Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο
Ιωακειμίδης Βασίλης

Ευχαριστώ και χαιρετώ τον κ. διοικητή, σύντομα τα είπαμε με τον Φαραγκαλάκη, με αφήνει τσιγάρα και σπίρτα και φεύγει για τον διοικητή, μου είπε πρωτίστως ότι η άφιξη του διοικητή οφείλεται σε ανάκριση που ήλθε να κάνει για την εψεσινή εισβολή του τάγματος στο χωριό Μεγαλόκαμπο οκτώ χιλιόμετρα έξω απ’ την Δράμα, που κατέβηκε για τροφοδοσία, έκαψαν σπίτια και πήραν αιχμάλωτους.
    Στο κρατητήριο ανακουφίστηκα καλά, κάπνιζα τσιγάρο και είπα μέσα μου, γλύτωσες για τα καλά Βασίλη, όσο σκεφθόμουν το πρωί που ξεκίνησα πώς θα ξεφύγω, τι θα ανταμώσω, σε τι πρόσωπα θα πέσω, θα αναγνωρίσουν την παράδοση μου χωρίς όπλο ή θα μου παρουσιάσουν σαν συλληφθέντα και κατάσκοπο.
    Σαν μια σκηνή κινηματογραφικού έργου εξελίχθη όλο το πρωινό μου, που καταλήγει σε ένα καλό τέλος, τέτοια ήταν η σημερινή μου μέρα. Η τύχη με ευνόησε πολύ, μου ’ρθαν τόσο βολικά όλα, προπαντός το σήμα που στάλθηκε στη μεραρχία της αυθορμήτου παραδόσεώς μου απ’ τα ίδια τα χέρια του διοικητή χωροφυλακής Δράμας. Με οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες αν κατέβαινα και πρόφταινε η ασφάλεια, θα σκηνοθετούσε κάτι δικό της για να δικαιολογήσει την εξαφάνισή μου που δεν αναφέρει στον κ. διοικητή.
    Τώρα όμως αφοπλίζεται, εκτίθεται στον κ. διοικητή που στέλνει ο ίδιος το σήμα, δεν μπορεί να σκηνοθετήσει τίποτα εις βάρος μου. Η παρουσία μου μαθεύτηκε στην Προσωτσάνη, ήλθαν αρκετοί φίλοι και με είδαν μεταξύ αυτών και ο διοικητής των Τ.Ε.Α., ανθυπολοχαγός Γιάννης Μπαχαρίδης, ο οποίος έμαθε την αρπαγή του ωρολογίου μου από το όργανό του. Άκου Γιάννη, του λέω, το ωρολόγι δεν το θέλω, να τον πεις ότι του το χαρίζω, φρόντισε μόνον να διαπαιδαγωγήσετε τους φτωχούς και νηστικούς ανθρώπους ότι και οι αντίπαλοι είναι άνθρωποι σαν εσάς και ότι αναγκαίες συνθήκες τους έφεραν αντιμέτωπους με εσάς. Εγώ έχω τίποτα μαζί σου Γιάννη, ή εσύ έχεις τίποτα μαζί μου; Όχι και στις δυο περιπτώσεις, συνεπώς συνθήκες δημιούργησαν την κατάσταση του αλληλοσπαραγμού που πρέπει να τελειώσουν μια για πάντα. Μπράβο ρε Βασίλη, σωστά τα λες, μου απαντά, θέλεις τίποτα να σου φέρω; Όχι, Γιάννη, σ’ ευχαριστώ και έφυγε.
    Την άλλη μέρα το πρωί με συνοδεία έναν χωροφύλακα μου φέρανε στη διοίκηση χωροφυλακής Δράμας και από κει στη μεραρχία που ήτο το σπίτι του Τζίμου κοντά στα νεκροταφεία, μου παραδώσανε στον ταγματάρχη Φασόγια, ανακρίθηκα απ’ αυτόν, με ερώτησε σε ποιο σημείο είναι το λημέρι, τη δύναμη κ.λ.π. Απάντησα στις ερωτήσεις του, όλα αυτά είναι εις γνώσιν μας, από εμάς τον στρατό σύμφωνα με τον νόμο της αμνηστείας είσαι ελεύθερος να πας στο σπίτι σου και στη δουλειά σου. Μου τηλεφώνησε όμως σήμερα το πρωί η ασφάλεια να σου παραδώσω σ’ αυτήν, αύριο το πρωί θά ’ρθουν να σε πάρουν, διατάζει έναν ανθυπολοχαγό να με κατεβάσει στο υπόγειο όπου ήτο το κρατητήριο της μεραρχίας, ήτο γιομάτο από παραδοθέντας και συλληφθέντας αντάρτας, μόλις κλείσανε την πόρτα πίσω μου τι βλέπω; Απ’ τα πρώτα άτομα τον οδηγό της θλιβερής εκείνης αποστολής. Με αστραπιαία διαύγεια του ρίχνουμαι και του λέω, βρε μπαγάσα είχες σκοπό να παραδοθείς και δεν σφύριζες;
    Η ψυχή μου έγινε ανάστατη, ώσπου να κατέβω στον κάμπο μου ρίχναν συνέχεια οι δικοί μας, πώς γλύτωσα ένας θεός το ξέρει. Εγώ, μου λέει, μόλις έφθασα στη γωνιά του σχολείου και προτού φωνάξει ο σκοπός, στα όπλα, έστριψα αριστερά πίσω απ’ το σχολείο και έτρεξα σακάτ, πήγα κατευθεία στο σπίτι μου, άκουα τα μυδράλια και έβλεπα τις φωτοβολίδες, έφαγα, κοιμήθηκα. Το πρωί έστειλα τη γυναίκα μου στον πρόεδρο να του πει ότι ήλθα και θέλω να παραδοθώ, καλά, της είπε θά ’ρθω σε λίγο γιατί στ’ αμπέλι έξω απ’ το σχολειό βρήκαν έναν αντάρτη σκοτωμένο, να τον θάψουμε και θά ’ρθω στο σπίτι σας.
    Ήλθε ο πρόεδρος μαζί με έναν αξιωματικό με ένα τζιπ, με φέρανε εδώ στη μεραρχία, εγγυήθηκε ο πρόεδρος για μένα και σήμερα κιόλας θα με αφήσουν ελεύθερο.
    Μια χαρά τα κατάφερες, του λέω, με το καλό να βρεις το σπιτικό σου και να αρχίσεις μια ήσυχη και καινούργια ζωή, δεν προλάβαμε να ανταλλάξουμε άλλες κουβέντες, εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα, ήλθε ο πρόεδρος και τον πήρε. Όλο το βράδι έμεινα σχεδόν άγρυπνος απ’ τη βόχα των πολλών ατόμων και την έμμονη ιδέα τι σκηνοθέτησε η ασφάλεια και με θέλει, ασφαλώς, λέω, θα ξέρασε ο Καρέλας, ό,τι και να ’ναι θα το αντιμετωπίσω παλληκαρίσια, μ’ αυτές τις σκέψεις ναρκώθηκα για λίγο πάνω στο παγωμένο δάπεδο από τσιμέντο, που δεν είχες που να απλώσεις τα πόδια σου απ’ την πολυκοσμία.
    Στο μεταξύ απ’ το τηλεγράφημα, σήμα που έστειλε ο διοικητής χωροφυλακής απ’ την Προσωτσάνη, το πήραν και οι δυο τοπικές εφημερίδες Θάρρος και Αναγέννηση και το δημοσιεύσανε. Το πρωί πρωί της άλλης μέρας έρχονται δυο όργανα της ασφάλειας να μου παραλάβουν, ο ένας εξ αυτών ήτο γνωστός μου, Αχιλλέας Τσάλτας λεγόταν, βλέπω ετοιμάζουν να με περάσουν χειροπέδες, μου κακοφάνηκε πολύ. Βρε Αχιλλέα, του λέω, σοβαρά χειροπέδες ετοιμάζεις να μου βάλεις; Τι φοβάστε μη φύγω, αφού ήλθα μόνος μου, αν μου συλλαμβάνατε δίκαια να μου βάζατε χειροπέδες, αυθορμήτως παραδόθηκα, συνεπώς γιατί να μπουν χειροπέδες.
    Διαταγή είναι Βασιλάκη, θέλεις να φάμε καμμιά καμπάνα; Όχι, του απαντώ, τέτοιο πράγμα δεν επιθυμώ προς χάριν μου αλλά μου αγανακτείτε με την ενέργειά σας, μπα ενοχλήθηκε ο κύριος, λέει ειρωνικά, αγανάκτησα και του απαντώ, αν ήσασταν παλληκάρια Αχιλλέα να ερχόσασταν εκεί επάνω που ’μουνα και αν μου συλλαμβάνατε να μου περνούσατε χειροπέδες, όχι όμως σε έναν αυθορμήτως παραδοθέντα. Έτσι θα προσελκύσετε τον κόσμο που σας πολεμά; Σας παρακαλώ επειδή, όπως ξέρετε, είμαι γνωστός σε όλους τους Δραμινούς, κάντε μου τη χάρη να μου έχετε στη μέση μέχρι τα σκαλιά του αντλιοστασίου που ανεβαίνουν στην ασφάλεια, εκεί βάλτε μου τις χειροπέδες για να είστε και εσείς εντάξει στην υπηρεσία σας, υποδείξεις δεν δεχόμεθα Βασιλάκη, ούτε παζαρέματα κάνουμε, οι χειροπέδες θα μπουν οπωσδήποτε, ορίστε βάλτες ήρωα Αχιλλέα, του κάνω με οργή, χαφιές γεννήθηκες και χαφιές θα πεθάνεις, αλλά αν ήσασταν παλληκάρια σας ξαναλέω, έπρεπε να ερχόσασταν εκεί επάνω που ήμουν, αν σας βαστούσε ο κώλος, οικτίρω τώρα και τη στιγμή που πήρα απόφαση νά ’ρθω να παραδοθώ νομίζοντας πως η πολιτεία και οι νόμοι της σέβονται την προσωπικότητα του αντιπάλου. Του μίλησα με τέτοια αγανάκτηση, διότι η γυναίκα του ήτο συγγενής του συχωρεμένου γαμπρού μου Λύσσανδρου και γνώριζε τον δεσμό μας.
    Οι χειροπέδες μπήκαν, φτάσαμε στην ασφάλεια, με κλείνουν στο κρατητήριο των μεμονωμένων.
    Ήλθε και με είδε ο ενωματάρχης Φούτσης, ήταν σταλμένος απ’ τον αδελφικό μου φίλο Γιάννη Σαρίδη, μου ’δωσε τα τσιγάρα που τον έδωσε να μου φέρει ομολογουμένως πολύ φιλικά, πληρώθηκε δε για όλα αυτά κάνοντας τράκα στον φίλο μου από γραβάτες, φανέλλες, πουκάμισα και κάλτσες, μου ρώτησε αν πεινώ, ναι, του απαντώ.
    Τηλεφώνησε στο εστιατόριο Γαλλία του κ. Θανάση Στολίγκα (εκεί ήξερε πως έτρωγα), μου ’στειλε ο Θανάσης δυο πιάτα φαγητό, σαλάτα και φρούτα, ο οποίος δεν δέχτηκε πληρωμή, έφαγα με πολλή όρεξη.
    Το απόγευμα με καλούν στο γραφείο, ήτο ο διοικητής Δημακόπουλος Διονύσιος, ο ανθυπασπιστής Βασίλειος Τσιρωνάς και ο ενωματάρχης Φούτσης Θεόδωρος, σε μια φαρδειά πολυθρόνα ήτο ξαπλωμένος ο Καρέλας.
    Καλώς τον, κάνει ο διοικητής, τον ξέρεις τούτον εδώ, μου ρωτά ο διοικητής δείχνοντας τον Καρέλα, ναι, του λέω, πετάχνεται ο Καρέλας και μου λέει, Βασιλάκη εγώ τα είπα όλα συνεπώς μην αρνηθείς τίποτα και ταλαιπωρείσαι άδικα. Τους είπες, του λέω, ότι σου ’δινα χρήματα; Ναι, απαντά, τους είπες τι ποσόν ήμουν υποχρεωμένος να εισπράττω κάθε μήνα και να σε παραδίνω; Τους είπα διακόσιες δραχμές. Καλώς, απαντώ. Συμφωνείς με αυτά που κατέθεσε ο Καρέλας εις βάρος σου, με ρωτά ο διοικητής, ναι, απαντώ. Πάρτε τον αυτόν, διατάζει ο διοικητής, φεύγει ο Καρέλας.
    Ο διοικητής Δημακόπουλος ήτο ένας εντελώς αστοιχείωτος, παρουσίαζε τον μάγκα και μιλούσε μάγκικα, τον ήξερα καλά τι άνθρωπος ήταν και τον αντίκρυσα με ψυχραιμία, χωρίς φόβο. Σηκώνεται όρθιος κρατώντας ένα ξύλινο χάρακα, διατάζει τον ανθυπασπιστή Τσιρωνά να πάρει μια κόλλα αναφοράς, μου χτυπά με τον χάρακα στο κεφάλι λέγοντας, μπρος λέγε τα ονόματα, από ποιους έπαιρνες τα τάλαρα και τα δεκάδραχμα. Ναι, του απαντώ, όπως σας είπε ο Καρέλας διακόσιες δραχμές τον παρέδινα κάθε μήνα από δήθεν εισφορές που έκανα. Τις διακόσιες δραχμές κάθε μήνα που έδινα κ. διοικητά, τις έδινα από την τσέπη μου θέλοντας να δείξω στο κόμμα ότι εργάζομαι γι’ αυτό.
    Γνωρίζετε πολύ καλά τον κύκλο εργασίας μου, όταν κάθε βράδι καθώς μου βλέπατε να δίνω στο εστιατόριο τριάντα και σαράντα δραχμές μόνο για ούζο. Εδώ είναι ο Στολίγκας και ρωτήστε τον, δεν μου σύμφερε κ. διοικητά να έχω τρεις καλφάδες με ανώτατο ημερομίσθιο, τέσσερους βοηθούς να τους εγκαταλείπω για να τρέχω να μαζεύω πέντε και δέκα δραχμές από κάθε άτομο, γι’ αυτό σας επαναλαμβάνω ότι τα έδινα από την τσέπη μου.
    Αν μου παρουσιάσετε έστω και έναν που θα σας πει ότι πήγα και του ζήτησα ενίσχυση ή συνδρομή για το κόμμα, θα δεχθώ μόνος να μου κολλήσετε στο ντουβάρι του εκτελεστικού αποσπάσματος. Έμεινε άναυδος ο διοικητής με τη σταθερή μου απάντηση, ίσως να μην περίμενε τέτοια, απαντώντας μάγκικα, καλά [θα] το δούμε αυτό, βεβαίως θα το δείτε, απαντώ, σας επαναλαμβάνω, αν βρεθεί έστω και ένας να πει πού πήγα, πότε πήγα, δικαίως θα δεχθώ τις συνέπειες των πράξεών μου, να μη μόνο παρουσιασθεί κανένας ψεύτης και τον ξεσκεπάσω στη δίκη.
    Πηγαίνετέ τον κάτω, διέταξε. Μια στιγμή, ξανακάνει. Στη σκοτεινή και φοβερή εκείνη περίοδο το χαφιεδολόγι σερνόταν σαν σκουριασμένη αλυσίδα, πιάναν ένα άτομο, κουβαλούσαν όλο το σόι του. Βλέποντας πως δεν τους πρόσφερα ονόματα για να δράσουν με ρωτά, ποιους Δραμινούς αντάρτες είδα επάνω στο βουνό, μόλις έλεγες είδα τον Κώστα, τον Παύλο, τον Νίκο, αμέσως κουβαλούσαν όλη την οικογένεια, είχαν κατάλογο ποιοι ανέβηκαν στο βουνό, ρωτούσαν στα σπίτια τους πού είναι, τους απαντούσαν ότι έφυγε στη Θεσσαλονίκη ή Αθήνα, έτσι αν ξεγελιόσουν και έλεγες με αφέλεια, είδα τον Κώστα ή τον Πέτρο ή τον Άγγελο, κάηκαν οι οικογένειές των, συλλαμβάνοντο κατόπιν της μαρτυρίας σου και τις έστελναν εξορία.
    Αν και είδα και μίλησα με Δραμινούς καπετάνιους, τον ταγματάρχη Άγγελο, τον Μίχα, τον Πλάτωνα καπετάνιο της ΕΠΟΝ και άλλους, απαντώ και εδώ σταθερά. Κύριε διοικητά ανέβηκα στο βουνό χωρίς σύνδεση, δεν ήξερα πού πήγαινα, βρέθηκα στα τμήματα του νομού Σερρών (γνώριζαν και αυτοί απ’ τη μεραρχία ότι τα τμήματα που δρούσαν στην περιοχή αυτή είναι τμήματα των Σερρών του Ραφτούδη) καλά...α, απαντά, και αυτό θα το δούμε και θα το διαπιστώσουμε, πάρτε τον, διατάζει, με κατεβάζουν στο κρατητήριο, έμεινα ένα βράδι και την επομένη με πάνε στη φυλακή ως υπόδικο.
    Αυτός ήταν ο νόμος της αμνηστείας που περίμενα και έδωσε τόσο σπάταλα η κυβέρνηση του κεντρώου Σοφούλη Θεμιστοκλή. Ήταν γραμμένος στα χαρτιά χωρίς να ελέγχονται οι διοικήσεις και τα όργανα αν τις εκτελούν σωστά, στη δική μου δε περίπτωση να στέλνεται το σήμα της αυθορμήτου παραδόσεώς μου απ’ τον ίδιο τον διοικητή χωροφυλακής Δράμας και να μην λαμβάνεται υπόψιν, ενώ ο χωριάτης οδηγός με μια παρουσία του προέδρου του σε μια μέρα τελείωσε η περιπέτειά του και πήγε στο σπιτάκι του και στη δουλειά του, εγώ συμπεριλήφθην στη μεγάλη δίκη των πενήντα Δραμινών περί κατασκοπείας.
    Στη φυλακή βρήκα όλους εκείνους που διάβασα το όνομά τους στην εφημερίδα Μακεδονία μαζί με τον Μίχα. Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες ένα μεσημέρι εκεί που κοιμόμασταν με καλούνε στο γραφείο των φυλακών, βλέπω τον διοικητή της ασφαλείας Δημακόπουλο, τον Τσιρωνά, τον Φούτση και έναν λεβέντη υψηλό αντάρτη παραδοθέντα από το Δραμινό τάγμα, ο αντάρτης αυτός μου είχε κάνει εντύπωση για τη λεβεντιά του, όταν ήταν στο Δραμινό τάγμα ήλθε στο λημέρι μας.
    Τον φέρανε στη φυλακή για να διαπιστώσουν αν ο ισχυρισμός μου, που κατέθεσα ότι δεν είδα κανέναν Δραμινό, ήτο αλήθεια ή ψέμματα. Μόλις μπήκα στο γραφείο και τους βλέπω όλους μέσα κατάλαβα αμέσως γιατί με φωνάξανε, ρωτά ο διοικητής Δημακόπουλος τον αντάρτη, αυτόν εδώ τον είδες στο λημέρι του Ραφτούδη όταν περάσατε; Με βλέπει καλά, όχι, απαντά, πού να με ιδεί, σε όλη τη διαμονή τους εγώ ήμουν με τους αρχηγούς του στο καλύβι του ταγματάρχη, πού να πλησιάσει κανείς εκεί κοντά. Ο διοικητής αποτείνεται τώρα σε μένα με την ηλίθια ερώτησή του, εσύ Βασίλη τον είδες όταν πέρασε το Δραμινό τάγμα; Πού να τους ιδώ, απαντώ, κ. διοικητά, αφού βρισκόμουν αποστολή για τροφοδοσία κάτω στον κάμπο των Σερρών και συγκεκριμένα στο χωριό Κάκαρα, όταν γυρίσαμε την άλλη μέρα έμαθα πως πέρασε το Δραμινό τάγμα και λυπήθηκα μάλιστα που δεν έτυχε να το δω. Για να πεισθείτε δε για όσα σας λέγω, αν είναι αλήθεια ή ψέμματα πάρτε τηλέφωνο στας Σέρρας να διαπιστώσετε αν κατεβήκαμε κάτω βαθιά στο κάμπο και αν χτυπηθήκαμε με τους μάηδες ναι ή όχι, πράγματι πήγε ένα μικρό τμήμα κάτω στον κάμπο στα Κάκαρα αλλά εγώ δεν ήμουν. Νομίζω πως τους έρριξα και στην περίπτωση αυτή, δεν πάψανε όμως να συνεχίζουν τη δουλειά τους αλλιώς με διαφορετικό σύστημα.
    Φύγανε αυτοί, ανέβηκα στο θάλαμο εγώ, εξιστόρησα στον κ. Εμμανουήλ που τρώγαμε μαζί πάντα τα συμβάντα. Στον κ. Εμμανουήλ είχα εκμυστηρευθεί όλα τα συμβάντα της περιπέτειάς μου, με περίμενε με αγωνία, του εξιστόρησα γιατί με ζήτησαν στο γραφείο και τι ελέχθη και συζητήθη.
    Όμορφα και καλοβαλμένα ήσαν όσα τους είπες, δούλεψε το μυαλό σου, ωστόσο να μην επαναπαύεσαι, κάτι πάνε να σου στρώσουν, πρόσεχε, και δεν έπεσε έξω ο σοφός προνοητικός φίλος.
    Την άλλη μέρα βλέπω φέρνουν τον αντάρτη και τον ρίχνουν και αυτόν σαν υπόδικο δήθεν, τον δείχνω στον κ. Εμμανουήλ, πρόσεξε πολύ, με λέει, η πείρα μάς δίδαξε πολλά, αυτόν εδώ τον αντάρτη τον φέρανε για καμμιά εβδομάδα και μόνον για σένα για να σε ψαρέψει μη τυχόν ήλθες άλλοτε σε επαφή με κανέναν Δραμινό, τέτοιο πάτημα ψάχνει τώρα για σένα η ασφάλεια να σε ενοχοποιήσει με τον μάρτυρα αυτόν πως ήλθες σ’ επαφή με τους Δραμινούς και σου στείλαν για κατασκοπεία και όχι ότι η παράδοση είναι αγνή μια που δεν παραδόθηκες με το όπλο σου. Προσοχή λοιπόν μεγάλη και θα το διαπιστώσεις και μόνος σου αυτό, πράγματι ο σοφός και πεπειραμένος αγωνιστής δάσκαλός μας δεν έπεσε έξω.
    Από την πρώτη στιγμή με κόλλησε ο Απόστολος Φούτσης απ’ τη Χωριστή Δράμας, μου ’πε τα ονόματα των αρχηγών του, μου ρώτησε αν τους ξέρω ποιοι είναι, του λέω, έλειπα εξορία, ήλθα και σε δυο μήνες ανέβηκα στο βουνό από φόβο, γιατί ήξερα πως θα με ξανάπιαναν, κουτουρού ξεκίνησα χωρίς σύνδεση και δεν ήξερα πού θα βρεθώ. Βρέθηκα μέσα σε άγνωστα πρόσωπα, όλοι τους ήταν της περιοχής Σερρών του τάγματος του Ραφτούδη και βλέποντας τον άσκοπο αγώνα που κάναμε νηστικοί, ρακένδυτοι, κατέβηκα και παραδόθηκα, γιατί είχαμε πάει ένα βράδι για τροφοδοσία μια ομάδα στο χωριό Δήμητρα, εκεί ένας γέρος διάβαζε εφημερίδα, τη ζήτησα, μου την έδωσε και για καλή μου τύχη έγραφε τον νόμο της αμνηστείας. Από τότε φρόντιζα πότε να βρω ευκαιρία να το σκάσω και το κατόρθωσα.
    Αυτά είπα στον Απόστολο που σε τέσσερις κιόλας μέρες απελύθη, η δε ασφάλεια δεν κατόρθωσε να ψαρέψει τίποτα και η σοφή πρόβλεψη και κατατόπιση του κ. Εμμανουήλ επαληθεύθη πέρα για πέρα. Στη φυλακή οι εφημερίδες απαγορεύονταν αυστηρά, δεν έπρεπε να μαθαίνουμε τι γίνεται έξω, ώς και δέματα που μας φέρναν τυλιγμένα είδη τις αφαιρούσαν, διψούσαμε να μάθουμε κανένα νέο, ούτε οι συγγενείς και οι φίλοι που ήρχοντο στην επίσκεψη ή μας φέρναν το φαγητό μπορούσαν να σφυρίξουν κανένα νέο, καιροφυλαχτούσε πάντα η παρουσία του χωροφύλακα.
    Μια μέρα έρχεται ο βασιλικός επίτροπος στα κάγκελα, έτυχε να κατεβαίνω τη σκάλα εκείνη την ώρα και ήμουν ο μόνος που αντίκρυσε, φώναξε, με λέει, τον Βασίλειο Ιωακειμίδη, φατσικώς δεν με ήξερε ούτε και μπορούσε να φανταστεί ότι έπεσε επάνω μου, αμέσως θα ψάξω να τον βρω, λέω και ανεβαίνω πάνω στο θάλαμο, τρέχω στον δάσκαλο, Στέφανε, του λέω, μου ζητά ο βασιλικός επίτροπος, τι είναι τούτο πάλι, τι να μου θέλει, μπορεί να σου θέλει να του κάνεις καμμιά δουλειά, πήγαινε και ό,τι σου αναθέσει να δεχτείς, ίσως βρεθεί τρόπος και μπάζουμε εφημερίδες να μαθαίνουμε τι γίνεται έξω. Εντάξει πάω, του λέω και φεύγω, τι είχε συμβεί όμως, εκεί που περίμενε ο επίτροπος να φωνάξω εγώ τον Βασίλειο Ιωακειμίδη, βλέπει τον δεσμοφύλακα, τον διατάζει, φέρε στο γραφείο μου τον Βασίλειο Ιωακειμίδη.
    Ο δεσμοφύλακας αρπάζει τον καινούργιο βραδινόν επισκέπτη, Ιωακειμίδης Βασίλειος και αυτός, που τον φέραν αποβραδίς για κλεφτοκοττά και τον πηγαίνει ντουγρού στον επίτροπο, εσύ είσαι ο Βασίλειος Ιωακειμίδης, τον ρωτά ο επίτροπος, μάλιστα απαντά ο νεαρός κλεφτοκοττάς, τον παίρνει, διασχίζουν όλο τον διάδρομο του δικαστηρίου, τον πάει σ’ ένα άδειο δωμάτιο. Έχω τούτες εδώ τις κάσες με χονδρό κόντρα πλακέ, θα μπορέσεις να μου κάνεις μ’ αυτές ένα γραφείο; Εγώ, εγώ, ερωτά με απορία ο νεαρός, ναι εσύ, δεν είσαι ο επιπλοποιός Βασίλειος Ιωακειμίδης, όχι, απαντά ο νεαρός εγώ κ. λοχαγέ είμαι αγρότης απ’ το Δοξάτο, δεν είμαι επιπλοποιός, μου φέραν εψές γιατί έκλεψα κάτι κόττες. Πάρτε τον και φύγε, διατάζει τον δεσμοφύλακα, πηγαίνει κατακόκκινος και νευριασμένος στο γραφείο του πρωτοδίκη κ. Πατρινού και του λέει νευριασμένος, μου ’πατε κ. Πατρινέ πως έχω στη στρατιωτική δικαιοδοσία τον καλύτερο επιπλοποιό της Δράμας, τον Βασίλη Ιωακειμίδη (στο γραφείο του πρωτοδίκη βρίσκεται εκείνη τη στιγμή και τότε δήμαρχος Δράμας κ. Αντώνιος Παπαλούδης) τον φώναξα να του δείξω τις κάσες που συζητήσαμε χθες γι’ αυτόν και μου απάντησε πως δεν είχε μυρουδιά από επιπλοποιεία, εψές μου είπε πως τον φέρνανε για κλεφτοκοττά.
    Δήμαρχος και πρωτοδίκης γελάσανε με την καρδιά τους και του λένε και οι δυο συγχρόνως, τι λέτε κ. Γκόπη ο Ιωακειμίδης κλεφτοκοττάς, κάποιο λάθος θα έγινε διότι αυτός είναι τώρα δυο μήνες και πάνω που βρίσκεται στη φυλακή για τα φρονήματά του, καθημερινώς τον βλέπω από το παράθυρο του διαδρόμου, είναι του τετάρτου θαλάμου, πάμε να σου τον δείξω, βγαίνουν και οι τρεις από το παράθυρο του διαδρόμου που ήταν ακριβώς απέναντι από το παράθυρο του τετάρτου θαλάμου, λένε στον παρατυχόντα στο παράθυρο κρατούμενο, φώναξε τον Ιωακειμίδη νά ’ρθει στο παράθυρο, πηγαίνω, τους χαιρετώ πίσω απ’ τα σίδερα, νά αυτός είναι ο Ιωακειμίδης, λένε στον Γκόπη, τι κάνεις, Βασιλάκη, μου ρωτά ο δήμαρχος, καλά είμαι, απαντώ, ο Μενέλαος τι κάνει, οι γονείς σας, όλοι τους είναι καλά Βασίλη (Μενέλαος ήταν ο αδελφός του, ήτο φίλος μου και πήγαινα συχνά σπίτι τους). Πού οφείλεται Αντώνη η αναζήτησή σας, τον ρωτώ, ο κ. επίτροπος σου θέλει για να του κάνεις μια δουλειά, ευχαρίστως, απαντώ, είμαι πρόθυμος αν μπορώ να τον εξυπηρετήσω.
    Έφυγαν, σε λίγο έρχεται ο δεσμοφύλακας, με παίρνει με παραδίνει σ’ έναν χωροφύλακα λέγοντας, πήγαινέ τον στο γραφείο του κ. επιτρόπου, τον ζήτησε, πήγαμε, μου δείχνει τις κάσες, ήταν καλές, με ρωτά, θα μπορέσεις μ’ αυτές να μου κάνεις ένα γραφείο και αν χρειαστούν και άλλες σου προμηθεύω, όπως είδες τραπέζι καφενείου χρησιμοποιώ για τη δουλειά μου. Να τις πάνε στο μαγαζί μου και να αρχίσουμε εκεί να τις διαλύουμε με προσοχή, υπάρχουν όλα τα σύνεργα, μπάγκοι, εργαλεία και κάτι θα κατορθώσω να κάνω. Α, στο μαγαζί σου αποκλείεται, γιατί, ρωτώ, αφού θα με συνοδεύει όλη την ημέρα ο χωροφύλακας, είσαι γνωστός σε όλη τη Δράμα και θα παρεξηγηθώ που θα κυκλοφορείς έξω.
    Σ’ αυτόν εδώ τον χώρο να κάνεις ό,τι μπορείς, σαν να μου παροτρύνετε κ. επίτροπε να ξευτελίσω την τέχνη μου, τι γραφείο θα σας κάνω χωρίς μπάγκο, θέλετε να παιδεύουμαι δυο μήνες και να νομίζετε πως σας κοροϊδεύω; Ναι βρε παιδί μου προσπάθησε να μη λαμβάνεις υπόψη σου πόσο χρόνο θα κάνεις, καλώς, απαντώ, ας πάει μέχρι το μαγαζί ο χωροφύλακας να φωνάξει το τσιράκι μου για να του πω τι εργαλεία να μου φέρει, ερχόμενοι εδώ να μου φέρουν τον μικρό μπάγκο με ένα σκερπάνι για να αρχίσω να ξηλώνω. Ξέρεις το μαγαζί του, ρωτά τον χωροφύλακα, το ξέρει, απαντώ εγώ, με τον μικρό φέρτε ένα σκερπάνι, ένα κατσαβίδι, μια ντανάλια για να αρχίσω. Φεύγει ο χωροφύλακας, πού το ξέρει το μαγαζί σου, με ρωτά, αφού εσείς ο ίδιος προ ολίγου είπατε ότι με ξέρει όλη η Δράμα, και οι παγωτατζήδες κ. επίτροπε δεν θα το ξέρουν με τόσο προσωπικό που είχα; Παγωτατζής ήταν ο χωροφύλακας, με ρωτά, ναι, απαντώ, και το κατάστημά μου του έκανε καθημερινώς κατανάλωση, τι σημασία έχει όμως τώρα; Σήμερα είναι αρχή, του λέω με ένα ελαφρύ ειρωνικό χαμόγελο και συνεχίζω, αν θέλετε μου δίνετε ένα μολύβι και ένα χαρτάκι να γράφω στον μικρό τι εργαλεία να φέρει εν συνεχεία.
    Το πρώτο ευγενικό κάρφωμα της γνωριμίας μας τον ζάλισε φαίνεται λίγο και αφαιρημένα με απαντά, ναι, πώς - πώς, πάμε στο γραφείο να σου δώσω μολύβι και χαρτί, μου τα έδωσε, απάνω απ’ τη σάλα βλέπω κάτω να έρχονται, να πάω να τους βοηθήσω, τον ρωτώ, ναι - ναι πήγαινε, πηγαίνω βοηθώ και εγώ μέχρι επάνω με τον χωροφύλακα, βάλτε τον μέσα εκεί που είναι οι κάσες τον μπάγκο και εγώ θα γράψω σ’ αυτό το χαρτί Νικολάκη τι άλλα εργαλεία θα μου φέρεις, γράφω μερικά εργαλεία και συνεχίζω, Νικολάκη θα αγοράσεις δυο σημερινές εφημερίδες, Βήμα και Ακρόπολη, τύλιξε και δέσε σ’ αυτές τα ψιλά εργαλεία χωρίς να σχιστούν και κάθε πρωί που θα έρχεσαι, θα αγοράζεις τις δυο εφημερίδες, θα τις έχεις καλά διπλωμένες στις τσέπες σου και θα μου τις φέρνεις, εγώ θα βρίσκω ευκαιρία να τις παίρνω απ’ το σακκάκι σου που θα κρεμάς, να τις βάζεις στις μέσα τσέπες του σακκακιού σου, κατάλαβες; Δίνω το χαρτί στον Νικολάκη βάζοντας μέσα και ένα πενηντάρι, φεύγει για τα εργαλεία.
    Βγαίνει ο επίτροπος απ’ το γραφείο του, τι έγινε, φέρανε τον μπάγκο, ναι μέσα τον βάλαμε, τώρα θα αρχίσω να ξηλώνω, είπα του μικρού να έρχεται τα πρωινά να με βοηθά και να μαθαίνει, το απόγευμα να κάθεται στο μαγαζί, μπράβο καλά έκανες, σ’ ευχαριστώ, καλά μου ’παν ο δήμαρχος και ο πρωτοδίκης ότι θα ’χω να κάνω μ’ έναν εξαιρετικό νέο. Ο μικρός μου Νίκος Ζαΐμης ήτο μια έξυπνη ατσίδα, μπήκε αμέσως στο νόημα – σήμερα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη έχοντας αποκτήσει δικό του ξενοδοχείο. Περιεργαζόμουν τις κάσες καπνίζοντας τσιγάρο με τον χωροφύλακα ώσπου να έρθει ο μικρός με τα εργαλεία και τις εφημερίδες, ήλθε ο μικρός, πάρε το σκερπάνι και τη ντανάλια, θα κρατά ο χωροφύλακας και εσύ θα βγάζεις τα τσεμπέρια απ’ τις κάσες ώσπου να τακτοποιήσω εγώ τα εργαλεία που έφερες, στάσου ρε μάστορα, μου λέει ο χωροφύλακας, να τα βγάλω εγώ τα τσεμπέρια, πιάνουν τα χέρια μου, καλά ας πιάνει τότε ο μικρός να σε βοηθάει.
    Ανοίγω το δέμα με προσοχή, τακτοποιώ τα εργαλεία απάνω στον μπάγκο, διπλώνω τις εφημερίδες, βλέπω τον χωροφύλακα σκυφτόν πάνω στην κάσα με βγαλμένη τη γλώσσα έξω αγωνιά να κόψει ένα τσεμπέρι, με την ησυχία μου βάζω στην τσέπη τη μέσα τις εφημερίδες, με βλέπει ο Νικάκης, τον κλείνω το μάτι, χαμογέλασε. Ο χωροφύλακας ήταν εθελοντής, οικογενειάρχης, εξασκούσε το επάγγελμα του παγωτατζή εξοικονομώντας τον επιούσιον για τα παιδιά του, ζητούσαν χωροφύλακας εθελοντάς, κατατάχτηκαν πολλά παλιοτόμαρα για εκβιασμούς και πλιατσκιολόγια φορώντας τη στολή χωροφύλακα που μπορούσαν να κάνουν μα προπαντός για τράκες, ο Θεόδωρος όμως δεν ήτο τέτοιου είδους κουμάσι, ήταν φιλήσυχος άνθρωπος και κατατάχτηκε μόνο και μόνο γιατί έπαιρνε ένα καλό μισθό, τρόφιμα και ρούχα που τους δίνανε. Με ήξερε, όπως γράφω και πιο πάνω, καλά και με σεβόταν, μάστορα, μου λέει για μια στιγμή, θα περισσέψουν τίποτα ξυλαράκια να κάνω κανένα κλουβί για το σπίτι μου, μια που θα είμαι κάθε μέρα μαζί σου; Βεβαίως ό,τι θέλει ο Θεόδωρος.
    Νικολάκη, λέω στον μικρό, τα απογεύματα δεν θα έρχεσαι, θα κάθεσαι στο μαγαζί, κάθε πρωί όμως θα έρχεσαι να με βοηθάς, όπως σήμερα, αυτή την τακτική θα ακολουθήσουμε ώσπου να γίνει το γραφείο του κ. επιτρόπου, κατάλαβες, του κάνω κλείνοντας πάλι το μάτι.
    Με την ατσίδα μου συνεννοηθήκαμε μια χαρά, φεύγει ο μικρός, φεύγω και εγώ με τον χωροφύλακα, μπαίνουμε στη φυλακή, ποιος να με ψάξει αφού κατεβαίνω απ’ το γραφείο του επιτρόπου μαζί με τον χωροφύλακα. Την ώρα που τρώγαμε στον θάλαμο βγάζω τις εφημερίδες και τις δίνω στον δάσκαλο, βρε αφιλότιμε έστρωσες κιόλας τη δουλειά. Το γοργόν και χάρη έχει, ο καλοκάγαθος παγωτατζής κοιμάται ολόρθος και η δουλειά θα πάει κορδόνι, Στέφανε, αλλά θα δυσκολευτώ πολύ, να δούμε γραφείο θα τον κάνω ή κανένα λύκο, γέλασε με το διακριτικό παχύ του χαμόγελο λέγοντας, εσύ είσαι χρυσοχέρης και μερακλής επομένως μάλλον γραφείο θα τον κάνεις, αρκεί να διαρκέσει αρκετό καιρό, μα ήδη του ’πα του επιτρόπου, Στέφανε, ότι θα κάνω καναδυό μήνες, το παχύ χαμόγελό του ξαναβγήκε και γέλασε με την καρδιά του.
    Προτού ξαπλωθούμε το μεσημέρι στα κρεββάτια μας ανακοινώνει ο Στέφανος, βρέθηκε τρόπος καθημερινώς να μας έρχονται εφημερίδες, εφεστώ να τηρήσετε τη συντροφική εχεμύθεια και προφύλαξη για να παρακολουθούμε τι γίνεται έξω από εδώ, επαγρύπνηση συνεπώς και πειθαρχία. Η ελεύθερη πολιορκημένη καθημερινή απασχόληση της κατασκευής του γραφείου μου ’δωσε ξενοιασιά στη δουλειά και όρεξη, ικανοποιόμουν δε κάθε πρωί, όταν έβαζα πρώτα τις εφημερίδες στην τσέπη μου εκτελώντας την εντολή της ομάδας μας. Από εκεί και πέρα πώς περνούσε η ώρα δεν καταλάβαινα ωστόσο διαλύθηκαν όλες οι κάσες και άρχισα να κόβω τα κόντρα πλακέ σε κομμάτια στα μέτρα ενός γραφείου.
    Κατά διαστήματα ήρχετο με ενδιαφέρον να με παρακολουθήσει την πρόοδο της δουλειάς ο επίτροπος, του εξηγούσα, αυτά τα κομμάτια είναι τα τέσσερα πλάγια του γραφείου, αυτά τα δυο τα εμπρός, έπιανε και ο μικρός και του έδειχνα πώς θα γίνουν αρχικώς τα δυο κομοδίνα, είσαι μερακλής, μου λέει, σε όλα είμαι μερακλής, του λέω χαμογελώντας, γι’ αυτό φροντίζω κ. επίτροπε έστω και στο γόνατο επάνω, που λέει η παροιμία. Βλέπω καφεδάκια, τσιγαράκια νούμερο ένα Παπαστράτος και όμορφο αναπτήρα, ναι, του λέω, ο αναπτήρας είναι σουβενίρ της κοπελιάς, τα τσιγάρα είναι η μάρκα της προτιμήσεώς μου, μήπως απαγορεύονται οι καφέδες; Λαχτάρισε η ψυχή μου ένα καφέ και με τη δουλειά, το τσιγάρο τονώνεται καλύτερα ο οργανισμός και αποδίδει περισσότερο.
    Όχι βρε αδελφέ, τι είναι αυτά που λες, εις το εξής οι καφέδες καθημερινώς θα ’ναι δικοί μου. Σας παρακαλώ, του λέω, εφόσον το επιτρέπετε, θα ’ναι τόσοι πολλοί οι καφέδες που θα θεωρηθούν ίσως δωροδοκία, δεν την δέχομαι, θα δεχθώ όμως τον τελευταίο καφέ εκ μέρους σας σαν τελειώσω το γραφείο σας.
    Η προσφορά μου, απαντά, δεν αποβλέπει στον χαρακτηρισμό που δώσατε, ωστόσο, απαντώ, καλό θα ’ναι τον τελευταίο καφέ να τον πιω στο γραφείο σας παραδίνοντας το έπιπλό σας, τότε εσείς μεν θα νιώσετε χαρά εγώ δε ικανοποίηση. Οι μέρες περνούν, η δουλειά προχωρεί, οι εφημερίδες μπαίνουν, έκλεισα μήνα όταν το μοντάρισα και έδειξε πραγματικό γραφείο μεγάλο σχήματος Π. Απόμειναν να γίνουν τα συρτάρια, να περάσουν κλειδαριές, βάψιμο, λούστρο και χειρολαβές, η χαρά του επιτρόπου δεν περιγράφεται.
    Ένα μεσημέρι κυριακάτικο μου φέρνει φαγητό στη φυλακή η αδελφή μου, την βλέπω ανάστατη, δίνοντας το φαγητό μου λέει με μασημένα λόγια, αχ! παλιόπαιδο, θα φας το κεφάλι σου, άφησες ένα γράμμα στο βουνό ότι δεν θα προδώσεις κλπ. Πάγωσα όταν το άκουσα απ’ το στόμα της αδελφής μου, διερωτήθηκα από πού τα έμαθε όλα αυτά η αδελφή μου, απότομα της λέω, ψέμματα είναι, θα ’ναι κανένα φιάσκο της ασφαλείας, πρόλαβα και την είπα, διότι τις διώχναν μόλις παίρναμε το φαγητό, μην ανησυχείτε, λέω.
    Την ώρα που τρώγαμε, λέω στον Στέφανο τι μου είπε η αδελφή μου, από πού το έμαθε άραγε, στον Στέφανο είπα, όπως γράφω και σε άλλο κεφάλαιο, τα πάντα και ήτο ο μόνος που ήξερε περί γράμματος. Με συμβουλεύει, αν σε καλέσουν και σε αναφέρουν για γράμμα, θα αρνηθείς τα πάντα, διότι στοιχεία δεν έχουν και να ειδοποιήσεις να μην πούνε τίποτα στον δικηγόρο σου επ’ αυτού. Τι είχε συμβεί; Στο σπίτι του γαμπρού μου που έλειπε και αυτός στην εξορία επιτάξανε δυο δωμάτια και βάλανε μια πυροπαθή οικογένεια απ’ τον Μεγαλόκαμπο, εκεί που κατέβηκε το τάγμα το βράδι, πήραν τρόφιμα και ζώα, κάψαν σπίτια, ένα απ’ τα σπίτια που κάψανε ήταν και του δασκάλου του χωριού Τσαταλμπασίδη, τον οποίο πήραν μαζί τους όμηρο.
    Στην ολιγοήμερη διαμονή του, διότι κατόρθωσε και το έσκασε, άκουσε και αυτός μαζί με τους αντάρτες το γράμμα που διαβάσανε στους αντάρτες, που άφησα, και όταν κατόρθωσε και έφυγε τον ρώτησαν στην ασφάλεια τι είδε και τι άκουσε, τους είπε τι είδε, τους είπε επίσης για κάποιο γράμμα που άκουσε να διαβάζουν που άφησε ένας Δραμινός συμμορίτης. Τότε η ασφάλεια τον έβαλε μάρτυρα κατηγορίας εις βάρος μου και κατέθεσε στη δικογραφία τι άκουσε. Συνέχεια έψαχνε φυσικά η ασφάλεια να βρει τρόπο να με τυλίξει και ο δάσκαλος τους ήρθε καπάκι.
    Στην αδελφή μου Μάρθα έμφυτα είναι γεννημένα τα ευγενικά και ψυχικά της χαρίσματα, ήτο δε και είναι σε όλους συμπαθής, πονόψυχη επίσης καθώς είναι, δέχτηκε με πολύ αγάπη και στοργή την ξεκληρωθείσα οικογένεια του κ. Τσαταλμπασίδη που ομολογουμένως τους σκλάβωσε όλους με τη συμπεριφορά της, πάντα συνήθιζε όταν έφκιαχνε κανένα καλό, ζεστό φαγητό να τους πηγαίνει κανένα πιάτο δήθεν για τα παιδιά για να μην τους προσβάλει.
    Είχε επανειλημμένα περάσει και αυτή τη στέρηση, την προσφυγιά, το ξεκλήρισμα της κατοχής, την ορφάνια, ξέχωρα δε απ’ όλη την υλική ενίσχυση, ρουχαλάκια για τα παιδιά, κανένα πιάτο φαΐ και άλλα, δεν έπαυε να τους κρατεί τα βράδια συντροφιά.
    Μόνη και αυτή με την πεθερά της και τον μικρό της γιο σ’ ένα απέραντο σπίτι μη έχοντας τη ζεστή μορφή του ανδρός της που έλειπε στην εξορία, περνούσε τα βράδια της συζητώντας μαζί τους.
    Ένα από τα πρώτα βράδια ο δάσκαλος περιέγραψε την περιπέτειά του, τις σκηνές φρίκης που πέρασε κατά το κάψιμο του σπιτιού του, την ομηρία και τελικά τη δραπέτευσή του. Διηγώντας την ταλαιπωρία του έφτασε και στο σημείο της ανάγνωσης του γράμματος που άκουσε όταν το διαβάζανε στο συσσίτιο λέγοντας, όπως αντιλήφθηκα εκεί επάνω και με το γράμμα του που μας διαβάσανε ο Δραμινός αυτός συμμορίτης θα πρέπει να ’ταν μορφωμένος και λογικός έτσι όπως ενήργησε, γιατί δικαιολογούσε τη φυγή του πως δεν αντέχει άλλο, πιστεύει στα ιδανικά τού δημοκρατικού στρατού και στο τέλος καταλήγει ότι δεν θα προδώσω κανέναν. Ακούοντας αυτά η αδελφή μου τον ρωτά, μήπως ξέρετε πώς λέγεται ο Δραμινός αυτός; Ναι, απαντά, στο τέλος του γράμματος του έγραψε, γεια σας, Βασ. Ιωακειμίδης.
    Ακούοντας το όνομά μου η αδελφή μου ταράχθηκε, απότομα τον ρωτά, γι’ αυτό το γράμμα σάς ρώτησαν τίποτε στην ασφάλεια; Βεβαίως, απαντά σταθερά και με αφέλεια ο δάσκαλος συμπληρώνοντας, με βάλαν μάλιστα και το κατέθεσα εγγράφως και με έχουνε και μάρτυρα για το άτομο αυτό. Ταραγμένη απαντά η αδελφή μου αναστενάζοντας, ώστε αυτά συνέβησαν κ. Τσαταλμπασίδη. Μα για σταθείτε, τι συνέβη και γινήκατε τόσο αναστατωμένη, κυρία Βαγενά, ρωτά με απορία ο δάσκαλος, θα σας εξηγήσω, απαντά η αδελφή μου πικραμένη. Το Δραμινό αυτό πρόσωπο που καταθέσατε άθελά σας και σας βάλαν και μάρτυρα κατηγορίας είναι ο αδελφός μου ο μικρός. Τι λέτε, κ. Βαγενά, για τον αδελφό σας πρόκειται; Ναι, δυστυχώς, απαντά, δεν μου φτάνει το χτύπημα του ανδρός μου που σαπίζει στην εξορία, ήλθε τώρα και του αδελφού μου, που πάει όπως φαίνεται να αντικρύσει το εκτελεστικό. Βλέπετε η κατάθεσή σας είναι ένορκος και δεν θα μπορέσετε να μας βοηθήσετε όσο κι αν θελήσετε. Ο δάσκαλος έμεινε άναυδος και λέει λυπημένος στην αδελφή μου, σας υπόσχομαι κ. Βαγενά κατά την ακροαματική διαδικασία θα φροντίσω κάτι να κάνω. Σας ευχαριστώ, του απαντά. Αυτά συνέβησαν και έμαθε η αδελφή μου από πρώτο πρόσωπο για το γράμμα που ήλθε τόσο ταραγμένη και μου το είπε.
    Δουλεύοντας φιλότιμα και συνειδητά, τον επόμενο μήνα το γραφείο τελείωσε με όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες, η χαρά του επιτρόπου είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, του έκανα πραγματικά με εκείνες τις παλιόκασες ένα ωραίο, μεγάλο γραφείο που ονειρευόταν. Πίνοντας τον καφέ κατά την παράδοση του γραφείου ήμασταν οι δυο μας, με την οικειότητα που αποκτήσαμε στους δυο μήνες ας πούμε συνεργασίας, μου λέει δήθεν φιλικά, βρε μπαγάσα Βασιλάκη έμαθα πολλά για το άτομό σου, είσαι ένα απ’ τα καλά παιδιά και σπουδαίος Δον Ζουάν, δεν βαριέστε, τον διακόπτω, τώρα κοιτάξτε τι είμαι, μου έκανε εντύπωση βρε μπαγάσα επί δυο μήνες καθημερινώς σχεδόν βλεπόμασταν, μείναμε τόσες φορές μόνοι επί ώρες όταν δούλευες, ποτές στο διάστημα αυτό δεν μου έκανες νύξη για την υπόθεσή σου.
    Δεν νομίζω, του απαντώ ατάραχος, να υπάρχει παράπτωμα για τη δίκη η υπόθεσή μου, απ’ τη στιγμή που ψηφίστηκε ο νόμος της αμνηστείας για όσους παραδίδονται, αν τον εφαρμόζετε, θα με αφήσετε να πάω στο σπιτάκι μου, στο μαγαζί, στη δουλειά μου, τότε τι νόμος αμνηστείας είναι, επί έξη ολόκληρους μήνες με κρατείτε υπόδικο στερώντας μου την ελευθερία, ψάχνοντας να βρει πάτημα η ασφάλεια για να με μπλέξει, πάντα συνδυασμένα τεχνάσματα κ. επίτροπε σκηνοθετούν και σας παρουσιάζουν μπόλικη πελατεία για τα στρατοδικεία σας. Ζωντανό παράδειγμα η περίπτωσή μου, και αυτό γιατί είναι λυσσασμένοι που τους έφυγα μέσ’ απ’ τα χέρια τους που επί δυο μήνες που ήμουν στο βουνό ούτε καν ανάφεραν στον διοικητή κ. Ζωγράφο την εξαφάνισή μου, ευτυχώς σ’ αυτόν αυτοπροσώπως παραδόθηκα και ο ίδιος έστειλε το σήμα της αυθορμήτου παραδόσεώς μου διά της υπογραφής του.
    Εγώ κ. επίτροπε θα παρουσιασθώ στη στρατιωτική σας δικαιοσύνη, αν την πράξη μου τη βρίσκετε σωστή σύμφωνα με τον νόμο δεν έχετε παρά να με αφήσετε, αν όχι τότε θα υποστώ και εγώ τη μοίρα των αποφάσεων του στρατοδικείου της σκοπιμότητας, κοκκίνισε ακούοντας την τελευταία λέξη, με διακόπτει, η ευφράδειά σου με κατέπληξε άλλωστε όλοι σας την έχετε αλλά και στο στρατοδικείο σκοπιμότητας Βασίλη δεν νομίζεις ότι πάει πολύ; Ατάραχος συνεχίζω πάλι, κ. επίτροπε μια που δέχεσθε τη φιλική αυτή συζήτηση σας ερωτώ, για τη δική μου μόνο περίπτωση, είναι ή δεν είναι σκοπιμότητα η στέρηση της ελευθερίας μου, όταν ο κ. Φασόγιας της μεραρχίας μού είπε από μας τη στρατιωτική δικαιοδοσία Βασίλη Ιωακειμίδη σύμφωνα με τον νόμο της αμνηστείας είσαι ελεύθερος και από την άλλη μεριά με περιλαμβάνει η ασφάλεια. Τι έννοια ελευθερίας είναι αυτή, αφού επιτρέπετε να καλλιεργείται η σκοπιμότητα. Καλά - καλά εσύ θα βγεις, πρόλαβε να πει, γιατί εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο γραφείο ο εισηγητής του στρατοδικείου, ο οποίος σ’ όλο το διάστημα της κατασκευής του γραφείου ήλθε καναδυό φορές με τον επίτροπο και παρακολούθησαν την πρόοδο της δουλειάς, μου συγχαίρει για το γραφείο που έκανα, με παρακαλεί ευγενικά να τον λουστράρω τα έπιπλα του γραφείου του – τα είχε πάρει δανεικά απ’ τον συνάδελφό του δικηγόρο της Δράμας Απόστολο Γιατζόγλου που βρίσκετο στο σανατόριο.
    Ευχαρίστως κ. λοχαγέ να σας τα λουστράρω αλλά να ξέρετε το λουστράρισμα θα πάει πάνω από δεκαπέντε μέρες. Δεν μας πειράζει αυτό, απαντά, έτσι επί δεκαπέντε μέρες ακόμα συνεχίστηκε το μπάσιμο της εφημερίδας που τις τρενάρισα άλλες δυο ακόμα κάνοντας μια ψευτοεταζιέρα απ’ τα υπολείμματα σανίδια και την έδωσα στον επίτροπο λέγοντας, και μια μικρή εταζιέρα δώρο κ. επίτροπε απ’ τον εγκληματία κρατούμενό σου για να βάλεις επάνω τη δικογραφία του.
    Σηκώθηκε απ’ το γραφείο του, την πήρε και την τοποθέτησε στον διπλανό τοίχο, έκανε σαν μικρό παιδί απ’ τη χαρά του, ωραία-ωραία ήλθε, δεν το σκέφθηκα διόλου για μια εταζιέρα, είπε. Το σκεφτόμαστε εμείς κ. επίτροπε, του λέω χαμογελώντας, για να τοποθετούνται νοικοκυρεμένες οι δικογραφίες, να μην τσαλακώνονται και φθείρονται, έσκασε στα γέλια λέγοντας, μου την έμπηξες πάλι, πάντως ευχαριστώ. Μετά από μια εβδομάδα άρχισε η δίκη των Δραμινών, μέσα στην κάψα του Αυγούστου κεκλεισμένων των θυρών χωρίς ακροατήριο δεκαπέντε μέρες συνέχεια μας μπάζαν και μας βγάζαν κατά δυάδας στην αίθουσα, ακούσαμε τη διαδικασία κάθε συγκρατουμένου μας. Μόνιμοι μάρτυρες κατηγορίας για όλους μας τα δυο ρομπότ της ασφαλείας Τσιρωνάς Βασίλειος και Φούτσης Θεόδωρος.
    Πενήντα οι κατηγορούμενοι ήμασταν και γι’ αυτό κράτησε η δίκη τόσες πολλές μέρες, όλοι με την κατηγορία της κατασκοπείας. Τελευταίος των κατηγορουμένων ήμουν εγώ, αφού παρήλασαν και σε μένα οι μάρτυρες κατηγορίας Τσιρωνάς και Φούτσης με τις συνηθισμένες καταθέσεις, είναι κομμουνιστής, ήταν στον Ελάς, ήταν στην οικονομική επιτροπή, πήγε εξορία, ήλθε και ανέβηκε στο βουνό, σε μια στιγμή ένας εκ των στρατοδίκων, ο Δημήτριος Γρίβας (βουλευτής τώρα Δράμας εδώ και τριάντα χρόνια, πρώην της ΕΡΕ και νυν της Νέας Δημοκρατίας του Καραμαλή) ερωτά τον μάρτυρα κατηγορίας Φούτση, που ξέρεις μάρτυς ότι ο Ιωακειμίδης ανέβηκε στο βουνό; Εκείνος ο ίδιος μας το είπε, απαντά ο Φούτσης, τίποτε άλλο, λέει ο Γρίβας, ο Γρίβας ώς και σήμερα ακόμη δεν πιστεύει πως ανέβηκα στο βουνό και έγινα συμμορίτης, το είχε εκμυστηρευτεί αυτό στον φίλο του και φίλο μου, συχωρεμένο τώρα δικηγόρο Μπουργάνη, που με το είπε.
    Τελειώνοντας ο Φούτσης ακούω τον πρόεδρο να φωνάζει, να προσέλθει ο επόμενος μάρτυς Τσαταλμπασίδης, παρουσιάζεται ένας ανθρωπάκος κοντός σαν πίθηκος, από μακριά έδειχνε ότι είναι Πόντιος. Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια κτλ. Τι έχεις να μας πεις, ρωτά ο πρόεδρος, εγώ κ. πρόεδρε, απαντά στην καθαρεύουσα, απήχθην υπό των συμμοριτών μετά την πυρπόλησιν της οικίας μου.
    Το πρωί που φθάσαμε στο λημέρι τους μας ανέγνωσαν μίαν επιστολήν που άφησε κάποιος Δραμινός καθώς έμαθα που δραπέτευσε. Ονομάζετο Βασίλειος Ιωακειμίδης. Ε, και τι έλεγε η επιστολή, ερωτά το πρόεδρος, απαντά ο μάρτυς, ότι εγκαταλείπω τον αγώνα διότι είναι άσκοπος, δεν θα προδώσω, γεια σας. Αυτά λοιπόν έγραφε το γράμμα, ρωτά ο πρόεδρος, μάλιστα, απαντά ο Τσαταλμπασίδης. Για γύρνα, του λέει ο πρόεδρος, και δείξε μας από όλους αυτούς ποιος είναι ο Ιωακειμίδης, γυρνώντας προς εμάς λέει στον πρόεδρο, το αναφερόμενο πρόσωπο κ. πρόεδρε δεν το γνωρίζω, σας είπα ακριβώς τι μας διαβάσανε και τι άκουσα, σήκω επάνω Ιωακειμίδη, μου λέει ο πρόεδρος, σηκώνομαι, με βλέπει, γυρνά στον πρόεδρο και λέγει. Σας είπα κ. πρόεδρε δεν τον είδα επάνω, ούτε τον ξέρω, συνεπέρανα όμως με αυτά που μας διαβάσανε πως επρόκειτο περί εξαιρετικού ανθρώπου.
    Καλώς, απαντά ο πρόεδρος, σηκώνω το χέρι μου για να μου επιτρέψει ο πρόεδρος να του κάνω μια ερώτηση, ο πρόεδρος προσέχει και μελετά τη δικογραφία μου, δεν με βλέπει, με βλέπει όμως ο βασιλικός επίτροπος και οι άλλοι στρατοδίκες και λέει ο επίτροπος στον πρόεδρο, ο Ιωακειμίδης σηκώνει το χέρι του, κάτι θέλει να ερωτήσει, σηκώνοντας το χέρι μου ο δικηγόρος μου Μελισσηνός με ερωτά, τι θέλεις να ερωτήσεις, πες το εμένα να ερωτήσω εγώ, ούτε καν ήξερε τίποτα ο Μελισσηνός περί του ουσιώδους μάρτυρος κατηγορίας μου, διότι τον παρουσίασαν τελευταία ώρα, επίσης τη στιγμή που σηκώθηκα όρθιος και σήκωσα το χέρι μου, δίπλα μου ήτο όρθιος ο Τσιρωνάς, ο οποίος πιάνοντας, το σακκάκι μου κάτω στον γύρο το τραβά λέγοντας, κάτσε κάτω γ... την Παναγία σου ψιθυρίζοντας, παράτα με, του ψιθυρίζω, παλιοχαφιέ γιατί θα διαμαρτυρηθώ στον πρόεδρο πως και παρουσία τους με εκβιάζεις, άφησε το σακκάκι μου. Αυτά όλα έγιναν σε στιγμές δευτερολέπτων, να ερωτήσει, απαντά ο πρόεδρος.
    Σηκώνομαι ήσυχα και με γαλήνη λέω στον κ. πρόεδρο, σας παρακαλώ μου επιτρέπετε να κάνω μια ερώτηση στον κ. μάρτυρα; Να κάνεις, μου απαντά. Κύριε μάρτυς είπατε στο σεβαστό δικαστήριο τα γεγονότα που συναντήσατε και ακούσατε, συμπεράνατε επίσης πως την επιστολή που σας διαβάσανε και ακούσατε μόνον επρόκειτο περί ενός εξαιρέτου ατόμου, ναι, απαντά ο Τσαταλμπασίδης, σας ευχαριστώ, τον κάνω. Ύστερα από τις μηχανογραφίες που μεταχειρίζονται αυτοί, αποκλείεται η επιστολή αυτή που σας διαβάσανε και ακούσατε να ’ναι μια μηχανογραφία δική τους; Είχε υποσχεθεί στην αδελφή μου πως θα φροντίσει αν βρει ευκαιρία να ελαφρύνει τη θέση μου, ακούοντας την ερώτησή μου βρήκε ευκαιρία δράσεως και απαντά. Όχι-όχι δεν αποκλείω τη μηχανογραφία αυτή καθότι είναι ασύλληπτοι σε κάτι τέτοια. Τίποτα άλλο, του κάνω, σας ευχαριστώ.
    Με την ερώτησή μου ήθελα να δείξω στο δικαστήριο πως την επιστολή δήθεν που άφησα δεν ήταν δική μου αλλά ένα τέχνασμα δικό τους, θέλοντας να δικαιολογήσουν τη φευγάλα μου.
    Στην απολογία μου είπα τα λίγα αυτά λόγια. Μετά την επιστροφή μου απ’ την εξορία επιδόθηκα με ζήλο στη δουλειά μου, δυστυχώς δεν πέρασαν δυο μήνες που γύρισα και καινούργιο κύμα συλλήψεων άρχισε, αργά ή γρήγορα θα ήρχετο και η σειρά μου, διότι ήμουν βεβαρυμένος πολύ, καμμιά λοιπόν άλλη λύση δεν εύρισκα παρά μόνον τον δρόμο του βουνού, οικογενειακές υποχρεώσεις δεν έχω, είμαι εργένης, ανέβηκα λοιπόν στο βουνό χωρίς σύνδεση, περιπλανήθηκα ώσπου να τους εύρω.
    Στο βουνό έμεινα όλο-όλο δυο μήνες, δύο Φεβρουαρίου μέσ’ την καρδιά του χειμώνα έφυγα, τέλος Μαρτίου παραδόθηκα. Σε μια βραδινή επιδρομή μας για τροφοδοσία στο χωριό Δήμητρα Σερρών, σ’ ένα σπίτι που μπήκα μόνος, βρήκα έναν γέρο να διαβάζει την εφημερίδα Μακεδονία, τον παρεκάλεσα να μου τη δώσει, μου την έδωσε, διψούσα να μάθω τι γίνεται εδώ κάτω, κατά καλή τύχη στην εφημερίδα εκείνη διάβασα τον νόμο της αμνηστείας που ψηφίστηκε για τους συμμορίτας που έλεγε, όποιος συμμορίτης κατεβεί και παραδοθεί αυθορμήτως αμνηστεύεται αυτός και οι πράξεις του παρελθόντος του. Απ’ τη στιγμή που τον διάβασα τον νόμο τον πίστεψα και πήρα την απόφαση νά ’ρθω να παραδοθώ, καιροφυλαχτούσα πότε να εύρω ευκαιρία, βρήκα λοιπόν την ευκαιρία και εγκατέλειψα το αδελφοφάγωμα αυτό, που τόση μεγάλη συμφορά έφερε στο έθνος και στον λαό μας, για να ζήσω στο μέλλον μια ήσυχη ζωή, μια που όλες τις παρελθούσες πράξεις μας τις συγχωρεί ο νόμος της αμνηστείας και μας χαρίζει για το μέλλον να αρχίσουμε μια καινούργια ζωή.
    Ακούοντας την απολογία μου ο δικηγόρος Μελισσηνός κατάλαβε πως γι’ αυτόν δεν άφησα τίποτα να πει και είπε μόνον ότι ο πελάτης μου σας απολογήθη με πάση ειλικρίνεια και ζητώ την απαλλαγή του, για τις τρεις λέξεις αυτές μου πήρε το χίλια εννιακόσια σαράντα οκτώ έξη χιλιάδες δραχμές, ενώ ο δικηγόρος Δανίκας αναλάμβανε την υπόθεσή μου μόνον με τριακόσιες δραχμές.
    Με τους απαλλαγέντας της μεγάλης εκείνης δίκης των Δραμινών ήμουν και εγώ, ήμασταν όλοι-όλοι οι απαλλαγέντες καμμιά δεκαριά, οι υπόλοιποι τέσσεροι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν σε λίγες μέρες, οι άλλοι φορτώθηκαν από χρόνια φυλακίσεις που τους έκοψε το στρατοδικείο της σκοπιμότητας από ισόβια, είκοσι, δεκαπέντε, δέκα έως δύο χρόνια.
    Στις τριάντα Αυγούστου του χίλια εννιακόσια σαράντα οκτώ ήταν το τέλος όλων των περιπετειών μου.

(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)