Κατοχή σε όλη την Ελλάδα και σε λίγο το φάσμα της πείνας άρχισε να απλώνεται παντού, κάνοντας θραύση κυρίως στις πόλεις.
Οι οικονομίες που είχαν οι άνθρωποι στις τράπεζες χάθηκαν, τα βασικά είδη διατροφής εξαφανίστηκαν από την αγορά και το κοκκαλιάρικο χέρι του θανάτου άρχισε το απαίσιο έργο του. Έβλεπες στους δρόμους της Αθήνας ανθρώπους σκελετωμένους, κυρίως γέρους και παιδιά, να απλώνουν τα χέρια τους εκλιπαρώντας για βοήθεια, φωνάζοντας σπαρακτικά με όση δύναμη τους είχε απομείνει. Πεινάω, πεινάω… Αυτόπτης μάρτυς ο αδελφός μου.
Όμως επειδή ένα κακό ποτέ δεν έρχεται μόνο του, ακόμη και η φύση, εκείνη τη χρονιά υπήρξε εχθρική προς όλους μας.
Θυμάμαι, τα σιτάρια μας είχαν κάτι μικρά, καχεκτικά στάχυα, με ελάχιστο καρπό κι έγιναν τόσο χαμηλά, που τα περισσότερα τα κόψαμε χωρίς δρεπάνι, απλά με τα χέρια μας, καθώς ήταν ξερά και σπάζανε εύκολα οι καλαμιές. Η αλωνιστική μηχανή δε βγήκε για το αλώνισμα των σιτηρών κι έτσι οι Ελατειώτες κατέφυγαν σε παλαιότερες μεθόδους.
Άλλοι «βάραισαν τσιατμά», δηλαδή αλώνισαν με άλογα δεμένα με τριχιά και κινούμενα γύρω από έναν πάσσαλο, στημένο στο κέντρο του αλωνιού.
Εμείς αλωνίσαμε με δοκάνη (αρκάνη), ένας είδος σβάρνας που ουσιαστικά ήταν μια πλατιά και βαριά σανίδα, η οποία στην κάτω επιφάνειά της είχε μπηγμένες σκληρές, κοφτερές πέτρες και μεταλλικές λεπίδες.
Κοντά στο κοκκινόχωμα, απ’ όπου αρκετές Ελατειώτισσες προμηθεύονταν χώμα για να παλαμίσουν τα χωματένια πατώματα των σπιτιών τους αναμειγνύοντάς το στο νερό με βοϊδοβουνιές, και προς την πλευρά του βουνού, οι δικοί μου βρήκαν ένα ίσιο μέρος, το σκούπισαν κι εκεί άπλωσαν κυκλικά τα δεμάτια του σιταριού, που στη συνέχεια τα έλυσαν και τα σκόρπισαν σε όλο το αλώνι. Μετά, ανέβηκε ο πατέρας μου στη δοκάνη που την έσερναν τα δυο γαϊδούρια μας, αφού τα βόδια είναι ακατάλληλα γι’ αυτή τη δουλειά, κι έκαναν γύρους πατώντας τα, μέχρις ότου ο καρπός του σιταριού βγήκε από τα στάχυα.
Τότε, συσσώρευσαν σιτάρι και άχυρο σε μια πλευρά του αλωνιού και αφού φυσούσε αέρας τα λύχνισαν και στο τέλος πέρασαν το σιτάρι από το δερμόνι.
Ακόμη, έκαναν την εμφάνισή τους σύννεφα από ακρίδες που στο πέρασμά τους δεν άφησαν τίποτα πράσινο, αφού κατέτρωγαν όλα τα φύλλα από δένδρα και φυτά.
Έλεγαν ότι οι Γερμανοί είχαν βάλει σκούπες πάνω από τις ρόδες της μηχανής των τρένων, για να τις απομακρύνουν και να μην εκτροχιάζονται εξ αιτίας τους. Οι κότες πάλι για πρώτη φορά άρχισαν να αρρωσταίνουν και να ψοφούν και μάλιστα ομαδικά, αφού δεν υπήρχαν εμβόλια.
Τότε άρχισαν να καταφθάνουν, κυρίως από την πρωτεύουσα, καραβάνια από άνδρες και γυναίκες που αντάλλασσαν τα υπάρχοντά τους με σιτάρι, καλαμπόκι ή λάδι. Είδος με είδος, όπως έλεγαν. Τους χαρακτήρισαν και αυτούς μαυραγορίτες και όμως οι πιο πολλοί ήταν άνθρωποι αξιοπρεπείς, νοικοκυραίοι, μέλη οικογενειών κυρίως δημοσίων υπαλλήλων, που πεινούσαν, αφού με το πληθωριστικό χρήμα που έπαιρναν, δεν μπορούσαν να αγοράσουν σχεδόν τίποτα. Για παράδειγμα, θα αναφέρω ότι πριν από την Κατοχή ένα αβγό είχε μία δραχμή, ενώ προς το τέλος πουλιόταν προς εφτακόσια δισεκατομμύρια! Τον Απρίλιο του 1941 μία οκά ψωμί είχε δέκα δραχμές και το Σεπτέμβριο του 1944 εκατόν πενήντα τρία εκατομμύρια δραχμές. Τον τελευταίο αυτό χρόνο της Κατοχής κυκλοφόρησε χαρτονόμισμα των δέκα δισεκατομμυρίων!
Αρκετοί δάσκαλοι και καθηγητές αναγκάσθηκαν να μαζέψουν στάχυα για να ζήσουν και οι ουρές στα συσσίτια ήταν ατέλειωτες. Όσο για τα είδη υποδήσεως, επειδή η πενία τέχνες κατεργάζεται, όρα αρχαίους προγόνους, αφού τα πέτσινα παπούτσια εκείνον τον καιρό στοίχιζαν πανάκριβα, έκαναν την εμφάνισή τους τα τσόκαρα, καθώς και παπούτσια με ξύλινα πέλματα, που τα φορούσαν κυρίως γυναίκες και παιδιά. Πολλοί άνδρες κυκλοφορούσαν με κάτι βαριά άρβυλα, που το καθένα ζύγιζε σχεδόν ενάμισι κιλό από τις πρόκες που είχε καρφωμένες πάνω στη σόλα και το μεγάλο πέταλο στο τακούνι. Άλλοι πάλι είχαν βολευτεί με τσαρούχια ή άλλα υποδήματα, που για σόλες είχαν καουτσούκ ή λάστιχα από παλιές ρόδες αυτοκινήτων. Επίσης, για αρκετά χρόνια αργότερα, θυμάμαι, φορούσαμε παπούτσια που στα τακούνια και στις μύτες τους είχαν πεταλάκια.
Μόνον η οικογένεια του Θόδωρου Πραγκαφύλλη, ενός ανθρώπου που μπορούσε να διανύσει μια απόσταση είκοσι χιλιομέτρων σε μισή ώρα, είχε αλλάξει προς το καλύτερο. Μια ημέρα, η μητέρα μου συνάντησε στο δρόμο τη γυναίκα του, Ελένη, με το γιο της Νίκο και δεν πίστευε στα μάτια της. Είχαν παχύνει και οι δυο και έσφυζαν από ζωή, ώστε δεν κρατήθηκε και τη ρώτησε:
– Καλά πώς τα καταφέρατε εσείς και παχύνατε;
– Να σου πω, της είπε η Λενιώ. Τα άλλα χρόνια δίναμε σχεδόν όλο το γάλα μας από τα πρόβατα στο γαλατά, για να παίρνουμε χρήματα. Τώρα το κρατάμε εμείς. Κάθε μέρα ρίχνω μέσα στο γάλα λίγο αλεύρι, φτιάχνω κουρκούτι και το τρώμε!
Πολλοί άνθρωποι των πόλεων την ίδια εποχή κατέφυγαν στα χωριά και στο διπλανό σπίτι της νουνάς μου εγκαταστάθηκε η οικογένεια του Λάμπρου Αραχωβίτη, συγγενή της από τη Λάρισα, που είχε τέσσερα αγόρια. Ο πατέρας ήταν τσαγκάρης και άρχισε να ασκεί αμέσως το επάγγελμά του. Θυμάμαι αρκετές φορές ερχόταν στο σπίτι μας και συζητούσαν με τον πατέρα μου κυρίως πολιτικά θέματα και ήταν πάντα τόσο ενδιαφέρουσα η συζήτηση, ώστε δεν είχε τελειωμό. Η Φροσύνη, η γυναίκα του, έχανε την υπομονή της και στην αρχή έστελνε το μικρό γιο τους, το Χαράλαμπο, για να τον φωνάξει.
– Καλά, έρχομαι αμέσως, έλεγε εκείνος και συνέχιζε την κουβέντα. Μετά, κατά σειράν ηλικίας, ερχόταν ο Βασίλης, ύστερα ο Γιώργος, μετά ο Τάσος και στο τέλος η ίδια η γυναίκα του. Σε κάθε κλήση σηκωνόταν, πλησίαζε την πόρτα με την πρόθεση να φύγει, αλλά όλο και κάτι έβρισκε που τον υποχρέωνε να ξανακαθίσει. Κάποια μέρα μάλιστα είχε φθάσει μέχρι την εξώπορτα και ξαναγύρισε, γιατί κάτι είχε θυμηθεί!
– Που λέτε, κύριε Σιναπλίδη, πιστεύω ότι, αν η Αγγλία ήθελε να βοηθήσει… και πάει λέγοντας… Ήταν μια καλή, ήσυχη οικογένεια, που δε δημιούργησε ποτέ πρόβλημα.
Σχεδόν παράλληλα με την Κατοχή, άρχισε να αναπτύσσεται και το αντιστασιακό κίνημα. Πρώτος ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας, την 11η Ιουνίου 1941, ίδρυσε την οργάνωση με την ονομασία Ε.Δ.Ε.Σ.
Ακολούθησαν οι κομμουνιστές και στην Ελάτεια άρχισαν να γίνονται πολύ τακτικά συγκεντρώσεις στο σχολείο μας, με κύριο ομιλητή το συγχωριανό μας δικηγόρο, Αρσένη Συρμακέζη, που έλεγαν ότι ήταν περιφερειάρχης και καθοδηγητής.
Κατοχή, Αντίσταση και Αγώνας επιβίωσης
(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)