Έχουν περάσει τρία ολόκληρα χρόνια κατοχής, τον λαϊκό στρατό που οραματίστηκε ο Άρης Βελουχιώτης, έγινε, τον πλαισιώνουν τώρα χιλιάδες μόνιμοι αξιωματικοί του αστικού στρατού. Αναλαμβάνουν ο καθένας με το βαθμό του τη στρατιωτική διοίκηση των μονάδων και συνεργάζονται στενά μετά των πολιτικών (καπεταναίων). Θαυμάζουν τη συνειδητή πειθαρχία, το σεβασμό που επικρατεί, την αλληλεγγύη που τους δίδαξαν οι καπεταναίοι μα προπαντός την κριτική κάθε επιχειρήσεως, που λάμβανε μέρος και ο τελευταίος αντάρτης με ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του τη φλόγα της αντίστασης.
Σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο ήμουν και γω εθελοντής του λαϊκού στρατού του ΕΛΑΣ στο τριακοστό σύνταγμα. Έδρα του συντάγματος ήτο το βουνό Πάικο πάνω απ’ τα Γιαννιτσά και περιοχές δράσεως όλες οι περιοχές που συνδέονται με τα βουνά Τζένα, Καϊμάκ-τσιλάρ και Βέρμιον, σε όλες αυτές τις περιοχές δρούσε το σύνταγμά μας που έφτασε να ’χει δύναμη 2.500 μόνιμους μαχητές και 3.500 εφεδρικούς κάτω στον κάμπο και στις πόλεις. Ήταν σε αριθμό το μεγαλύτερο σύνταγμα του ΕΛΑΣ σ’ όλη την Ελλάδα. Δώδεκα λόχοι τιφεκιοφόροι με δύναμη κάθε λόχου πάνω από εκατό άντρες πάνοπλοι με τουφέκια και αυτόματα σε κάθε διμοιρία. Υπήρχαν επίσης ξέχωρα λόχος δυναμιτιστών, λόχος κουμάντος και λόχος συμμαχικός που αποτελείτο από Άγγλους, Αμερικανούς και Ρώσους αιχμαλώτους στρατιώτας που δραπέτευσαν απ’ τον τόπο συγκεντρώσεως που τους είχαν με τη βοήθεια και υπόδειξη της πολιτικής οργανώσεως και τους προώθησαν τελικά στο βουνό. Είχαμε ακόμα και μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών, αντιφασιστών που, με σύνδεση που απόκτησαν με τη πολιτική οργάνωση του ΕΑΜ, λιποτάκτησαν και ανεβήκαν με όλον τον οπλισμό τους στο βουνό.
Η διμοιρία αυτή είχε φτάσει στους τριανταδύο. Επικεφαλής αυτής ήτο ο νεαρός αξιωματικός Ότμαν, γιος στρατηγού, φοιτητής αρχαιολογίας στον τέταρτο χρόνο υπηρετούσε ως αγγελιαφόρος στην Κομαντατούρ Γιαννιτσών έχοντας ως μέσον μοτοσυκλέτα τρίκυκλη για κυκλοφορία. Αυτός λοιπόν ο Ότμαν μαζί με τη μοτοσυκλέτα, μαζί με τον πλήρη οπλισμό του σαν αστακός φορτωμένος και με πολύτιμα έγγραφα και χάρτες, τον βλέπουμε ένα πρωί δίπλα καθισμένος ο σύνδεσμος στη μοτοσυκλέτα να έρχονται στο λημέρι του συντάγματος. Όλοι τους οι Γερμανοί ήλθαν με τον οπλισμό τους και ήταν σαν αστακοί ντυμένοι και φορτωμένοι, πρόθυμοι, πειθαρχικοί, εκτελούσαν κατά γράμμα τη διαταγή εκάστης επιχειρήσεως.
Αυτοί πρώτα ήρχοντο σε επαφή με τον εχθρό προ της επιχειρήσεως σε γερμανικά φυλάκια, γέφυρες και στρατιωτικούς καταυλισμούς. Με τα χουνιά στα χέρια μέσ’ την ησυχία της νύχτας μιλούσαν γερμανικά στους πατριώτας των ανακοινώνοντας το συμμαχικό δελτίο ειδήσεων, την πανωλεθρία που έπαθε ο γερμανικός στρατός στο ανατολικό μέτωπο και τη δράση των Άγγλων και Αμερικανών στο αφρικανικό μέτωπο, τους σύστηναν ότι κάθε αντίσταση από δω και πέρα είναι μάταιη και πρέπει να παραδοθούν για να γλυτώσουν τα τομάρια τους καταλήγοντας ότι στους παρτιζάνους Έλληνας βρήκαμε εμείς στοργή, αγάπη, ανθρωπιά και πολλά άλλα.
Πολύ λίγες επιτυχίες είχαμε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο αυτή γιατί οι πιο πολλοί ήταν αφιονισμένοι με το φασιστικό δηλητήριο του Χίτλερ και φώναζαν οι κερατάδες ακόμα Χάιλ Χίτλερ. Ωστόσο σε κάθε σύγκρουση πρώτη και καλύτερη πολεμούσε γενναία μαζί μας η διμοιρία αυτή αφήνοντας αρκετές φορές θύματα στον αντιφασιστικό τους αγώνα.
Η τακτική και μέθοδος μάχης του λαϊκού μας στρατού ήταν εντελώς αντίθετη με την τακτική πολέμου του αστικού στρατού, που σαν σκοπό είχε να καταληφθεί ο αντικειμενικός σκοπός οπωσδήποτε αδιαφορώντας διά τα θύματα που θα έδινε.
Σε μας τους παρτιζάνους ήταν πρώτα αναγνώριση του εδάφους επιχειρήσεως, αναλογία με την περίσταση δράσης, λόγω χάρη σε σαμποτάζ ομάδα, σε κρούση ομάδα, σε γέφυρες διμοιρία, σε φυλάκια λόχος κ.ο.κ. Πρωταρχική βάση ήταν να χτυπάμε τον εχθρό όπου τον βρούμε όταν μας συμφέρει, αν κατά τη διάρκεια της μάχης κατέφθαναν ενισχύσεις του εχθρού, που συχνά γινόταν λόγω των μέσων που διέθεταν, ασύρματοι, αυτοκίνητα, τότε σύμπτυξη εμείς για να μη δημιουργούμε θύματα. Στο τέλος οποιασδήποτε επιχείρησης, ομάδας, διμοιρίας, λόχου ή τάγματος, γινόταν ολομέλεια κριτικής της επιχειρήσεως.
Συχνά σκορπούσαμε, κάθε τμήμα βάδιζε για την αποστολή του, τύχαινε πολλές φορές να κλείσει μήνας για να συγκεντρωθεί το τάγμα όλο. Η φοβερή πεζοπορία επί ώρες ολόκληρες, η αγρύπνια, η δίψα, η πείνα δυο τριών ημερών ήταν συνηθισμένες περιπτώσεις και συχνές, όχι πως αδιαφορούσαν οι μονάδες μας να μας τροφοδοτήσουν αλλά διότι δεν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, διότι καθημερινώς τα γερμανικά αεροπλάνα κάναν πάνω απ’ τα κεφάλια μας ανιχνεύσεις να βρουν τις θέσεις μας, καθημερινώς οι σπιούνοι φρόντιζαν να πληροφορηθούν αν βρισκόμαστε κοντά τους, καθημερινώς οι ασύρματοι προσδιόριζαν στις μονάδες των τις κινήσεις μας απ’ τις πληροφορίες που είχαν απ’ τους σπιούνους.
Αξέχαστες θα μου μείνουν οι μεγάλες μάχες του συντάγματος, του τάγματος, του λόχου, της διμοιρίας και της ομάδας. Περιγράφω παρακάτω μερικές απ’ αυτές, όσες θυμάμαι.
Όπως ξέρει κάθε Έλληνας η πόλη της Έδεσσας πλημμυρίζει απ’ τα άφθονα νερά της και τους φημισμένους καταρράκτες της, στην πόλη αυτή κάνανε το εργοστάσιό τους οι μεγαλοεπιχειρηματίοι Λαναράς και Κίρτσης, το εργοστάσιό τους παράγοντας ελληνικά υφάσματα.
Το εργοστάσιο αυτό επιτάχτηκε από τους Γερμανούς και συνέχιζε την παραγωγή του για λογαριασμό τους διατηρώντας το προσωπικό που είχε. Όλοι σχεδόν οι εργάται ήταν οργανωμένοι και κατατοπίζανε την οργάνωση γύρω απ’ την παραγωγή και τις αποστολές που κάνανε κατευθείαν για τη Γερμανία. Υπήρχε προσχεδιασμένη απόφαση να κτυπηθεί το εργοστάσιο αυτό, να παρθεί όλη η παραγωγή και μετά να καταστραφεί. Στις δώδεκα, νομίζω, Αυγούστου μάθαμε ότι θα μετακινηθούμε για το Βέρμιο. Το συμμαχικό κλιμάκιο δίνει εντολή την επιχείρηση να εκτελέσουν τα συντάγματα, το 16ο του Βερμίου που ήταν και η περιοχή του εν συνδυασμώ με το 30ό σύνταγμα Πάικου, το ανεξάρτητο τάγμα του Καϊμάκ-τσιλάρ και ένα τάγμα σέρβικο από παρτιζάνους του Τίτο. Τόπος συγκεντρώσεως όλοι στο Βέρμιο. Ξεκινάμε όλο το σύνταγμα με επικεφαλής τον συνταγματάρχη μας, παπού και λεβέντη καπετάνιο Στάθη. Διασχίζουμε τον Πάικο, τη Τζένα, το Καϊμάκ-τσιλάρ και φθάνουμε στο Βέρμιο ξημερώματα ύστερα από τρία μερόνυχτα ποδαρόδρομο με μικρές αναπαύσεις. Ενωρίτερα είχε φθάσει το τάγμα του Καϊμάκ-τσιλάρ.
Ωραίο βουνό το Βέρμιο με πολλά πανύψηλα δέντρα, ένας φαρδύς ωραίος δρόμος που κρατά χιλιόμετρα και είναι όλος σκεπασμένος απ’ τον ήλιο, απ’ τα πανύψηλα φουντωτά δέντρα.
Στο δρόμο αυτό γίνονταν οι χιονοδρομίες το χειμώνα, εκεί κάναμε καταυλισμό και πέσαμε όλοι μας ψόφιοι για ύπνο. Κατά τις πέντε το απόγευμα χτυπά η σάλπιγγα για φαγητό, πατάτες βραστές ακαθάριστες, φάγαμε και καθίσαμε παρέες-παρέες να καθαρίσουμε τον οπλισμό μας που έγινε χάλια απ’ τις σκόνες.
Μέσα σ’ αυτή την πανθέσια ομορφιά της φύσης και της ησυχίας ακούμε από μακριά ένα εμβατήριο με ξένες λέξεις αλλά με ήχο όμοιο με τον δικό μας που τραγουδούσαμε το τραγούδι του αγώνα μας:
Εμπρός στον αγώνα αδέλφια ενωμένοι
με φλόγα με πάθος στη μάχη δοσμένοι
να ρίξουμε κάτω τα άγρια θεριά
να φέρουμε αιώνια στη γη τη λευτεριά…
Τώρα το ακούμε σέρβικα. Λασλόβου τα-τά να ράβο βοσκόφ εβούβα λεβίνο κ.τ.λ. Ήταν το σέρβικο παρτιζιάνικο τάγμα του Τίτο που ήρχετο να λάβει μέρος στην επιχείρηση. Συνταγμένοι κατά τριάδες μπαίνουν στον καταυλισμό τραγουδώντας όλο λεβεντιά. Την πρώτη διμοιρία αποτελούσαν οι παρτιζάνες πανύψηλες κοπέλες με σταυρωτά φυσικλίκια στους ώμους, το ολίγο στραβό δίκωχο με το αστέρι επάνω, πεταμένα μαλλιά κρατώντας αυτόματα στο χέρι τραγουδούσαν με το κεφάλι ψηλά. Πίσω τους ακολουθούσε όλο το τάγμα συνταγμένο και καλά οπλισμένο.
Τους καλωσορίσαμε με χειροκροτήματα, πήγαν στήσαν και αυτοί τον καταυλισμό τους. Την άλλη μέρα όλο το Βέρμιο άδειασε, σκορπίσαμε η κάθε μονάδα για τον προορισμό της. Οι πιο πολλές δυνάμεις τοποθετήθηκαν στις ενέδρες από όλα τα σημεία που ήτο ενδεχόμενο νά ’ρθουν ενισχύσεις στον εχθρό, λόχοι εξορμήσεως και κατάληψη του εργοστασίου ανατέθηκαν ένας του 16ου συντάγματος, ένας του 30ού συντάγματος, ένας του ανεξάρτητου τάγματος και ένας σέρβικος.
Το βράδι μόλις σκοτείνιασε πήγαμε στις θέσεις που ήτο ο προορισμός μας, εγώ έτυχα στον εφεδρικό λόχο για δεύτερη εξόρμηση, αν εχρειάζετο. Τι νερά, τι καλντερίμι Θεέ μου εκείνη η Έδεσσα, πλάτσα-πλούτσα πατούσαμε μέσ’ τα νερά, νύχτα δε βλέπαμε τη μύτη μας ο ένας πίσω από τον άλλον κολλητά για να μην κοπεί η φάλαγγα, τα τσαρούχια με τις δήθεν κάλτσες που είχαμε πλέγαν στα νερά, φτάσαμε τέλος στο σημείο που θα σταθμεύαμε. Όλη η πόλη πίσσα στο σκοτάδι, όλοι οι οδηγοί καλοί. Το εργοστάσιο περικυκλωμένο, οι ενέδρες όλες τακτοποιημένες, στις δώδεκα ακριβώς η κόκκινη φωτοβολίδα ενάρξεως της επιχείρησης πέφτει.
Πανζουρλισμός πυρών, αυτομάτων, μπαζούκες, όλμων. Οι μπαζούκες σπάνε τις σιδερένιες πόρτες, τα φυλάκια αμύνονται, οι όλμοι ακινητοποιούν την αντίστασή τους που ένας-ένας φροντίζει να φύγει, να σωθεί, αφού βλέπουν πως ενισχύσεις δεν έρχονται από πουθενά. Το χουνί μεταδίδει το βόρειο φυλάκιο κατελήφθη, σε λίγο ακούμε κατελήφθη το κεντρικό φυλάκιο. Λίγο-λίγο τα πυρά στον δικό μας τομέα σταματάνε, η εξόρμηση γίνεται. Τώρα ασφαλής αντίσταση δεν υπάρχει, έχουν σκορπίσει και αμύνεται ο καθένας να σωθεί.
Σε λίγο σταματάν τα πάντα, κατελήφθη όλη η πόλη και τα σημεία που ήτο ο στρατωνισμός των Γερμανών που απείχε αρκετά απ’ το εργοστάσιο, ήτο κυκλωμένος και εκάλυπταν όλες τις διαβάσεις, αν τολμούσαν να βγουν. Αμυνόμενοι στο στρατωνισμό τους οι Γερμανοί, γίνεται η κατάληψη του εργοστασίου. Οι εφεδρικοί λόχοι μπαίνουν και βγάζουν τα πελώρια τόπια από χακί ύφασμα, το εφεδρικό είχε έτοιμα μουλάρια, γαϊδούρια, βοδόκαρρα, τα φορτώναμε και φεύγαν, ήρχοντο άλλα, τα βοδόκαρρα κάναν τη μεγαλύτερη δουλειά, μπόλικα τόπια επάνω και σιγά-σιγά προχωρούσαν, δεν ξέρω πόσα κάρρα φορτώθηκαν μέχρι το πρωί στις εννιά η ώρα που συμπτυχθήκαμε χωρίς να μείνει όχι κομμάτι ύφασμα αλλά ούτε μηχάνημα.
Ήταν πολύ μελετημένη η επιχείρηση και γι’ αυτό επέτυχε απόλυτα αφήνοντας πέντε νεκρούς και παίρνοντας επτά τραυματίας. Ένα μερόνυχτο κράτησε ή μάχη, η μεγάλη δύναμή μας, οι γερές ενέδρες δεν επέτρεψαν στους Γερμανούς να μας εμποδίσουν. Όλα τα τόπια πήγαν απάνω στις ελεύθερες περιοχές που είχαμε, εκεί υπήρχαν συνεργεία που ράβαν την καινούργια στολή του ΕΛΑΣ.
Αρκετά τόπια πήραν και οι Σέρβοι παρτιζάνοι, γιατί ήταν και αυτοί σαν και εμείς ειδών-ειδών μανιφατούρες στο ντύσιμο.
Άλλη μάχη δώσαμε στο Μουχαρέμ-χάνι. Η τοποθεσία ονομάσθηκε Μουχαρέμ-χάνι, γιατί εκεί σκοτώθηκε ο Τούρκος στρατηγός Μουχαρέμ και χάνι διότι όλη η τοποθεσία είναι κλειστή και μοιάζει σαν ένα μεγάλο υπαίθριο χάνι. Μια στενωπό ανάμεσα σε δυο βουνά γύρω στα τριακόσια με τετρακόσια μέτρα το ένα απ’ το άλλο τα διαχώριζε μια μικρή σπαρμένη πεδιάδα.
Αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης ήτο η κατάληψη ενός διερχομένου τραίνου που πήγαινε για τη Γερμανία με όλο το κλεψιμέικο υγειονομικό υλικό απ’ την Ελλάδα, ούτε μισή ασπιρίνη ή αντιπυρίνη δεν εύρισκες την εποχή εκείνη, όλα τα είχαν κατασχέσει οι Γερμανοί, όλα τα φάρμακα.
Στη δεξιά πλευρά στήσαμε τη μεγάλη μας ενέδρα, κύριος αντικειμενικός σκοπός ήτο η εξουδετέρωση των ατμομηχανών της αμαξοστοιχίας, ακινητοποίηση αυτής, εξουδετέρωση της δυνάμεως που τη συνοδεύει και παραλαβή του υγειονομικού υλικού.
Το επιτελείο του συντάγματος εν συνεργασία με τον Άγγλο συνταγματάρχη Έντι Μάγιερς με την αναγνώριση του εδάφους που κάνανε, βρήκανε το σημείο αυτό κατάλληλο για την ενέδρα και ήτο. Στην πρώτη φάση των μέτρων ήτο στην είσοδο και έξοδο της στενωπού, διαμοιράσθηκε στα δύο ο συμμαχικός λόχος κουμάντος με τον βαρύ οπλισμό του τοποθετώντας τη μισή δύναμη με τις μπαζούκες στην είσοδο της στενωπού την άλλη μισή στην έξοδο, σκοπός των η καταστροφή των ατμομηχανών με τις μπαζούκες και ακινησία του τραίνου. Έξω της στενωπού ανατολικά και δυτικά τοποθετήθηκαν ενέδρες του πρώτου και δεύτερου τάγματος.
Στο τρίτο τάγμα, το δικό μας, ανατέθηκε η κατάληψις της αμαξοστοιχίας.
Στο δεξί βουνό ο καπετάνιος του συντάγματος Στάθης με τον ταγματάρχη Αποστόλου τοποθετούν τους λόχους εξορμήσεως, τον έννατο και τον δέκατο, τον δικό μας, ο ενδέκατος έμεινε εφεδρία.
Πριν πέντε μέρες σε μια ενέδρα πάλι σκοτώθηκε ο διμοιρίτης της τρίτης διμοιρίας του λόχου μας, ο ταγματάρχης με φωνάζει. Έλα εδώ επιλοχία (ήμουν επιλοχίας του λόχου), θα αναλάβεις τη διμοιρία. Μόλις βράδιασε τοποθετηθήκαμε όλοι στις θέσεις μας, κινήσεις, τσιγάρα, ομιλίες απαγορεύονται αυστηρά, μουδιασμένοι όλη τη νύχτα από αγωνία, αϋπνία, νηστικοί, διψασμένοι, μας βρίσκει το ξημέρωμα.
Συνέπεσε η μέρα που ξημέρωνε να ’ναι ιστορικής σημασίας, ήταν η ημερομηνία της καθίδρυσης στη χώρα μας της δικτατορίας του Μεταξά, 4η Αυγούστου του 1944. Σύνθημα ενάρξεως της επιχειρήσεως ήτο τρεις κόκκινες φωτοβολίδες που θα έρριχνε ο καπετάνιος της μεραρχίας μας Πέτρος που ήλθε στην περιοχή μας γι’ αυτή την επιχείρηση. Κατά τις έξι το πρωί ακούεται από μακριά το σφύριγμα του τραίνου, η αγωνία μας τελειώνει, σε λίγο ένα μεγάλο μαύρο φίδι σέρνεται πάνω στις γραμμές και μπαίνει στον κλοιό μας.
Σφυρίζει περνώντας τη στενωπό μόλις η μηχανή έφτανε στην ανατολική έξοδο της στενωπού ρίχνονται οι τρεις κόκκινες φωτοβολίδες. Οι συμμαχικές μπαζούκες καταστρέφουν τις δύο ατμομηχανές μπρος και πίσω που είχε το τραίνο, ακίνητο μένει το μαύρο θεριό, πανζουρλισμός πυρών αρχίνησε επάνω στο τραίνο από τους λόχους εξορμήσεως. Σε λίγο η σάλπιγγα, σημάνει για μας προχωρείτε... προχωρείτε... γίνεται η εξόρμησή μας, προτού βρούμε αντίσταση τρέχουμε σαν να πάμε σε πανηγύρι φωνάζοντας αέρα. Ο ενθουσιασμός μας γίνεται ακόμα μεγαλύτερος όταν βλέπουμε όλοι μας επάνω στη σκεπή της αμαξοστοιχίας να τρέχει σαν φαντουμάς κρατώντας από ένα πιστόλι σε κάθε χέρι τον καπετάνιο της μεραρχίας Πέτρο, βλέπει από εκεί επάνω τις φωλιές αντιστάσεως που πάνε να κάνουν οι Γερμανοί απ’ τη δεξιά πλευρά του τραίνου που πετάχτηκαν έξω, ρίχνει προς αυτούς συνέχεια, φωνάζει σε μας με πολύ προφύλαξη, ανεβείτε στο τραίνο επάνω.
Σκέφθηκα αστραπιαία τη διαφορά διοικήσεως, γενναιότητας των ηγητόρων, ενώ ένας μέραρχος ολόκληρος του λαϊκού μας στρατού πρώτος και καλύτερος απ’ τον απλό αντάρτη αγωνιστή όρμησε και ανέβηκε πρώτος επάνω στο τραίνο κρατώντας δυο πιστόλια, τι αυτοπεποίθηση, τι ηρωισμό και τι παράδειγμα ενεργείας δείχνει η πράξη του σε μας τους αγωνιστές εν αντιθέσει τη θέση που θα είχε ένας μέραρχος του αστικού στρατού κρατώντας τα κυάλια του στα χέρια παρακολουθώντας την εξέλιξη της επιχείρησης από πολύ μακριά.
Τρέχοντας έφτασα στη σκάρπα της σιδηροδρομικής γραμμής, είμαι απυροβόλητος, δέκα μέτρα μακριά μου είναι οι άντρες μου, τους κατευθύνω με αλματάκια να κολλήσουν όλοι στη σκάρπα χωρίς να βιαστούν να ανεβαίνουν στο τραίνο προτού τους δώσω εγώ εντολή, δέκα μέτρα κολλημένος στη σκάρπα αριστερά μου ήλθε ο διμοιρίτης της δεύτερης διμοιρίας, ανθυπολοχαγός της σχολής Σαράφη χωρίς να φροντίσει να εξασφαλίσει τους άντρες του, σηκώνει το κεφάλι του πάνω απ’ τη γραμμή να ιδεί τι γίνεται, τρώγει τη σφαίρα του Γερμανού ακριβώς απάνω στο μέτωπο, πέφτει νεκρός, επαναλαμβάνω φωνάζοντας μην κάνει κανείς απόπειρα να ανέβει προτού ανέβω εγώ.
Σκάβω με τον υποκόπανο μια τρύπα στη σκάρπα, στερεώνω καλά το πόδι μου για να πεταχτώ αμέσως επάνω στο βαγόνι που βάζουν ίππους και οι πόρτες ήταν ανοιχτές, κάνω το σάλτο και μπαίνω στο βαγόνι, βλέπω μέσα έναν Ιταλό που ξεψυχούσε και από την άλλη μεριά οι πόρτες του βαγονιού ήταν όλες ορθάνοιχτες, από εκεί πετάχτηκαν έξω Γερμανοί και Ιταλοί και στήσανε τα πολυβόλα τους, τους βλέπω σκορπισμένους να ρίχνουν, τους ρίχνω μια ριπή, γυρνώ, κατατοπίζω τους δικούς μου με τον ίδιο τρόπο του σάλτου ν’ ανεβούν λίγοι-λίγοι, ακούω τον Ιταλό να λέει ξεψυχώντας αντίο μάνα, σχίζω τα σχοινιά απ’ τα τσαρούχια μου και βάζω βιαστικά τα παπούτσια του που ήταν δίπλα του, έτσι απόχτησα άρβυλα, ρίχνω πεντέξη ριπές σε μια φωλιά πολυβόλου, πανικόβλητοι φεύγουν, ορμάνε και οι υπόλοιποι άνδρες μου. Καταλάβαμε το τραίνο όλο.
Σε εκείνη τη μάχη πιάσαμε 158 Ιταλούς που τους πήγαιναν στη Γερμανία και 39 Γερμανούς αιχμαλώτους, οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν απ’ τα πυρά μας και τις ενέδρες μας του πρώτου και δεύτερου τάγματος. Εμείς δυστυχώς είχαμε τέσσερους νεκρούς και έξη τραυματίας. Σε μεγάλα κοφίνια που μαζεύουν καπνά οι καπνοπαραγωγοί είχαν τις ασπιρίνες, κινίνα, αντιπυρίνες, σε ξύλινες κάσες τις ενέσεις, σορόπια, χάπια, χάρτινα τόπια από βαμβάκι, γάζες και τσιρότα και πολλά άλλα είδη υγειονομικού υλικού που το κάναν πλιάτσικο οι Γερμανοί. Οι γιατροί του συντάγματος, των ταγμάτων μαζί με τους νοσοκόμους ταξινομούσαν τα είδη και τα φορτώσαμε σε οκτώ βοδόκαρρα, φίσκα φορτωμένα που πήγαν όλο το υγειονομικό υλικό στις ελεύθερες πλέον περιοχές μας. Γυρνώντας στο λημέρι μας παπουτσωθήκαμε απ’ τους σκοτωμένους και αιχμαλώτους Ιταλούς και Γερμανούς διακόσοι και πλέον αντάρτες που ήμασταν ακόμα με τα τσαρούχια.
Στην περιοχή της Έδεσσας εμφανίζονταν συχνά ένα βουλγαρικό τμήμα κομιτάτου με επικεφαλής κάποιον Κάλτσεφ, αυτό αριά και πού έκανε την εμφάνισή του, αρκετές ενέδρες του στήθηκαν αλλά πάντα ξέφευγε.
Με την καταστροφή του εργοστασίου υφασμάτων στην Έδεσσα, που λάβαμε και εμείς μέρος ύστερα από ολιγοήμερη ανάπαυση, γύριζε το κάθε σύνταγμα στην περιοχή του.
Βρισκόμαστε εν πορεία σε σημείο που αφήναμε το Βέρμιο για να πιάσουμε το Καϊμάκ-τσιλάρ, σε μια στάση που κάναμε έρχονται σύνδεσμοι, αναγγέλλουν ότι στο χωριό τους Νησί μπήκε η συμμορία του Κάλτσεφ και ρημάζει τα πάντα, κλέβει, αρπάζει, καίει. Το πλησιέστερο αντάρτικο τμήμα βρεθήκαμε εμείς. Ο συνταγματάρχης Παππούς δίνει εντολή στον ταγματάρχη μας Αποστόλου να στείλει αμέσως ένα λόχο, τους υπόλοιπους δε δυο λόχους του να στήσουν ενέδρες ανατολικά και δυτικά του χωριού δεσπόζοντας καλά τη φυγή τους. Αρπάζει ο Αποστόλου τον οδηγό, του δίνει τον λόχο μας λέγοντας, θα βαδίζετε όλοι σας με ταχύτητα να τους προλάβετε, φτάνοντας κοντά στο χωριό ο καπετάνιος και ο στρατιωτικός του λόχου θα υποδείξουν τον τρόπο της κρούσης. Το χωριό δεν απείχε πολύ, περίπου μισή ώρα. Στας δώδεκα το μεσημέρι βρισκόμαστε έξω απ’ το χωριό. Χωρίζουν οι διμοιρίες η κάθε μια στον υποδειχθέντα τομέα και ξεκινάμε.
Λεηλατώντας σκορπισμένοι μέσ’ το χωριό από σπίτι σε σπίτι δεν παρέλειψαν να βάλουν πρώτα παρατηρητάς να παρακολουθούν τυχόν εμφάνισή μας. Μας αντιλήφθησαν την άφιξή μας και βλέπουν με τα κυάλια τους τας κινήσεις μας, άρχισαν όλοι να σφυρίζουν με σφυρίχτρες δίνοντας το σύνθημα της αφίξεώς μας και τη σύμπτυξή τους.
Στο πρώτο ακριανό σπίτι του χωριού, στη γωνιά της αυλής ήτο ο φούρνος του σπιτιού, εκεί έστησα το πολυβόλο λούις της διμοιρίας μου. Βλέπουμε απ’ τις πόρτες των σπιτιών να βγαίνουν κρατώντας τα όπλα στα χέρια τους, πέφτουν οι πρώτες τουφεκιές. Ακολουθούν τα μυδράλια, φεύγουν, συμπτύσσονται, δίνω το σύνθημα, εξόρμηση για οδομαχία, πάντα ο καθένας κολλημένος στον τοίχο. Χωρίς βία και προσοχή να μην αλληλοσκοτωθούμε. Το ρημάδι το χωριό μέσ’ τους δρόμους που είναι από καλντερίμια, τρέχουν συνέχεια ρυάκια νερού, γι’ αυτό και το ονομάσανε Νησί, μούσκεμα τα πόδια μας, μαλακώσαν τα τσαρούχια μας, γλιστράμε, προχωρούμε σε ένα ορισμένο σημείο, βλέπω αντίσταση δεν προβάλλεται άλλη, βρήκαν ευκαιρία από φράχτες και μάντρες, βγήκαν έξω απ’ το χωριό με κατεύθυνση τον κάμπο. Εκεί τους περιποιήθηκαν οι ενέδρες του δεύτερου λόχου. Εμείς ερευνήσαμε όλο το χωριό με τη βοήθεια των κατοίκων και συγκεντρώσαμε τα τυριά, αυγά, ψωμιά με εντολή στην οργάνωση να τα στείλει στο αναρρωτήριο.
Μια περίπου ώρα κράτησε η μάχη αυτή που άφησε μέσα στο χωριό οκτώ Βουλγάρους νεκρούς χωρίς καμμιά απώλεια δική μας, ούτε τραυματία. Το πόσοι σκοτώθηκαν απ’ τις ενέδρες δεν ξέρω, όσοι προλάβαν και γλυτώσαν μαζί με τον αρχηγό τους Κάλτσεφ χώθηκαν στη Βουλγαρία και δεν ξανακούστηκαν άλλη φορά. Έτσι ησύχασε μια για πάντα η περιοχή αυτή απ’ τους κομιτατζήδες.
Στη Θεσσαλονίκη οι εθνοπροδόται Χασερής, Παπαδόπουλος, Κισά-Μπαζάκ, τουρκόφωνοι όλοι τους στην καταγωγή, ήταν αρχηγοί των Ταγμάτων Ασφαλείας που οργάνωσε η γερμανόφιλη ελληνική κυβέρνηση του στρατηγού Τσολάκογλου στην περιοχή της μακεδονικής πρωτεύουσας. Δρούσαν σε όλες τις περιοχές των νομών Νιγρίτας, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Γιαννιτσά, Βέρροια, Νάουσα, Έδεσσα.
Για τα τάγματα αυτά είναι γνωστά τα αίσχη, οι εκβιασμοί και τα βασανιστήρια που κάναν σε κάθε αγωνιστή που θα έπεφτε στα χέρια τους, ήταν βρωμερά φόβητρα ολοκλήρου του ελληνικού πληθυσμού. Θυμάμαι αρχάς του χίλια εννιακόσια σαράντα τρία δεν είχα ακόμα ανέβει στο βουνό, μήνας Γενάρης ή Φλεβάρης ενώ πήγαινα ένα πρωί στη δουλειά μου, κάτω στον Βαρδάρη που δούλευα, βλέπω δεξιά της πλατείας Βαρδαρίου ήτο μια στοά της λαϊκής αγοράς, στην είσοδό της ήταν καμμιά δεκαριά απ’ αυτά τα τομάρια, χτυπούσαν με τους υποκόπανους, σκοντούσαν ένα νέο καταματωμένο, τον κατηύθυναν προς την αρχή της οδού Εγνατίας που ήταν τα γραφεία του στρατηγείου τους.
Πριν βγουν ακόμα απ’ τη μικρή στοά της λαϊκής αγοράς, τους προλαμβάνει η ΟΠΛΑ που τους παρακολουθούσε και μέσ’ τη στοά όπως ήταν χωρίς να ’χει άλλο πλήθος από κόσμο τούς ξάπλωσε όλους κάτω με τα πυρά των αυτομάτων τους και γινήκανε άφαντοι.
Άφαντοι γενήκαμε και εμείς που παρευρεθήκαμε στη σκηνή αυτή γιατί αλλοίμονο συλλαμβάναν όποιον τύχαινε στον δρόμο τους.
Θυμήθηκα τη σκηνή γράφοντας το παρακάτω περιστατικό.
Το λημέρι του τάγματος ήτο πέντε-έξη χιλιόμετρα έξω απ’ τα Γιαννιτσά, σ’ ένα δασώδες τοπίο ξεκουραζόμασταν. Βλέπουμε να έρχεται ένας ιππέας αγγελιαφόρος με ιδρωμένο άλογο, η πολιτική οργάνωση Γιαννιτσών ειδοποιούσε το τάγμα ότι αφίχθη στην πόλη των Γιαννιτσών ο αρχιταγματασφαλίτης Χουσερής απ’ τη Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος με δύο επιτελικούς του. Συνέπεσε δε η ημέρα αυτή να ’ναι μέρα λαϊκής αγοράς (παζάρι) που κατέβαινε πολύς κόσμος απ’ τα γύρω χωριά να ψωνίσει ό,τι βρει. Αμέσως μόλις πήρε το σημείωμα ο ταγματάρχης μας Αποστόλου (σχωρεμένος τώρα... σκοτώθηκε στην Αθήνα στα Δεκεμβριανά πολεμώντας με το τάγμα του τους Άγγλους και τους γερμανοτσολιάδες που τους εγκολπώθηκαν τότε η χωροφυλακή και οι Άγγλοι μαζί) μας λέει, δεν θα κατεβούμε δύναμη μεγάλη, θα σχηματισθεί μια ομάδα κρούσεως, αυτή θα κατεβεί μέσα στην πόλη για να εξουδετερώσει τον Χασερή με τους επιτελείς του.
Διαλέγει οκτώ ψυχωμένους, μεταξύ αυτών και μένα, στο αναμεταξύ κατέφθασαν καμμιά τριανταριά νέοι της πολιτικής οργάνωσης λαχανιασμένοι και φοβισμένοι μήπως τους πιάναν οι ταγματασφαλίτες και τους στρατολογούσαν βιαίως. Φωνάζει ο ταγματάρχης οκτώ από αυτούς να δώσουν τα ρούχα τους προσωρινά να τα φορέσουμε εμείς, γίνεται η αλλαγή, γινήκαμε αμέσως πολίτες έχοντας κρεμασμένες στη ζώνη μας χειροβομβίδες και στην πλάτη μας τα αυτόματα στάγιερ, όλο το σώμα μας σκεπασμένο και κουμπωμένο με αδιάβροχα χακί χρώμα.
Ξεκινάμε με γοργό βήμα, φτάσαμε στα Γιαννιτσά, ο οδηγός άριστος μέσα από στενοσόκακα και μάντρες, από φράχτη σε φράχτη μάς τοποθετεί ακροβολισμένους σε σίγουρα σημεία, κοντά στα γραφεία της ΠΑΟ ήταν ένα διόροφο σπίτι γύρω-γύρω με μπαλκόνια, κάτω μαγαζιά με κλειστά τα στόρια, επάνω στην κεντρική οδό, κάτω στο πεζοδρόμιο ήτο το αυτοκίνητο που άφησε ο Χασερής, ο οποίος ήτο στην αγορά. Δεν υπήρχε ιδανικότερη θέση για κρούση απ’ τις θέσεις που μας τοποθέτησε ο έμπειρος οδηγός. Εκεί ήτο το σημείο που τελειώνοντας τη δουλειά του ο Χασερής θα ανέβαινε στην κούρσα μαζί με τους επιτελικούς του να φύγει για τη Θεσσαλονίκη. Επάνω στο αυτοκίνητο θα ρίχναμε όλοι τις χειροβομβίδες μας μόλις μπαίναν μέσα.
Ακροβολισμένοι σε μπαχτσέδες, αυλές, κοτέτσια και σοκάκια είχαμε όλοι μας ορατότητα στα γραφεία και στον κεντρικό δρόμο, λουφάζουμε όλοι ακίνητοι στις θέσεις μας. Κάποτε βλέπουμε να κατεβαίνει πλήθος ανθρώπων που συνόδευαν τον Χασερή. Το πλήθος όλο και πλησιάζει πιο κοντά μας, ο σωφέρ του Χασερή μπαίνει στο αυτοκίνητο έτοιμος να τον περιμένει, εκεί έγινε το μεγάλο λάθος, ο επονίτης ακροβολιστής που ήτο κοντά νομίζοντας ότι θα φύγει το αυτοκίνητο ρίχνει βεβιασμένα τη χειροβομβίδα, επιτυχημένη βέβαια αλλά χωρίς τον Χασερή μέσα. Πανζουρλισμός στην πόλη των Γιαννιτσών μέρα μεσημέρι, ημέρα λαϊκής αγοράς να διαδραματίζονται τέτοια γεγονότα.
Απ’ τα γραφεία της ΠΑΟ βγαίνουν στο μπαλκόνι δυο ένοπλοι κρατώντας αυτόματα τόμσον να δούνε τι γίνεται, ρίχνουμε στο μπαλκόνι ο ένας πέφτει, ο άλλος ώσπου να αντιληφθεί τι γίνεται, δέχεται και αυτός τις ριπές μας και πέφτει, ρίχνουμε μερικές χειροβομβίδες για να σκορπιστούν και το δίνουμε όλοι για σύμπτυξη. Τροχάδην από αυλές και σοκάκια συμπτυχθήκαμε έξω από την πόλη και οι οκτώ, καιρός για συζητήσεις και κριτική δεν ήτο, προχωρούμε καμμιά πεντακοσαριά μέτρα έξω απ’ την πόλη, βλέπουμε το πρώτο κλιμάκιο που έστειλε ο ταγματάρχης να υπερασπίσει την υποχώρησή μας, σε άλλα τριακόσια μέτρα πιο πάνω άλλο κλιμάκιο, με σιγουριά τώρα βαδίζουμε λαχανιασμένοι και φτάνουμε στον ταγματάρχη που μας περίμενε, ο οποίος είχε κατεβεί και αυτός αρκετά κάτω. Λαχανιασμένοι και στεναχωρημένοι που δεν απέδωσε πλήρως η αποστολή μας, αναφέρουμε τι συνθήκες βρήκαμε και τι πράξαμε. Καλώς, μας απαντά χαμογελώντας, χτυπώντας τον καθένα στους ώμους μας. Τη φορά αυτή μας τη γλύτωσε ο Χασερής, αρκεί που δεν δώσαμε κανένα θύμα και γυρίσατε όλοι σας λεβεντιά ενώ αυτοί δώσανε τρία, κατεστράφη το αυτοκίνητο και το σπουδαιότερο και σημαντικότερο είναι ότι τους δείχνουμε ακόμη μια φορά πως τους μπαίνουμε μέρα μεσημέρι μέσ’ τη μούρη τους, έτσι ο λαός μας αποκτά εμπιστοσύνη και πίστη στον λαϊκό μας αγώνα που κάνουμε για να ξεκαθαρίσουμε τους προδότας αυτούς που συντελούν και βοηθούν την παραμονή των κατακτητών στη χώρα μας.
Πολύ σύντομα όλα αυτά τα αποβράσματα, που πήραν τα όπλα που τους έδωσε ο κατακτητής για να κτυπάνε τον λαό μας, θα τιμωρηθούν χτυπώντας εμείς όπου τους βρούμε μέχρι να τους διαλύσουμε αυτούς και τα αφεντικά τους. Μπράβο σας για ό,τι πράξατε, πηγαίνετε στις μονάδες σας.
Κεφάλαιο έννατο
(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)