Γεννήθηκα στο Κάιρο της Αιγύπτου από πατέρα Βολιώτη και μάνα Χιώτισσα, στις 9 του Μάη του 1918. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι πολλά πράματα, παρά μόνο αμυδρά τους περιπάτους μας με τις μεγαλύτερες αδελφές μου και τη μητέρα μου στα πάρκα της πόλης, ή όταν πηγαίναμε και χαζεύαμε ώρες ολόκληρες στη γέφυρα του Νείλου που άνοιγε για να περάσουν τα καράβια και ξανάκλεινε για να περάσουν αυτοκίνητα και κάρα.
Για το πώς βρεθήκαμε εκεί και πώς ήταν η ζωή μας, μάθαμε κυρίως από αφηγήσεις της μητέρας μας. Μας διηγόταν πως ο πατέρας μου την είχε κλέψει από το πατρικό της στη Χίο, και επειδή και οι δυο οικογένειες, και του πατέρα αλλά και της μητέρας, δεν ενέκριναν αυτόν τον δεσμό, αναγκάστηκαν να μεταναστέψουν στην Αίγυπτο που ζούσε η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μας με την οικογένειά της. Τότε πολλοί Έλληνες ζούσαν στην Αίγυπτο και πολλοί Εβραίοι.
Βοήθησαν τον πατέρα μου για δουλειά και πιάστηκε πολύ γρήγορα, και με τη βοήθεια της εκεί εβραϊκής κοινότητας άνοιξε μια μικρή βιοτεχνία για πλεκτά και τρικό. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και σιγά σιγά μεγάλωνε η επιχείρηση και εργάζονταν σ’ αυτήν πενήντα εργάτριες. Το προϊόν γινόταν ανάρπαστο στην αγορά. Η ζωή μας ήταν ευχάριστη και ήμασταν, όπως έλεγε η μαμά, ευτυχισμένοι. Αλλά ο πατέρας μου ―σχεδόν αγράμματος, είχε βγάλει με το ζόρι τη δευτέρα δημοτικού, όπως έλεγε― έμπλεξε με μια παρέα πλουσίων Εβραίων και Αράβων και έπαιζαν χαρτιά. Η μητέρα μου και οι δικοί της τον συμβούλευαν να αφήσει τα χαρτιά και να αφοσιωθεί περισσότερο στην οικογένεια, στα παιδιά και στη δουλειά του.
Ήμασταν τότε τέσσερα παιδιά με διαφορά ηλικίας λιγότερο του ενάμιση χρόνου, τρία κορίτσια κι εγώ ο τέταρτος, ο κανακάρης, που με τις εντολές του πατέρα έπρεπε να μου κάνουν όλα τα χατίρια. Η μητέρα εργαζόταν σκληρά με τα τέσσερα παιδιά και το νοικοκυριό, ενώ ο πατέρας μόνον χρήματα της έδινε, κι αυτά μετρημένα, για να ξοδεύει για τις ανάγκες του σπιτιού, ενώ του ίδιου καρφί δεν του καίγονταν πώς τα φέρνει βόλτα μόνη της η καημένη. Ήταν πολύ στοργική και καλή και ό,τι δεν γνώριζε από τις δουλειές του νοικοκυριού τής το μάθαινε η αδελφή της. Ευτυχώς που ο πατέρας δεν ήταν ιδιότροπος στο φαΐ και έτρωγε ό,τι του προσφερόταν ή έτρωγε έξω και έλεγε ότι δεν πεινάει.
Πολλές φορές έφερνε και την παρέα του στο σπίτι για να παίξουν χαρτιά και η μητέρα κόβονταν να τους περιποιηθεί και έλεγε, ασφαλώς έτσι και καλύτερα θα περιποιούνταν τον πατέρα μας στα σπίτια τους, όταν πηγαίνουν εκεί για παιχνίδι. Τα υπόμενε όλα αυτά η μητέρα, μα και πάλι τον συμβούλευε, αλλά αυτός αλλού βρέχει, ήλπιζε να πιάσει την καλή, όπως έλεγε, δηλαδή να κερδίσει, αλλά το κακό δεν άργησε να έλθει. Τα έχασε όλα, και εργοστάσιο και σπίτι και όλες τις οικονομίες που είχε. Από τη ντροπή του δεν ήξερε τι να κάνει και υποχρεώθηκε, με τη βοήθεια της εβραϊκής Κοινότητας πάλι και της ελληνικής παροικίας, να βγάλουμε τα εισιτήρια για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα όπου ζούσαν άλλα τέσσερα αδέλφια του πατέρα μου και ο παππούς, και ήλπιζε πως θα τον στήριζαν. Η οικογένεια της μητέρας μου στην Αίγυπτο τον είχε αποκληρώσει για τις πράξεις του και όχι μόνο δεν μας βοήθησαν, αλλά ούτε και ήρθαν στο λιμάνι να μας αποχαιρετήσουν. Και να ’μαστε, αντίο Αίγυπτος, και ταξιδεύουμε με το καράβι για τη μητέρα Ελλάδα.
Κάιρο
(από το βιβλίο: Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς, Έλληνας, Εβραίος και αριστερός, Νησίδες, 2000)