Ο Πόρος, στα χρόνια από 1913 έως 1939, ήταν, κατά τη γνώμη μου, πολύ ωραιότερος από ό,τι είναι τώρα. Ο ήσυχος δρόμος όπου περνούσαν μόνο γαϊδουράκια και κοπάδια από κατσίκες και αρνιά που έρχονταν από την Τρίπολη να ξεχειμωνιάσουν στο πιο γλυκό κλίμα, οι τράτες που τραβούσαν τα δίχτυα τους γεμάτα μαρίδες μπροστά στην πόρτα του περιβολιού, η παλιά γραφική αγορά με τις καμάρες της, οι Αρβανίτες, κυρίως από τον Γαλατά, ντυμένοι με τις κάτασπρες φουστανέλες των και με μια πλατιά πέτσινη ζώνη γεμάτη από χρήματα για τα ψώνια τους –όλα αυτά που δεν υπάρχουν πια, δημιουργούσαν μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα, σχεδόν ποιητική θα έλεγα.
Τα μπακάλικα ήταν στρωμένα με χώμα, τα προϊόντα σε μεγάλα βαρέλια και σε σακιά από λινάτσα και ό,τι αγόραζες στο τύλιγαν σε ένα κομμάτι εφημερίδας. Ο μόνος πιο προοδευτικός ήταν ο Γρίβας που είχε το μαγαζί του στην πλατεία Αγίου Γεωργίου (σήμερα το αναπαλαιώνει) και που, εκτός από υφάσματα πιο μοντέρνα, είχε στο υπόγειο ένα μπακάλικο με πιο εκλεκτά πράγματα από τους άλλους, μεταξύ αυτών και ελβετικές πλάκες σοκολάτες «Gala Peter», μια μάρκα που δεν υπάρχει πια ούτε στην Ελβετία.
Το μόνο ζαχαροπλαστείο, του Τυρόπουλου, είχε κανταΐφια, γαλατομπούρεκα και μπακλαβάδες, καμιά φορά κουραμπιέδες και το καλοκαίρι παγωτό κρέμα και καρπούζι! Άμα τον ρωτούσαμε γιατί δεν έκανε και σοκολάτα, μας έλεγε ότι «το βλέπουν σκούρο οι Ποριώτες και δεν το τρώνε!!» Μετά το 1936 άνοιξε και ένα άλλο, του Μάρκου (κοντά στο σημερινό σινεμά) που έκανε θαυμάσιους λουκουμάδες.
Τα καφενεία ήταν τυπικά τουρκο-ελληνικά· οι διάφοροι θαμώνες, γέροι και νεότεροι, οι περισσότεροι ντυμένοι με βλάχικα και με φέσια, περνούσαν ώρες καπνίζοντας ναργιλέδες, ο καθένας τους ξαπλωμένος τουλάχιστον σε τρεις καρέκλες.
Τα βαπόρια ήταν λίγα· ένα το πρωί μέρα παρά μέρα, έπειτα το «Υδράκι» κάθε μέρα· αργότερα, ο «Πόρος» ερχόταν κάθε βράδυ και ανήκε σε κάποιον Παπαδόπουλο, ο οποίος δώρισε και το ρολόι, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή του χωριού. Στα πιο παλιά χρόνια, δύο βαπόρια έκαναν τη διαδρομή και συναγωνίζονταν στον Πειραιά για να μαζέψουν επιβάτες προσφέροντας φθηνό εισιτήριο και «μία μακαρονάδα τζάμπα». Τα καράβια δεν πλεύριζαν όπως σήμερα και οι βάρκες έβγαιναν όλες σε προϋπάντησή τους για να ξεφορτώσουν ανθρώπους και μπαούλα. Μόνο λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κτίστηκαν οι αποβάθρες και πλεύρισαν τα πλοία. Αποζημιώθηκαν εν μέρει οι βαρκάρηδες.
Όλα όμως τότε ήταν σε πιο μικρή κλίμακα, πιο οικογενειακά, πιο φιλικά. Ξέραμε όλους τους βαρκάρηδες με τα ονόματά τους, επίσης και τους καπετάνιους των καραβιών. Ο ένας μάλιστα, ο Καπετάν Σταμάτης της «Πτερωτής», θεόρατος, ψηλός και τετράπαχος, μας διηγήθηκε ότι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα γερμανικό υποβρύχιο τους είχε αιχμαλωτίσει αλλά αυτόν τον άφησαν διότι δε χωρούσε να μπει από την μπουκαπόρτα του πυργίσκου του υποβρυχίου. Τέτοια ήταν η περιφέρεια της... κοιλιάς του, που εύκολα τον πίστεψα!!!
Η «Μοσχάνθη», ένα άλλο καράβι, γύρω στο 1932 έφευγε από τον Πόρο στις 7 το βράδυ και άμα είχαμε να ταξιδέψουμε, ερχόταν να μας πάρει μπροστά στη Γαλήνη· ήταν παλιό γιωτ ενός Άγγλου με πλατύ πρυμναίο κατάστρωμα όπου μας σερβίριζαν σε τραπεζάκια με κάτασπρα κολλαρισμένα τραπεζομάντιλα πολύ καλό βραδινό φαγητό.
Και το Προγυμναστήριο ήταν ωραιότερο. Πολλή κίνηση με τις τετράκωπες και εξάκωπες λέμβους, που πηγαινοέρχονταν· οι διαταγές δίνονταν με τη σάλπιγγα και όχι με τις σημερινές αγριοφωνάρες από το μεγάφωνο, η έπαρση και υποστολή της σημαίας γίνονται επίσης με ειδικό σκοπό από τις σάλπιγγες και το βράδυ η ορχήστρα του Προγυμναστηρίου, με έναν αξιόλογο μαέστρο, έπαιζε σιγανά την «Προσευχή» –έναν γλυκό ύμνο από την Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία. Το έθιμο είχε καθιερωθεί από την εποχή του Όθωνα και καταργήθηκε λίγα χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Πολέμου.
Εκεί που μέχρι τελευταία ήταν αγκυροβολημένος ο «Αβέρωφ», βρισκόταν η παλιά φρεγάτα «Ελλάς» –θαυμάσιο ιστορικό ξύλινο καράβι, το οποίο είχε πάρει μέρος σε ναυμαχίες του 1821. Ένα ωραίο γλυπτό με μορφή σειρήνας, στόλιζε το ακρόπρωρό του. Περνούσαμε από κάτω με το βαρκάκι μας και την κοιτάζαμε με δέος. Δυστυχώς, δεν έδιναν τότε την προσοχή που έπρεπε για τη διατήρηση των πλοίων και ένα ωραίο πρωί η φρεγάτα εξαφανίσθηκε: είχε σαπίσει και βουλιάξει. Νομίζω πως αργότερα την ανέλκυσαν και το ακρόπρωρο τοποθετήθηκε σε κάποιο από τα Ναυτικά Μουσεία.
Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπέφερε ευτυχώς η Γαλήνη πολύ.
Οι Γερμανοί, έχοντας το Προγυμναστήριο, δεν την επέταξαν. Μόνο ένα από τα δύο πιάνα μας πήραν. Εκείνο τον χειμώνα, η Μητέρα και ο Πατέρας έμειναν στον Πόρο για να προφυλάξουν το σπίτι, άμα ήλθαν λοιπόν δύο Γερμανοί, μαζί με τον διερμηνέα, η Μητέρα για να σώσει το ρωσικό πιάνο (το είχε φέρει το 1919 από τη Σεβαστούπολη ο Πατέρας, όταν με το αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» είχε πάει να σώσει τους Έλληνες της Ρωσίας, οι οποίοι έφευγαν κυνηγημένοι από τους Μπολσεβίκους), κάθισε να παίξει βάζοντας την «σουρντίνα» για να μην έχει καλό ήχο και είπε: «Russe nicht gut». Πήραν λοιπόν το άλλο και νευριασμένη η Μητέρα λέει στο διερμηνέα: «Το θέλει ο Γερμανός Διοικητής για να χορεύει με τη φιλενάδα του». Γι’ αυτό την τιμώρησαν και επί ένα μήνα δεν της έδιναν την άδεια που ήταν απαραίτητη τότε για να ταξιδέψει στον Πειραιά. Έφυγε ο Πατέρας διότι είχε δουλειά, εκείνη έμεινε μόνη, αλλά είχε βγάλει το άχτι της.
Μόλις και γλίτωσε η Γαλήνη όταν οι Ιταλοί έριξαν μια βόμβα στο κότερο του Μπενάκη που ήταν αγκυροβολημένο 300 μέτρα μπροστά στο σπίτι. Μόνο τα τζάμια έσπασαν και ξεκόλλησε και χώρισε στα δύο η πλάκα με το όνομα «ΓΑΛΗΝΗ». Δυστυχώς οι περισσότερες ζημιές έγιναν άμα στην απελευθέρωση κατοίκησε για λίγο ο Αγγλικός στρατός. Έκαψαν βιβλία για να ανάψουν φωτιά, έγραψαν στους τοίχους και στις πόρτες. Τα χειρότερα όμως έκαναν οι Ποριώτες, τους οποίους χρησιμοποίησαν οι Άγγλοι για να τους υπηρετήσουν. Αυτοί άδειασαν ό,τι μπορούσαν: λινά, μαχαιροπίρουνα, πιάτα, ωραιότατες λεκάνες και κανάτες από πορσελάνη τις οποίες είχε φέρει η Νόνα από την Αγγλία κλπ.
Η καημένη η Γαλήνη γέρασε και πάλιωσε. Δύσκολη η συντήρηση, λίγα τα χρήματα και ιδίως δυσεύρετοι οι εργάτες.
Τη χάρη της και την αρχοντιά της την κρατά όμως πάντοτε και όσοι κουνώντας το κεφάλι τους απορούν ή ίσως μας ψέγουν για τις επισκευές που δε γίνονται, ενδόμυχα τη θαυμάζουν και πολλοί θα επιθυμούσαν να την είχαν.
Γκρίνιες και χαρές, δυσκολίες και ημέρες ηρεμίας, φουρτούνες αλλά και γαλήνη, σαν το όνομά της, αυτό μας πρόσφερε και μας προσφέρει ακόμη «το κόκκινο σπίτι του Βουνού», όπως το ονόμασε στα βιβλία της η Ιουλία Δραγούμη.
Αθήνα, Δεκέμβριος 1987
Βλέπω ξαφνικά ότι πέρασαν ήδη 10 χρόνια από τότε που έγραψα αυτή την ιστορία. Όπως το ήλπιζα και προς μεγάλη μου χαρά έφθασε η έβδομη γενεά. Γι’ αυτό προτίθεμαι να γράψω μία συνέχεια.
Άλεξ Ζάννου, Αύγουστος 1997
Και τα νεότερα χρόνια
(Άλεξ Ζάννου, Η ιστορία της Γαλήνης. Αδημοσίευτο)