Ήμουν μικρή όταν ήρθα εδώ [Κάτω Παναγιά Ηλείας], δεν θυμάμαι τι γινόταν στην πατρίδα (Μικρά Ασία) θυμάμαι όμως ότι τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ δεν έκλεινε η εκκλησιά καθόλου.
Εμείς πάντα τους νεκρούς τούς λέγαμε μοιρολόγια και τους ξημερώναμε μέσα στα σπίτια τους και επειδή Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός είναι νεκρός, τον ξημερώνουμε.
Ήταν ένα έθιμο που κρατήσαμε από την πατρίδα. Όλες οι μεγάλες γυναίκες οι πατριώτισσες λέγανε το μοιρολόι.
Κάθε χρόνο το κάνουμε και πηγαίνω κι εγώ. Δεν σου ’ρχεται να πέσεις να κοιμηθείς όταν νιώθεις μια εκκλησία και γειτόνισσα μάλιστα να ’ναι ανοιχτή, όταν νιώθεις το Χριστό σταυρωμένο και να κάθονται όλοι να λένε. Εμείς έτσι το βρήκαμε και το τηρούμε. Μένει ως το πρωί η εκκλησιά ανοιχτή και λέμε το μοιρολόι που μάθαμε από τις γιαγιάδες μας. «...Γιε μου και πού ‘ν’ τα κάλλη σου και πού είν’ η ομορφιά σου, πού ’ναι τα μάτια τα γλυκά που έβλεπα εμπρός μου…… και τώρα, γιε μου, σ’ έχασα που ’γινες παλικάρι πού σ’ έχανα, πού σ’ έβρισκα, μέσα στις μαντζουράνες και τώρα, γιε μου, σ’ έβρισκα μέσα σε δυο ληστάδες...».
Εμείς όλα μας τα έθιμα τα φέραμε εδώ.
Όλη τη Σαρακοστή οι γιαγιάδες καθόταν μέσα στο σπίτι και λέγανε αυτό το μοιρολόι, εκείνο τον καιρό γυρίζαμε παιδάκια και μαζεύαμε βιολίτσες, λουλουδάκια, περνούσαμε σε κλωστίτσες πασχαλιές και ήμαστε όλες οι προσφυγίτσες κοπελίτσες και στολίζαμε τον Επιτάφιο και γινόταν ένας Επιτάφιος τέλειος. Τώρα όλη τη νύχτα τον στολίζουνε και το πρωί είναι έτοιμος.