευτικο-εκκλησιαστικώς γυναίκα του πατέρα μου. Παντρεύτηκε στο Δημινιό, σ’ ένα σπίτι, κοντά σε ακρογιάλι, στου Πολύδωρου, που το ’χουν σήμερα οι συγγενείς μου του Άργους Οικονόμοι, με τη μπανιέρα του και τα πρώην μποστάνια του από πάνω κοντά στο Κιάτο, προς το Μελίσσι, τη Συκιά και το Ξυλόκαστρο, λοξώς αριστερά από τα θρυλικά Καρυώτικα, τα οποία εξεφούρνισαν το τεραστιώτερο και ολεθριώτερο γυναικείο πρόσωπο των αιώνων, την εντιμοτάτην κυρίαν Μαρίαν Αποστ..., η οποία χάρις εις τα κομποδέματα, τα οποία συσσωρεύει η γενεά της εις όλους τους αιώνας, εξέμαθε την Αγγλικήν, εταξίδευσεν εις Λονδίνον και επροχειρίσθη οπαδός του σχήματος, Βασίλισσα της Αγγλίας και Αυτοκράτειρα των Ινδιών, υπό την λεοντήν του γενεαλογικού της ψευδωνύμου «Τεκ-Τυντώρ». Η Βασίλισσα αυτή, διαμένουσα συνήθως εν Αθήναις και τας καλοκαιρινάς εσπέρας παίρνουσα τον αέρα της στο Ζάππειο, διαμένει παρά την Ακρόπολιν «ινκόγνιτο».
Αυτή υπήρξε και νταντά μου στην οικίαν Ιωαννίδου, στο Κιάτο. Θυμάμαι μάλιστα πως μου χτυπούσε τα χέρια και μου τα ’πριζε στο ξύλο, ενώ η σωστή είτε θετή μητέρα μου, δεν είχε τόσην ασπλαχνίαν. Μια «νταρντάνα», ως αυτή, μια γιγάντισσα, εβασάνιζεν ένα κουτό και δυστυχισμένο παιδί με τις απαίσιες χερούκλες της και με τις απαίσιες δυσκίνητες κρητικές ποδαρούκλες της, με τις οποίες μου καταπατούσε τα τρυφερά ποδαράκια μου, τα δυστυχισμένα, κάνοντάς με να πονάω φριχτά, να ξεφωνίζω και να βασανίζωμαι μέχρι θανάτου.
Ας είνε όμως... Απ’ τα χρόνια μου αυτά θυμάμαι ένα μεθύσι άγριο σ’ ένα συγγενικό γάμο που ’γινε στα «Ηλύσια». Παντρευόταν μια ξαδέρφη μου, του κοκιννόμαλλου σογιού, χωριάτα καλή του Ξυλόκαστρου, μ’ έναν άνθρωπο καλό, νοικοκυράκο, φούρναρη τότε. Και στο τραπέζι του γάμου ήταν πλάι μου μια κυρά Φροσύνη, ξαδέρφη κι αυτή, κι απέναντι μια ώμορφη, πολύ ώμορφη και γλυκειά κυρία, γλυκομίλητη κι αγνή, που δεν τη χάρηκα, λέω, ποτέ, αν και ήταν φίλη της μάννας μου... Από μικρός τη γνωρίζω και μ’ αγαπούσε πολύ. Ο άντρας της, γιατρός, παράστεκε, λένε, στη γέννα μου και μ’ έβγαλε απ’ την κοιλιά της μάννας μου, αν βγήκα απ’ αυτή, όπως μου ’λεγαν, που σήμερα ξέρω καλά, όχι επειδή μου το ’παν, μα γιατί το αισθάνθηκα, πως δε... βγήκα. Υπήρχαν βλέπετε λόγοι να κρυφτή η προέλευσίς μου. Λόγοι που θα χτυπούσαν άσχημα σ’ ένα μικρό κωμοπολικό χωριό, σε στενή περιφέρεια. Κι έτσι έφτιασαν το μύθο πως γεννήθηκ’ απ’ το νόμιμο δεσμό του νομικού και πραγματικού πατέρα μου και της νόμιμης, αλλά μη πραγματικής, δηλαδή μη φυσικής, μάννας μου. Είπαν πως γεννήθηκα στο σπίτι ενός Μαγκαφά, στο Κιάτο, και η μάννα μου, η νόμιμη κι όχι πραγματική, ήταν σκεπασμένη με μαύρο μποξά, μπαμπουλωμένη σαν γνήσια Βοναπαρτίνα Τουρκοπούλα!
Η παράδοξη αυτοβιογραφία μου [2]
από το βιβλίο: Pώμος Φιλύρας, Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007)