Ο πόλεμος συνεχίζεται στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, οι αφιονισμένες στρατιές του Χίτλερ καταλήξανε σε αληθινά ρομπότ. Στις 20 Απριλίου του 1941 γιορτάζονται στη μεγάλη αίθουσα της καγκελαρίας τα γεννέθλια του Χίτλερ, στην δεξίωση που έγινε παίρνουν την απόφαση να επιτεθούν τώρα στην μεγάλη σοσιαλιστική χώρα, τη Σοβιετική Ένωση, τη Ρωσία.
Για την προετοιμασία του ανατολικού μετώπου παίρνουν όλες τις δυνάμεις των, που βρίσκονται στη Μακεδονία και Θράκη, παραχωρώντας τα ελληνικά αυτά εδάφη στους πιστούς των συμμάχους Βουλγάρους να τα έχουν υπό την κατοχή των. Έτσι το αιώνιο όνειρο της Βουλγαρίας να κατεβεί στο Αιγαίο τής το χαρίζει τώρα η μεγάλη σύμμαχος Γερμανία με μια μονοκοντυλιά.
Οι Γερμανοί φεύγουν, φεύγουν όμως και όλες οι ελληνικές αρχές για τη Θεσσαλονίκη, αφήνοντας τον πληθυσμό αυτών των περιοχών στο έλεος του προαιωνίου εχθρού.
Έρχονται οι Βούλγαροι βλοσυροί και μοχθηροί, στήνουν οι ερίφηδες τη σημαία τους σε όλα τα δημόσια καταστήματα, κατεβάζουν όλες τις ελληνικές επιγραφές των εμπορικών και βιοτεχνικών καταστημάτων, υποχρεώνοντας στους ιδιοκτήτας των καταστημάτων να ξανααναρτηθούν όλες με βουλγάρικα γράμματα. Τα πάντα τα σκέπασε τώρα η φοβέρα και τα πλάκωσε η βουλγαρική σκλαβιά.
Ανυπόφορη η κατάσταση ιδίως για τους νέους, συμφωνώ με τα αδέλφια μου να φύγω πρώτος για τη Θεσσαλονίκη παίρνοντας μαζί μου όσο περισσότερα πράγματα κατορθώσω, ιδίως τα προικιά της αδελφής μας, με πρόγραμμα αργότερα να καταφθάσουν και αυτοί.
Αρχάς Αυγούστου του 1941 έφθασα στη Θεσσαλονίκη, φιλοξενούμαι στα εξαδέλφια μου. Όλοι τους με αγάπησαν και με παραστάθηκαν, η συγχωρεμένη τώρα θεία μου Μαργίτσα δεν με ξεχώριζε απ’ τα πέντε παιδιά της, με έπλενε τα ρούχα, με μπάλωνε, με ζύμωνε το ψωμί μου απ’ το αλεύρι που έφερα. Το σπίτι τους στην οδό Ευζώνων και Αμαλίας 7 ήτο απλόχωρο, μεγάλο αρχοντικό.
Βρίσκω δουλειά στην τέχνη μου, ποδαρόδρομο πρωί βράδυ από την Αγία Τριάδα, που ήτο το σπίτι της θειας μου, μέχρι κάτω στον Βαρδάρη στην οδό Σαπφούς, που ήτο το εργοστάσιο που δούλευα.
Στη γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν κανονικά όλες οι ελληνικές αρχές πολιτικές και αστυνομία, πλην όμως δεν ήταν σε θέση να σταματήσουν το φάσμα της πείνας που λίμαζε την εποχή εκείνη.
Κάθε πρωί τα κάρρα της δημαρχίας δεν κάναν άλλη δουλειά προτού μαζέψουν πρώτα τα πρησμένα απ’ την πείνα ανθρώπινα κορμιά απ’ τους δρόμους και τα πεζοδρόμια της Θεσσαλονίκης, οι αρχές ανάξιες να σταματήσουν το κακό αυτό, που όλο μεγαλώνει και δεν σταματά.
Δημιουργούνται οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, παίρνουν θέση, διαφωτίζουν με προκηρύξεις τον πληθυσμό, τον καλούνε να κατέβει σε συλλαλητήριο κατά της πείνας διεκδικώντας λαϊκά συσσίτια, σύσσωμος ο λαός ξεσηκώνεται, οι Γερμανοί γελούν και χλευάζουν.
Στη γιγαντιαία αυτή διαμαρτυρία η κυβέρνηση του στρατηγού Τσολάκογλου υποχωρεί βλέποντας την οργή και αγανάκτηση του λαού, δημιουργούνται τα πρώτα λαϊκά συσσίτια από ξερά κουκιά, μπιζέλια, φάβα και μαύρα μικρά φασόλια, ο αγώνας της επιβίωσης επέτυχε.
Παράνομες προκηρύξεις γνωρίζουν στον λαό ότι στα ελληνικά βουνά συγκροτήθηκαν τα πρώτα αντάρτικα σώματα στη Ρούμελη και στη Μακεδονία με αρχηγούς τον Άρη Βελουχιώτη στη Ρούμελη και Μάρκο, Λασάνη και Κικίτσα στα μακεδονικά βουνά, μικρές ομάδες κατεβαίνουν στα χωριά και διαφωτίζουν τον κόσμο.
Νέοι καθημερινώς προσχωρούν οικειοθελώς και συγκροτούν λόχους, τάγματα και συντάγματα, υπερασπίζοντας στο λαό μας την εξασφάλιση της παραγωγής του απ’ τους κατακτητές Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους, που την αρπάζουν μέσα απ’ τα χέρια τους.
Αρχίζουν τα πρώτα σαμποτάζ σε γέφυρες και σε σιδηροδρομικούς κόμβους, οι Γερμανοί και οι ολίγοι ευτυχώς Έλληνες συνεργάτες των ουρλιάζουν, αποκηρύττουν τους αρχηγούς που ακούονται τα ονόματά τους για τη δράση τους, με μεγάλα χρηματικά ποσά φροντίζουν να μάθουν τα στελέχη, συλλαμβάνουν όσους υποδείχνουν οι καταδότες, που για να μην γνωρίσει ο κόσμος φορούν μαύρες κουκούλες, όσους υποδείχνουν συλλαμβάνονται, κακοποιούνται και κλείνονται στις φυλακές και στρατόπεδα. Το στρατόπεδο Παύλος Μελάς γέμισε από συμπαθούντας και αγωνιστάς.
Απ’ την αρχή που κατέκτησαν οι Γερμανοί τη χώρα μας συνέβη ένα τρομερό γεγονός, που μου διέφυγε να περιγράψω ενωρίτερα.
Οι Γερμανοί τρέφανε ένα ιδιαίτερο μίσος στην εβραϊκή φυλή, μόλις πάτησαν το πόδι τους η πρώτη δουλειά ήταν να καταγράψουν όλους τους Εβραίους που κατοικούσαν στην Ελλάδα, καταγράφοντας τους κολλούσαν στο πέτο του ρούχου που φορούσαν μια ειδική κίτρινη κονκάρδα με ένα αστέρι, ένδειξη ότι είναι Εβραίοι, ήταν η διαταγή υποχρεωτική και με ποινή θανάτου όποιος δεν την φορούσε, γυναίκα, άνδρας, παιδιά εβραίος.
Βλέποντας η οργάνωση το διακριτικό αυτό μέτρο, σκορπά σε όλην τη Θεσσαλονίκη τα μέλη της να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι να τους παρακινεί όσοι θέλουν σύνδεση να φύγουν να γλυτώσουν παίρνοντας τον δρόμο του βουνού, που είχε οργανωθεί τότε καλά. Πολλές χιλιάδες ήταν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, σχεδόν οι μισοί κάτοικοι της πόλης, πολλοί θα ήταν και οι νέοι Εβραίοι αν ακολουθούσαν τον δρόμο που τους έδειχνε η οργάνωση, οπότε και πιο γλήγορα θα γιγάντωνε και το αντάρτικο κίνημα. Δυστυχώς στην προσπάθεια αυτήν δεν βρέθηκε ούτε ένας να ακολουθήσει τον δρόμο του βουνού. Οι Εβραίοι ήταν ένας λαός δειλός και μοιρολατρικός, που κανένας δεν αποχωρίζετο απ’ τη φυλή του, έτσι σκυφτοί όλοι σαν τα πρόβατα ακολουθήσανε όλοι τους δυστυχώς τον δρόμο του πεπρωμένου της φυλής των, τον δρόμο της εκτέλεσής των στα τρομερά κρεματόρια των φούρνων της Πολωνίας και Γερμανίας.
Έβλεπες λοιπόν καθημερινώς τη Θεσσαλονίκη κατακίτρινη από αστέρια, διότι ήταν χιλιάδες οι εβραίοι που κυκλοφορούσαν.
Το μέτρο αυτό βάσταξε τόσο, όσο χρονικό διάστημα χρειάσθηκε να κατασκευάσουν οι Γερμανοί σε μια πολύ μεγάλη έκταση, κοντά στον παλιό τώρα σιδηροδρομικό σταθμό, ένα πελώριο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, που το ονόμασαν γκέτο. Πολλά συνεργεία κατασκεύασαν μεγάλους ξύλινους μακρουλούς θαλάμους, πάρα πολλούς, η σκεπή τους ήτο με λαμαρίνα που έψηνε από τον ήλιο, με λίγα μικρά παραθυράκια για να μπαίνει λίγο φως και υψηλά, πάνω απ’ το μπόι του ανθρώπου για να μη βλέπουν έξω οι κρατούμενοι. Γύρω-γύρω το πελώριο αυτό στρατόπεδο ήτο κλεισμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, πολύ πυκνό, ύψους δυο μέτρα, στις τέσσερες δε γωνίες σκοπιές.
Μόλις ετοιμάσθηκε το στρατόπεδο αυτό, βγάζουν μια διαταγή οι Γερμανοί που έλεγε, επί τρεις μέρες κανένας Εβραίος δεν θα κυκλοφορήσει έξω, όποιος θα θεάται θα σκοτώνεται αμέσως.
Επί τρεις μέρες όλα τα γερμανικά αυτοκίνητα και στρατός από σπίτι σε σπίτι μαζεύανε τον κόσμο αυτό, με ό,τι ρούχο βρέθηκε ο καθένας, γέρος ή άρρωστος, τους βάζανε στα αυτοκίνητα και κατευθείαν τους στοιβάζανε στους θαλάμους που ετοιμάσανε, χωρίς να τους επιτρέπουν πάρουν τίποτα απ’ τα σπίτια τους. Ήταν για μένα και για κάθε άνθρωπο μια θλιβερή σκηνή, ακούοντας κλάματα και οδυρμούς επί τρεις ολόκληρες μέρες, όμοια σαν εκείνη που βλέπαμε κάθε πρωί να γιομίζουν τα κάρρα της δημαρχίας Θεσσαλονίκης από πρησμένα απ’ την πείνα πτώματα.
Αφού τους μαζέψαν όλους, άρχισαν με φορτηγά αυτοκίνητα δικά τους και επιταγμένα να αδειάζουν όλα τα υπάρχοντα από όλα τα εβραϊκά σπίτια. Έπιπλα, χαλιά, ρουχισμό, κρεβάτια, στρώματα, υαλικά, μα προπαντός τα πλούσια ασημικά τους.
Όλο το νοικοκυριό και ο πλούτος της εβραϊκής φυλής συγκεντρώθηκε στην πελώρια αυτή έκταση. Όλη η φυλή μπαγλαρώθηκε αδιαμαρτύρητα και στοιβιάστηκε μέσα στα παραπήγματα σαν τις σαρδέλες, καθημερινώς τώρα τους παίρνουν απ’ τα παραπήγματα και τους στοιβιάζουν στα κλειστά βαγόνια, που είναι για ίππους, για τον τελειωτικό τους σκοπό στα κρεματόρια της Πολωνίας.
Έτσι μέσα σε δυο-τρεις μήνες εξαφανίστηκε η φυλή αυτή αδιαμαρτύρητα, ακολουθώντας τον δρόμο του πεπρωμένου τους.
Στους Γερμανούς και συνεργάτες των απόμεινε τώρα να δημοπρατούν καθημερινώς όλην αυτή την περιουσία σε εξευτελιστικές τιμές για να διαλύσουν μετά το γκέτο.
Καθημερινώς όλοι σχεδόν οι έμποροι της Θεσσαλονίκης συγκεντρώνονταν στον τόπο αυτόν και αγόραζε ο καθένας ό,τι είδος προτιμούσε σε μεγάλες ποσότητες.
Με τον τρόπο αυτό της δημοπρασίας, πολλές χιλιάδες λίρες απεκόμισαν Γερμανοί και συνεργάτες. Ένας εκ των συνεργατών αρμενικής καταγωγής ήτο και ο Αγκόπ, γειτονόπαιδο των εξαδέλφων μου, παιδί της συνοικίας της Αγίας Τριάδας, με ήξερε πως είμαι προσφυγάκι απ’ τη Δράμα, έμαθε απ’ τα εξαδέλφια μου ότι ήμουν επιπλοποιός. Στο τέλος της δουλειάς αυτής σκέφτηκα να τον παρακαλέσω να μου βάλει νυχτοφύλακα στην πελώρια μάντρα. Σε δυο-τρεις μέρες διαλύεται, μου λέει, έστω, του κάνω, δυο-τρεις βραδιές να δουλέψω νυχτοφύλακας να κάνω λίγο χαρτζιλίκι μια που κάθομαι, προσφυγάκια είμαστε, καλά έλα. Πήρα μια κουβέρτα και πήγα.
Απ’ την πρώτη ώρα που πήγα και ανέλαβα νυχτοφύλακας, έτυχε να γνωρισθώ με τον νυχτοφύλακα του παρακείμενου εργοστασίου σαπουνοποιίας. Σταμάτης το όνομά του. Βλέποντας τον πανζουρλισμό που γινόταν με κάρρα, μικρά, μεγάλα, χειροκίνητα, που φόρτωνε κάθε έμπορος το είδος που αγόραζε και έφευγε με ειδικό σημείωμα, που του εδίδετο απ’ το γραφείο διαχειρήσεως, ελεύθερο σκέφθηκα αμέσως, ότι αν έχεις θάρρος και τόλμη, μπορείς κάλλιστα να κάνεις σαμποτάζ τράκας. Του σφυρίζω λοιπόν του Σταμάτη, αν θέλει, ό,τι βγάλω από εδώ μέσα να το αποθηκεύσει στο εργοστάσιο και να μοιρασθούμε ό,τι χρήματα πιάσουμε. Εντάξει συνάδελφε, το ρωτάς κιόλας; Σάλιωσε το στόμα μου να ψήσω τον άλλο νυχτοφύλακα αλλά βγήκε δειλός και βλάκας.
Επωφελούμενος τη σύγχυση και τον αναβρασμό που επικρατούσε ανακατευόμουν με τα φορτώματα που βγαίναν ελεύθερα, βρίσκω ευκαιρία και του πασσάρω μια ραπτομηχανή σίγγερ, σε άλλη εξόρμηση κατορθώνω και του πασσάρω ξανά ένα μεγάλο ψυγείο πάγου, ηλεκτρικά τότε δεν υπήρχαν, μέσα στο ψυγείο έβαλα ένα ωραίο ωραιότατο δοχείο νυχτός, καθήκι, ήτο το αφιλότιμο όλο πορσελάνη άσπρο με ένα χονδρό καπάκι και ένα χονδρό χερούλι γύρω-γύρω και επάνω το καπάκι ήταν όλο σκαλιστά τσαμπιά από σταφύλια. Από μακριά φαινόταν πως ήτο ευρωπαϊκής προελεύσεως και ενός πάμπλουτου Εβραίου, πασσάροντας το ψυγείο τού εξηγούμαι πως μέσα έβαλα ένα καθήκι για να το κάνω δώρο στη νιόπαντρη αδελφή μου και να ξέρει ότι αυτό δεν θα συμπεριληφθεί στο συνεταιρισμό μας. Εντάξει-εντάξει μωρέ αδελφέ μου, τέτοια θα λέμε τώρα; Άλλα αντικείμενα δεν κατόρθωσα να βγάλω διότι ο έλεγχος έγινε πιο αυστηρός και με αυτά όμως που έβγαλα και τα πουλήσαμε με τον Σταμάτη, κατόρθωσα και έκανα ένα ωραίο φτηνό κουστούμι που δεν είχα.
Ο Αρμένης Αγκόπ είχε στην Αγία Τριάδα μια φιλενάδα, αυτός ήτο που αλώνιζε και ρύθμιζε τα πάντα εκεί στο γκέτο. Μου φωνάζει και μου λέει, σαν επιπλοποιός που είσαι, διάλεξέ μου μια τουαλέτα να την κάνω δώρο στην γκόμενά μου, του διαλέγω μια μεγάλη, καρυδένια τουαλέτα που είχε ένα μεγάλο, καθαρό κρύσταλλο καθρέπτη βελγικό, δεξιά και αριστερά, άλλους δυο μικρότερους που ανοιγοκλείνουν με μεντεσέδες, κάτω αριστερά ένα κομοδίνο που έκλεινε με ένα κανάτι, δεξιά άλλο κομοδίνο με τρία συρτάρια. Ήτο μια καταπληκτική σε εργασία, γούστο, χρήση και εμφάνιση. Ναι, αυτήν που διάλεξες, μου λέει ο Αγκόπης, είναι καλή, τοποθέτησέ την σε σίγουρο μέρος για να μην σπάσει κανένα κρύσταλλο, ξεσκόνισέ την όσο μπορείς καλύτερα και τύλιξέ την με εφημερίδες να μην σκονίζεται.
Αύριο που είναι η τελευταία ημέρα και κλείνει το γκέτο στις δέκα η ώρα το πρωί, σκοπός της πύλης θα είναι ο φίλος μου ο Φριτς, θα του εξηγήσω ότι είναι δική μου για να σε αφήσει να περάσεις ελεύθερα. Εσύ θα καπαρώσεις ένα καροτσάκι με γαϊδουράκι, θα την φορτώσεις και θα την πας στην οδό Βελισαρίου, αριθμός 23, ξέρω, ξέρω, του απαντώ χαμογελώντας, ήξερε ότι τους είδα αρκετές φορές μαζί.
Βγάζει από την τσέπη του ένα μάτσο με χρήματα, μου πασσάρει ένα πεντακοσάρικο λέγοντας, πλέρωσε το καροτσάκι όσο σου ζητήσει και τα υπόλοιπα κράτα τα για σένα μπουρμπουάρ, προσφυγάκι είσαι.
Σ’ ευχαριστώ, του λέω, έφυγε ο Αγκόπης στη δουλειά του, πιάνω με όρεξη να τακτοποιήσω την τουαλέτα ύστερα από ένα τόσο γενναίο φιλοδώρημα. Την τακτοποιώ σε ασφαλή μέρος κάτω από ένα υπόστεγο, την ξεσκονίζω καλά και την σκεπάζω πρόχειρα με εφημερίδες.
Κρατώντας μια βέργα στα χέρια μου χονδρή, γύριζα στο αχανές εκείνο στρατόπεδο μήπως βρω πουθενά σπάγγο για να δέσω τις εφημερίδες. Πεταμένα, σχισμένα, σκορπισμένα παλιόρουχα τούφες-τούφες έβρισκα σκαλίζοντας με τη βέργα, βρίσκω ένα κουβάρι νηματένιο, ήτο ό,τι χρειαζόμουν, το παίρνω, ενώ βρήκα αυτό που ζητούσα ασυναίσθητα σκάλιζα γυρεύοντας προς τον δρόμο για την τουαλέτα, άλλες τούφες βρωμερές, βλέπω σε μια απ’ αυτές να ακουμπά η βέργα μου σε στέρεο σώμα, πετώ δώθε κείθε τα βρωμερά ρούχα, τι βλέπω; Με αυτά τα παλιόρουχα ήτο σκεπασμένη μια ωραιότατη μαύρη βαλίτσα, τρανή απόδειξη ότι κάποιος την έκρυψε εκεί για να την πάρει αργότερα με τη διάλυση του γκέτο, την αρπάζω αμέσως και τη μεταφέρω κοντά στην τουαλέτα, ήτο βαρειά και μου έτρωγε η αγωνία τι είχε μέσα, την ανοίγω με πολλή αγωνία. Ήταν ένας ολοκαίνουργιος πολύγραφος με όλα του τα κομφόρ, κύλινδρος, κόλλες, μελάνι, στυπόχαρτα κ.λ.π. Τα μάτια μου άστραψαν από χαρά μεγάλη, όχι για την μεγάλη τιμή σε λίρες που θα έπιανε, αν το πουλούσα, αλλά για τη μεγάλη προσφορά που θα έκανα στην οργάνωσή μας δωρίζοντας το πολύτιμο αυτό μηχάνημα. Η αναλαμπή της σκέψης μου στράφηκε στην απόδοση του μηχανήματος αυτού σε προκηρύξεις, δελτία ειδήσεων, που θα έβγαζε κατά χιλιάδες, κατατοπίζοντας στο λαό μας την εξέλιξη του πολέμου, τη δράση της οργανώσεώς μας και ακόμα τη δράση του λαϊκού μας στρατού.
Βασίλη, λέω στον εαυτό μου, ο πολύγραφος αυτός πρέπει να φθάσει με κάθε θυσία στα χέρια της οργάνωσης, με οποιαδήποτε θυσία και αν χρειασθεί, η πράξη σου θα ’ναι το μεγαλύτερο σαμποτάζ για τους Γερμανούς, η δε δωρεά σου η μόνιμη σάλπιγγα που θα σαλπίζει και θα διαλαλεί στο λαό μας τα πάντα.
Πώς όμως θα βγει από εδώ μέσα το μηχάνημα αυτό, που σε κάθε γωνιά καιροφυλαχτεί ο θάνατος; Αν με πιάσουν ο νόμος είναι ξεκάθαρος, θάνατος επί τόπου.
Αυτή η σκέψη γυρίζει στο μυαλό μου. Παίρνω τη μεγάλη απόφαση, ανοίγω το κανάτι της τουαλέτας με τη σκέψη, αν χωρέσει, να το βάλω μέσ’ την τουαλέτα, η καρδιά μου χτυπά από αγωνία και ιδρώνω, βγάζω το ράφι που είχε και το τοποθετώ στον πάτο, παίρνω τον πολύγραφο, δοκιμάζω, βλέπω πως θα χωρέσει αν βγάλω τα δυο ξυλάκια που πατούσε το ράφι, με το μαχαίρι που είχα τα ξεκολνώ, άνετα μπήκε μέσα, κλείνω το κανάτι, ανακουφίστηκα, ο ιδρώτας μου τρέχει ποτάμι στο μέτωπό μου, ανάβω τσιγάρο χωρίς να σταματήσω, ξανασκεπάζω την τουαλέτα με μπόλικα χαρτιά, τα δένω καλά με το κουβάρι το νήμα που βρήκα και ησύχασα.
Πηγαίνω στη βρύση, πλένω καλά τα χέρια μου ύστερα από τέτοιες βρωμιές που έπιασα, κάθησα δίπλα στην τουαλέτα με το πολύτιμο μηχάνημα που τοποθέτησα μέσα και άναψα ξανά το τσιγάρο της ικανοποίησης.
Πήρε σιγά-σιγά να σουρουπώνει, εκεί που κάπνιζα βλέπω μακριά στην τούφα που σκάλιζα εγώ πρωτύτερα και βρήκα τον πολύγραφο, να πλησιάζει ένας γραφιάς, που τον είχε ο Αρμένης ο Αγκόπ να κόβει τα τιμολόγια των ειδών που αγόραζε κάθε έμπορος.
Τελείωσαν όλοι τη δουλειά τους και θα φεύγαν για πάντα, βλέπει την τούφα άνω κάτω, κατάλαβε πως άλλος εξυπνότερος έκλεψε εκείνο που έκλεψε και σκέπασε αυτός με εκείνα τα βρωμόρουχα.
Το πουλάκι που έκρυψε και σκεφτόταν πόσες χρυσές λιρίτσες θα έπιανε πέταξε, θα κελαηδεί τώρα μέσ’ απ’ τις κρύπτες του στα καθημερινά δελτία ειδήσεων μαζί με τα χουνιά μας.
Απογοητευμένος ανάβει τσιγάρο και φεύγει. Βράδιασε για καλά, ανοίγω το μπογαλάκι μου με τις ντομάτες και τις ελίτσες και τρώγω σιγά και με κέφι, με όρεξη πολλή. Όλη η Θεσσαλονίκη πίσσα στο σκοτάδι, το φως απαγορεύετο αυστηρά.
Ήσυχη η σκοτεινή νύχτα του καλοκαιριού του 1941, κάθε μια ώρα ακούονται οι βηματισμοί των Γερμανών σκοπών, που κάνουν την αλλαγή τους ουρλιάζοντας, δίνοντας το σύνθημα και παρασύνθημα.
Ύπνος δεν με πιάνει, με την κουβέρτα σκεπασμένος και ξαπλωμένος σε κάτι σανίδια αγωνιώ πώς θα περάσει η αυριανή κρίσιμη για μένα μέρα. Όσο οι σκέψεις κι αν κουράζουν και βασανίζουν το μυαλό έρχεται κάποτε και ο γλυκός ύπνος.
Ξημέρωσε η ποθητή μέρα, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό ακούονται οι μανούβρες και τα σφυρίγματα των μηχανών, η κίνηση σιγά σιγά αρχίζει να ζωηρεύει, σηκώνομαι, τραβώ κατευθεία στη βρύση, βάζω το κεφάλι μου κάτ’ απ’ το νερό και πλένουμαι, χτενίζουμαι, ετοιμάζω το υπόλοιπο φαγητό μου, τις ελίτσες και τρώγω με όρεξη, ανάβω μετά τσιγάρο και παρακολουθώ την πρωινή κίνηση.
Τα πρώτα μεγάλα κάρρα με τους εμπόρους κατέφθασαν για να φορτώσουν το εμπόρευμά τους, καταφθάνουν και τα μικρότερα με τα γαϊδουράκια και πολλά χειροκίνητα, μπαίναν μέσα περιμένοντας να τους φωνάξει κανένας για αγώγι. Βλέπω η ώρα πήγε εννιάμισυ, Βασίλη ξεκίνα, λέω, και ο Θεός βοηθός.
Φωνάζω τον κάτοχο ενός καροτσιού που ήτο με γαϊδουράκι το καρότσι του, φίλε θα πιάσεις να φορτώσουμε την τουαλέτα αυτή, θα την πάμε στην Αγία Τριάδα, στην οδό Βελισαρίου με δρομολόγιο όχι ευθεία αλλά θα παρακάμψουμε στον Βαρδάρη, θα μπούμε δεξιά στην οδό Δωδεκανήσου για να βγούμε στην οδό Αγίου Μηνά, εκεί θα κάνουμε μια μικρή στάση για ν’ αφήσω μια βαλίτσα σ’ ένα μέγαρο. Σου εξηγώ το δρομολόγιο που θα ακολουθήσουμε για να ζητήσεις και το ανάλογο αγώγι σου. Για όλη αυτή τη διαδρομή φίλε θα μου σκάσεις ένα κολλαριστό κατοστάρι, εντάξει, του λέω, πιθανόν να αργήσω λίγο εκεί στην Αγίου Μηνά ανεβαίνοντας στον έκτο όροφο, θα μου περιμένεις διότι το ασανσέρ δεν δουλεύει, γι’ αυτό θα σου δώσω εγώ εκατόν πενήντα όχι όμως κολλαριστά αλλά τσαλακωμένα, γέλασε με την καρδιά του λέγοντας, αδελφέ μου είσαι τσίφτης.
Πιάνουμε και ανεβάζουμε με προσοχή την τουαλέτα στο καρότσι, ακουμπώ το πρόσωπο της τουαλέτας στο όρθιο σανίδι πλάγια που έχει το καρότσι από εδώ και από εκεί για να μην μπορέσει αν αποπειραθεί κανείς να ανοίξει το κανάτι ή τα συρτάρια, τη δένει καλά ο ερίφης με το χοντρό σχοινί του για να μην κουνιέται, βλέπω τον Φριτς βαδίζει να αναλάβει υπηρεσία. Τελειώνοντας το δέσιμο, πιάσε τσιγάρο, του λέω, ανάβουμε, έτοιμος κάνει, μια στιγμή να αποχαιρετήσω κάποιον, λέω, πηγαίνω στον Αγκόπ, έτοιμος του λέω, προχωρήστε και έρχομαι απαντά, το καρότσι περιμένει στην έξοδο, πήγαινε, μίλησε τον Φριτς για να βγούμε, εγώ πάω να πάρω την κουβέρτα μου, εντάξει, πήγαινε, πιάσε και το χαρτζιλίκι σου, μου πασσάρει δυο κολλαριστά εκατοστάρικα, ευχαριστώ, του κάνω.
Σκόπιμα άφησα την κουβέρτα μου, για να είμαι απομακρυσμένος απ’ την πύλη του ελέγχου, αν συμβεί κανένα απρόοπτο να γίνω λαγός, βλέπω το καρότσι να βγαίνει, ενώ ο Αγκόπ συζητά με τον σκοπό, αρπάζω την κουβέρτα, περνώ από εμπρός, γεια σου, κάνω, και να μένεις ήσυχος, λέω στον Αγκόπ. Βάζω την κουβέρτα στο καρότσι, κάθομαι επάνω δίπλα στον αγωγιάτη, ξεκίνα λέω. Όσο κι αν άδειασε η Θεσσαλονίκη απ’ τους Εβραίους ξαναγέμιζε πάλι απ’ τις χιλιάδες οικογένειες που εγκατέλειπαν τα μέρη μας απ’ τη βουλγαρική κατοχή, ήρχοντο στη Θεσσαλονίκη, άλλοι έμεναν εκεί άλλοι σκορπούσαν σε άλλες πόλεις, χιλιάδες πρόσφυγες ήλθαν απ’ τις Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Ορεστειάδα. Τρέχαμε καθημερινώς σαν τρελοί να ξεκονομήσουμε ό,τι βρούμε, να πάρουμε τη μερίδα του ψωμιού με κουπόνι που μας έδινε δωρεάν η πρόνοια, ύστερα από το ογκώδες εκείνο συλλαλητήριο που αναφέρω πιο πάνω καθημερινώς έβλεπες μπρος στα πρατήρια μεγάλες ουρές από άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ώρες ολόκληρες ώσπου νά ’ρθει η σειρά τους.
Φτάνουμε στην πλατεία Βαρδαρίου, στρίβουμε δεξιά, μπαίνουμε στην οδό Δωδεκανήσου που κατευθείαν βγαίνει στην Αγίου Μηνά. Στην Αγίου Μηνά ένα μέγαρο στον έκτο όροφο διατηρούσε ένας νέος, Κώστας ονόματι, ραφείο, ήταν οργανωμένος και το μαγαζί του το χρησιμοποιούσαμε για γιάφκα. Εκεί σκέφτηκα απ’ την αρχή να πάω τον πολύγραφο, δρόμος στενός όχι πολυσύχναστος σε κυκλοφορία.
Θυμήθηκα για μια στιγμή εκεί που προχωρούσαμε το βιβλίο που διάβασα μικρός, ο Δον Κιχώτης. Με τι επιτυχία περιγράφει την περηφάνεια και τον φαντασιώδη ηρωισμό ο Θερβάντες για τον Δον Κιχώτες με τους ανεμομύλους του, την ίδια περηφάνεια ένιωθα τώρα εγώ για τον πολύγραφό μου που κατέκτησα. Μπαίνουμε στην Αγίου Μηνά, σταματάμε στην είσοδο του μεγάρου, λύνει το σχοινί, τραβώ στη μέση του καροτσιού την τουαλέτα για να ανοίξω το κανάτι, ετοιμάζω μια εφημερίδα, βγάζω τον πολύγραφο τον τυλίγω πρόχειρα, κλείνω το κανάτι λέγοντας στον αγωγιάτη, ώσπου νά ’ρθω ξαναδέστη, αν αργήσω λίγο περίμενέ μου. Ήξερα πως το ασανσέρ δεν δούλευε, τροχάδην ανεβαίνω τους έξη ορόφους λαχανιασμένος μπαίνω χωρίς να χτυπήσω την πόρτα, ο Κώστας μιλούσε με έναν άγνωστο για μένα, πιθανόν πελάτη του. Γεια σου Κώστα, του κάνω κλείνοντας το μάτι μου χωρίς να με δει ο άλλος που ήτο αποσχολημένος στην εκλογή υφάσματος. Η Ελευθερία, του λέω, θα πάει ταξίδι, βαλίτσα δεν έχει, ζήτησε τη δική μου και μου ’πε να την αφήσω εδώ, θα περάσει να την πάρει, τη βάζω κάτω απ’ τον μπάγκο σου, φεύγω γιατί έχω μια δουλειά επείγουσα, σε λίγο θα ξανάρθω.
Κατεβαίνω λαχανιασμένος κάτω, μόλις τελείωνε ο αγωγιάτης το δέσιμο, σιγά μωρέ αδελφέ μου, φωνάζει, θα σκάσεις απ’ την τρεχάλα. Ανεβαίνουμε στο καρότσι και ντουγρού για την οδό Βελισσαρίου. Φτάνουμε στο σπίτι χτυπώ την πόρτα, βγαίνει η κοπέλα, καλημέρα σας, λέω, φέρνω αυτή την τουαλέτα, είναι δώρο προς εσάς από τον κ. Αγκόπ. Χαμογέλασε από χαρά, ανοίγουμε διάπλατα την εξώπορτα, την αφήνουμε στο σαλόνι, πληρώνω τον αγωγιάτη και φεύγει. Κλείνω την εξώπορτα, τη ρωτώ πού θέλει να την τοποθετήσω, σ’ αυτό το δωμάτιο, λέει ανοίγοντας την πόρτα.
Βλέπω μέσα ένα σιδερένιο κρεβάτι μονό, δίπλα ένα τραπεζάκι για κομοδίνο, λίγο πιο ψηλά ένα ράφι που είχε επάνω έναν καθρέπτη και το χρησιμοποιούσε για τουαλέτα έχοντας στο ράφι την πούδρα, το κραγιόν, τη χτένα και μια βούρτσα.
Εδώ, μου δείχνει, αν μου επιτρέπετε να εκφέρω γνώμη, λέω, νομίζω πως απέναντι θα ’ναι καλύτερα διότι καθισμένη θα έχετε το φως δεξιά και είναι καλύτερα, σωστά, απαντά, έχετε απόλυτο δίκαιο, λέγει με ευγένεια, την τοποθετώ στη θέση που υπέδειξα, κάνω να φύγω, μια στιγμή σας παρακαλώ να σας προσφέρω ένα νερό, κάθησα. Μ’ έτρωγε η αγωνία για τον πολύγραφο, έρχεται μου προσφέρει γλυκό του κουταλιού κεράσι, το τρώγω πίνοντας το νερό, την ευχήθηκα ό,τι επιθυμεί και φεύγω, αφού με ευχαρίστησε.
Φεύγω βιαστικός ντογρού για το ραφείο, μπαίνω κουρασμένος απ’ τον ποδαρόδρομο και την αγωνία, ο Κώστας ήταν μόνος, μόλις με βλέπει αφήνει το ράψιμο, ρίχνεται επάνω μου, με φιλεί ρωτώντας με ενθουσιασμό, χαρά και περιέργεια πού τον βρήκα και πώς κατόρθωσα να πέσει στα χέρια μου.
Θα σου τα εξηγήσω όλα απαντώ, πρωτεύει αρχικώς να φροντίσουμε να φύγει αμέσως στον προορισμό του. Τώρα πάει κιόλας. Στας έντεκα για σήμερα θα περνούσε από εδώ ο υπεύθυνος, ήλθε ενωρίτερα κανένα τέταρτο, ο πελάτης που είδες είχε φύγει ήμουν μόνος, το πάτημα του ματιού σου έλεγε πως κάτι σοβαρό συμβαίνει, πάω να βγάλω τη βαλίτσα, ακούεται το άνοιγμα της πόρτας έμπαινε ο Νίκος ο υπεύθυνος, Νίκο, του λέω, μπες και βάλε το σύρτη στην πόρτα, γιατί τι συμβαίνει Κώστα, ρωτά ανυπόμονα, δεν ξέρω απαντώ, τώρα θα δούμε μαζί.
Μόλις Βασιλάκη ανεβάζω τη βαλίτσα στο μπάγκο και προτού την ανοίξουμε λέει με ενθουσιασμό ο Νίκος, αυτός εδώ Κώστα είναι πολύγραφος, πού το κατάλαβε δεν ξέρω απ’ το σουλούπι της βαλίτσας; Το ανοίγουμε, βλέπει μετά χαράς την τελειότητά του, τον εξοπλισμό του έτοιμο προς απόδοση και δράση.
Άρχισε να με ρωτά με ενδιαφέρον πού τον βρήκα και πώς έπεσε στα χέρια μου. Νίκο, του λέω, δεν ξέρω τίποτα, τον έφερε λαχανιασμένος προ ολίγου ένας σύντροφος, προσφυγάκι απ’ τη Δράμα, Βασίλης λέγεται και μου λέει αναστατωμένος κλείνοντας συγχρόνως το μάτι του διότι είχα πελάτη στο μαγαζί, Κώστα τη βαλίτσα αυτή θα περάσει να την πάρει η Ελευθερία, θα πάει ταξίδι, μου ζήτησε αν έχω καμιά βαλίτσα να την δώσω, ναι της λέω, έχω, τότε σε παρακαλώ άφησέ την στον Κώστα, θα περάσω να την πάρω, αυτά μου ’πε και έφυγε βιαστικός λέγοντας πως θα ξαναπερνούσε για να τα πούμε.
Μπράβο στο σύντροφο, λέει ο υπεύθυνος, που σκέφτηκε την οργάνωση και δεν πήγε να τον πουλήσει να πιάσει ένα μάτσο λίρες. Είναι τελευταίου τύπου και κατακαίνουργιος, να ξέρεις θα ’ναι της ισραηλιτικής κοινότητος, όπως μάθαμε αυτή είχε τον καλύτερο πολύγραφο αλλά δεν τον προλάβαμε, πήγε και αυτός με όλα τα μαζέματα της εβραϊκής περιουσίας. Τώρα Κώστα τον παίρνω και φεύγω, θα περάσω άλλη φορά για τη δουλειά που ήλθα, το κλείσιμο του ματιού του συντρόφου εννοούσε για πού προορίζεται, αφού τον έφερε εδώ, χωρίς χρονοτριβή να πάει αμέσως στη θέση του. Τον τυλίγω Βασιλάκη όμορφα με χαρτιά της διαφημίσεως του μαγαζιού μου, τον πήρε λέγοντας, πες στο σύντροφο Κώστα ότι στο προσεχές δελτίο ειδήσεων και στη Λαϊκή Φωνή θα του ευχαριστήσουμε για το πολύτιμο δώρο που έκανε στην οργάνωση και θα μάθει από εκεί ότι έφτασε στα χέρια που τον προόριζε.
Μετά μια εβδομάδα διαβάζω στον παράνομο τύπο, δελτίο ειδήσεων και εφημερίδα μια μικρή Λαϊκή Φωνή σε μια γωνιά έγραφε.
Ευχαριστούμε θερμά τον σύντροφο απ’ τη Δράμα για το πολύτιμο δώρο που έκανε στην οργάνωση.
Ξημέρωσε η 25η Μαρτίου του 1943. Ώρα δέκα το πρωί βρισκόμαστε με τον συχωρεμένο τώρα αδελφό μου Γιάννη μπροστά στο παλαιό γήπεδο του ΠΑΟΚ κοντά στο πανεπιστήμιο, βλέπουμε φοιτητάς και φοιτήτριες να βγαίνουν κατά τριάδες απ’ το πανεπιστήμιο, μπροστά μια γεροδεμένη φοιτήτρια κρατεί στο χέρι της ένα μεγάλο δάφνινο στεφάνι, κατευθύνονται για το άγαλμα του Καρατάσου που βρίσκεται πιο κάτω απ’ το πανεπιστήμιο.
Συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, διαδηλώσεις απαγορεύονται ρητά απ’ τη γερμανική κουμαντατούρ, άρχισε περίεργα να μαζεύεται κόσμος, ο αδελφός μου με παρακινεί να φύγουμε, θα γίνουν φασαρίες, μου λέει, εσύ Γιάννη αν θέλεις φύγε, του λέω, εγώ θα μείνω εδώ, αναγκαστικά έμεινε κοντά μου. Απροσδόκητα ο κόσμος πλήθαινε, παρατεταγμένοι κατά τριάδες φοιτητές και φοιτήτριες σταματούν μπροστά στο άγαλμα, με σφιγμένη ανάσα και συγκίνηση ο κόσμος παρακολουθεί.
Τίποτα δεν λογαριάζουν τα περήφανα ελληνικά νιάτα, η τιμή στους ηρωικούς μας αγωνιστές πρέπει να αποδοθεί και θα αποδοθεί όπως κάθε χρόνο, γίνεται αυτόματα μια σεβαστή για την περίπτωση σιγή.
Σκαρφαλώνει η κοπελάρα φοιτήτρια με το στεφάνι στο χέρι στο άγαλμα του Καρατάσου και φωνάζει δυνατά. Οι φοιτητές της Ελλάδας και όλος ο ελληνικός λαός σάς στεφανώνει μ’ αυτό το δάφνινο στεφάνι και σας υπόσχεται πως θα αγωνισθούμε όπως και σεις για τη λευτεριά της σκλαβωμένης μας πατρίδας. Μόλις κρέμασε το στεφάνι στο λαιμό του Καρατάσου κατεβαίνει, ενός λεπτού σιγή, φωνάζει ένας φοιτητής.
Αυτόματα, συνειδητά σταματούν τα πάντα, μόνον οι ανάσες μας ακούονται, πέρασε το λεπτό, ξαναφωνάζει ο φοιτητής όλοι κάτω γονυπετείς να ψάλουμε τον εθνικό μας ύμνο. Ψάλλεται απ’ τους φοιτητές και το πλήθος ο εθνικός μας ύμνος, στο διάστημα αυτό τα σκουλήκια ειδοποιήσανε τα αφεντικά τους, καταφθάνουν γερμανικά αυτοκίνητα με στρατό, κατεβαίνουν με τους υποκόπανους μας χτυπούν φωνάζοντας σαν λυσσασμένα λος-λος φερπότεν, σκορπίζουμε, ένα τσακάλι φοιτητής φωνάζει στο πλήθος. Διαλυθείτε και απ’ τα στενά κατευθυνθείτε όλοι στο Λευκό Πύργο να στεφανώσουμε και το άγαλμα του Βότση.
Βλέποντας τις κοντακιές που πέφταν απ’ τους μανιασμένους γερμαναράδες ο αδελφός μου με πιάνει απ’ το χέρι, πάμε να φύγουμε, λέει, ναι φεύγουμε, του κάνω, χωθήκαμε μες στα στενά, πάμε από εδώ κάτω του λέω, θα βγούμε κατευθείαν στο Λευκό Πύργο, βρε άσε το Λευκό Πύργο και πάμε κατευθείαν σπίτι. Όχι Γιάννη, του κάνω, εγώ θα κατεβώ. Αν θέλεις έλα, αν θέλεις φύγε.
Θέλοντας να με προστατέψει ήλθε πάλι μαζί μου, απ’ όλα τα στενά μπουλούκια συγκεντρωνόταν ο κόσμος προς τον Λευκό Πύργο, για μια στιγμή γέμισε όλο το τρίγωνο της περιμετρικής του Λευκού Πύργου, βρισκόμαστε με τον αδελφό μου δέκα μέτρα μακριά απ’ το άγαλμα του Βότση ακουμπισμένοι στον τοίχο του κοντινού σπιτιού, για μια στιγμή ακούεται ένας φοιτητής να φωνάζει ανοίξτε, ανοίξτε τόπο σας παρακαλώ, πίσω του τον ακολουθεί μια φοιτήτρια, η Βιολέτα, την γνωρίζαμε διότι καθόμασταν στην ίδια οδό Ιωαννίνων και το σπίτι τους ακριβώς απέναντι απ’ το δικό μας ήταν.
Κρατά και αυτή ένα δάφνινο μεγάλο στεφάνι, φτάνει στο άγαλμα του Βότση και το περνά στο λαιμό του φωνάζοντας δυνατά.
Ορκιζόμεθα όλοι μας φοιτητές και λαός ότι θα αγωνισθούμε για τη λευτεριά της πατρίδας, δίνεται το σύνθημα όλοι γονυπετείς, όλος ο όγκος του λαού που κατέκλυσε την περιοχή εκείνη γονυπετής ψάλλει τον εθνικό μας ύμνο. Μόλις τελείωσε και σηκωθήκαμε όρθιοι σαν σίφουνας καταφθάνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα μια μοτοσυκλέτα με ένα Γερμανό υπαξιωματικό, σταματά και αρχίζει με ένα πέτσινο στρογγυλό μαστίγιο να χτυπά όπου έβρισκε μπροστά του, εν τω μεταξύ καταφθάνουν και γερμανικά αυτοκίνητα γιομάτα με στρατό, ο μοτοσυκλετίστας ήταν προπομπός, κατεβαίνουν λυσσασμένοι και χτυπούν όπου βρουν μύτες, κεφάλια μάτωσαν, ο κόσμος τρομοκρατημένος διαλύεται, μανιασμένος ο φασίστας Γερμανός υπαξιωματικός μοτοσυκλετίστας τραβά απ’ τη λύσσα του το στεφάνι, ο τσαλαπατεί, κοντά όπως ήμασταν κολλητά στον τοίχο με τον αδελφό μου μου πιάνει το χέρι και λέει, πάμε να εξαφανιστούμε Βασίλη, γιατί αν μας ιδεί και μας γνωρίσει χαθήκαμε, σύρριζα τοίχο τοίχο στρίβουμε πίσω απ’ την πολυκατοικία και το δίνουμε.
Ο λυσσασμένος φασίστας υπαξιωματικός του γερμανικού στρατού δεν ήτο Γερμανός, ούτε Αυστριακός, ήτο Έλληνας. Ναι, Έλληνας και μάλιστα απ’ τη Δράμα, γι’ αυτό όπως γράφω πιο πάνω μου είπε ο αδελφός μου Γιάννης πάμε να φύγουμε πριν μας γνωρίσει.
Ήταν ο Κύρος Γραμματικόπουλος, σωφέρ στο επάγγελμα στη Δράμα, είχε μια μπλε κούρσα μάρκας Μπουίκ. Πόντιος στην καταγωγή απ’ την Τραπεζούντα, τον χρησιμοποιούσε ο συγχωρεμένος γαμπρός μας Λύσσανδρος Ευτυχίδης συχνά για τις δικολαβικές του δουλειές και μας ήξερε καλά πως ήμασταν κουνιάδοι του Λύσσανδρου. Το σπίτι τους ήταν και είναι ακόμα στο συνοικισμό της Νέας Κρώμης στα πρώτα σπίτια δεξιά ανεβαίνοντας προς τον Άγνωστο Στρατιώτη στη δεύτερη σειρά.
Πώς να ξεχάσω την ολοζώντανη εκείνη ημέρα της 25ης Μάρτη του ’43; Μετά τον πόλεμο δεν ξαναγύρισε στη Δράμα η οικογένεια αυτή, προ ημερών ήλθε ο αδελφός του Κύρου στο μαγαζί μου να αγοράσει μερικά καρτποστάλ της Δράμας, πού βρίσκεσθε εσείς, τον ρωτώ, στην Αθήνα μένω, τώρα βγήκα συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος και ήλθα ύστερα από τόσα χρόνια στη Δράμα να διορθώσω το σαράβαλο σπίτι μας.
Τι γίνεται, τον ρωτώ, εκείνο το λουλούδι ο αδελφός σου ο Κύρος, ζει; Ζει και βασιλεύει, μου απαντά, βρίσκεται στην Αμερική με πολλές παράδες. Πώς δεν θα ’χει παράδες, του απαντώ, αφού είχε γίνει το χαϊδεμένο παιδί του τρίτου Ράιχ και πού αλλού θα ζούσε, μόνον στην Αμερική, εκεί είναι το καταφύγιο όλων των εγκληματιών. Όσες όμως παράδες και αν έκανε ο αγαπητός αδελφός σου είναι όλες βρώμικες γιατί είναι ανεκατωμένες με αίμα και τσαλαπατημένα κόκκαλα των αγωνιστών μας.
Κούνησε το κεφάλι του, κατάλαβε και με απαντά. Αυτά έχει η ζωή κ. Ιωακειμίδη, πήρε τις κάρτες του και έφυγε.
Κεφάλαιο όγδοο
(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)