Η οργάνωση της ΕΠΟΝ του πανεπιστημίου αποφασίζει να γιορτάσουμε μαζικά την 25η Μάρτη 1943. Το πρωί της ημέρας αυτής από διάφορα σημεία της πόλης συγκεντρωθήκαμε στο Λευκό Πύργο εμπρός στο άγαλμα του Βότση. Ο φλογερός ΕΠΟΝίτης αγωνιστής Άνθιμος Χατζηανθίμου (αργότερα Γιάννης Μακεδόνας) εκφώνησε έναν πύρινο επαναστατικό λόγο κατά των κατακτητών και στεφάνωσε το άγαλμα του Βότση. Δεν θυμάμαι να προκλήθηκαν επεισόδια.
Από κει τραβήξαμε για το πανεπιστήμιο και στεφανώσαμε το άγαλμα του Καρατάσου χωρίς να μας πειράξουν οι Γερμανοί. Σε λίγες μέρες, στα μέσα περίπου του Απρίλη, οι Γερμανοί αποφασίζουν, μαζί με την προδοτική κυβέρνηση Ράλλη, να παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη στους Βουλγάρους. Συγχρόνως αποφασίζουν να κάνουν επιστράτευση και να στείλουν τους νέους στη Γερμανία να δουλέψουν στα εργοστάσια παραγωγής όπλων.
Θανάσιμος κίνδυνος κρέμεται για το λαό μας και ιδιαίτερα για το λαό της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Αποφασίζεται αποχή από τα μαθήματα, γενική συνέλευση και πορεία προς το Υπουργείο Βόρειας Ελλάδας και τις Αρχές Κατοχής. Με βασικό σύνθημα «ΕΞΩ ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ και ΚΑΤΩ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ» ο βασικός όγκος των φοιτητών κατευθυνόταν προς το πανεπιστήμιο. Άλλοι 200-300 φοιτητές βρίσκονταν στη φοιτητική λέσχη που στεγαζόταν τότε στο Βασιλικό Θέατρο κοντά στο Λευκό Πύργο. Γύρω στις 10 το πρωί ξεκινάει η πορεία των φοιτητών από Βασ. Σοφίας προς παραλία για να ενωθεί με τους συγκεντρωμένους στη Φοιτητική Λέσχη και από κει για το υπουργείο Βόρειας Ελλάδας. Την ημέρα αυτή είχε έρθει από την Αθήνα και ο κουίσλιγκ πρωθυπουργός Ράλλης.
Το κτήριο του υπουργείο Β. Ελλάδος ήταν επιταγμένο από τους Γερμανούς, γι’ αυτό οι υπηρεσίες του Υπουργείου στεγάζονταν σ’ ένα κτήριο επί της Τσιμισκή, δίπλα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Στους φοιτητές που κατηφόριζαν τη Βασ. Όλγας προς παραλία άρχισε να προσχωρεί κι ο λαός. Η πορεία έστριψε στην οδό Πολωνίας (σήμερα Πρίγκηπος Νικολάου). Λίγο πιο πέρα σταμάτησε. Από το μπαλκόνι ενός ορόφου προβάλλει η μορφή του αειμνήστου Θεοδωρίδη, καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Μαζί του και 2-3 φοιτητές της επιτροπής του πανεπιστημίου. Οι Γερμανοί παρακολουθούν, μα δεν επεμβαίνουν. Ο Θεοδωρίδης ομιλεί με φλογερά λόγια στους συγκεντρωμένους. Τοποθετείται ενάντια στην ετοιμαζόμενη βουλγαρική κατοχή, ενάντια στην επιστράτευση και μας καλεί σε αγώνα. Ο τόπος τραντάζεται από συνθήματα και άκρατο ενθουσιασμό. Οι φοιτητές που είναι μαζί του στο μπαλκόνι προσπαθούν να τον τραβήξουν μέσα φοβούμενοι τα αντίποινα των κατακτητών και των ντόπιων προδοτών. Για μια στιγμή ξαναβγαίνει ανεμίζοντας την ελληνική σημαία. Την πετάει στο κενό. Όσοι βρίσκονται κοντά την πιάνουν, την ξεδιπλώνουν και γονυπετείς την κρατούν ψηλά. Όλοι μαζί γονατίζουμε και ψάλλουμε τον Εθνικό μας Ύμνο. Οι Γερμανοί δεν επεμβαίνουν. Μόλις όμως τέλειωσε ο Ύμνος, άρχισαν οι πυροβολισμοί.
Επικράτησε πανικός. Μερικοί τραβούν προς την Αγία Σοφία. Άλλοι παίρνουν την Ιπποδρομίου προς το Λευκό Πύργο. Εκεί βρίσκω τον Άνθιμο Χατζηανθίμου να βλέπει προς το Βασιλικό Θέατρο. Του υπέδειξα να πάμε προς το πλήθος που συγκεντρωμένο περιμένει εντολές. Και τότε δίνεται το σύνθημα: «Όλοι στην Τσιμισκή στο Υπουργείο Βόρειας Ελλάδας».
Τη φοιτητική λέσχη την είχαν κυκλώσει οι Γερμανοί και έκαναν συλλήψεις. Συνέλαβαν γύρω στους 150 φοιτητές, τους φόρτωσαν στα καμιόνια και τους μετέφεραν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Ευτυχώς που οι ηθοποιοί του θεάτρου και οι εργαζόμενοι εκεί φυγάδευσαν μέσ’ από το θέατρο προς τη θάλασσα τους πιο πολλούς και έτσι γλίτωσαν τη σύλληψη.
Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές μαζί κι ο λαός τραβούμε για το Υπουργείο. Εκεί λένε πως βρίσκεται ο Ράλλης. Πριν όμως φτάσει ο πολύς όγκος οι Γερμανοί τον φυγάδευσαν στο αεροδρόμιο κι από κει στην Αθήνα. Όταν φτάσαμε στο Υπουργείο η Επιτροπή Αγώνα που είχαμε εκλέξει από πριν έχοντας και γραπτό υπόμνημα ζήτησε να γίνει δεκτή από τον υπουργό (δε θυμάμαι ποιος ήταν). Αρνούνται κατηγορηματικά.
Οι Γερμανοί παρακολουθούν από τα γύρω μπαλκόνια απτόητοι. Τι τους έμελλε; Είχαν τους ντόπιους προδότες συνεργάτες, τις λεγόμενες εκατονταρχίες της χωροφυλακής.
Ο κόσμος όλο και πιο πολύς συρρέει. Κάτω από τις καπαρντίνες και τα σακάκια βγαίνουν οι πινακίδες με τα συνθήματα ανορθόγραφα. Να τι έγραφαν μερικά από αυτά: Κάτο ι επιστράτευσι όλι στο βουνό ή Έξο ι βούλγαρι, θάνατος στο φασισμό. Τα πράγματα πιέζουν. Η επιτροπή μαζί με το πλήθος είναι έτοιμη να μπουκάρει στο κτήριο. Οι έγκλειστοι στο κτήριο του υπουργείου τρέμουν, ζητούν βοήθεια. Και τότε μια πάνοπλη εκατονταρχία κατεβαίνει από Βενιζέλου και Αριστοτέλους κι αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό. Δημιουργείται πανδαιμόνιο. Οι φοιτητές κι ο λαός τελείως άοπλοι, δεν έχουν ούτε ένα ξύλο να αμυνθούν. Η συγκέντρωση διαλύθηκε μα ο σκοπός πέτυχε. Οι Βούλγαροι δεν ήρθαν και η επιστράτευση ματαιώθηκε. Εμείς μαζέψαμε τους τραυματίες και τους μοιράσαμε σε διάφορα σπίτια απ’ όπου τους παρέλαβαν οι δικοί μας γιατροί.
Πλησιάζει το Πάσχα και τα σχέδιά μας, οι κινητοποιήσεις μας, οι παραστάσεις μας γίνονται για να λευτερώσουμε τους 150 συντρόφους μας που βρίσκονταν στου Παύλου Μελά. Έτσι με παραστάσεις στο Μητροπολίτη, σε πρώην υπουργούς (Ιασωνίδη), στις Αρχές Κατοχής καταφέραμε τη Μεγάλη Παρασκευή να αφεθούν ελεύθεροι. Την ίδια περίοδο το αντάρτικο κίνημα φουντώνει. Ο Ρόμελ στην Αφρική παθαίνει πανωλεθρία. Ο ενθουσιασμός μεγαλώνει. Εγώ θέλω να βγω στο βουνό, μα θέλω να μη χάσω και την εξεταστική του Ιουνίου. Μερικοί φίλοι μου, όπως ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ο Θεμιστοκλής Γιαννόπουλος έφυγαν για το βουνό τέλη Μαΐου.
Από εκείνες τις μέρες θυμάμαι ένα περιστατικό που μπορούσε να μου στοιχίσει τη ζωή, να πάω, όπως λένε, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Τη γλίτωσα, χάρη στην επέμβαση του καλού φίλου και χωριανού Κώστα Τζανίδη. Βρισκόμαστε έξω από τα κατηχητικά συσσίτια στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Εγώ πήρα μια εφημερίδα της εποχής που έγραφε για την οπισθοχώρηση του Ρόμελ και χωρίς να δίνω σημασία στους Γερμανούς και πιο πολύ στους χαφιέδες άρχισα να διαβάζω με στόμφο. Το ύφος μου έδειχνε χαρά και ικανοποίηση γι’ αυτό το γεγονός. Και τότε το μάγουλό μου άστραψε! Ήταν ένα γερό χαστούκι του Κώστα, για να μάθω να μην είμαι τόσο επιπόλαιος.
Η εξεταστική περίοδος τελείωσε στις 20-22 Ιουνίου. Στις 24 Ιουνίου αναχωρούμε μαζί μ’ έναν εξάδελφό μου, το Σωκράτη Κωστόπουλο –ένα θαυμάσιο μα ταλαιπωρημένο παιδί που έμεινε απ’ τα δεκατρία του ορφανό από μητέρα μ’ έναν κωφάλαλο, αλλά με πολύ ευγενική ψυχή, πατέρα. Τον ανάπηρο πατέρα του τον σκότωσαν αργότερα, το 1948, οι ΜΑΫδες χωρίς καμιά αιτία. Πήραμε μαζί μας όσα πράγματα είχαμε. Δεν ξεχάσαμε και ούζο από το καμπαρέ που είχε ο αδελφός του Περικλή Κωστόπουλου στο Αλκαζάρ. Αυτό το ούζο μας έσωσε κατά τη διαδρομή.
Ανεβήκαμε στο τρένο και φτάσαμε στο Αμύνταιο. Από κει πεζή φτάσαμε στην Πτολεμαΐδα. Μείναμε το βράδυ στο σπίτι της παλιάς μας δασκάλας Αρίστης. Ώς εδώ, όλα καλά. Έμενε μπροστά το πιο δύσκολο κομμάτι του δρόμου: από Πτολεμαΐδα στο Σινιάτσκο, στο χωριό Βλάστη. Εκεί ξέραμε ότι ήταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Την άλλη μέρα φτάσαμε στο Σκαλοχώρι. Στο χωριό ήταν το συγκρότημα του Σπάρτακου (λόχος). Σε λίγες μέρες έφτασαν τα τμήματα του ΕΛΑΣ που δρούσαν στο Βέρμιο-Πιέρια, Πάικο-Καϊμακτσαλάν. Εκεί είχαν γίνει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών. Τα τμήματα αυτά δίνοντας σκληρές μάχες συμπτύχθηκαν προς τον Γράμμο.
Στο χωριό έφτασαν τα συγκροτήματα (λόχοι) με αρχηγούς τους καπετάν Μαύρο, Κολοκοτρώνη, Στάθη, Παγώνα, Γιώργη με επικεφαλής όλων τον καπετάν Κικίτσα.
Όλοι εμείς που ανήκαμε τότε στις πολιτικές οργανώσεις βγήκαμε να τους προϋπαντήσουμε χαράματα και να τους υποδείξουμε τα σημεία και τα υψώματα που έπρεπε να πιάσουν. Μόλις τα τμήματα τακτοποιήθηκαν, έβγαλαν σκοπούς και πήγαν να ξαποστάσουν. Τότε έπεσαν οι πρώτες ριπές. Ήταν οι Γερμανοί κι από κοντά οι ΠΑΟτζήδες και οι κομιτατζήδες. Η μάχη άναψε για καλά στη Μοναχή Καστανιά, στο Κούπτσι και στο Νικοφρύδι. Η πρώτη μάχη στην οποία πήρα μέρος με το τμήμα του καπετάν Παγώνα στο Σκραπάρι (Ασπρονέρι) ήταν στις 6 Ιουλίου. Η μάχη κράτησε ώς το απόγευμα. Είχαμε ένα νεκρό, του οποίου το όνομα δεν το θυμάμαι, μόνο ότι κατάγονταν από τα χωριά της Πτολεμαΐδας. Με άλλους δυο αντάρτες τον πήραμε και τον κρύψαμε ανάμεσα στα δέντρα, σ’ έναν όχθο χωραφιού, στο σταυρό κοντά στο Λεύκα. Τα τμήματα υποχώρησαν προς Αηλιά κι οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό. Έβαλαν φωτιά που έκαψε το 80% των σπιτιών. Σκότωσαν εν ψυχρώ τους: Γιωτόπουλο Παπαδημήτρη, τον παπά του χωριού, Παπαστεργιάδη Νικόλαο, Διαμαντόπουλο Αθανάσιο (Νασιόβα), Σιωμάδη Σωτήριο, Νάστου Ελένη (Πουτούρω), Παπαδάφου Ελένη (Γκύραινα), Μάγκα Θεμιστοκλή, Τζανίδη Γιώργο.
Δίνοντας μάχη φτάσαμε στο χωριό Αηλιάς. Αφού ξεκουραστήκαμε για λίγο και φάγαμε, τα τμήματα ανασυντάχτηκαν και το σούρουπο πήραν εντολή να κάνουν αντεπίθεση για την ανακατάληψη του Σκαλοχωρίου και των γύρω υψωμάτων.
Ο Βρατμήρας Ελευθέριος, που ήταν ο στρατιωτικός υπεύθυνος του χωριού και αργότερα ταγματάρχης του εφεδρικού ΕΛΑΣ, και εγώ μπήκαμε επικεφαλής των τμημάτων ως σύνδεσμοι και ανιχνευτές επειδή γνωρίζαμε καλά το έδαφος. Όταν πλησιάσαμε αντικρίσαμε με δέος το θέαμα που παρουσίαζε το χωριό. Οι φλόγες έφταναν ψηλά στον ουρανό. Ακροβολισμένοι με εφόπλου λόγχη ανεβήκαμε στο Νικοφρύδι. Εχθρός δεν υπήρχε και μπορούσαμε να μπούμε άφοβα στο χωριό. Το χωριό ήταν τυλιγμένο στις φλόγες και οι κάτοικοι θρηνούσαν τους νεκρούς. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία τους. Τον επικήδειο εκφώνησε ο καπετάν Κολοκοτρώνης. Οι θηριωδίες αυτές των κατακτητών και των ντόπιων προδοτών όχι μόνο δεν πτόησαν το φρόνημα του λαού, αλλά τον συσπείρωσαν ακόμα πιο πολύ. Τον πείσμωσαν, τον ατσάλωσαν. Μια κραυγή ακούστηκε από το στόμα όλων. «Ζητούν εκδίκηση αυτοί που πέσανε για μας. Εμπρός παιδιά, μην κάθεστε, γραφτείτε στον ΕΛΑΣ».
Την άλλη μέρα κατατάχτηκαν εθελοντές στα τμήματα του ΕΛΑΣ ο αδελφός μου, Κωστόπουλος Αριστοτέλης (Τέλης) 19 ετών, τα εξαδέλφια μου, Αθανάσιος Κωστόπουλος 20 ετών, Σωκράτης Κωστόπουλος 20 ετών, Τζανίδης Νίκος 19 ετών, Σιωμάδης Δημήτριος 17 ετών. Ακολούθησε ως σύνδεσμος του καπετάν Κολοκοτρώνη ο Σιωμάδης Δημήτρης, που αργότερα φοίτησε στη σχολή αξιωματικών του ΕΛΑΣ και αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Μερικές μέρες μετά έφτασε το θλιβερό μαντάτο. Είχαμε τα πρώτα θύματα. Στις μάχες με τους κατακτητές στην περιοχή Νεστορίου έπεσαν ηρωικά οι: Τερζόπουλος Ιωάννης 22 ετών, Χατζηγιάννης Στέργιος 21 ετών, Βρέτας Αθανάσιος 22 ετών. Αυτοί ήταν από τους πρώτους εθελοντές. Μαζί με τον Χατζόπουλο Χρήστο και τον Βρατμήρα Σωκράτη, διοικητή Λόχου όλμων, Σιδερίδη Βασίλειο, αξιωματικό της σχολής αξιωματικών του Γεν. Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Στο διάστημα από Αύγουστο ώς Οκτώβριο τα τμήματα του ΕΛΑΣ ανέλαβαν σοβαρή δράση. Χτύπησαν, ανέτρεψαν και κυνήγησαν τον εχθρό που κινήθηκε από Άργος-Κρεμαστή-Κρυονέρι προς Σκαλοχώρι. Μπήκαν νύχτα στο Άργος και χτύπησαν τους κομιτατζήδες δίνοντας μάχη μέσα στο κτήριο που ήταν οχυρωμένοι.1 Σε συνεργασία με τα τμήματα από το Βίτσι χτύπησαν τους κομιτατζήδες και τους Ιταλούς που ήταν οχυρωμένοι στο γυμνάσιο προκαλώντας σοβαρές ζημιές και απώλειες (σ’ αυτή τη μάχη πήρα μέρος κι εγώ).2 Ύστερα καταπιάστηκαν με τα οχυρωματικά έργα στα Υψώματα, στο Νικοφρύδι, Μοναχή Καστανιά. Έφτιαξαν αμπριά για να περάσουν το χειμώνα.
Το φθινόπωρο του 1943 οργανώσαμε την πρώτη περιφερειακή συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ στο Καστανόφυτο. Ήμουν εκλεγμένος εκπρόσωπος της ΕΠΟΝ Καστοριάς και πήρα μέρος. Στο βήμα ο εκπρόσωπος του γραφείου περιοχής Μακεδονίας-Θράκης, ο Γιάννης Μακεδόνας. Μένω κατάπληκτος σαν τον βλέπω. Ανεβαίνω στο βήμα, τον αγκαλιάζω και φωνάζω. «Άνθιμε». «Σκασμός», ήταν η απάντηση, «Γιάννης Μακεδόνας». Τότε κατάλαβα. Αυτό ήταν το ψευδώνυμο του Άνθιμου Χατζηανθίμου (Φιλώτα), του φλογερού ΕΠΟΝίτη που στεφάνωσε το άγαλμα του Βότση στις 25 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη κάτω από το βλέμμα των κατακτητών.
Η συνδιάσκεψη εξέλεξε τη Νομαρχιακή Επιτροπή του νομού Καστοριάς και η Επιτροπή το προεδρείο. Στην Επιτροπή και στο προεδρείο εκλέχτηκα κι εγώ γραμματέας, ο Μ. Σούμπασης, παλιός χωροφύλακας από την Πελοπόννησο, μέλος οργανωτικού, Γιώργος Αγγελάκης, διαφωτιστής. Μέλη, Όπη Μανάκα, γυναίκα του Σκοτίδα από το Άργος Ορεστικό, Γκέτσιος Μιχάλης, Αλκμήνη Σιμώτα, Αντωνία Καραφωτιά. Τα γραφεία της ΕΠΟΝ είχαν έδρα τους το χωριό Ομορφοκκλησιά (Γκάλιστα), του ΚΚΕ το Άνω Περιβόλι, του ΕΑΜ το Μελάνθιο. Οργώναμε τα χωριά, την ημέρα τα λεύτερα, τη νύχτα τα κατεχόμενα με σκοπό να οργανώσουμε τη νεολαία στην ΕΠΟΝ.
Κύρια φροντίδα μας η παροχή βοήθειας στα ένοπλα τμήματα. Εμείς συγκεντρώναμε τρόφιμα, οι ΕΠΟΝίτισσες έπλεκαν κάλτσες και πουλόβερ για τους μαχητές. Πλένουν τα ρούχα των αγωνιστών, κουβαλούν νερό και πολεμοφόδια στην πρώτη γραμμή.
Εκτός από τις περιοδείες στα χωριά του νομού επεκτεινόμαστε ως τα πιο απομακρυσμένα χωριά του Γράμμου, Αετομηλίτσα, (Ντένισκο), όπου και για πρώτη φορά εκτός από την ΕΠΟΝ και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ καταπιάνομαι με την οργάνωση και την έκδοση της εφημερίδας της ΕΠΟΝ Καστοριάς «Οδηγητής» που κυκλοφορούσε κάθε εβδομάδα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Οι κομιτατζήδες ήταν οχυρωμένοι σ’ ένα κτήριο επί της οδού Μ. Αλεξάνδρου 17 και Ίωνος Δραγούμη γωνία. Οι αντάρτες μπήκαν μέσα στο κτήριο όπου έγινε μάχη. Εκεί σκοτώθηκε ο γιος του αρχικομιτατζή Μπαϊκόλια. Όταν εγκλωβίστηκαν όμως στο κτήριο κατέβηκαν με τριχιές από την ταράτσα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Θωμάς Γιαννάδης από την Αμμουδάρα. Αρχηγός των κομιτατζήδων στο Άργος ήταν τότε ο Χρήστος Νασκόπουλος από το Πετροπουλάκι (Έζερετς). Αυτός αργότερα πιάστηκε από τον ΕΛΑΣ και εκτελέστηκε μέρα Τετάρτη στη Δαμασκηνιά, μέρα λαϊκής αγοράς. Στη μάχη αυτή πήρε μέρος και ο Χρήστος Χατζόπουλος, αργότερα ταγματάρχης του ΕΛΑΣ, καπετάν Καράμπελας, πρώτος εξάδελφός μου.
2. Το Δεκέμβρη του ίδιου έτους τα τμήματα αυτά του ΕΛΑΣ από το Βίτσι-Γράμμο και συγκεκριμένα το τάγμα του Χοτούρα (καπετάν Αρριανός από τη Λευκοθέα Νεάπολης) χτύπησε τους Ιταλούς που ήταν οχυρωμένοι στο γυμνάσιο, είναι το κτήριο που τώρα στεγάζεται το Λύκειο Άργους. Στη μάχη αυτή πήραμε μέρος εγώ κι ο Θωμάς Σιωμάδης ως μέλη των πολιτικών οργανώσεων προσκολλημένα σε τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Οι Ιταλοί είχαν αρκετές απώλειες. Από τους δικούς μας σκοτώθηκε ένα παιδί από το Νεστόριο και τραυματίστηκε ο Θωμάς Γιαννάδης. Το πρωί υποχωρήσαμε προς Λακκώματα. Στη μάχη ήταν και ο Χρήστος Χατζόπουλος ο οποίος μετά τη Βάρκιζα συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο όμως δεν εκτελέστηκε. Έμεινε πολλά χρόνια φυλακή, στο Γεντί Κουλέ.
Η πρώτη διαδήλωση
(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)