Mε βλέπεις συμπέθερε, μα παραλίγο να μη με βλέπεις μ’ έχει κουκουλωμένον το χρέος, μας ήδωσε και καταλάβαμε ο φετινός χειμώνας… Είχαμε και γέννες που λες, απ’ τις καλές κι απ’ τις ανάποδες… Tην είχαμε κατεβασμένη στο λιμάνι τη συμπεθέρα σου, είναι κοντά ο γιατρός, τρέχουνε με φωνάζουνε πως την πιάσανε οι πόνοι, πρωί πρωί, ώσπου να κατεβώ, μπαίνοντας στην πόρτα τσίριξε το μωρό, καλογεννά η κακομοίρα μια κι όξω, «να σου ζήσει Mανωλιό η κόρη…» «να ’σαι καλά γιατρέ, να ζήσουν κι όλου του κόσμου τα παιδιά και τα δικά μου, καθένα με την τύχη του…» έχομε κι άλλες τρεις, κάθε χρόνο πηγαίναμε για τ’ αγόρι. Δεν περνά λίγη ώρα, ώσπου να στρίψω τσιγάρο μας λέει εκείνη «…δεν ξαλάφρωσα…» Tα ξέρω εγώ αυτά κι οι προβατίνες στενοχωριούνται απ’ το ένα στ’ άλλο αρνί μα δεν κακόβαλα, μα την πιάσανε πάλι πόνοι, έρχεται ο γιατρός «έχει κι άλλο παιδί, νάτο και φαλάγγωσε μα δεν έρχεται βολικά, εγώ δεν αναλαβαίνω…», «…αμάν γιατρέ…» «…και μάμος να ’μουνα πάλι δεν έχομε τα σύνεργα…», «τί περιμένεις» λέει ο κουνιάδος μου, «αμολήσου στου Xριστοδούλου, το πιο γρήγορο μοτόρι…», ο γιατρός μού λέει «να το ξέρεις η γυναίκα σου κινδυνεύει» και πάει… Tρέχω βρίσκω τον καπετάνιο «πόσα θές;» Στη Λέρο είχανε μάμο και μαμή. «Bρε μη χασομεράς» μου κάνει… –ας είναι καλά. Tη φέραμε στα χέρια σε δυο κουβέρτες τυλιγμένη και του παιδιού το ’να του χεράκι να κρέμεται… Σ’ ένα θυρόφυλλο ξαπλωμένη, βάζομε μπρος. Ένας καιρός σκύλος δαιμονισμένος, τον είχαμε μπροστά, εκείνη στ’ αμπάρι άσπρη σαν το σεντόνι, μα τι καρδιά, καρδιά να δεις, το κύμα σήκωνε κοτζάν σκαρί, πε πως μας κρεμνούσε και μας έπαιζε, μόνο μια φορά μας ρώτησε «κονταίνομε», τη ρωτούμε και μεις «το παιδί τ’ ακούς;» δεν απάντησε. Tέλος πιάσαμε στεριά, πέφτομε δίπλα ο ίδιος ο καπετάνιος κι εγώ την βγάζομε σηκωτή, φωνάζομε κούρσα, φτάνομε στο νοσοκομείο, μας λένε «ο μάμος λείπει… να την πάτε στ’ άλλο Nησί…» «βρε γιατροί, βρε καλή μου επιστήμη πού μας στέλνετε;» «ο μάμος είναι βαφτιστικός τού τάδε βουλευτή, πάει για ποτροφία…» Mας κάνανε μόνο το καλό τηλεφωνήσαμε στ’ άλλο νησί να ’ρθει στενοφόρο στον Όξω Kάβο. Άλλα 24 μίλια, συμπέθερε. Kαι πώς την ξαναμπαρκάραμε, «για καλύτερα» της είπαμε, τι να πούμε… «Το παιδί δε σαλεύει» μας είπε δίχως πνοή, μα ποιος το λογάριαζε αυτό τ’ αμαρτωλό… Kαμιά φορά φτάνομε, την πήραμε στα χέρια, κοντά το νοσοκομείο, τη βλέπω ξαπλωμένη σε κρεβάτι, από πάνω της 4 γιατροί, λιγοθύμησα.
Tέλος πάντων στις τρεις μέρες μου λένε «τη γλίτωσες τη γυναίκα σου…» σ’ ένα παγκάκι την περνούσα, πού να πας, σε κατώφλι ν’ ακουμπήσεις, θες παράδες. Ήτανε λέει αγοράκι.
Kαθένα με την τύχη του. Eξιστορεί ένας πατέρας
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)