Κάτω στον κάμπο των Γιαννιτσών στην κωμόπολη Κρύα Βρύση έδρευε μόνιμα ένα τάγμα εθνοπροδοτικό με διοικητή έναν Έλληνα συνταγματάρχη, ονόματι Πούλιος, ήτο πολύ γερμανόφιλος και στενός συνεργάτης των.
Όλο το τάγμα του, το ίδιο και αυτός, ήταν ντυμένο με στολές, εξοπλισμένοι δε όλοι στην εντέλεια, όπως ήτο κάθε Γερμανός στρατιώτης. Πορευόταν πάντα στην εκτίμηση των Γερμανών από τους παουτζήδες. Είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Αποτελούνταν από καθάρματα του υπόκοσμου, χασικλήδες, κλέπτας, εκβιαστάς και εραστάς των οίκων ανοχής, ήτο καθαρά ένα μισθοφορικό τάγμα που ανταποκρινόταν πλήρως στις εντολές των Γερμανών. Από πληροφορίες των πολιτικών οργανώσεων και του τύπου το τάγμα αυτό θα μετακινούσε την έδρα του απ’ την Κρύα Βρύση για τη Θεσσαλονίκη, μια μέρα που ξημέρωνε Πέμπτη.
Στο τάγμα μας ανετέθη η ενέδρα που θα του στήναμε κατά τη διαδρομή, ενέδρα όμως δύσκολη, πολύ δύσκολη, στο βάθος του κάμπου με έδαφος ταψί και απάνω σε τρεις δημόσιους δρόμους προς Έδεσσαν, προς Γιαννιτσά και προς Θεσσαλονίκη, και οι τρεις αυτές μικρές πόλεις διατηρούσαν γερμανικές μονάδες που ήταν όλες πολύ κοντά.
Στον κόμβο των τριών δρόμων ήτο ένα μικρό χωριό που ονομάζονταν Καρυώτισσα, εκεί θα στήναμε την ενέδρα μας, που ποτές δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα φθάναμε τόσο κοντά του ο Πούλιος.
Ξεκινήσαμε απ’ το λημέρι μας, με τη δύση του ήλιου κατεβαίνουμε τα υψώματα και μόλις σκοτείνιασε, πήραμε τον δρόμο του κάμπου. Στον λόχο μας ανετέθη η επιχείρηση, ήταν η σειρά του, αθόρυβα κατά τις έντεκα και κατά διαστήματα μικρά-μικρά τμήματα μπαίναν στο χωριό, λέω κατά διαστήματα διότι τύχαινε να έρχεται από μακριά κανένα αυτοκίνητο που με τα φώτα του θα έβλεπε τις κινήσεις μας και ήταν τρεις οι δρόμοι, εδέησε να περάσουμε όλοι με πολλή προφύλαξη και μπήκαμε βαθιά μέσ’ το χωριό.
Τακτοποιούνται οι διμοιρίες κατά τομείς, ο κάθε διμοιρίτης τακτοποιεί τους άνδρες του, ακροβολισμένους και εν αναμονή, είχα πάλι την τρίτη διμοιρία, ακροβολισμένους τους άνδρες μου στη νότια πλευρά του χωριού. Ο ταγματάρχης Αποστόλου υπολογίζει λίγη τη δύναμη ενός λόχου για την επιχείρηση αυτή και στέλνει κατά τα χαράματα μια διμοιρία του ενδεκάτου λόχου για ενίσχυση, ενώ αυτός σκορπά το υπόλοιπο τάγμα του σε ενέδρες στους τρεις δρόμους, τυχόν ενισχύσεως του Πούλιου απ’ τους Γερμανούς.
Τη διμοιρία του ενδεκάτου λόχου την τοποθετεί ο λοχαγός πισώπλατα απ’ τις θέσεις του λόχου του δεσπόζοντας τις πλάτες μας και τον δρόμο της Θεσσαλονίκης.
Μόλις πήρε να χαράζει ανεβαίνουμε με τον λοχαγό μου Βάλσαμο Βαλσαμίδη, μόνιμος ανθυπασπιστής, στη σκεπή μιας καλοφκιασμένης αχερώνας, με τα κιάλια του βλέπει ο λοχαγός κινήσεις στον καταυλισμό του Πούλιου, είχε σημάνει το εγερτήριό τους και μέσ’ την ησυχία της αυγής το ακούσαμε και εμείς. Κατσούφης ο καιρός, κατάλληλος για πορεία, κατεβαίνει ο λοχαγός απ’ τη σκεπή, αφήνει τα κιάλια του σε μένα, πάω να επιθεωρήσω τους άνδρας έναν-έναν μη τυχόν κανέναν τον πήρε ο ύπνος.
Τους υπενθυμίζει ξανά να μην βιασθεί και ρίξει κανείς προτού δώσει αυτός το σύνθημα και προδοθούν οι θέσεις μας, τους επαναλαμβάνει να αφήσουν την εμπροσθοφυλακή τους να μπει στον κλοιό του δρόμου προς τη Θεσσαλονίκη, έχω τοποθετήσει, τους λέει, μια διμοιρία του ενδεκάτου λόχου, αυτή θα περιποιηθεί την εμπροσθοφυλακή τους. Σύνθημα ενάρξεως της επιχείρησης μια κόκκινη φωτοβολίδα. Ξανανεβαίνει στη σκεπή, σε όλο αυτό το διάστημα παρακολουθούσα τας κινήσεις των με τα κυάλια, συντεταγμένο όλο το τάγμα κατά τριάδες βαδίζει πάνω στο δημόσιο δρόμο και έρχεται προς εμάς, αγουροξυπνημένοι οι κάτοικοι του χωριού βλέπουν μέσα στις αυλές, στις αχερώνες των πρωί-πρωί αντάρτας ακροβολισμένους, τους συνιστούν να μην βγουν απ’ τα σπίτια τους και να ’ναι όλοι ξαπλωμένοι στα πατώματα των δωματίων των να μην βρει καμμιά αδέσποτη κανέναν.
O Πούλιος με το άλογο καβάλα στη μέση της φάλαγγας διευθύνει την πορεία. H εμπροσθοφυλακή, καμμιά εικοσαριά, έφτασε στα τριακόσια μέτρα, αρχίζει η αγωνία μας, ενώ λουφάζουμε ακίνητοι, προχωρεί, μπαίνει στον κλοιό μας.
Πυκνά μαύρα σύννεφα σκέπασαν τώρα τον ουρανό, ενώ η εμπροσθοφυλακή στρίβει δεξιά και παίρνει τον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη, η ώρα θα ’ταν εφτάμιση όταν ο κύριος όγκος του τάγματος του Πούλιου έφτασε στα διακόσια περίπου μέτρα, ρίχνεται η κόκκινη φωτοβολίδα ενάρξεως της επιχειρήσεως, πυκνά πυρά πέφτουν απ’ όλες τις κατευθύνσεις, ο αιφνιδιασμός μας σκορπά τον θάνατο στους ανυποψίαστους ανιχνευτές, εμπροσθοφυλακή και τον κύριο όγκο του τάγματος ώσπου να σκορπισθούν και να πέσουν πρηνηδόν, πισώπλατα μας έρχονται πυρά της εμπροσθοφυλακής άσκοπα, πισώπλατα δέχεται τα πυρά της διμοιρίας του ενδεκάτου λόχου που τοποθέτησε ο λοχαγός, στη σύγχυση αυτή μάς δημιουργούν ένα τραυματία του ενδεκάτου. Η μάχη άναψε για καλά, ο Πούλιος ξαπλωμένος κάτω ρίχνει συνέχεια πράσινες φωτοβολίδες ενισχύσεως προς Έδεσσαν και Γιαννιτσά. Οι Γερμανοί ειδοποιούν με τον ασύρματο τη Θεσσαλονίκη, διότι τις τηλεφωνικές γραμμές τις είχαμε κόψει τη νύχτα, σε μια ώρα το πολύ μπορούν να φθάσουν ενισχύσεις από εκεί, η μάχη φτάνει στο αποκορύφωμά της, γερμανικές ενισχύσεις πρόλαβαν απ’ την Έδεσσα και τα Γιαννιτσά, καθηλώνονται όμως απ’ τις στημένες ενέδρες μας, ρίχνεται η φωτοβολίδα συμπτύξεως, η ώρα εν τω μεταξύ έφτασε δέκα, δυόμιση συνεχείς ώρες μάχη μέσα στον κάμπο και σε τρεις δημόσιους δρόμους, ο λοχαγός είχε φροντίσει και έστειλε με το άλογό του τον τραυματία για το αναρρωτήριο. Ακροβολισμένοι στοιχία-στοιχία παίρνουμε τροχάδην τον δρόμο της σύμπτυξης, πέφτουν οι πρώτες χοντρές σταγόνες στα μούτρα μας, μας δροσίζουν για λίγο, περνάμε τον δημόσιο δρόμο και συνεχώς τρέχουμε να μπούμε σε απυροβόλητο έδαφος, η απόσταση για να πιάσουμε το βουνό είναι μεγάλη, το έδαφος ταψί, ούτε και οι δικοί μας μπορούν να υποστηρίξουν τη σύμπτυξή μας.
Πάνω σ’ αυτή την κούραση και την αγωνία καταφθάνουν τα αυτοκίνητα απ’ τη Θεσσαλονίκη γεμάτα Γερμανούς στρατιώτας, οι ενισχύσεις ήλθαν, κατεβαίνουν βεβιασμένοι να λάβουν θέσεις, ευτυχώς οι τελευταίοι που ήμασταν με τον λοχαγό μαζί βρεθήκαμε σε ένα χωράφι που ήτο δυο πιθαμές χαμηλότερο απ’ το όλο έδαφος και καλυφθήκαμε απ’ τα πυκνά φαρμακερά πυρά των Γερμανών, απαντούν οι δικοί μας πάνω από εμάς για να μην προχωρήσουν, οι σφαίρες σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, εμείς λουφάζουμε ακίνητοι, αν έχουν μαζί τους όλμους, μου λέει ο λοχαγός, θα γίνουμε μακαρίτες.
Πάνω σ’ αυτή την απόγνωση ξεσπά μια καταρρακτώδη βροχή που έρριχνε με το τσουβάλι, τα πυρά σταματούν εκατέρωθεν, ούτε βλέπουμε καλά απ’ την καταρρακτώδη βροχή. Θεϊκή ευκαιρία για να γλυτώσουμε, φωνάζει ο λοχαγός, μπρος όλοι όρθιοι και τροχάδην, πίσω απ’ όλους ο λοχαγός παρακολουθεί μη μείνει κανείς από εξάντληση, η βροχή συνεχίστηκε μια ώρα, ήταν ασφαλώς μια θεϊκή προσφορά Του στον τίμιο αγώνα που κάναμε για την πατρίδα και τον λαό μας.
Άλλως θα ήμασταν όλοι μας μακαρίτες.
Στον τόπο που γεννήθηκε ο Μεγαλέξανδρος, στην αρχαία Πέλλα της Μακεδονίας, συνέπεσε και εκεί να δώσουμε μάχη και να γνωρίσω τον τόπο αυτόν. Τελειώνοντας ο πελώριος κάμπος των Γιαννιτσών επάνω στον δημόσιο δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη, βρίσκεται η αρχαία Πέλλα, εκεί μάθαμε απ’ το σχολειό ότι γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, τα ολίγα εναπομείναντα δείγματα που είδα την εποχή εκείνη στα 1944, χορταριασμένα γκρεμισμένα τείχη, σπασμένες στρογγυλές και τετράγωνες μικροκολώνες, σκορπισμένες δώθε-κείθε, δείχνουν περίτρανα την ύπαρξη της αρχαιότητας.
Για την εποχή που περιγράφω τη διήγησή μου υπήρχαν δυο Πέλλες, η αρχαία που ονομάζετο παλαιά Πέλλα και η νέα Πέλλα, το ένα με το άλλο χωριό απείχε περί το ένα χιλιόμετρο, τα διαχώριζε μια ανεπαίσθητη χαράδρα, πιθανόν σήμερα να έχουν ενωθεί με την αύξηση του πληθυσμού. Στην ιστορική λοιπόν αυτή αρχαία πόλη διεδραματίσθη η μάχη που παρακάτω αφηγούμαι.
Μετά τη σκληρή περιπέτεια της μάχης με τον Πούλιο το τάγμα μας έμεινε σε τριήμερη αδράνεια για να ξεκουρασθούμε, καθαρισθούμε εμείς και τον οπλισμό μας. Την περίοδο εκείνη όλα τα τμήματά μας του συντάγματος, τάγματος, λόχων, βρίσκονταν σε διαρκή δράση και κίνηση, δεν είχε τελειώσει η προθεσμία της αναπαύσεώς μας, όταν ιππέας αγγελιαφόρος καταφθάνει απ’ το χωριό Παλαιά Πέλλα, αναφέρει ότι το χωριό τους κυκλώθηκε από ταγματασφαλίτας, λυμαίνουν το χωριό και βασανίζουν τους κατοίκους.
Κεραυνοβόλα ενεργεί ο ταγματάρχης μας Αποστόλου, το χωριό ήταν κοντά, σκορπά όλο το τάγμα σε σχηματισμό μάχης και κατευθύνεται για το χωριό, πριν ξεκινήσουν μου αναθέτει εμένα να πάρω την τρίτη διμοιρία του λόχου μας, να πάω στο γειτονικό χωριό Νέα Πέλλα λέγοντας, θα μπείτε με πολλή προσοχή στο χωριό, να ερευνήσετε μην τυχόν πήγαν και εκεί ταγματασφαλίτες και μας χτυπήσουν πισώπλατα, τα μέτρα ασφαλείας είναι βασικά και πάντα να παίρνονται για να μην δημιουργούνται άσκοπα θύματα, θα το ερευνήσεις λοιπόν καλά και θα συμπτυχθείς μετά στον λόχο σου.
Φεύγει ο ταγματάρχης με το τάγμα, φεύγω και εγώ με τη διμοιρία, το χωριό απείχε μόνον τρία περίπου χιλιόμετρα, άριστος ο οδηγός μας. Η ώρα θα ’ταν δέκα όταν μας έβγαλε από μια χαράδρα μπροστά στο χωριό, μέσ’ την χαράδρα ακροβολίζω τους άνδρες μου κατά στοιχία. Βγάζω το κεφάλι μου στο ύψος της χαράδρας για να κάνω αναγνώριση του εδάφους. Βλέπω μπροστά μου ένα αλώνι με μια μεγάλη θεμωνιά από άχερα. Όλο το έδαφος ταψί, στην άκρη του τελευταίου σπιτιού ήτο ένας φράχτης, σαν στάνη φαινόταν, στη γωνιά ένα δένδρο φουντωτό, πλάγια του δένδρου ο πλατύς δρόμος που πήγαινε μέσ’ το χωριό έχοντας σειρές σπίτια δώθε-κείθε. Το χωριό είχε ρυμοτομία, γιατί πιο πέρα άλλος δρόμος αρχινούσε. Δεν βρίσκω κατάλληλο το έδαφος, λέω στον οδηγό, είναι εντελώς ακάλυπτο χωρίς κανένα προπέταγμα ή προκάλυμμα μα είναι το συντομότερο σημείο, ισχυρίζεται, σε ένα λεπτό μπαίνουμε τροχάδην μέσ’ το χωριό, ας δοκιμάσουμε, λέω. Αποτείνομαι στους αντάρτας λέγοντας, θα προχωρήσω πρώτος, όταν φωνάξω νά ’ρθει το άλφα στοιχείο θα τρέξετε ακροβολισμένοι αραιά ο ένας απ’ τον άλλο και θα πέσετε αμέσως πρηνηδόν στο έδαφος κοντά μου, το ίδιο θα κάνει και το επόμενο στοιχείο μόλις φωνάξω, κατ'' αυτόν τον τρόπο με μικρά αλματάκια θα μπούμε στο χωριό μια που το έδαφος είναι εντελώς ακάλυπτο, εφεστώ την προσοχή σε όλους σας, να κρατήσετε την τακτική που σας υποδείχνω.
Σκυφτός τροχάδην κάνω οκτώ-δέκα βήματα τροχάδην και πέφτω κοντά σε μια πέτρα που έχω επισημάνει, νά ’ρθει αριστερά μου, φωνάζω, τροχάδην το πρώτο στοιχείο, να πέσει αμέσως κάτω πρηνηδόν. Μόλις τακτοποιηθεί το πρώτο στοιχείο, φωνάζω ξανά, το ίδιο να κάνει και το δεύτερο στοιχείο, δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση, δεχθήκαμε ριπή πολυβόλου απ’ τη γωνιά του φράχτη. Βλέπω συνάμα να πηδά απ’ το δένδρο ο ταγματασφαλίτης ανθυπολοχαγός, δίνει εντολή να βάλουν κατεπάνω μου. Είχα ευτυχώς την πέτρα προπέτασμα, οι σφαίρες των ταγματασφαλιστών και οι ριπές του πολυβόλου σφυρίζουν από πάνω μας, προσοχή, φωνάζω, μην κουνηθεί κανείς, ο εχθρός είναι μπροστά μας, φωνάζω δυνατά, το λούις να βάλει στη γωνιά του φράχτη που είναι το πολυβόλο τους.
Γερό παλληκάρι απ’ τη Γουμενίτσα ο πολυβολητής μας, παλιός αντάρτης πεπειραμένος και μπαρουτοκαπνισμένος, σκοπεύει και ρίχνει πάνω στη φωλιά στη γωνιά του φράχτη, αυτό ήταν τα μαζεύουν και φεύγουν, τρέχουν όλοι τους σύρριζα κολλημένοι στα σπίτια, κάνει ο αξιωματικός ν’ ανέβει στο άλογό του, τον ρίχνουμε, τα παρατά και τρέχει με τις κάλτσες του. Άλογο και μπότες τα απαράτησε.
Σηκώνομαι όρθιος, φωνάζω, μεγάλη προσοχή τώρα που θα μπούμε στα πρώτα σπίτια, ακροβολισμένοι πάντα να βαδίζετε και να ελέγχετε κάθε σπίτι, κάθε φράχτη, κάθε κοτέτσι, σ’ αυτά τα σημεία καιροφυλακτεί ο θάνατος.
Τρέχει ένας λεβέντης μου στη θεμωνιά, πίσω της ήταν κρυμμένος ένας ταγματασφαλίτης πού να το φαντασθούμε, του την καρφώνει στο μέτωπο και φεύγει, ώσπου να τον αντιληφθούμε χώνεται στο πρώτο σπίτι, πέφτει νεκρός το πρώτο μου παλληκάρι, φθάνομε και μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια, φωνάζω συνέχεια, προσοχή κάθε σπίτι, κοτέτσι, φράχτης, αχερώνα να ελέγχονται καλά.
Χτυπώ την πόρτα του πρώτου σπιτιού, εμπρός, ακούω μια σβησμένη φωνή, ανοίγω και τι βλέπω. Μια νεαρή γυναίκα ξαπλωμένη κάτω στο δάπεδο με το στήθος της έξω να θηλάζει το μωρό της. Με παρατεταμένο το όπλο όπως κρατούσα, με φωνάζει έλεος παλληκάρι μου. Τα πόδια μου κόπηκαν βλέποντας τη σκηνή αυτή, αστραπιαία σκέφθηκα τι φριχτές περιστάσεις περνά ο λαός μας. Συγκεντρώνομαι και της λέω, σήκω επάνω συναγωνίστρια, μη φοβάσαι, είμαστε ο ΕΛΑΣ, ήλθαμε και τις κυνηγάμε, ησύχασε τώρα και κοίταξε το παιδί σου, γεια σου, της λέω και βγαίνω αναστατωμένος και οργισμένος απ’ τη σκηνή που αντίκρυσα.
Τρομοκρατημένοι οι ταγματασφαλίτες διέσχισαν όλο το χωριό τροχάδην και βγήκαν στο δημόσιο δρόμο της Θεσσαλονίκης καλυπτόμενοι στη σκάρπα του δρόμου. Ανενόχλητοι πάνε να βρουν τα τμήματά τους, φτάνουμε στην άκρα του χωριού, ο δημόσιος δρόμος απέχει διακόσια μέτρα, αυτοκίνητα πάνε και έρχονται. Βάζω δυο επονίτας παρατηρητάς επάνω στις σκεπές αχερώνων μη τυχόν έλθουν τίποτα γερμανικές ενισχύσεις απ’ τα πυρά που ακούσανε, συγκεντρώνω τους άνδρες μου. Με το άλογο του ταγματασφαλίτη αξιωματικού, που πιάσαμε λάφυρο, στέλνω αγγελιαφόρο στην παλιά Πέλλα, βρες τον ταγματάρχη, του λέω, πες του ότι έχουμε νεκρό και έναν τραυματία, τον τραυματία τον έστειλα με κάρρο μαζί με τα πλιάτσικα που κάνανε οι ταγματασφαλίτες και τα συγκεντρώσανε στην εκκλησία, αυγά, βούτυρο, μέλι, τυρί, ψωμιά. Όλα, πες του, τα έστειλα στο αναρρωτήριο, για τον νεκρό τι να κάνω, να τον πάρουμε μαζί μας ή να τον θάψουμε εδώ στο νεκροταφείο, τρέχα, του λέω, και γλήγορα να μου φέρεις απάντηση.
Με καλπασμό φεύγει ο αγγελιαφόρος, δίπλα μου στέκεται μια επονίτισσα, μόλις έφυγε ο αγγελιαφόρος μού λέει, συναγωνιστή στο σπίτι μας κρύφτηκε ένας ταγματασφαλίτης, δεν ακολούθησε τους άλλους ενώ είχε όλο τον καιρό, με έστειλε να σας πω ότι θέλει να παραδοθεί στον ΕΛΑΣ, εντάξει πάμε, της λέω, παίρνω τρεις άνδρας μαζί μου αφού πρωτίστως τακτοποίησα τους υπόλοιπους σε θέσεις.
Φτάνουμε στο σπίτι της, φωνάζω απ’ έξω, φίλε θέλεις να παραδοθείς; Ναι, απαντά, εντάξει, του λέω, μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα εφόσον παραδίνεσαι, σήκω τα χέρια σου ψηλά και μπαίνω, ναι, απαντά, με προτεταμένο το όπλο μπαίνω, είχε τα χέρια του ψηλά, φωνάζω δυο άνδρες, του αφαιρούνε τα φυσεκλίκια, τις δυο κρεμασμένες χειροβομβίδες τύπου μιλς, το όπλο του το είχε κάτω στο δάπεδο και βγαίνουμε. Μη φοβάσαι, του λέω, εφόσον παραδόθηκες κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει, βαδίζουμε προς την εκκλησία. Φτάνοντας εκεί νά και ο αγγελιοφόρος με καταϊδρωμένο το άλογό του.
Η εντολή του ταγματάρχη είναι να χτυπήσουμε την καμπάνα, νά ’ρθει ο παπάς, να ψάλλει τον νεκρό στην εκκλησία και να τον θάψουμε στα νεκροταφεία του χωριού με όλες τις στρατιωτικές τιμές. Στέλνω δυο χωρικούς να ανοίξουν τον τάφο, χτυπάμε την καμπάνα, έρχεται ο παπάς, έρχονται όμως και όλες οι γριούλες του χωριού στην εκκλησία, σε μια κουβέρτα κρατώντας τέσσεροι αντάρτες φέρνουν τον νεκρό.
Μετά τη νεκρώσιμο ακολουθία ακολουθούμε τον δρόμο προς τα νεκροταφεία ακολουθούμενοι από πλήθος χωρικών, ομάδα ανταρτών απέδωσε τιμές ρίχνοντας ντουφεκιές στον αέρα και ευθύς αμέσως όλοι μαζί εψάλλαμε το πένθιμο εμβατήριο (επέσατε θύματα αδέλφια εσείς...). Με θλιμένη την καρδιά μας που χάσαμε τον συναγωνιστή μας, αποχαιρετούμε τον κόσμο που παραβρέθηκε, συντάσσω τη διμοιρία και ξεκινούμε προς συνάντηση του λόχου μας στην Παλιά Πέλλα. Στην Παλιά Πέλλα το τάγμα δεν πρόλαβε να τους περιποιηθεί τους ταγματασφαλίτες, διότι είχαν στημένα παρατηρητήρια και με τα κυάλια είδαν από μακριά ότι κατέβαιναν αντάρτες και το ’βαλαν στα πόδια. Ακούσανε συγχρόνως και τις δικές μας ριπές της νέας Πέλλας, φοβήθηκαν κυκλωτισμό και όπου φύγει-φύγει, δεν κάθησαν να δώσουν μάχη μαζί μας εγκαταλείποντας και εκεί τα συγκεντρωθέντα λάφυρά τους, μέλια, τυριά, αυγά, ψωμί και αρνιά έτοιμα για σούβλα. Πριν δυο μέρες, προτού ακόμα ξεκουραστεί καλά ο λοχαγός μας, τον έστειλε κάπου το σύνταγμα για αναγνώριση ή αποστολή, για τις μέρες που θα έλειπε μας φέραν έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό να τον αναπληρώσει, ήταν δάσκαλος, κρητικός στην καταγωγή, θα είχε καμμιά δεκαριά μέρες που ανέβηκε στο βουνό. Όταν έφτασα στην Παλιά Πέλλα με τη διμοιρία και τον αιχμάλωτο και βρήκα τον λόχο μας, προτού προλάβω να τον δώσω αναφορά μου ρωτά, αυτός είναι ο αιχμάλωτος; Ναι, του απαντώ, κρατώντας μπαστούνι στο χέρι του σηκώνει ο ερίφης οργισμένος το μπαστούνι του έτοιμος να το κατεβάσει κατακέφαλα στον αιχμάλωτο.
Έχοντας χιαστί το όπλο στους ώμους μου, τα χέρια μου ήταν ελεύθερα, βλέποντας τις διαθέσεις του ορμώ κατεπάνω του και τον πιάνω τα δυο του χέρια ψηλά όπως ήταν έτοιμος να χτυπήσει.
Τι πας να κάνεις, του λέω, με το μπαστούνι σου θα εκδικηθείς σ’ έναν αυθόρμητα παραδοθέντα; Πού βρήκες τον νόμο και το δικαίωμα αυτό; Δεν ρωτάς αν αυτό το θύμα δεν στρατολογήθηκε βιαίως απ’ τους ταγματασφαλίτες και μόλις βρήκε ευκαιρία κρύφτηκε, δεν τους ακολούθησε και έστειλε ο ίδιος μια επονίτισσα λέγοντας πως θέλει να παραδοθεί στον ΕΛΑΣ και να μείνει μαζί μας; Πώς τολμάς χωρίς να περιμένεις να σε αναφέρω τα συμβάντα, σηκώνεις χέρι σ’ ένα παιδί του λαού που βιαίως στρατολογήθηκε. Εκείνος ο κακόμοιρος προφυλαγόταν από πίσω μου τρέμοντας από φόβο, αφήνω τα χέρια του λοχαγού ελεύθερα λέγοντας οργισμένος τώρα εγώ, δεν θα τον πειράξετε, αν τον πειράξετε θα ’χετε να κάνετε μαζί μου, οποιαδήποτε τιμωρία και αν μου δώσει η κριτική του λόχου, θα την δεχτώ ικανοποιημένος πως έκανα το καθήκον μου σαν γνήσιος συναγωνιστής. Ούτε εσείς, ούτε εγώ είμαστε οι κριταί του ατόμου αυτού. Στη μνήμη του συναγωνιστή που θάψαμε προ ολίγου, σε παρακαλώ σταμάτα την εχθρότητά σου απέναντι σε έναν αυθόρμητα παραδοθέντα.
Με τα λόγια και τη θέση που πήρα για την προστασία του αιχμαλώτου, ο λοχαγός λογικεύθηκε και συνήλθε. Δεν το πείραξε το παιδί, προωθήθη στο σύνταγμα, φτάνοντας στο λημέρι έγινε και η σχετική κριτική της διμοιρίας μου, διότι ο λόχος όλος ήταν με το τάγμα. Για πρώτη φορά παρακολουθούσε κριτική ο αναπληρωτής λοχαγός.
Στην κριτική είπα απ’ την πρώτη ματιά που έρριξα για την αναγνώριση του εδάφους εκεί που μας έβγαλε ο οδηγός, είπα καθώς θυμάστε ότι το σημείο αυτό δεν είναι κατάλληλο για να μπούμε στο χωριό, είναι εντελώς ακάλυπτο, ο ισχυρισμός του οδηγού ότι είναι το συντομότερο σημείο και η γνώμη ορισμένων συναγωνιστών ότι από εδώ θα μπούμε αμέσως μέσα στο χωριό, παρασύρθηκα και είπα, αν θυμάστε, ας δοκιμάσουμε, δεν παρέλειψα να λάβω τα κατάλληλα μέτρα χωρίζοντας σε στοιχεία ακροβολισμένα τη διμοιρία.
Πρώτος έκανα το πρώτο άλμα, με ακολουθήσατε όλοι σας σύμφωνα με τις οδηγίες μου, η βεβιασμένη εξόρμηση του συγχωρεμένου συναγωνιστή έφερε τη θλιβερή απώλειά του, που ήτο μπορώ να πω εντελώς τυχαία. Υπό τας συνθήκας που βρεθήκαμε αυτά τα μέτρα πήρα, η ολομέλεια ας με κρίνει.
Βλέπω τον λοχαγό να ανάβει τσιγάρο, περιμένει με αγωνία και ενδιαφέρον να ιδεί το αποτέλεσμα, σηκώνεται ο Γουμενιτσιώτης πολυβολίτης και λέει, σωστά βρήκε ο συναγωνιστής διμοιρίτης ακατάλληλο το έδαφος, σωστά βρήκαμε και εμείς τη διαδρομή συντομότερη, ούτε αυτός, ούτε εμείς κάναμε λάθος, νομίζω πως ο συναγωνιστής που σκοτώθηκε ήταν τυχαία σύμπτωση, ποιος μας βεβαιώνει πως αν πηγαίναμε από άλλη κατεύθυνση δεν θα δίναμε περισσότερα θύματα; Σηκώνεται άλλος και ρίχνει ακέραια την ευθύνη επάνω μου λέγοντας, σαν επικεφαλής ο συναγωνιστής διμοιρίτης έπρεπε να ενεργήσει σωστά εκτελώντας τη δική του τακτική και όχι να ακούσει εμάς.
Σωστά τα λες συναγωνιστή, απαντώ, αλλά η ατομική πρωτοβουλία ενός ηγήτορα να κάνει όπως νομίζει αυτός καλύτερα εφαρμόζεται μόνο στον αστικό στρατό, ενεργεί για να επιτύχει τον σκοπό του αδιαφορώντας για τα θύματα που θα αφήσει, ενώ εδώ σε μας στον λαϊκό στρατό λαμβάνουμε υπόψη τη γνώμη και του τελευταίου συναγωνιστή και ελέγχουνται οι πράξεις μας διά της κριτικής, όπως κάνουμε τώρα.
Τέλος η ολομέλεια κατέληξε πως σωστά ενεργήσαμε και διαλυθήκαμε. Έρχεται ο λοχαγός, που παρακολούθησε για πρώτη φορά κριτική, με σφίγγει το χέρι λέγοντας, πολλές μέθοδες και τακτικές θα μάθω τώρα που ανέβηκα στο βουνό.
Οι μάχες, οι ενέδρες, οι κρούσεις συνεχίζονται, οι πορείες μάς ψοφήσανε, όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1944 διαρκώς μετακινήσεις κάνουμε, πολλές μέρες πέρασαν χωρίς να ξεκουρασθούμε.
Σε μια υποχρεωτική πλέον ανάπαυση έξη ωρών πέσαμε όλοι από εξάντληση να κοιμηθούμε, ο ύπνος ήλθε μονοκόμματος, η ζέστη του ήλιου μας νάρκωσε, γυμνή σχεδόν όπως ήτο η πλάτη μου μπήκε στο δεξιό μου πλευρό ένα σκουλήκι που δεν το ένιωσα απ’ τον λήθαργο.
Όταν χτύπησε η σάλπιγγα να σηκωθούμε, αισθάνθηκα κάτι να τσιμπά στο πλευρό μου, κάνω να βάλω το χέρι μου στο σημείο αυτό, δεν έφτανε, ρωτώ τον διπλανό συναγωνιστή τι έχω. Πω, πω! κάνει, ένα σκουλήκι, με λέει, μπήκε μέσ’ τη σάρκα σου, το μισό είναι έξω, το άλλο μισό μπήκε μέσα, τράβα το, του λέω, το τραβά, δυστυχώς κόπηκε, μου δείχνει το μισό, το άλλο μισό έμεινε μέσ’ το κορμί μου, δεν σκέφθηκα ο ανόητος να πάω στον νοσοκόμο να μου καυτηριάσει το σημείο εκείνο, έτσι έμεινε περίπου δυο μήνες, διότι όπως γράφω και παραπάνω βρισκόμασταν σε αέναον κίνηση.
Βαδίζαμε για το Κιλκίς, έπρεπε να περάσουμε τον ποταμό Αξιό. Βαθύς, θολός και πλατύς, μόλις σουρούπωσε φτάσαμε σε ένα σάλι από βάρκες που έκανε το μηχανικό μας, όλη τη νύχτα περνούσαμε δυόμιση χιλιάδες μαχητές, όλο το 30ό σύνταγμα, έπρεπε μόλις θα ξημέρωνε να βρισκόμαστε στα αντικρυνά βουνά, διότι την ημέρα τα γερμανικά αεροπλάνα θα μας κάναν μεγάλη ζημιά αν δεν προλαβαίναμε.
Νύχτα αγωνίας και ταχύτητας ήταν, τρέχαμε όλοι, δεν βαδίζαμε, μόλις περνούσε ο καθένας το ποτάμι άγρυπνοι, ακούραστοι οι καπεταναίοι μάς συνόδευαν φροντίζοντας μην αποκοπούμε με το όλο τμήμα. Τέλος τα καταφέραμε και περάσαμε όλην αυτήν την μεγάλη διαδρομή χωρίς να δώσουμε στόχο, πτώματα από κούραση και νηστικοί μπήκαμε σ’ ένα δασύλιο προτού βγει ο ήλιος.
Βρισκόμαστε στο τέλος της γερμανικής κατοχής, πολλές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά και εδάφη έχουν απελευθερωθεί, περίοδος που τα ηρωικά σοβιετικά στρατεύματα μπήκαν στη Γερμανία και βαδίζουν ολοταχώς για το Βερολίνο. Πανικόβλητοι και στην Ελλάδα απ’ τα γερά κτυπήματά μας οι Γερμανοί εγκαταλείπουν τις μεγάλες πόλεις. Αθήναι, Πειραιά, Θεσσαλονίκη. Οι εθνοπροδότες ταγματασφαλίτες, οι συνεργάται των Γερμανών με λύσσα υποστήριζαν τη φευγάλα των αφεντικών των μη μπορώντας να φύγουν και αυτοί, μαθαίνοντας και την κατάληψη και απελευθέρωση όλης της Ελλάδας από τον ΕΛΑΣ συγκεντρώθηκαν όλοι τους, καμμιά δεκαπενταριά χιλιάδες, στην καλά οχυρωμένη από τους Γερμανούς, στην πόλη του Κιλκίς.
Στον ΕΛΑΣ απομένει να ξεκαθαρίσει την κόπρο αυτήν.
Απ’ τα απελευθερωθέντα εδάφη έρχονται τάγματα, συντάγματα προς κύκλωση του Κιλκίς, μεταξύ αυτών και το τριακοστό, το δικό μας, που αριθμούσε τώρα στους τρεις χιλιάδες άνδρας, συντάγματα λοιπόν, τριακοστό, δέκατο έκτο, δέκατο τρίτο, άλλες ανεξάρτητες μονάδες με βαρύ οπλισμό, όλμους, μπαζούκες και τέλος το θρυλικό ιππικό του ΕΛΑΣ της Λάρισας με διοικητή τον συνταγματάρχη Μαντούβαλο, που έκανε θραύση σε όλον τον θεσσαλικό κάμπο, όλο το ιππικό κυριευμένο απ’ τους Ιταλούς.
Όλες αυτές οι δυνάμεις έχουμε κυκλώσει το Κιλκίς.
Αλλεπάλληλες προτάσεις στέλνονται για να παραδοθούν, για να λείψει η αιματοχυσία, ορισμένες εγγυήσεις απορρίπτονται απ’ τους ταγματασφαλίτες, δεύτερη προσπάθεια του ΕΛΑΣ για να μη χυθεί αδελφικό αίμα, στέλνει μια επιτροπή κρατώντας λευκή σημαία για συνεννόηση, τη βάζουν με τα φαρμακερά πυρά τους μη δεχόμενοι καμμιά συνθηκολόγηση, υπολογίζουν προφανώς στην καλά οχυρωμένη απ’ τους Γερμανούς πόλη, γύρω-γύρω μεγάλα μόνιμα πολυβολεία και το φυσικό οχυρό, το ύψωμα τ’ Άγι Γιώργη. Κάθε προσπάθεια ειρήνης στις δυο μέρες που τους είχαμε κυκλωμένους απερρίφθη και κατέληξε άκαρπη, μας προκαλούσαν δε με τους όλμους των φωνάζοντας συνάμα με χουνιά το αρχαίο ρητό «Μολών λαβέ».
Δυστυχώς μέσα στην εθνοπροδοτική αυτή κόπρο των ταγματασφαλιτών βρέθηκαν αρκετοί Έλληνες αξιωματικοί που συνήλθαν βλέποντας το κακό που θα συμβεί, προσπαθούν να πείσουν τους τουρκόφωνους καπετάνιους Χασερή, Κισά-Μπαζάκ και τον αρχηγό τους Κώστα Παπαδόπουλο (έφεδρο ανθυπολοχαγό και βουλευτής σήμερα της Νέας Δημοκρατίας), μένει άκαρπη η προσπάθειά τους, διαβλέπουν τη σύγκρουση έχοντας απέναντί τους συναδέλφους αξιωματικούς που βγήκαν μαζί απ’ την ίδια σχολή. Δυστυχώς δεν κατόρθωσαν να τους επηρεάσουν και να εισακουστούν, οπότε η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Αρχάς Νοεμβρίου του 1944 πάρθηκε η καλά μελετημένη απόφαση να χτυπήσουμε, να καταλάβουμε το Κιλκίς, να τους διαλύσουμε και να ησυχάσει μια για πάντα ο λαός μας απ’ τα σκουλήκια αυτά.
Την τρίτη προς την τετάρτη νύχτα του παγερού εκείνου Νοέμβρη ακροβολισμένα τμήματά μας με μεγάλη προσοχή, αθόρυβα, ξυπόλητοι, μόνο με τις κάλτσες χονδρές που τους δώσανε (είχανε βγάλει όλοι τα παπούτσια τους), σέρνονται σ’ όλο το ύψωμα του Άγι-Γιώργη γύρω-γύρω με αντικειμενικό σκοπό την αιφνιδιαστική κατάληψη πολυβολείων και χαρακωμάτων.
Σχέδιο πολύ τολμηρό, απίθανο στη σύλληψη, γενναίο στην εκτέλεση, πού να προβλέψουν αυτοί τέτοια αυτοθυσία και παλληκαριά στο τσουχτερό κρύο του φοβερού εκείνου Νοέμβρη. Η μεγάλη λοιπόν παγωνιά με το τσουχτερό κρύο ανάγκασε τους κατόχους πολυβολείων αντίς να φυλάνε έξω το νούμερό τους και να παρακολουθούν τας κινήσεις μας, προτίμησαν να εκτελούν το νούμερό τους καλυμμένοι στη θαλπωρή ζεστασιά της σόμπας που είχαν όλα τα πολυβολεία, ενώ οι υπόλοιποι άνδρες του πολυβολείου εκοιμώντο. Αντίθετα, ιδρωμένοι από αγωνία και κούραση σέρνοντας οι αντάρτες φτάνουν τον τελειωτικό τους αντικειμενικό σκοπό.
Η ώρα είναι τέσσερις το πρωί, όταν όλοι σχεδόν οι ακροβολισμένοι αντάρτες είχανε φτάσει στα δέκα μέτρα γύρω-γύρω απ’ τα πολυβολεία τους, κοντά τους, οι θρυλικοί καπετάνιοι μεραρχίας Πέτρος, Κικίτσας και του συντάγματός μας Στάθης. Σύνθημα της αιφνιδιαστικής αυτής επιθέσεως επί των χαρακωμάτων και πολυβολείων θα ήτο μια κόκκινη φωτοβολίδα που θα έρριχνε ο καπετάν Κικίτσας. Αυτοί οι ασύλληπτοι σε τόλμη αρχηγοί σαν σαύρες σέρνουνταν γύρω-γύρω στο βουνό για να διαπιστώνουν αν κανονικά ανεβαίνουν όλα τα τμήματα, παρόλη την τρομερή παγωνιά είχαν γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Οι σκοποί και οι κόποι τους όμως δεν πήγανε χαμένοι, αφού τους τακτοποίησαν όλους γύρω-γύρω έτοιμους με ένα άλμα να βρεθούν στις πόρτες των πολυβολείων και στα χαρακώματα ρίχνεται η φωτοβολίδα.
Πρώτοι και καλύτεροι, διασκορπισμένοι γύρω-γύρω στο βουνό οι καπεταναίοι μαζί με τους αντάρτες έχουν επισημάνει τα πολυβολεία που θα καταλάβουν ο καθένας τους με το αυτόματο στο χέρι, τις χειροβομβίδες, κρεμασμένες στη μέση, είναι έτοιμοι. Ρίχνεται η φωτοβολίδα, ρίχνονται αμέσως οι χειροβομβίδες και μπαίνουν στα χαρακώματα τώρα οι δικοί μας για να χτυπάνε όποιος βγει απ’ το πολυβολείο, πάνω στα πολυβολεία σαν φαντουμάδες, βρέθηκαν οι καπετάνιοι που κατευθύνουν με τις φωνές των. Ο αυτοματισμός αυτός σε όλα τα πολυβολεία, να χτυπηθούν όλα μαζί ταυτοχρόνως ήταν το επισφράγισμα της επιτυχίας και της εξασθένησης κάθε αντίστασης, όσοι αποπειράθηκαν να βγουν σκοτώνουνταν μη ξέροντας ότι στα χαρακώματά τους ήταν οι δικοί μας. Τα πολυβολεία τους σκορπούσαν στην αρχή της επιχειρήσεως φαρμακερές φλόγες απ’ τις διόπτρες σκοπεύσεως, όλες πήγαιναν στου καραγκιόζη τον γάμο. Μέσ’ στο βαθύ σκοτάδι αγουροξυπνημένοι δεν ήξεραν τι έκαναν.
Τελικά, ύστερα από μια τέτοια μελετημένη ενέργεια και άφθαστο ηρωισμό, αναγκάστηκαν να παραδοθούν μια που ήταν κλεισμένοι σαν τα ποντίκια μέσ’ τα πολυβολεία τους για να σώσουν τα τομάρια τους.
Στην ηρωική αυτή έφοδο της νύχτας του Νοέμβρη πέφτουν στο πεδίο της μάχης έξη αντάρτες.
Ξημέρωσε για καλά, με τα χουνιά που φωνάζανε από εκεί επάνω «Μολών λαβέ», φωνάζουν τώρα οι δικοί μας, πληροφορούν στους καπετάνιους ταγματασφαλίτας, που κοιμούνται στα όμορφα επιταγμένα ξενοδοχεία του Κιλκίς, ότι ο Άγι-Γιώργης κατελήφθη απ’ τον ΕΛΑΣ και κάθε αγώνας τους θα ’ναι μάταιος αν συνεχίσουν να αμύνονται μέσα στην πόλη.
Δεν θυμάμαι μεγαλύτερη παγωνιά στη ζωή μου από εκείνη που μας έκανε τις μέρες εκείνες, ήταν πρωτοφανής, ωστόσο λυσσασμένοι από την απροσδόκητη επιτυχία του Ελάς συνεχίζουν να αμύνονται απ’ τα γύρω-γύρω πολυβολεία της πόλης, ξερνούν καταιγιστικά πυρά μη επιτρέποντας στους δικούς μας να μπουν στην πόλη. Ανοχύρωτο σημείο ήτο το μονοπάτι που ανέβαιναν για τα πολυβολεία του Άγι-Γιώργη, από εκεί κατέβηκαν και πρωτομπήκαν στην πόλη τα πρώτα τμήματα του Ελάς και άρχισε η αιματηρή και λυσσώδης οδομαχία.
Με τα χουνιά φωνάζουν οι δικοί μας μέσ’ την κλαγγή των όπλων τούς κατοίκους να μη βγουν απ’ τα σπίτια τους και δημιουργηθούν αθώα θύματα. Από σπίτι σε σπίτι, από φράχτη σε φράχτη, από αυλή σε αυλή, θερίζουν και θερίζονται οι εκατέρωθεν ακροβολισταί, λόγω της φοβερής παγωνιάς τα αίματα παγώνουν κάτω στη γη.
Πεπεισμένος πλέον ο αρχηγός τους, Κώστας Παπαδόπουλος, ότι η πόλις πάση θυσία θα καταληφθεί, το σκάζει με πονηριά από ένα δικό του σημείο αφήνοντας τους τουρκόφωνους καπετάνιους Χασερή και Κισά-Μπαζάκ να ρίχνουν τα φαρμακερά πυρά μέχρι εσχάτων. Κανα-δυό τους πολυβολεία κατελήφθησαν απ’ τους δικούς μας εκ των όπισθεν, από εκείνα τα σημεία μπήκαν μεγάλες δυνάμεις μας και η οδομαχία τώρα γίνεται λυσσώδης και εκδικητική σε όλα τα σημεία της πόλης. Το μεσημέρι κατελήφθη όλη η πόλις, αφήνοντας πολεμώντας μέχρι εσχάτων τα τομάρια τους οι καπετάνιοι τους Χασερής και Κισά-Μπαζάκ.
Σκοτωμένα κορμιά με παγωμένα αίματα είναι ξαπλωμένα στους δρόμους, γίνεται η περιβολή τους την επομένη πέντε Νοεμβρίου στον μητροπολιτικό ναό, είναι παρατεταμένα έξω στην αυλή του ναού εκατόν τριάντα τρία φέρετρα των ηρωικών αγωνιστών, που στη λήξη του πολέμου δώσαν τη ζωή τους για τα καθάρματα αυτά. Τους θάψαμε με όλες τις στρατιωτικές τιμές, γραφτήκανε και αυτοί όπως και τόσοι άλλοι στο πάνθεον των λαϊκών αγωνιστών.
Αυτός ήταν ο απολογισμός της κατάληψης του Κιλκίς απ’ τα ελληνικά προδοτικά βόλια. Στη μάχη του Κιλκίς έλαβα και εγώ μέρος, με τη διμοιρία μας ήμασταν τοποθετημένοι στο ακραίο σημείο της πόλεως κοντά στο μεγάλο Κρατικό Νοσοκομείο έχοντας απέναντί μας ένα μεγάλο μόνιμο πολυβολείο, είχαμε εντολή αν κατά τη διάρκεια της μάχης αποπειραθούν να εγκαταλείψουν το πολυβολείο και πάρουν τον δρόμο προς τον κάμπο, τότε να τους χτυπήσουμε. Χαρακτηριστικό είναι πως σε όλη τη διάρκεια της μάχης δεν μας ρίξαν ούτε μια σφαίρα παρόλο που αντιλήφθησαν την παρουσία μας, ιδίως τις δικές μου συχνές μετακινήσεις που πήγαινα συχνά από αντάρτη σε αντάρτη στις καλές τοποθετημένες θέσεις των. Οι ευρισκόμενοι μέσα στο πολυβολείο μάθανε απ’ τους κατοίκους της πόλης την κατάληψη του Άγι-Γιώργη, αργότερα μάθανε και την κατάληψη όλης της πόλης πλην του ακραίου αυτού σημείου, αντιλήφθησαν ότι τα πυρά σταμάτησαν εντελώς και αποφασίζουν να παραδοθούν σε μας που τους καιροφυλαχτούμε.
Κόντευε μεσημέρι, η ώρα πήγε δώδεκα παρά τέταρτο όταν βλέπω απ’ το τελευταίο σπίτι, που ήταν το πλησιέστερο με το πολυβολείο, να βγαίνει μια κοπέλα κρατώντας ένα άσπρο σενδόνι και να το κουνά δώθε-κείθε, μας έκανε σινιάλο ειρήνης καλώντας να πάμε προς συνεννόηση. Κατατοπίζω τους άνδρες μου να μην το κουνήσει κανείς απ’ τη θέση του, τους γνωρίζω ότι θα πάω για διαπραγμάτευση υπενθυμίζοντας να διατηρούν σωστά την επαγρύπνησή τους ώσπου να δούμε πού θα καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις μας. Παίρνω πέντε αντάρτας μαζί μου, τους λέω, θα ακροβολισθείτε ανά πέντε μέτρα ο καθένας, θα με ακολουθείτε με τη μέθοδο που θα εφαρμόσω εγώ, αν παρ’ ελπίδα μάς βάλουν μην τα χάσετε, θα μείνει ο καθένας ακίνητος όπου βρεθεί, με μικρά άλματα τροχάδην και πρηνηδόν θα φθάσουμε στην κοπέλα. Η απόσταση που μας χωρίζει είναι γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα, ξεκινάμε αποφασιστικά, προχωρούμε κατά τον υποδειχθέντα τρόπο, δεν ενοχλούμεθα, φτάνουμε στα πενήντα μέτρα, φωνάζω στους ξαπλωμένους ακροβολιστάς μου, μην ξεθαρρεύεστε που δεν δεχτήκαμε πυρά, πιθανόν είναι τέχνασμα για να φθάσουμε κοντά τους, αν η πρόθεσή τους είναι καλή θα φανεί στα τελευταία άλματα που θα κάνουμε, ανά δέκα μέτρα τώρα κάνουμε τα αλματάκια χωρίς να δεχτούμε τουφεκιά, ρωτώ από μακριά την κοπέλα τι συμβαίνει, θέλουν να παραδοθούν σε εσάς, μου λέει, έρχομαι, απαντώ. Κάνω την τελευταία προσπάθεια και φτάνω ανενόχλητος στην κοπέλα. Είναι μέσα στο πολυβολείο μια ολόκληρη ομάδα με τον ομαδάρχη της τον λοχία, πήραν απόφαση να παραδοθούν σε σας που ξέρετε ότι δεν ρίξανε ούτε μια τουφεκιά, με παρεκάλεσαν να σας συνδέσω για να μην αλληλοσκοτωθείτε, είναι όλα αυτά θετικά που μου λες συναγωνίστρια; Ναι συναγωνιστή, είμαι επονίτισσα να με πιστέψεις, εντάξει, απαντώ, περίμενε να ’ρθουν οι άνδρες μου και πάμε μαζί κοντά τους. Με αλματάκια ήλθαν κοντά μου οι άνδρες ανενόχλητοι, ένδειξη καλής προθέσεως, τους ακροβολίζω στον μπαχτσέ που ήτο το πολυβολείο και προχωρούμε με την κοπέλα, κολνώ το σώμα μου στο πολυβολείο δίπλα στη σιδερένια πόρτα του, φωνάζει η κοπέλα, παιδιά ήλθε ο καπετάνιος, τους ρωτώ με τη σειρά μου, παιδιά θέλετε να παραδοθείτε; Ναι, απαντούν όλοι μαζί. Εντάξει παιδιά, απαντώ, σας εγγυούμαι ότι δεν πρόκειται να πάθετε τίποτα, συνοδεία θα σας πάμε στον τόπο συγκεντρώσεως, στο καπνομάγαζο, χωρίς να σας πειράξει κανείς, εκεί που θα σας παραδώσω, θα βεβαιώσω ότι δεν μας ρίξατε ούτε μια τουφεκιά, οπότε η θέση σας είναι πολύ ελαφριά και θα σας αφήσουν να πάτε στα σπίτια σας, σύμφωνοι, ρωτώ, σύμφωνοι, απαντούν όλοι. Τώρα θα εκτελέσετε αυτό που θα σας πω. Θα αφήσετε όλοι σας τα ντουφέκια και τα αυτόματα κάτω στο πάτωμα, δίπλα θα αφήσετε τις χειροβομβίδες και τα φυσεκλίκια σας, με ψηλά τα χέρια όλοι σας θα με φωνάξετε για να μπω να σας παραλάβω. Κάνω νόημα με τα χέρια στους άνδρας μου νά ’ρθουν κοντά μου, ήρθαν, μπαίνω, φωνάζω, ανοίγω την πόρτα, όλοι είχαν ψηλά τα χέρια, γεια σας παιδιά, μη φοβάστε, ένας-ένας προχωρείτε έξω, είχα στείλει έναν αντάρτη να ειδοποιήσει νά ’ρθει όλη η διμοιρία τροχάδην κοντά μας. Σκοτεινό όπως μου φάνηκε μόλις πρωτομπήκα στο πολυβολείο, βλέπω ένα πανύψηλο λοχία να πέφτει στα πόδια μου λέγοντας, αμάν σώσε με Βασιλάκη, σήκω επάνω, του κάνω, περίμενε εδώ, βγαίνω έξω, στο μεταξύ ήλθε όλη η διμοιρία. Παιδιά, λέω στους δικούς μου, θα κάμετε δυο σειρές με απόσταση τρία μέτρα η κάθε μια, στη μέση θα είναι εις φάλαγγα κατ’ άνδρα όπως και εσείς οι αιχμάλωτοι, για να τους προστατέψουμε από τυχόν βιαιοπραγίες του οργισμένου και αγανακτισμένου λαού μας, έχουμε υποχρέωση να τους διαφυλάξουμε μέχρι τον τόπο της συγκεντρώσεως, κανέναν δεν θα επιτρέψετε να πειράξει έναν απ’ αυτούς, σύμφωνοι, μπρος κάντε κατ’ άνδρα δυο σειρές να μπουν στη μέση οι αιχμάλωτοι και έρχομαι.
Μπαίνω ξανά στο πολυβολείο να πάρω τον λοχία, ήταν ένας Δραμινός που υπηρετούσαμε μαζί στην κλάση μας, εκείνος στον λόχο βαθμοφόρων και εγώ στον λόχο ειδικοτήτων, Κώστας Τσακίρης ονομάζετο, επαγγέλλετο τον χασάπη. Πώς βρε Κώστα βρέθηκες μ’ αυτούς; Άστα μην τα ρωτάς Βασιλάκη, με επιστράτευσαν, μου ’πε ψέμματα, όπως θα δούμε παρακάτω, φρόντισε σε παρακαλώ να μη φτάσω στον τόπο συγκεντρώσεως, άφησέ μου να φύγω γιατί έχω παιδιά και μ’ αυτή την οργή που έχει ο κόσμος ίσως πάθω κανένα κακό. Πείσθηκα απ’ τα λόγια του, διότι τον γνώριζα σαν έναν έντιμο επαγγελματία, καλά, του λέω, θα φροντίσω όσο μπορώ, αν κατορθώσω να σε ξαποστείλω, φρόντισε να κρυφτείς κάπου και νύχτα σέρνοντας να βγεις απ’ τον κλοιό του Κιλκίς, αν κατά τύχη συλληφθείς ούτε με είδες ούτε με ξέρεις, σύμφωνοι; Σ’ ευχαριστώ Βασιλάκη, άκου Κώστα, αν με το καλό φθάσεις στη Θεσσαλονίκη, πέρνα απ’ το Καπάνι εκεί έχει σεργκί ο φίλος μου Γιάννης Σαράδης, δώστου τα δέοντα και πέστου να ειδοποιήσει τα αδέλφια μου ότι ζω. Αυτά ανταλλάξαμε και βγαίνουμε, μπρος προχωράμε, ξεκινάμε, άδειοι οι δρόμοι, πού και πού έβλεπες κανένα μισανοιγμένο μαγαζί, ησυχία σκεπάζει τη διέλευσή μας, απ’ τα παράθυρα κοιτάζουν κρυφά οι κάτοικοι. Μπαίνοντας βαθύτερα στην πόλη βλέπω ένα μισανοιγμένο το στόρι κατάστημα με το σταυρό στο τζάμι, ήτο φαρμακείο, περνούν οι άνδρες, φτάνουμε και εμείς με τον Κώστα, ανοίγει η πόρτα και βλέπω να βγαίνουν από μέσα τον πρώην νομίατρο Δράμας Σαρόγλου και τον ληξίαρχο Δράμας Παύλο Αντωνιάδη, ο οποίος καθώς έμαθα μετά ήτο εκεί δήμαρχος Κιλκίς. Βρε τον Ιωακειμίδη, κάνουν, με χαιρετούν, χαιρετούν και τον Κώστα, βλέποντας πως τον γνωρίζουν βρίσκω την ευκαιρία και τους λέγω, πάρτε τον αυτόν και χαντακώστε τον να φύγει, γιατί έχει μικρά παιδιά και... σας παρακαλώ ούτε με είδατε ούτε με ξέρετε, σύμφωνοι; Διότι αν μάθουν την ενέργειά μου θα μου κολλήσουν τώρα στο τέλος στα έξη μέτρα οι δικοί μου, διακινδυνεύω τη ζωή μου για να σώσω αυτόν, γεια σας. Τους αφήνω και φεύγω, τρέχω, προλαβαίνω τη διμοιρία, φτάνουμε στο καπνομάγαζο. Λέγω στον υπεύθυνο λοχαγό, συναγωνιστή σε παρακαλώ ονομαστικώς να τους παραλάβετε με κατάσταση, διότι οι άνθρωποι αυτοί δεν μας ρίξαν ούτε μια τουφεκιά και αν είναι δυνατόν να είναι χωριστά απ’ τους άλλους, διότι τους υποσχέθηκα ότι δεν θα πειραχτούν, εφόσον μόνοι των ζήτησαν να παραδοθούν. Βεβαίως θα είναι χώρια απ’ τους άλλους, κάνει ένας ανθυπολοχαγός την ονομαστική κατάσταση, εις διπλούν τη ζήτησα, παίρνω το ένα φύλλο και το πάω κατευθείαν στον καπετάνιο του συντάγματός μας Στάθη. Του ’πα με λεπτομέρεια όλα τα συμβάντα, μπράβο, μου λέει, τώρα θα πάω να τους ιδώ και θα τους αφήσω ελεύθερους.
Μετά την κατάληψη του Κιλκίς όλα τα συντάγματα επέστρεφαν στις έδρες των πόλεων που απελευθερώθηκαν πλέον.
Το σύνταγμά μας έκανε προσωρινό καταυλισμό για να ξεκουρασθεί στο χωριό Αραπλή, έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη, από εκεί πήρα φύλλο πορείας για τη Θεσσαλονίκη, για να καθαριστώ απ’ την ψώρα που είχα αποχτήσει και να καυτηριάσω την πληγή που μου δημιούργησε το σκουλήκι στο πλευρό μου, τρεις μήνες σχεδόν. Με συνεχή και καθημερινά ζεστά μπάνια στο χαμάμ, λουτρό της Θεσσαλονίκης, που ήτο κάτω στο Βαρδάρη, έπλυνα τα σπυριά της ψώρας και μετά άλειφα ψωραλοιφή, σύντομα καθάρισε το σώμα μου και ανακουφίστηκα, εν συνεχεία πήγαινα καθημερινώς στον Ερυθρό Σταυρό και καυτηρίαζα την πληγή μου. Εκεί ήτο το φοβερό μου μαρτύριο, με τσιμπίδες που είχανε γάζες με καυτηριάζανε το σημείο της πληγής οι νοσοκόμες, μου προκαλούσαν φοβερούς πόνους, είχε μολύνει αρκετό μέρος το σκουλήκι αλλά ευτυχώς το πρόλαβα. Αφού είχα την τύχη να τελειώσει ο πόλεμος, άλλως θα πάθαινα γάγγραινα που λένε. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας μου πήγα στο στρατηγείο να ανταμώσω κάτι παλιούς αντάρτες απ’ την περιοχή της Κατερίνης, των χωριών Κίτρους και Αλωνίων, σε μια τρίμηνη παραμονή μου στα χωριά αυτά το 1942, που ο αδελφός μου Γιάννης ήτο γραμματέας κοινότητας, γνώρισα τα παιδιά αυτά.
Αγνοί πατριώτες γλήγορα μπήκαν στο νόημα του αγώνα και από τους πρώτους σχεδόν εντάχθηκαν στον Ελάς. Πήγα στο στρατηγείο, βρίσκω τον πρώτο, τον Μανωλόπουλο, τον ρωτώ για τα άλλα παιδιά, εδώ είναι και αυτοί Βασίλη, πάω να τους φωνάξω. Περιμένοντας στον μεγάλο διάδρομο, έχοντας μπροστά μου τα τέσσερα συνεχιζόμενα γραφεία, του στρατηγού Μπακιρτζή, του καπετάνιου μεραρχίας Μάρκου Βαφειάδη, του διοικητού πυροβολικού της ομάδας μεραρχιών συνταγματάρχη Παπαδογιάννη και το δεύτερο γραφείο.
Απ’ το τρίτο γραφείο βγαίνει ένας ωραίος, ωραιότατος συνταγματάρχης του πυροβολικού, τον χαιρετώ, με ανταποδίδει τον χαιρετισμό, με βλέπει με προσοχή, εσύ, μου λέει, συναγωνιστή δεν είσαι Δραμινός; Ναι, απαντώ, είχε υπηρετήσει επί αρκετό καιρό προπολεμικά στη Δράμα ως διοικητής της μονάδος υλικού πολέμου, βλέπω χτυπά την πόρτα του καπετάνιου της μεραρχίας, μπαίνουμε μέσα και λέει στον καπετάν Μάρκο.
Κεφάλαιο δέκατο
(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)