Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Η πυρκαγιά
Επέογλου-Μπακαλάκη Ευδοκία

Καθισμένοι πάνω σε κάτι ντένκια (μεγάλα δέματα) ανάκατα με πιατικά, μπακίρια και δεμένες κότες κι ό,τι άλλο μπορεί να σώσει κανείς από μια φωτιά, με την απόγνωση στο πρόσωπο και την αγωνία στα μάτια τους, ο Ηλίας κι η Λωξάνδρα περίμεναν. Τι; Κι οι ίδιοι δεν ήξεραν. Μόνο που όσο ξημέρωνε κι έπαιρνε να φέξει, τόσο κι η αγωνία τους μεγάλωνε. Κάθε τόσο εκείνη έσκυβε το κεφάλι και γλιστρούσε το χέρι της πάνω απ’ το νυφικό της πάπλωμα από πράσινο ατλάζι σπαρμένο με γαρύφαλλα, και κάθε που τα δάχτυλά της σκάλωναν στις φαγωματιές που είχε κάνει το άλογο –το πήρε φαίνεται στην πείνα του επάνω για λουλουδισμένο λιβάδι– καυτά κυλούσαν τα δάκρυα. Να έκλαιγε για την καταστροφή που τους τύλιξε σε λίγες ώρες ή για το τι τους έμελλε και τι τους περίμενε;
    Ο Ηλίας δίπλα της, αμίλητος, καρτερικά έπνιγε τον πόνο του στις βαθιές ρουφηξιές του τσιγάρου και δώστου και τύλιγε κι άλλα.
    Το πελώριο σπίτι, που την προηγούμενη μέρα είχαν κατεβεί απ’ τ’ αμπέλι να το ετοιμάσουν για την επιστροφή τους και για να υποδεχθούν τη γιαγιά Δέσποινα απ’ την Αμάσεια, δεν υπήρχε πια.
    Ήταν τέλη Αυγούστου του 1916. Η μητέρα της Λωξάνδρας τούς είχε γράψει ότι στα μέσα του Σεπτέμβρη θα ερχόταν στην Άγκυρα να τους δει, προπαντός να δει τα δυο εγγόνια της, τον Ποτούς (Πρόδρομος) που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία και την Ευζόκ (Ευδοκία) που την είχε βαφτίσει κιόλας.
    Νωρίς την αυγή, εκείνη τη μέρα, πριν να ξεκινήσουν είδε ο Ηλίας ψηλά απ’ το αμπέλι μια μαύρη κολόνα καπνού στην πεδιάδα της Άγκυρας προς τα καθολικά. Μα όσο τρομαχτική κι αν του φάνηκε, και δεν έμοιαζε με καμιά απ’ εκείνες που ήξερε, ήταν τόσο πολύ μακριά απ’ τη δική τους γειτονιά. Άφησαν την μικρή Ευδοκία στη φροντίδα του Ποτούς και ξεκίνησαν με κάπως βαριά καρδιά.
    Ανέβηκε η Λωξάνδρα στο γεροδεμένο γαϊδούρι, από κοντά ο Ηλίας –η γυναίκα του φοβόταν την καβαλαρία– και κατηφόρισαν προς το δρόμο. Η πρωινή δροσιά, τα φθινοπωρινά χρώματα που προμήνυαν χίλιες δυο αλλαγές, τα όνειρα και οι προσδοκίες γέμισαν πάλι την ψυχή τους κι άρχισαν να λεν τι θα πρωτοκάνουν και πότε θα γυρίσουν στ’ αμπέλι. Μα όσο βλέπαν να πυκνώνει ο καπνός και να μαυρίζει ο ουρανός, τόσο πιο πολύ νοιάζονταν γι’ αυτούς που καίγονταν. Ίσως για να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν είναι δυνατό να μη σβήσει η φωτιά ώσπου να φτάσει στο δικό τους το σπίτι.
    Φτάνοντας στο σπίτι η πρώτη έκπληξή τους ήταν η γάτα μας η Τεκήρ. Η Τεκήρ ήταν κλεψιάρα γάτα. Την προηγούμενη μέρα είχε κάνει μια ζημιά κι η μητέρα μου σ’ έντονο ύφος είπε στον πατέρα μου να την πάρει μαζί του την επομένη και να την παρατήσει σ’ ένα ερημικό δρόμο. Η Τεκήρ όμως τους είχε προλάβει. Περπατώντας όλη νύχτα είχε φτάσει στο σπίτι και τους περίμενε μπροστά στο σπίτι. Να κατάφυγε άραγε για ασφάλεια; Άνοιξαν τη βαριά ξύλινη πόρτα με το πελώριο κλειδί κι ο Ηλίας πετάχτηκε να δει από κοντά τι γίνεται. Απ’ εκεί που έβλεπες να πέφτει ένα πελώριο σπίτι και να πλακώνει τη φωτιά κι έλεγες πάει πια εδώ θα σβήσει η φωτιά, μόλις έριχναν το «νερό» φούντωναν και πάλι οι φλόγες και δώστου και καταβρόχθιζαν τα πάντα. Μα ποιος είχε συμφέρον να ρίχνει λάδι αντί για νερό! Γύρισε ο Ηλίας ζαλισμένος, σταμάτησε κάθε δουλειά στο σπίτι, μαζεύτηκαν ομάδες ομάδες γνωστοί κι άγνωστοι κι ο καθένας έλεγε τα δικά του.
    Ώς το βράδυ το σπίτι μας είχε γίνει στάχτη.
    Ήταν ένα σπίτι με πολύ χοντρούς τοίχους σαν κάστρο, σε δυο πατώματα. Εκτός απ’ τους συνηθισμένους χώρους στο ισόγειο, είχε και μια πελώρια αίθουσα γι’ αρραβώνες, γάμους και παρόμοιες συγκεντρώσεις, με τρία κελάρια, φίσκα γεμάτα με σερβίτσια.
    Είχε και μια οικογενειακή εκκλησούλα με πολλές εικόνες σ’ ένα μπαούλο, φυσικά όλες παλιές. Στο μεσοπάτωμα μια τεράστια κρυφή σιταποθήκη που το ταβάνι της κάλυπτε όλο το πάτωμα του δεύτερου ορόφου. (Ο παππούς μου ήταν μεγάλος σιτέμπορος). Στο πρώτο πάτωμα υπήρχαν κάτι πρόχειρα κελάρια και στο δεύτερο, που ήταν η κυρίως κατοικία, πάλι υπήρχε μια τεράστια αποθήκη, γεμάτη με κληματσίδες για το φούρνο, ξύλα, ξηρούς και χειμωνιάτικους καρπούς. Καλό προσάναμμα για τη φωτιά!
    Σ’ αυτή τη μεγάλη αίθουσα είχε γίνει ο γάμος τους. Σ’ αυτό το σπίτι είχαν γεννηθεί τα παιδιά τους. Δεκατρία χρόνια τώρα πάλευαν να βάλουν το νερό στο αυλάκι. Γιατί εδώ και κάμποσα χρόνια ο πατέρας του Ηλία είχε πεθάνει αφού έχασε την περιουσία του. Η Λωξάνδρα πάλι προερχόταν από μια καλλιεργημένη οικογένεια, αλλά όχι πλούσια. Ο πατέρας της, ο Νικόλαος Βιτάλης, ήταν γιατρός, φραγκολεβαντίνος απ’ την Τήνο. Όταν κάποτε βρέθηκε στην Άγκυρα, γοητεύθηκε απ’ τον τρόπο της ζωής και της άνεσης με την οποία ζούσαν οι Αγκυρανοί, ερωτεύθηκε τη γιαγιά μου, Δέσποινα Ζουμπούλογλου και παντρεύθηκε. Η Δέσποινα δεν ήξερε γρυ ελληνικά, ο γιατρός ήξερε λίγες λέξεις τουρκικές. Ήταν πολύ καλός γιατρός, μιλούσε τρεις ξένες γλώσσες κι έκαμνε παρέα με τους ξένους που υπήρχαν στην Άγκυρα. Του άρεζαν οι διασκεδάσεις, οι δεξιώσεις, η μουσική και φυσικά το πιοτό και κάθε τι «περιττόν» στη ζωή. Έτσι δεν είχε κολλήσει το μεράκι του ανατολίτη, ν’ αποχτήσει αμπέλια και χωράφια για να αφήσει στα παιδιά του.
    Έτσι για τον Ηλία και τη Λωξάνδρα δεν ήταν μόνον που έχαναν το σπίτι και το νοικοκυριό τους. Το χειρότερο ήταν που βλέπανε στάχτη τις λαχτάρες, τους καημούς και τα όνειρα που είχαν δέσει μ’ όλα αυτά που έχαναν.
    Μόλις συνέρχονταν λίγο κι έβλεπαν γύρω τους, κάπως ελάφρυνε η καρδιά τους, που δεν ήταν μόνοι στη συμφορά – και πότε είναι υποφερτή η μοναξιά!
    Όλο το μεϊντάνι του Χερκελέ-Ονού είχε μαυρίσει από κόσμο και πραμάτειες. Άλλοι τα είχαν χαμένα. Άλλοι πηδούσαν ανάμεσα από ανθρώπους κι ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου, τσαλαπατούσαν τον κόσμο, φώναζαν, καυγάδιζαν ψάχνοντας να βρουν τα δικά τους ντένκια. Γιατί όταν βάλθηκαν ν’ αδειάσουν τα σπίτια τους οι άνθρωποι, πρώτα απ’ όλα έδεσαν σε πρόχειρα δέματα (ντένκια) τα στρώματα, τα παπλώματα, τα πολύτιμα χαλιά και κιλίμια και ό,τι άλλο και καθώς η παλιά πόλη ήταν σε ύψωμα τα τσουλούσαν με τα πόδια τους απ’ τις κατηφοριές. Μέσα στην αναμπαμπούλα, το σκοτάδι και την αγωνία, δεν μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει ποιο ήταν δικό του και ποιο ξένο. Κλοτσούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Στο τέλος μια κι είχε χάσει το δικό του, κρατούσε αυτό που του έτυχε να τσουλάει, κι εδώ δούλεψε ο ίδιος νόμος: αυτοί που είχαν μηδαμινά πράγματα βρέθηκαν με τα πιο ακριβά και πολύτιμα κι αυτοί που είχαν πολλά, χάσανε πολλά. Ήταν κι άλλοι που τους σάλεψε ο νους. Την τελευταία φορά που μπήκε ο πατέρας μου στο σπίτι, δεν βρήκε τίποτε άλλο ν’ αρπάξει παρά ένα πεπόνι! Μετά κάθισε ξαλαφρωμένος σε μια πέτρα εκεί κοντά και με το πεπόνι στο χέρι καπνίζοντας χάζευε το σπίτι που καιγόταν. Κάποιος περαστικός με μερικές μπατσιές τον συνέφερε και τον τράβηξε μαζί του. Κάποιος άλλος, θαρρώ ο Γκοτζαμάνης, σε μια άκρη περίμενε να καεί το σπίτι και μονολογούσε: «18.000 λίρες ξόδεψα, δέκα χρόνια το έχτιζα, να δω σε πόσες ώρες θα καεί». Ήταν ένα τεράστιο σπίτι στολισμένο με μαύρα κι άσπρα μάρμαρα. Άλλοι πάλι έτρεξαν με τα χαλιά και τα κιλίμια, που μόλις τα είχαν σώσει απ’ τη φωτιά, να κουκουλώσουν την εκκλησία του Αγ. Νικολάου με το περίφημο καμπύλο ξυλόγλυπτο τέμπλο για να σβήσουν τη φωτιά. Μα μόλις τους είδαν οι ζανταρμάδες τους κατέβασαν απ’ τη στέγη, χαστούκισαν τον παπά κι είπαν ότι θ’ αμολούσαν άφθονο «νερό». Μόλις έπεσε το λάδι έγινε πυροτέχνημα η εκκλησία. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες καιγόταν η Άγκυρα για να γίνουν στάχτη 12.000 σπίτια. Κανείς δεν ήξερε το γιατί. Κανείς όμως δεν αμφέβαλλε ότι η φωτιά ήταν βαλτή. Αργότερα μαθεύτηκε η αλήθεια.
    Επειδή οι Αρμένιοι και προπαντός οι Αρμενοκαθολικοί της Άγκυρας ήταν πολύ πλούσιοι, όλος ο καημός των ισχυρών Τούρκων της πόλης ήταν πώς να «σώσουν» αυτή την τεράστια περιουσία για τον εαυτό τους. Πώς να κάνουν ώστε να φέρουν το επίσημο κράτος προ τετελεσμένου γεγονότος.
    Κάποια μέρα ξαφνικά μάζεψαν τους Αρμένιους και λίγο αργότερα τους Αρμενοκαθολικούς άντρες και τους εξόρισαν με σκοπό να μη σωθεί κανένας.
    Ο Morgenthau, πρέσβυς της Αμερικής στην Κωνσταντινούπολη, στα Μυστικά του Βοσπόρου γράφει: «Στην Άγκυρα όλοι οι άντρες από 15 ως 60 ετών συνελήφθησαν, δέθηκαν ανά τέσσερις κι οδηγήθηκαν προς την Καισάρεια. Αφού περπάτησαν 5-6 ώρες έφτασαν σε μια απομονωμένη κοιλάδα, όπου τους επετέθηκαν ειδοποιημένες συμμορίες Τούρκων χωρικών, οπλισμένοι με ρόπαλα, σφυριά, τσεκούρια, δρεπάνια τσουγκράνες και πριόνια… Τ’ ακρωτηριασμένα πτώματα αφέθηκαν να κατασπαραχθούν απ’ τα θηρία της κοιλάδας».
    Σε λίγες μέρες βγήκε ένας ντελάλης και διαλάλησε ότι όσες Αρμένισσες ή Αρμενοκαθολικές ήθελαν να συναντήσουν τους άντρες τους, την τάδε ώρα και την τάδε μέρα να παν στο σταθμό. Ανίδεες απ’ το τι τις περίμενε, έτρεξαν όλες πρόθυμες αφήνοντας τα σπίτια τους στο έλεος του Θεού. Μα εκεί που πήγαν δεν βρήκαν κανένα δικό τους και δεν γύρισαν πίσω κι αυτές. Μάντρωσαν οι Τούρκοι και τις γυναίκες, όπως ήταν όλες μαζεμένες, και τις έστειλαν να βρουν τους άντρες τους…
    Ο αδελφός μου, ο Πρόδρομος, μικρό παιδί τότε, έτυχε για κάποια δουλειά που τον έστειλαν να περάσει απ’ τις ερημωμένες γειτονιές. Τώρα στα 88 του χρόνια λέγει πως μένουν ακόμα στ’ αυτιά του τα σπαρακτικά καλέσματα των ζώων. Πίσω απ’ τις μανταλωμένες πόρτες, σκυλιά, γάτες, άλογα, γαϊδούρια, κότες και κοκόρια που είχαν μείνει χωρίς τροφή, χωρίς νερό και χωρίς τ’ αφεντικά τους, θαρρείς και διαμαρτύρονταν γι’ αυτό που έκαναν άνθρωποι σε ανθρώπους…
    Αφού λοιπόν ξέκαναν και τις γυναίκες, οι Τούρκοι άδειασαν με την ησυχία τους τα μαγαζιά και τα σπίτια και βάλανε και τη φωτιά, για να ξεκαθαρίσουν μια και καλή τους λογαριασμούς τους με το χαζνέ. «Φωτιά ήταν, δε σώθηκε τίποτε». Σ’ αυτή την αναμπαμπούλα ξεκαθάρισαν και τις ελληνικές συνοικίες. Άφησαν να καούν και ελάχιστα τούρκικα σπίτια, έτσι για τα μάτια!
    Με το σπίτι και το μαγαζί στάχτη, ο πατέρας μου έμεινε χωρίς αποκούμπι και περιουσία. Είχε όμως μια ακατάλυτη περιουσία, τη γυναίκα του, τη Λωξάνδρα. Αποφασιστική, δυναμική, έτοιμη να ξαναρχίσει απ’ την αρχή ύστερα από κάθε συμφορά.
    Προσπάθησε να τον στηρίξει ηθικά όσο μπορούσε. Ο πατέρας μου όμως είχε χάσει την αυτοπεποίθησή του. Ήθελε να πάει στην Αμάσεια, να βρει προστασία κοντά στο γιατρό κουνιάδο του, τον Σταύρο. Η μάνα μου πάλεψε όσο μπορούσε. «Δε θέλω να ξαναγυρίσω ανήμπορη στο σπίτι της μάνας μου απ’ όπου έφυγα παντρεμένη. Δε θέλω ούτε βάρος ούτε δούλα να γίνω».
    Ήταν δύσκολο, φαίνεται, ο πατέρας να ξαναρχίσει απ’ την αρχή και το ταξίδι αποφασίστηκε.
    Μέσα στην καρδιά του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τίποτε δεν ήταν εύκολο και πιο πολύ τα ταξίδια. Οι αμαξάδες πολεμούσαν, τα κάρα και τα ζώα ήταν επιταγμένα. Κι αν έβρισκες και τα τρία, δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι οι ίδιοι οι αμαξάδες δεν θα σε ληστέψουν και δεν θα σε πετάξουν σε μια άκρη. Με χίλιους κόπους και βάσανα εξασφαλίστηκαν όλα, κι εμείς ξεκινήσαμε αφού μοιράσαμε σε φίλους και συγγενείς τα πιο πολλά απ’ αυτά που είχαν σωθεί απ’ την πυρκαγιά. Αφήσαμε τ’ αμπέλι στη φροντίδα κάποιων συγγενών και το σπίτι καμένη γη.
    Όλα όσα έγιναν μέχρις εδώ τα θυμάμαι από διηγήσεις της γιαγιάς και της μητέρας μου. Κρατώ όμως και πολύ καθαρή εικόνα απ’ την κολόνα του καπνού.
    Μετά που κατηφόρισαν οι γονείς μας απ’ τ’ αμπέλι για την Άγκυρα, κάποια στιγμή ο αδελφός μου μού έδειξε τον πυκνό καπνό και φοβισμένος μ’ έπιασε απ’ το χέρι και πήγαμε στης καλής γειτόνισσας, Χαλιμέ Κατίν (κυρά), τ’ αμπέλι. Μόλις της δείξαμε τον καπνό, άρχισε η Χαλιμέ Κατίν να κλαίει. Τότε πάτησα κι εγώ τα κλάματα. Η Κατίν με τύλιξε στην αγκαλιά της κι απομακρυνθήκαμε απ’ το παράθυρο.
    Ήμουνα μόλις τριών χρόνων. Σ’ αυτό το σημείο κόβεται θαρρείς με το μαχαίρι η θύμησή μου. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο. Ούτε αν γύρισαν, πότε, πώς, οι γονείς μας. Τίποτε απολύτως. Τώρα στα ογδόντα μου χρόνια, όσες φορές προσπαθώ να βάλω τάξη στις θύμησές μου, πρώτο γεγονός στηλώνεται μπρος στα μάτια μου η κολόνα του καπνού.
    Ύστερα από ένα κενό πέντε έξι μηνών, αρχίζει η μνήμη μου να ξαναλειτουργεί, χωρίς να χάσω και την παραμικρή λεπτομέρεια, απ’ την στιγμή που ένιωσα στον εαυτό μου μέσα στο yayli (κλειστή άμαξα), ανάμεσα στους γονείς μου και μια ηλικιωμένη ξένη κυρία.

(από το βιβλίο: Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Αναμνήσεις από τη ζωή στην Άγκυρα, Βάνιας, 1997)