Κυλάει η ζωή τον δρόμο της αφήνοντας πίσω μόνον αναμνήσεις, τα χρόνια ένα-ένα περνούν, ένα-ένα ανέβηκα τα σκαλοπάτια της, έκλεισα τα εξηνταπέντε χρόνια μου, παίρνω τον κατήφορο, βαδίζω για την άλλη μεριά του λόφου τον δρόμο που καταλήγει στο χώμα, εκεί που μένει η αιωνιότητα του σώματος και της ψυχής. Το 1948 είχα κλείσει τα τριαντατρία μου χρόνια, ήσυχα ξανάρχισα τη δουλειά μου του επιπλοποιού μετά τις περιπέτειές μου. Ήμουν και εγώ ένας από αυτούς που τραβήξανε πολλά και καθίσανε αρκετό καιρό σε φυλακές, εξορίες και στρατοδικεία, κοίταζα μόνο τη δουλειά μου, έμεινα αδρανής στην άκρα νιώθοντας περηφάνεια για την παλιά αγωνιστική μου δράση, φυλάγοντας με ευλάβεια κάθε ανάμνηση από εκείνα τα χρόνια. Φρόντιζα απλώς να ζήσω τίμια και παστρικά την οικογένεια που δημιούργησα μη όντας διατεθειμένος, έστω και αν δεν ανακατευόμουν τώρα ενεργά στο κίνημα, να απαρνηθώ τίποτα απ’ τον παλιό εαυτό μου.
Οι άτιμοι όμως δεν συγχωρούνε να είσαι αγωνιστής ή να έμεινες τίμιος και περήφανος, χρόνια ολόκληρα με ταράζανε στους φόρους, ενώ η δουλειά μου ήταν χειρωνακτική, τι μπορούσε να αποδώσει μια χειρωνακτική δουλειά, συχνές ήταν οι ενστάσεις μου, τίποτα δυστυχώς δεν κατόρθωσα για να απαλλαχτώ απ’ τα τεφτέρια τους.
Στα 1951 παντρεύτηκα επιτέλους, τον επόμενο χρόνο αποκτήσαμε το πρώτο μας παιδί, ένα χαριτωμένο αγγελούδι την κόρη μας, που της χάρισε η νουνά της το όνομα της μητέρας μου Ασημένια. Η παρουσία της πλάταινε πιο πολύ τη χαρά και την ευτυχία του σπιτιού μας, η γυναίκα μου με τη σχωρεμένη τώρα πεθερά μου με πολλή φροντίδα ασχολούνταν για την ανατροφή του παιδιού μας.
Φύση καλαισθητική η γυναίκα μου την έντυνε όσο μεγάλωνε πάντοτε απλά, χαρούμενα και νοικοκυρεμένα, την είχε πάντα καθαρότατη, καλοχτενισμένη με τις δυο πλεξούδες που κατέληγαν στην άκρα από μια λεπτή κόκκινη κορδέλα, έμοιαζε σαν παιχνιδιάρικο αγγελουδάκι κάθε φορά που το έφερνε τα απογεύματα στο μαγαζί μας.
Πάνω απ’ το μαγαζί μου κατοικούσε την εποχή εκείνη ο διοικητής της ασφαλείας Δράμας, ο ταγματάρχης Τσώνος με τη γυναίκα του, παιδιά δεν είχανε. Κάθε απόγευμα μετά τη δύση του ήλιου καθόταν η γυναίκα του διοικητή στο μπαλκόνι που κεντούσε, έβλεπε συχνά τη γυναίκα και την κόρη μου που ήρχοντο στο μαγαζί μας, κόντευε η ώρα που σχολνούσε το μαγαζί και ήρχοντο να πάρουν τον μπαμπά. Η γυναίκα του διοικητή σχετίζονταν με τις καλύτερες κυρίες του αφάν-κατέ ας πούμε της Δράμας, όλες είχανε τηλέφωνα στα σπίτια τους που συχνά τη ζητούσαν στο δικό μου τηλέφωνο για να κλείσουνε ραντεβού σε ποιο σπίτι θα συγκεντρωθούν για να παίξουν το καθιερωμένο τους κουν-καν.
Η ίδια δε είχε τα τηλέφωνά τους που συχνά κατέβαινε στο μαγαζί και τις έπαιρνε όταν ήταν να τις καλέσει. Έτσι δημιουργήθηκε με την ωραία και μοντέρνα αυτή κυρία μια αναγκαστική γνωριμία και οικειότητα που έδειχνε ολοφάνερα την εκτίμησή της στο άτομό μου. Συχνά επίσης τα καλοκαιρινά απογεύματα κατέβαινε πολλές φορές και ο ίδιος ο άντρας της με το κας-κορσέ μόνο και τηλεφωνούσε στο τμήμα του. Κάθε φορά που τηλεφωνούσε φρόντιζα να φεύγω απ’ το γραφείο μου και να βρίσκομαι στην άκρα του απέραντου μαγαζιού μου για να μην ακούω τι λέει στο τηλέφωνο.
Η στάση μου αυτή τον εντυπωσίασε καθώς και η ευγένειά μου που επανειλημμένα με ρώτησε γιατί φεύγω απ’ το γραφείο μου την ώρα που τηλεφωνεί. Είναι αδιακρισία, του απήντησα, να ακούει κανείς άθελά του. Γενικά η στάση μου απέναντι στο ζεύγος αυτό ήτο άψογη, συχνά φαίνεται συζητούσαν για το άτομό μου. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι όλες οι κυράδες της παρέας της δώσανε καλές συστάσεις για την οικογένεια και το άτομό μου, Δραμινές ήταν όλες και με ήξεραν. Ήμουν σίγουρος ότι ο διοικητής πληροφόρησε τη γυναίκα του για τον βαρύτατο φάκελλο που βρίσκεται στο γραφείο του εις βάρος μου και αμφέβαλλαν για τη δράση μου, ο γαλήνιος και ευγενικός μου τρόπος απέναντί τους τους προξενούσε αμφιβολίες για ό,τι είχε ο φάκελλός μου, ωστόσο η γυναίκα του φαίνεται δεν επηρεάσθηκε απ’ το βάρος του φακέλλου μου, διότι γαλήνια και ευγενικά εφέρετο απέναντί μου. Αρκετές φορές με φώναζε επάνω στο σπίτι της πότε να την καρφώσω στον τοίχο ένα καρφί για να κρεμά την πετσέτα της κουζίνας, πότε για να βιδώσω και διορθώσω καμμιά ξεχαρβαλωμένη κλειδαριά, όλα όπως κατάλαβα ήταν προφάσεις για να με κερνά κανέναν καφέ ξοφλώντας τις συχνές τηλεφωνικές της συνδιαλέξεις.
Μια μέρα πήγα το πρωί στο μαγαζί μου, εκείνη την ώρα ξεπροβοδούσε τον άντρα της, φαίνεται πως πήγαινε ταξίδι γιατί κρατούσε στο χέρι του μια μικρή βαλίτσα, τους καλημέρισα και τράβηξα για το μαγαζί μου. Ανοίγω το μαγαζί μου και πήρα να τακτοποιώ σε κάθε μπάγκο τι δουλειά θα κάνει ο καθένας τεχνίτης ή βοηθός μόλις έλθει η ώρα να πιάσουν δουλειά, απασχολημένος στη δουλειά μου βλέπω να μπαίνει πρωί-πρωί η κ. Τσώνου και μου λέει, ο καφετζής σας δεν ήλθε ακόμη, ασφαλώς καφέ δεν θα ήπιατε γιατί σας βλέπω πρωί που τον πίνετε, αν θέλετε θα σας τον προσφέρω εγώ στο σπίτι μου. Ξαφνιάστηκα απ’ την πρωινή προσφορά της, τον δέχομαι, απαντώ, τότε πάω να βάλω το μπρίκι, λέει και ανεβαίνει για το σπίτι της.
Χίλιες δυο ιδέες περάσανε απ’ το μυαλό μου, ήταν δε η αφιλότιμη όμορφη σαν μια κερένια κούκλα, για μια στιγμή πήγε ο νους μου στο πονηρό αλλά μετά συγκεντρώθηκα, τι σκέψεις είναι αυτές που κάνεις Βασίλη, εμείς οι βράχοι της ηθικής τέτοια θα σκεπτόμαστε; Ήλθε σε λίγο το προσωπικό και έπιασε ο καθένας τη δουλειά που τους ετοίμασα. Ανεβαίνω επάνω, η κ. Τσώνου σ’ ένα τραπεζάκι είχε ετοιμάσει δυο πιατάκια με γλυκό κουταλιού κεράσι και τους καφέδες, σ’ ένα άλλο πιατάκι είχε πτι-φουρ. Μου προσφέρει το γλυκό, της ευχήθηκα κάθε ευτυχία της και εις ανώτερα του συζύγου της, με ευχαρίστησε και μου λέει, η ευχή σας το εις ανώτερα του συζύγου μου κ. Ιωακειμίδη θα γίνει, γιατί έχει σειρά να γίνει αντισυνταγματάρχης, οπότε θα μετατεθούμε επιτέλους στην πατρίδα μας τη Θεσσαλονίκη και θα ησυχάσουμε μ’ αυτές τις τρομερές μετακομίσεις, να δούμε και εμείς μια άσπρη μέρα στο σπιτικό μας. Αυτό βέβαια θα αργήσει, πίνοντας τον καφέ μπαίνει κατευθεία στο θέμα που την απασχολούσε και μου λέει, ξέρετε κ. Ιωακειμίδη με τον άντρα μου πολλές φορές συζητήσαμε για σένα και την οικογένειά σας, βλέπω συχνά τα απογεύματα μετά τη δύση του ηλίου τη γυναίκα σας και την κορούλα σας που έρχονται να σας πάρουν, πιστέψτε με ότι χαίρομαι όταν τις βλέπω, νιώθω μέσα μου τη ζωντανή σας οικογενειακή σας ευτυχία, καθότι εγώ δεν ευτύχησα να αποκτήσω παιδιά, από τις φίλες που σχετίζουμαι και που σας ξέρουν όλες ακούω τα καλύτερα λόγια για σας και την οικογένειά σας. Θέλω να σας πω κάτι και δεν τολμώ φοβούμενη μήπως σας θίξω άθελά μου, ενώ η πρόθεσή μου είναι καθαρά αγνή, συνειδητή και ψυχική, λέει αυτά και ξεροκαταπίνει, για να την δώσω θάρρος και να δω πού το πάει της λέω, συνεχίστε, πέστε μου τι έχετε να μου πείτε, σας ακούω με μεγάλη προσοχή, θέλω, εξακολουθεί, να σας προτείνω κάτι που συστέλλομαι, φοβάμαι μη σας θίξω το ιδεολογικό σας πιστεύω, παίρνω μια πρωτοβουλία καθαρά δική μου και ζητώ συγνώμην αν σας θίγω άθελά μου, σας διαβεβαιώ ότι είναι αγνή, συνειδητή, ανθρώπινη, σας ακούω, λέω. Ο άνδρας μου μου ’πε για τον φάκελλό σας που όπως τον διάβασε λέει πως δεν βλέπει συγκεκριμένες επιβαρυντικές κατηγορίες και πως έχει πολύ αλατοπίπερο που βάζουνε συνήθως τα όργανα για να δείξουν ότι παρακολουθούν τα πάντα. Κύριε Ιωακειμίδη, ο άνδρας μου με λατρεύει και με ικανοποιεί κάθε μου επιθυμία, σκέφθηκα το εξής, σας επαναλαμβάνω δεν θέλω να θίξω διόλου, δικαίωμα του καθενός είναι να πιστεύει ό,τι πιστεύει, δεν σας κρύβω δε ότι εγώ και ο άνδρας μου είμαστε δημοκρατικοί μέχρι το κόκκαλο. Απ’ όσα μου είπε ο άνδρας μου για τον φάκελλό σας δεν βλέπω τίποτα το επιβαρυντικό, θέλω συνεπώς να σας προτείνω αν θέλετε να επιβληθώ στον άνδρα μου να τακτοποιήσει τον φάκελλό σας, τόσους και τόσους τακτοποιεί καθημερινώς καθώς μου λέει, είναι νομίζω κρίμα για τα παιδιά που θα κάνετε να έχουν τη μουτζούρα αυτή που είναι ανόητη, ψεύτικη και συκοφαντική. Τι λέτε, με ρωτά, πάνω σε όλα αυτά;
Κυρία Τσώνου, της απαντώ, σας άκουσα με προσοχή, σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, σας συγχαίρω δε διά τα ευγενικά, ανθρώπινα αισθήματά σας, η πρότασή σας με συγκίνησε βαθιά, μου δώσατε να καταλάβω ότι μέσα στους κόλπους ορισμένων αστυνομικών οικογενειών βρίσκονται άνθρωποι με λεπτά αισθήματα γιομάτα αγάπη και ανθρωπιά, δυστυχώς όμως όλη η καλή θέληση και ενέργειά σας θα καταλήξει στο τέλος σε μια δήλωση μετανοίας, όπως την ονομάζουν, που δεν χρειάζονται μέσα για να την κάνει κανείς. Ζω για μια αξιοπρέπεια που δεν θα την κηλιδώσω ποτέ με δήλωση μετανοίας, να μετανοήσω στο τι, στον αγώνα που έκανα για την πατρίδα μου, για τον λαό μας, για την ύπαρξή μας, ποτέ. Έχω επίγνωση σε όσα μου είπατε, σωστό είναι και το ρητό «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», αλλά εδώ υπάρχει μια διαφορά, όταν η αμαρτία είναι εγκληματική τότε θα παιδεύουσι τα τέκνα, όταν όμως είναι ψεύτικη, πρόστυχη, συκοφαντική είναι απαράδεχτη, δεν νοείται ένας εγκληματίας όταν αγωνίστηκε για τα ιδανικά της πατρίδος και του λαού μας, χιλιάδες είμαστε τα θύματα, μιλιούνια στον όγκο που μας κατέταξαν στο τέλος πολίτας β´ κατηγορίας.
Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, πλην όμως δεν δέχομαι την καλή και ευγενική προσφορά σας που στο τέλος η κατάληξή της θα είναι η δήλωση μετανοίας.
Κυρία Τσώνου, πήρα την απόφαση να ζήσω τίμια και παστρικά την οικογένειά μου, δεν μπορώ τίποτα να απαρνηθώ απ’ τον παλιό εαυτό μου, της λέω και σηκώνομαι να φύγω. Όχι - όχι, πετάχτηκε και αυτή όρθια, καθίστε λίγο ακόμα να σας εξηγήσω, η κατάληξη δεν θα ’ναι η δήλωση, τότε πώς θα γίνει, την ερωτώ, καθίστε και θα σας πω, το συζήτησα με τον άνδρα μου, είναι αλήθεια πως και ο ίδιος μου ανάφερε για δήλωση, βλέπετε με τι ειλικρίνεια σας μιλώ ακόμα και για τον άνδρα μου, αυτά τα εύκολα και τα συνηθισμένα, του λέω, άστα, τι θα μπορέσεις να κάνεις για τον άνθρωπο αυτόν μέσω της υπηρεσίας σου χωρίς να κάνει δήλωση, βλέποντας την επιμονή μου, μου λέει. Υπάρχει ένας τρόπος, ποιος, τον ρωτώ και μου απαντά. Να έλθει στο γραφείο μου να του δώσω να διαβάσει τον φάκελλο με τις κατηγορίες του να ξέρει ποιοι και γιατί τον κατηγορούν, θα μου κάνει ένα βιογραφικό του σημείωμα στο οποίο θα περιγράφει όλη τη δράση του χωρίς να παραλείψει τίποτα, όντας ειλικρινής θα διαψεύσει με τον τρόπο του τις κατηγορίες που του αποδίδουν, αφού θα τις έχει διαβάσει και θα τις ξέρει. Στο τέλος του βιογραφικού του σημειώματος θα μου υποδείχνει δυο αξιόπιστα πρόσωπα της κοινωνίας της Δράμας που να εγγυούνται για το άτομό του, θα το υπογράψει και θα μου το δώσει. Εγώ σαν διοικητής με μια καλή μου εισήγηση θα το στείλω στο υπουργείο δημοσίας ασφαλείας και θα ζητώ πλέον εγώ ο ίδιος τον αποχρωματισμό του, όπως έκανα και σε πολλούς άλλους και αποχρωματίστηκαν. Έτσι θα ησυχάσω με την καθημερινή σου γρίνια για το άτομο αυτό που τόσο πολύ συμπάθησες και φαίνεται πως είναι καλός άνθρωπος. Θα γίνουν όλα έτσι όπως μου τα λες, τον ερώτησα, ναι, μου απαντά χαμογελώντας βλέποντας ότι η όψη μου πήρε μορφή χαράς και συμπληρώνει, όταν το πολύ σε ένα μήνα θα έλθει ο αποχρωματισμός του, θα τον καλέσω να έλθει να λάβει γνώση αυτού, να τον διαβάσει και να τον υπογράψει, τότε μόνον θα κλείσει ο φάκελλός του τελειωτικά, οπότε νομίζω θά ’ρθει πλέον ο ίδιος να σε ευχαριστήσει και θα πεισθείς σε ό,τι σου λέω. Πιστέψτε με κ. Ιωακειμίδη εκείνη τη στιγμή τον φίλησα απ’ τη χαρά μου.
Εδώ τελείωσα, είπε ανακουφισμένη, αυτά είχα να σας πω, που νομίζω πως δεν θα πρέπει να χάσετε την ευκαιρία προτού φύγουμε εμείς να τακτοποιηθείτε. Κυρία Τσώνου, της απαντώ, ύστερα από όσα μου είπατε βλέπω πως δεν πρέπει να αφήσω την ευκαιρία αυτή, αν βέβαια όλα γίνουν έτσι όπως σας τα είπε ο άνδρας σας. Ωστόσο έχω υποχρέωση να σας ευχαριστήσω μέσα απ’ το βάθος της καρδιάς μου διότι σε σας προσωπικά θα οφείλεται η αποκατάστασή μου. Σε σας, διότι εσείς και μόνον σκεφθήκατε την τακτοποίησή μου χάριν του παιδιού μας, σας ομολογώ ότι θα σας είμαι ευγνώμων.
Σας ευχαριστώ για τον καφέ και το γλυκό, επιστρέφοντας ο σύζυγός σας πέστε του ότι επιθυμώ να τακτοποιηθώ υπό τους όρους που μου αναπτύξατε, σας ευχαριστώ για όλα, καλημέρα σας, και έφυγα. Κατέβηκα στο μαγαζί μου, άρχισα να δουλεύω, όλη την ημέρα εκείνη βουίζαν στα αυτιά μου τα λόγια της, όχι-όχι χωρίς δήλωση, άρα υπάρχουν πόρτες και παραθυράκια, θα το δούμε λοιπόν αυτό. Σε τρεις μέρες γύρισε ο άντρας της, φαίνεται συζητήθηκε η υπόθεσή μου, διότι σε δυο μέρες μετά την επιστροφή του έστειλε ένα όργανό του και μου κάλεσε στο γραφείο του. Πήγα αμέσως, ήταν πρωί, καθίστε κ. Ιωακειμίδη, θα πάρετε καφέ; Όχι σας ευχαριστώ, ήπια στο μαγαζί, τότε τσιγάρο, ευχαρίστως, λέω και τα ανάβουμε, έτσι όπως σας τα είπε η γυναίκα μου, έτσι ακριβώς θα τακτοποιηθείτε. Στο βιογραφικό σας σημείωμα που θα μου κάνετε, θέλω να γράψετε όλη την αλήθεια ακόμα και έγκλημα αν κάνατε που λέει ο λόγος, πράγμα που δεν συμβαίνει με εσάς, παίζει σπουδαίο ρόλο η ειλικρίνειά σας στη δική μου εισήγηση που θα κάνω, ναι, του απαντώ. Πατά το κουμπί και μπαίνει ένας γνωστός μου ενωματάρχης ο Λεωνίδας Βούλγαρης, γαμπρός του μπακάλη Πάγκου, μας βλέπει που πίνουμε τον καφέ, διατάξτε, λέει, φέρε μου τον φάκελλο του κ. Ιωακειμίδη, τον λέγει, σε λίγο έρχεται ο Λεωνίδας με τον φάκελλο, τον αφήνει μπροστά στο γραφείο, να πεις έξω τον σκοπό να μη μας ενοχλήσει κανείς, φεύγει ο Λεωνίδας.
Ορίστε κ. Ιωακειμίδη διαβάστε με προσοχή μια-μια τις καταγγελίες σας, εγώ θα δω τη δουλειά μου. Ο φάκελλος ήταν ογκώδης, μια κόλλα αναφοράς με τα στερεότυπα γαρνιρίσματα ότι είμαι κομμουνιστής με μεγάλη δράση χωρίς να αναφέρει πράξεις, ότι εξορίστηκα, ότι υπηρέτησα στην κατοχή στον Ελάς, ότι υπήρξα απ’ τα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου Ελάς, ότι δεν ψήφισα στις εκλογές, άλλη κόλλα ότι ήμουν στην οικονομική επιτροπή γιομάτη όλη με γαρνιρίσματα δράσης, άλλη ότι ανέβηκα ξανά στο βουνό και εντάχθηκα στον δημοκρατικό στρατό, και ένα επίσημο ας πούμε έγγραφο του προκατόχου διοικητού της ασφαλείας Δράμας, Διονυσίου Δημακοπούλου, ότι παραδόθηκα σύμφωνα με τον νόμο της αμνηστείας, ωστόσο με περάσανε στρατοδικείο και απηλλάγην, δεν αθωώθην, αυτό το είχε υπογεγραμμένο με κόκκινο μολύβι.
Πολλά άλλα σημειώματα που έβαζε μπόλικο αλατοπίπερο κάθε χωροφύλακας για να δείξει τη δράση του, νά ένα σαν αυτό. Όταν παραδόθηκα στη μεραρχία μετά τις διατυπώσεις, μου αφήνανε ελεύθερο σύμφωνα με τον νόμο της αμνηστείας του πρωθυπουργού Σοφούλη, ειδοποίησε όμως η ασφάλεια πως με χρειάζεται και να με παραδώσουν σ’ αυτήν, ήλθε να με παραλάβει ο χωροφύλακας Αχιλλέας Τσάλτας, υπηρετούσε στην ασφάλεια, είχαμε γίνει πανάθεμά του και συμπεθέροι απ’ τη γυναίκα που πήρε. Μόλις βγήκα απ’ τη μεραρχία, ετοιμάζει να μου βάλει χειροπέδες, εγώ αρνήθηκα, του ’πα ακόμα αν ήταν παλληκάρι να ήρχετο να με έπιανε εκεί που ήμουν, τότε δικαιολογημένα να μου τις έβαζε. Τώρα στα σπασμένα μου φτερά έρχεσαι να μου δείξεις το νταϊλίκι σου; Του έψαλα πολλά ωστόσο τελικά μου τις πέρασε. Αυτό το γεγονός το γαρνίρισε σα στάση και γιόμισε ολόκληρη κόλλα. Τελειώνοντας κλείνω τον φάκελλο και τον αφήνω πάνω στο γραφείο του, σας ευχαριστώ κ. διοικητά, του λέω, εντάξει τον διάβασες, κατατοπίστηκες; Ναι, απαντώ και συνεχίζω, καθώς βλέπω δεν κατηγορούμαι πουθενά σαν εγκληματίας, εκτός αν εγκληματίας νοείται κάθε πατριώτης που πήρε το όπλο στην κατοχή και ανέβηκε στο βουνό πολεμώντας τους καταχτητές, όχι βρε αδελφέ, μου διακόπτει, όσο για όλα τα άλλα, του λέω, δεν τα αρνούμαι εξόν τα αλατοπίπερα, καλά-καλά εκείνα άστα κατά μέρος θα τα τακτοποιήσω εγώ.
Εσύ κάνε το βιογραφικό σου σημείωμα όπως νομίζεις, γράψε όλη την αλήθεια σαν καθρέπτη και σου διαβεβαιώ ότι η ειλικρίνειά σου θα μου διευκολύνει πολύ στην εισήγησή μου που όσες έκανα στο υπουργείο καμμιά δεν μου απορρίψανε. Σπουδαίο επίσης ρόλο κ. Ιωακειμίδη θα παίξουν τα δυο αξιόπιστα πρόσωπα της κοινωνίας Δράμας που θα υποδείξετε και θα εγγυηθούν για το άτομό σας, φροντίστε να κάνετε καλή επιλογή, παίζουν σπουδαίο ρόλο τα πρόσωπα.
Να σας τα πω, τον διακόπτω, έχω ήδη εκλέξει τα δυο αυτά πρόσωπα, να σας τα πω καλύτερα για να ξέρω αν σας ικανοποιούν, αξιόπιστα, μου διακόπτει, ναι για αξιόπιστα σας ομιλώ κ. διοικητά. Να τους ακούσω, μου λέει.
Έβλεπα συχνά τα βράδια περίπατο ή και σε κέντρα να κάνουν παρέα το ζεύγος Τσώνου και Γιώργου Δημητρίου του Βώλακλη ο γιος, που καθόμασταν κατά τη διάρκεια του πολέμου σπίτι τους, μεγάλος τότε κτηματίας και επιχειρηματίας, ήξερα επίσης ότι στο σπίτι του Μελισσηνού του δικηγόρου παίζανε συχνά χαρτιά, και του λέω, πρώτον τον Γεώργιο Δημητρίου και δεύτερον τον δικηγόρο κ. Μελισσηνό, σας ικανοποιούν αυτοί οι δυο κύριοι, τον ερωτώ, ή να βρω άλλους. Πώς, πώς, μου απαντά και θα έλθουν αυτοί οι κύριοι να εγγυηθούν για σας, μου ρωτά, βεβαίως, του λέω με πεποίθηση, καλώς, μου κάνει συμπληρώνοντας, με αυτούς τους κυρίους με διευκολύνετε και εμένα στην εισήγησή μου.
Τον χαιρετώ διά χειραψίας και φεύγω. Πρώτη δουλειά ήταν να πάω στον Γιώργο Δημητρίου να τον ρωτήσω αν δέχεται να τον υποδείξω εγγυητή μου να μην κάνω λογαριασμό δίχως τον ξενοδόχο, τον βρήκα στο γραφείο του, ποιος καλός άνεμος Βασίλη σε έφερε εδώ; Θα σου εξηγήσω Γιώργο, του απαντώ και μπαίνω αμέσως στο θέμα, καταλήγοντας τον ρωτώ αν θέλει να τον υποδείξω εγγυητή μου, τι λες βρε Βασιλάκη χίλιες εγγυήσεις κάνω για σένα. Άσε σε μένα την υπόθεση, θα του τα ψάλλω για καλά του μπαγλαμά, ξέρεις έχουμε οικογενειακές σχέσεις, ναι, τον διακόπτω, το ξέρω, βλέπω τη γυναίκα σου που έρχεται συχνά στην κ. Τσώνου και όταν την παίρνει τηλέφωνο στο δικό μου τηλέφωνο τη ζητεί, τη φωνάζω και ομιλούν. Μη συζητάς τίποτε άλλο, θα τον κατατοπίσω για καλά και μάλιστα θα απαιτήσω γλήγορα να σε τακτοποιήσει, για σένα θα κάνω ό,τι θέλεις. Δεν αμφέβαλα Γιώργο για την προθυμία σου, ήμουν σίγουρος και γι’ αυτό σε υπέδειξα, πήγαινε στη δουλειά σου Βασίλη, το βράδυ κιόλας θα του τα ψάλλω, έχουμε κλείσει ραντεβού για απόψε να βγούμε με τις γυναίκες μας, παρουσία της γυναίκας του αν τον μιλήσεις θα ’ναι καλύτερα γιατί θα σιγκοτάρει και αυτή, κατάλαβε ότι με εκτιμεί. Σου επαναλαμβάνω ο αποχρωματισμός σου θα γίνει το συντομότερο, θα το απαιτήσω καταλαβαίνεις; Εντάξει Γιώργο, φεύγω και σε ευχαριστώ πολύ. Φεύγω κατευθεία για τον Μελισσηνό, τον βρίσκω ευτυχώς μόνο, του είπα τα καθέκαστα, ναι Βασίλη να μου βάλεις ως εγγυητή, τον γνωρίζω καλά, παίζουμε συχνά χαρτιά μαζί, να ’σαι δε βέβαιος πως όχι μόνο θα εγγυηθώ αλλά θα το απαιτήσω κιόλας. Σ’ ευχαριστώ, τον λέω και φεύγω και από αυτόν. Σιγουρεμένος απ’ τα πρόσωπα της αρεσκείας που τον υπέδειξα στον διοικητή, κάθισα και γράφω στο πρόχειρο το βιογραφικό μου σημείωμα. Το διάβασα, το ξαναδιάβασα, το διόρθωσα, το πηγαίνω στον Μελισσηνό να το διαβάσει και να μου διορθώσει τα ορθογραφικά μου λάθη, όταν τελείωσε το παίρνω, πάω στο μαγαζί μου, το καθαρογράφω, το υπογράφω και το πηγαίνω. Ξαφνιάστηκε που με είδε πρωί-πρωί, τον καλημερίζω και του δίνω το σημείωμα, σύντομα το έκανες, μου λέει με χαμόγελο. Το γοργόν και χάρη έχει, του απαντώ, ανοίγει, βλέπει την κόλλα, δικός σου γραφικός χαρακτήρας είναι αυτός; ρωτά, ναι, του απαντώ, μπράβο γράφεις όμορφα και καθαρά, κλείνει την κόλλα και την αφήνει στο γραφείο λέγοντας, καλώς μπορείτε να πάτε στη δουλειά σας, όταν θά ’ρθει η απάντηση θα σε καλέσω να λάβεις γνώση και να υπογράψεις.
Μου επιτρέπετε να σας κάνω μια ερώτηση, τον ρωτώ, βεβαίως σας ακούω, απαντά, δεν θα διαβάσετε, του λέω, το βιογραφικό μου σημείωμα; Χαμογέλασε, δεν χρειάζεται, απαντά, αλλά αφού το επιθυμείτε θα το διαβάσω απλώς μόνον από περιέργεια, όχι υπηρεσιακά, διότι τους ανθρώπους που υποδείξατε μου αρκούν, επιπλέον δε και η ειλικρίνειά σας. Σας ευχαριστώ, απαντώ, να πας στο καλό κ. Ιωακειμίδη, τον χαιρέτησα και έφυγα.
Την εποχή εκείνη είχα αγοράσει καινούργια φιγουρίνια επίπλων στυλ τσεχοσλοβάκικο, ήταν μια καινούργια μοντέρνα γραμμή που ξαπλώνονταν για πρώτη φορά, μέσα από αυτά μου παρήγγειλε ο γιατρός Αγοραστός ένα μπουφέ ωραιότατον με επάνω και κάτω μακρύ δυο μέτρα και πάνω. Τον δούλεψα με πολλή προσοχή και μεράκι, τα υλικά του δε τα καλύτερα, όταν τελείωσε τον έβγαλα καναδυό μέρες να τον εκθέσω δυστυχώς στο πεζοδρόμιο μπροστά στη νεοϊδρυθείσα Εθνική Τράπεζα.
Η φήμη ως καλού, συνειδητού τεχνίτου ξαπλώθηκε πολύ, οι δουλειές μου πήγαιναν μια χαρά, πιο καλά επίσης βάδιζε και η οικογενειακή μου αρμονία. Με τις δουλειές, τις φροντίδες της καθημερινής ζωής περάσανε καμμιά σαρανταριά μέρες, ένα απόγευμα κατεβαίνει πάλι με το κας-κορσέ ο διοικητής για να τηλεφωνήσει, αφού τελείωσε τη δουλειά του μου λέει, η απάντηση του υπουργείου ήλθε έτσι ακριβώς όπως τη θέλαμε, αύριο ή όποια άλλη μέρα ευκαιρήσεις πέρασε απ’ τη γραμματεία, ζήτησε να σου δώσουν την απάντηση του υπουργείου να τη διαβάσεις και να την υπογράψεις, έχω δώσει τη σχετική εντολή, έτσι τακτοποιήθηκες τώρα μια για πάντα. Σε λίγο καιρό φεύγουμε από εδώ, να μας θυμάσαι εμένα και τη γυναίκα μου που συνετέλεσε τόσο πολύ. Σας ευχαριστώ για όλα, του απαντώ και έφυγε.
Μετά δυο μέρες κατά τις πέντε το απόγευμα πηγαίνω στη γραμματεία. Έχοντας την εντολή του διοικητή ο Λεωνίδας κατάλαβε τον σκοπό της επισκέψεώς μου, καθίστε, μου λέει, κάθομαι στην καρέκλα, δίνει εντολή στον αντικρινό του χωροφύλακα, κατέβασε τον φάκελλο του κ. Ιωακειμίδη, σηκώνεται βαριά-βαριά ο ερίφης, κατευθύνεται στην αρχειοθήκη και βγάζει τον ογκώδη φάκελλό μου.
Τον φέρνει ειρωνευόμενος δήθεν ότι είναι κατάκοπος από το βάρος του και μου λέει, πιάστε-πιάστε κ. Ιωακειμίδη να δείτε τι βάρος έχει. Σιγά! φωνάζω δυνατά, όλοι οι γραφιάδες ξιπάστηκαν απ’ τη φωνή μου, σήκωσαν τα κεφάλια τους και με βλέπουν. Σιγά, ξαναφωνάζω να μην πιαστεί η μέση σου απ’ το βάρος γιατί μέσα στο φάκελλο θα είναι και ο τενεκές με τα μάτια που τον γεμίζαμε όσους σκοτώναμε και σηκώνομαι συγχυσμένος απ’ την καρέκλα. Τι πάθατε κ. Ιωακειμίδη, μου λέει ο Λεωνίδας, δεν τον βλέπετε τον κύριο αυτόν με τι ειρωνεία με συμπεριφέρεται; Γι’ αυτό με κάλεσε ο διοικητής σας, νά ’ρθω να με ειρωνευθείτε; Κοκκάλωσαν όλοι τους, μείνανε με ανοιχτό το στόμα, ανοίγω νευριασμένος την πόρτα και φεύγω ενώ ο χωροφύλακας έμεινε με τον φάκελλο στα χέρια του.
Πήγα στο μαγαζί μου συγχυσμένος, έτρεμα απ’ τα νεύρα μου, παρήγγειλα καφέ, πίνοντας τον καφέ βλέπω να μπαίνει ο Λεωνίδας ντροπιασμένος και με σκυμμένο το κεφάλι, με βλέπει που κάπνιζα και έπινα τον καφέ μου, δικαιολογημένα συγχυστήκατε, μου λέει. Άκουσε Λεωνίδα, του απαντώ, κάθισε τώρα με τη σειρά σου και εσύ, θα πάρεις καφέ; Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα θα τον πιω, παραγγέλνουν τα παιδιά τον καφέ. Λεωνίδα, του λέω, με ξέρεις καλά, ξέρεις επίσης τι τράβηξα, γνωρίζεστε πολύ καλά με την οικογένεια του γαμπρού μου, είστε γείτονες και σχετίζεστε οικογενειακώς, δεν σου μιλώ σαν αστυνομικός αλλά σαν φίλος ήρεμα και πολιτισμένα.
Καμμιά διάθεση φίλε Λεωνίδα δεν είχα να τακτοποιηθώ γιατί δεν τα πιστεύω τα τσαλίμια αυτά, η κ. Τσώνου με παρεκίνησε και με διαβεβαίωσε πως θα τακτοποιηθώ χωρίς να κάνω δήλωση και δεν έκανα, όπως γνωρίζεις, γνωρισθήκαμε με τη χρησιμοποίηση που κάνει στο τηλέφωνό μου, μα και ο ίδιος ο διοικητής σου κατεβαίνει συχνά και τηλεφωνεί στο γραφείο σας, καταλάβανε τι άνθρωπος είμαι, οι ίδιοι μου προτείνανε να με αποχρωματίσουν προτού φύγουν απ’ τη Δράμα, έτσι και έγινε, αλλά την τελευταία στιγμή δέχτηκα τέτοια ειρωνεία από εκείνο το παλιοτόμαρο που δεν την ανέχτηκε η συνείδησή μου και έφυγα νευριασμένος.
Αύριο ή μεθαύριο θά ’ρθει πάλι να τηλεφωνήσει ο διοικητής σου, θα με ρωτήσει αν πέρασα να λάβω γνώση, διότι ο ίδιος μου ’πε να περάσω, τι να του πω Λεωνίδα; Τα όσα συνέβησαν; Τι νόμισε το παλιοτόμαρο πως η αξιοπρέπεια κάθε πολίτου κρέμεται στα ψωρογαλόνια του; Ήλθε ο καφές, τον πίνει και μου λέει, σας ζητώ συγγνώμην για όσα συνέβησαν, υπεύθυνος του γραφείου είμαι εγώ σαν ανώτερος του βαθμού που έχω, η όλη κατάσταση βαρύνει εμένα προσωπικά, σε λίγο καιρό και εγώ θα τα μουντζώσω και θα φύγω απ’ την υπηρεσία, σας παρακαλώ μην καθυστερείτε την υπόθεση της υπογραφής και μην αναφέρετε όσα συνέβησαν, τίποτα στον κ. διοικητή γιατί χαθήκαμε όλοι μας.
Με το θάρρος της γνωριμίας της αδελφής σας, που συνδέονται στενά με τη γυναίκα μου και τα πεθερικά μου, έμαθα και κατάλαβα πως είστε ένας εξαιρετικός άνθρωπος, σας ικετεύω το ζήτημά σας ας θεωρηθεί λήξαν, όσο δε για τον χαρακτηρισμό σας ότι δεν πιστεύετε στα τσαλίμια αυτά, σας διαβεβαιώ εκ της θέσεώς μου σαν υπεύθυνος που είμαι ότι ο αποχρωματισμός μας είναι αληθινός και ο φάκελλός σας κλείνει μια για πάντα.
Εντάξει Λεωνίδα, του απαντώ, δεν είμαι άνθρωπος των άκρων, το ζήτημα θα το θεωρήσω λήξαν, πλην όμως εγώ δεν ξαναπατώ στο κατώφλι του γραφείου σας κανόνισε επομένως εσύ πώς να διαβάσω το έγγραφο και να το υπογράψω. Αν και απαγορεύεται απ’ τον κανονισμό να βγαίνουν έγγραφα έξω απ’ το γραφείο, μου λέει, αύριο το μεσημέρι πηγαίνοντας στο σπίτι για το φαγητό θα στο φέρω να το διαβάσεις με ησυχία εδώ στο γραφείο σου, το υπογράφεις και περνώ και το παίρνω, εντάξει -εντάξει Λεωνίδα, του απαντώ.
Την επομένη το μεσημέρι τακτοποιήθηκε το ζήτημα και έκλεισε η υπόθεση του αποχρωματισμού μου. Ο διοικητής κατέβηκε αρκετές φορές και τηλεφώνησε στο γραφείο του, δεν μου ανάφερε ποτέ για το θέμα αυτό, διότι πληροφορήθηκε πρώτον απ’ τα όργανά του ότι τακτοποιήθηκε η υπόθεση και δεύτερο απ’ τη γυναίκα του που πήγα στο σπίτι της και την ευχαρίστησα.
Μετά από δυο μήνες ήλθε η προαγωγή του διοικητή Τσώνου εις αντισυνταγματάρχη και φύγανε με τη γυναίκα του για τη Θεσσαλονίκη. Έκτοτε περάσανε 23 ολόκληρα χρόνια, κανείς δεν με ενόχλησε, ήμουν αφοσιωμένος στη δουλειά μου και στην ευτυχία της οικογενείας μου. Στα 1965 άλλαξα επάγγελμα, έγινα βιβλιοπώλης. Η 21η Απριλίου με βρήκε βιβλιοπώλη, κανείς δεν μ’ ενόχλησε σε όλο της το διάστημα πλην της γενικής κατασχέσεως των αριστερών βιβλίων, που είχα πολλά απ’ αυτά. Στη μεταπολίτευση μας τα επέστρεψαν.
Η κουτσουδιά των χωροφυλάκων που ήλθαν τότε για την κατάσχεση, επικεφαλής ήτο ο ανθυπασπιστής της ασφαλείας. Μετά από τρία χρόνια ο ανθυπασπιστής αυτός αποσπάσθηκε στη Θεσσαλονίκη αποχαιρετώντας όλους τους γνωστούς και φίλους που γνώρισε στα χρόνια της διαμονής του εδώ στη Δράμα, εθεώρησε υποχρέωση νά ’ρθει να αποχαιρετήσει και μένα λέγοντας, δεν πιστεύω κ. Ιωακειμίδη να μου κρατάς κακία για την κατάσχεση τότε των βιβλίων που σας πήραμε. Τι λέτε αγαπητέ, του απαντώ, εκτελέσατε μια διαταγή που ήτο γενική σε όλη τη χώρα, αν δεν ήσασταν εσείς στην περίπτωση αυτή θα ήτο κάποιος άλλος, για ποιο λόγο να σας κρατώ κακία; Η διαμονή σας στην πόλη μας πρέπει να ξέρετε ότι αφήνει τις άριστες εντυπώσεις, να πάτε στο καλό, σας εύχομαι υγεία και ευτυχία στην οικογένειά σας και η γνωστή ευχή εις ανώτερα. Σας ευχαριστώ πολύ, μου απαντά ικανοποιημένος.
Ήταν καθήκον και ευγένεια να δείξω σ’ αυτή την περίπτωση την ανωτερότητά μας.
[Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο] Αποχρωματισμός
(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)