Κατετάγηκα στη Δράμα στο 26ο σύνταγμα πεζικού, εις τον έκτο λόχο ειδικοτήτων. Ορκισθήκαμε στο πολίτευμα της δημοκρατίας, που ήτο ακόμα.
Λοχαγό είχαμε έναν εξαίρετο αξιωματικό, τον Σταύρον Δημήτριον, διμοιρίτας τους μόνιμους ανθυπολοχαγούς, Παπανικολάου Διονύσιον, Τζανετάκην Ευστάθιον και Ψαρρόν Γεώργιο.
Η εκπαίδευση στον λόχο ειδικοτήτων ήτο ευχάριστη, το πρωί στο πεδίον ασκήσεως κάναμε την καθιερωμένη σουηδική γυμναστική, συνεχίζαμε με τις ασκήσεις ευκαμψίας, πυκνής τάξεως, μάχης κ.λ.π. Το απόγευμα πηγαίναμε εις την ειδική αίθουσα των μέσων συνδέσμων και διαβιβάσεως, μαθαίναμε τη χρησιμοποίηση των χειριστηρίων εις τα γράμματα του Μορς έχοντας ο καθένας χωριστά και μόνιμα τοποθετημένο επάνω στο θρανίο το χειριστήριό του, τα μάθημα αυτό κρατούσε μια ώρα, μετά βγαίναμε έξω στο πεδίον ασκήσεως, χωριζόμασταν σε συνεργεία ανταποκρίσεως και λήψεως, κατά ειδικότητας, οπτισταί, τηλεφωνηταί, παρατηρηταί και σηματοδότες εξασκούμενος ο καθένας στην ειδικότητά του, ήταν, όπως αναφέρω πιο επάνω, μια ευχάριστη εκπαίδευση. Έξη μήνες κράτησε η εκπαίδευσή μας εκτελώντας στο διάστημα αυτό με τη σειρά ο καθένας μας τα καθήκοντα του σκοπού, θαλαμοφύλακα και περιπολίας.
Στο τέλος της εκπαιδεύσεως διαγωνισθήκαμε όλοι του λόχου για να βγουν δυο επίλεκτοι να σταλούν στο τάγμα ασυρματιστών στην Αθήνα, για να βγουν ασυρματισταί. Επίλεκτοι στο διαγωνισμό βγήκαμε εγώ και ο Θεόδωρος Μαρινέλης εξ αναβολής, ήτο καθηγητής των μαθηματικών, δίνει ο λοχαγός μας τα ονόματά μας στο σύνταγμα για να περασθούν στην ημερησία διαταγή, ως αποσπασμένοι στο τάγμα ασυρματιστών, διατάζοντάς μας να παραδώσουμε τον οπλισμό και όλα τα σύνεργα που έχει ο στρατιώτης, γελιό, παγούρι, σκαμπανικό, κουβέρτες. Την επομένη μας περνά η ημερησία διαταγή τα ονόματά μας. Τα μέσα στην καταραμένη αυτή χώρα δεν λείπουν και μέσα στο στρατό ακόμα, μέσα σ’ ένα βράδυ δουλέψανε τηλέφωνα και επαφές και στη θέση τη δική μου στέλνουν άλλο συνάδελφο, ένα κούτσουρο, τον Χαράλαμπο Ιωαννίδη. Ο αδελφός του διατηρούσε βιβλιοπωλείο εδώ στη Δράμα, στην πλατεία Ελευθερίας και σχετίζετο οικογενειακώς με την οικογένεια του συνταγματάρχη Γκρίτζαλη. Έτσι χωρίς να τον έχει περάσει η ημερήσια διαταγή φεύγει την επομένη με τον Μαρινέλη για την Αθήνα, δεν πέρασαν όμως δέκα μέρες τον γυρίσανε πίσω, μου έγραψε ο Μαρινέλης πως ήτο εντελώς σκάρτος.
Η αδικία αυτή με πλήγωσε βαθιά, έπλασα όνειρα, σαν γινόμουν ασυρματιστής θα χρησιμοποιόμουν οπωσδήποτε σε εμπιστευτική υπηρεσία, παράλληλα όταν απολυόμουν θα μπορούσα να μπω σε κανένα τηλεγραφείο του κράτους ή ακόμα σε κανένα καράβι και να γνωρίσω όλο τον κόσμο. Έτσι χάθηκε για μένα η ευκαιρία αυτή που ασφαλώς θα άλλαζε τη ζωή μου και θα εξασφάλιζα ίσως ένα καλύτερο μέλλον. Ο λοχαγός μου, συγχωρεμένος τώρα, σκοτώθηκε στην Αλβανία, λύσσαξε γι’ αυτήν την αδικία μα προπαντός για το κούτσουρο που στείλαν κάτω στο τάγμα και βγήκε εκτεθειμένος και ντροπιασμένος, διότι χρημάτισε ως υπολοχαγός εκπαιδευτής στο τάγμα ασυρματιστών και θα είπαν, όπως μου είπε ο ίδιος, τι κούτσουρο μας έστειλε ο Σταύρου. Τι μπορούσε να κάνει ένας λοχαγός του αστικού στρατού μπροστά σ’ έναν συνταγματάρχη; Για να ξεσπάσει την οργή του και να καταπραΰνει την πίκρα του με κάλεσε στο γραφείο του λέγοντας, η εκπαίδευση τελείωσε, με την ικανότητά σου εσύ και ο Μαρινέλης ανεδείχθητε επίλεκτοι και θα γινόσουν ασυρματιστής αλλά εσύ αδικήθης, αυτά έχει ο στρατός, μου λέει πικραμένος. Πού θέλεις τώρα να σε τακτοποιήσω, τηλεγραφητή στη μεραρχία, στον τομέα, στο φρουραρχείο ή στο σύνταγμα, καλό θα ’ναι, προσθέτει, να πας στη μεραρχία γιατί γράφεις καλά και είσαι άριστος.
Κύριε λοχαγέ, του απαντώ, σας ευχαριστώ που μου δίνετε το δικαίωμα της εκλογής μου, την υπόδειξή σας όμως για τη μεραρχία δεν την αποδέχομαι, εξόν αν με διατάξετε. Εκεί στη μεραρχία κ. λοχαγέ θα βρίσκομαι καθημερινώς υπό τας διαταγάς και τα βλέμματα από στρατηγού μέχρι του επιλοχίου, ο καθένας τους έχει την ιδιοτροπία και τα νεύρα του, διαβλέπω συνεπώς καμπάνες και φυλακίσεις, γι’ αυτό προτιμώ να μου τοποθετήσετε τηλεφωνητή του συντάγματος.
Μου τοποθέτησε τηλεφωνητή στο σύνταγμα και έμεινα στον λόχο του. Γίνεται το δημοψήφισμα για την επάνοδο ή όχι του βασιλιά, σ’ αυτό το δημοψήφισμα άλλο ψήφισε ο λαός και άλλο βγήκε το αποτέλεσμα, που ήταν τελικά η επάνοδος του βασιλιά.
Την ημέρα του δημοψηφίσματος καθορίσθηκε στο στρατό να κατεβαίνει ένας-ένας λόχος στο δικαστικό κτίριο της Δράμας, να ψηφίζει και να φεύγει, περιμένοντας τη σειρά μας στο προαύλιο ο λόχος μας, ο λοχαγός μάς λέει. Πάτε κάτω να ψηφίσετε, η ψήφος σας είναι η τιμή σας, ανεπηρέαστα να ψηφίσετε το πολίτευμα της προτιμήσεώς σας, κατεβαίνουμε στην πόλη, φτάνουμε στο κτίριο, βάζουμε έξω στην αυλή τα όπλα μας εις πυραμίδας, αρχίζουμε με τη σειρά που είχαμε ένας-ένας να περνά, να παίρνει ένα κόκκινο ψηφοδέλτιο που ήταν της δημοκρατίας και έγραφε ΟΧΙ και ένα πράσινο που ήταν της βασιλείας που έγραφε ΝΑΙ, πηγαίναμε πίσω στο παραβάν, βάζαμε το ψηφοδέλτιο της προτιμήσεώς μας τ’ άλλο το πετούμε, με τον φάκελλο κλειστόν τον ρίχναμε ένας-ένας στο κουτί της κάλπης.
Θα είχαμε ψηφίσει γύρω στους είκοσι, όταν ένας καραβανάς επιλοχίας σκύβει τυχαία στο παραβάν και βλέπει επάνω στο τραπέζι όλο πράσινα ψηφοδέλτια πεταμένα, τρανή ένδειξη ότι όλοι όσοι ψηφίσαμε, ψηφίσαμε δημοκρατία. Ψηφίζαμε για πρώτη φορά, δεν μας συμβούλεψε κανείς να μην πετάμε τα ψηφοδέλτια κάτω αλλά να τα βάζουμε στην τσέπη μας τα πράσινα για να μην φαίνεται τι ψηφίζουμε.
Έξαλλος ο καραβανάς επιλοχίας σταματά την ψηφοφορία, τηλεφωνεί και έρχεται ο διοικητής του τομέως Γκρίτζαλης, πληροφορείται την κατάσταση, ρωτά ποιος λόχος είμαστε και διατάζει να σταματήσει η ψηφοφορία και να γυρίσουμε όλοι στο σύνταγμα.
Ο στρατός ψήφιζε με ονομαστικές καταστάσεις, έτσι στο βραδινό προσκλητήριο ο επιλοχίας του λόχου μας, Θεόδωρος Ράγγος, φωνάζει τα είκοσι ονόματα που ψηφίσαμε και διατάζει, τις κουβέρτες σας και στο πειθαρχείο. Εμείς καταλάβαμε γιατί μας τιμωρούν. Επί δεκαπέντε μέρες μας σήκωνε όλους ο δεσμοφύλακας μια ώρα προ του εγερτηρίου και καθαρίζαμε την καλλιόπη, τα εικοσιτέσσερα αποχωρητήρια του συντάγματος.
Πειθαρχημένοι όλοι, ανά δυο-δυο, πιάναμε από ένα αποχωρητήριο και το κάναμε καθρέπτη, μη λείποντας τα πειράγματα και τα καλαμπούρια. Αξέχαστος θα μου μείνει ο σύντροφός μου Δημήτρης Βασιλειάδης, ένας καβαλιώτης νέος, υπέροχος, μποέμης, τραγουδισταράς και πειραχτήριο μεγάλο, έπαιρνε το τροπλόν στα χέρια του και φώναζε, τροπλόν λέγαμε ένα μεγάλο ξύλο που ρίχναμε τις ακαθαρσίες στην τρύπα, χύσε νερό Βασίλη, πλατς ο τενεκές με το νερό, με το τροπλόν καθάριζε και φεύγαν οι πολλές ακαθαρσίες, η μυρουδιά ήτο ανυπόφορη, ξαναφώναζε δυνατά χύσε νερό Βασίλη, ρίχνω συνέχεια νερό, οι ακαθαρσίες φεύγαν και γινόταν λαμπίκος το αποχωρητήριο.
Ικανοποιημένοι από την εκτέλεση του βρωμερού έργου της αγγαρείας μας, σιγανοτραγουδούσαμε τον ύμνο της δημοκρατίας. Από τα βάθη των αιώνων δημοκρατία ξεκινά κ.λ.π. Ε! Δημήτρη, του λέγω, με τα σκατά η δημοκρατία δεν πτοείται, όσο βρωμεροί είναι αυτοί και τα σκατά τους, εμείς μια μέρα ριζικά θα την ξεκαθαρίσουμε την κόπρο αυτήν μια για πάντα. Μ’ αυτά τα καλαμπούρια, τα γέλια και τη συνειδητή πειθαρχία που διέκρινε σε όλους μας περάσανε οι δεκαπέντε μέρες και ησυχάσαμε, χαρακτηριστικό πάντως έμεινε πως, κανείς απ’ τους εικοσιπέντε που τιμωρηθήκαμε, δεν έτυχε να ξαναπάει στο πειθαρχείο μέχρι την ημέρα που απολυθήκαμε.
Είχα κλείσει ένα χρόνο ακριβώς που υπηρετούσα στρατιώτης, ήμουν τηλεφωνητής του συντάγματος, όταν δημιουργήθηκαν τα γεγονότα το Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη. Την εποχή εκείνη δυναμώναν οι φιλοδικτατορικές κινήσεις στη χώρα, μέσα στο στρατό απ’ τους υποψήφιους πραξικοπηματίας Γεώργιο Κονδύλη και Γιάννη Μεταξά. Ανοιχτά διακήρυτταν ότι προετοιμάζουν επιβολή αντιλαϊκών λύσεων.
Μπρος στην κατάσταση αυτή το έκτο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ρίχνει το σύνθημα για ένα παλλαϊκό μέτωπο πάλης. Ξεσκεπάζει επίσης τις προσπάθειες της μοναρχίας και των ξένων ιμπεριαλιστών, που φροντίζουν να αποκαταστήσουν δήθεν την εσωτερική τάξη και ησυχία για να ξεκόψουν το μεγάλο χτύπημα που ετοιμάζει το μεγάλο λαϊκό κίνημα, που απειλεί τα θεμέλια της αστικοτσιφλικάδικης κυριαρχίας των. Στο μεταξύ ο λαός εξαθλιώνεται όλο και περισσότερο.
Τον Απρίλη του ’36 πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη το πρώτο παγκαπνεργατικό συνέδριο. Το συνέδριο διαρκεί τρεις μέρες και ασχολείται για τα μεροκάματα, το νόμο της Τόγκας και για το ασφαλιστικό τους καπνεργατικό ταμείο (Τ.Α.Κ.).
Στις 30 Απριλίου ξεσπάν οι πρώτες καπνεργατικές απεργίες στις Σέρρες και στο Βόλο, την επομένη, πρώτη του Μάη, γενικεύεται και γίνεται πανελλαδική που κρατά τέσσερις μέρες. Από όλη τη χώρα στέλνονται τηλεγραφήματα στα γραφεία της πανελλήνιας καπνεργατικής ομοσπονδίας, δηλώνοντας συμμετοχή στην απεργία. Οι χωροφύλακες διώχνουν με τη βία απ’ τα καπνομάγαζα τις εργατικές φρουρές, ώστε να μπορέσουν να μπουν ανενόχλητοι μέσα απεργοσπάστες και οι παρακρατικοί μπράβοι, που στρατολογούσε η εργοδοσία. Αυτά συμβαίναν τις μέρες εκείνες σ’ όλη σχεδόν τη χώρα.
Τρισήμισυ χιλιάδες καπνεργάτες είχε τότε η πόλη της Δράμας, που με τον όγκο τους και την επαναστατική των ζωντάνια δεν μπόρεσε να τους αναχαιτίσει η αστυνομία και ζήτησε την ενίσχυση του στρατού. Σύμπτωση να βρίσκομαι εγώ τη στιγμή της έκκλησης υπηρεσία στο τηλέφωνο, όταν ο διοικητής της χωροφυλακής με δραματική έκφραση έλεγε στο διοικητή μας, τους είχα συνδέσει εγώ και άκουγα τι λέγαν. Μαυρίσαν όλοι οι δρόμοι της Δράμας από καπνεργάτες, παρακαλώ στείλτε μας ενίσχυση του στρατού για να τους αναχαιτίσουμε.
Συντάσσονται απ’ όλους τους δρόμους στην πλατεία για να καταλάβουν τη νομαρχία. Ναι, αμέσως τώρα θα διατάξω δυο λόχους να κατέλθουν στην πόλη προς ενίσχυσή σας, απαντά ο φιλομεταξικός διοικητής μας, συνταγματάρχης Γκρίτζαλης Ανδρέας.
Πάω αμέσως στο λοχαγό μου, σχωρεμένο τώρα, Δημήτρη Σταύρου, σκοτώθηκε στην Αλβανία, του λέω τα νέα, τον παρακαλώ, αν στους δυο λόχους που θα κατεβούν θα συμπεριληφθεί και ο δικός του, να στείλει και μένα μαζί, χαμογέλασε ο σχωρεμένος, καλά, μου λέει. Ήτο πολύ δημοκρατικός.
Πρώτος και έκτος διατάζονται να κατέλθουν στην πόλη με πλήρη στολή εκστρατείας. Όπλο, παλάσκες, ξίφος και κράνος, στέλνει ο λοχαγός έναν στρατιώτη στο τηλεφωνείο, διαταγή του λοχαγού, λέει στον δεκανέα Νίκο Γιαμουρίδη, να αναλάβεις εσύ υπηρεσία, ο δε Ιωακειμίδης να πάρει όπλο, παλάσκες και κράνος και νά ’ρθει στο λόχο.
Μέσα στο λόχο ήταν πολλοί στρατιώτες που ήταν δραμινοί και καπνεργάτες, ήταν όλο χαρά που θα κατέβαιναν κάτω στην πόλη, με βλέπουν και εμένα εν πλήρει εκστρατεία εφοδιασμένο, κατάλαβαν πως έστρωσα τη δουλειά με το λοχαγό.
Κλείνουμε τριάδες, κατεβαίνουμε συντεταγμένοι στην πόλη, δίπλα μου δεξιά έχω τον Σωτήρη Παντζίδη, αριστερά μου τον Θωμά Τόλιου, πίσω μου τον Γιάγκουλη και μπρος μου τον Καλαθά, όλοι τους καπνεργάτες, κατεβαίνοντας σφυρίζει ο Καλαθάς, Ε! βρε παιδιά τζιμπούσι που θα δούμε σήμερα, γι’ αυτό καημένε Κώστα ζήτησα να ’ρθω και εγώ. Στο μεταξύ ο κύριος όγκος των καπνεργατών συγκεντρώθηκε στην κεντρική πλατεία έτοιμοι να πορευθούν στη νομαρχία για να δώσουν το υπόμνημά τους.
Φτάσαμε και εμείς την ώρα εκείνη, με χειροκροτήματα μας υποδέχεται ο λαός, διατάζει ο επικεφαλής μας μόνιμος ανθυπολοχαγός Ψαρρός να διαλύσουμε τις τριάδες, να είμαστε ο ένας κολλητά με τον άλλο κρατώντας με τα δυο χέρια κάτω το ντουφέκι, έτσι κλείσαμε όλον το δρόμο.
Κλείσαμε το δρόμο από το καφενείο η Τουλούμπα, μπρος του Σαρίδη τώρα το μαγαζί, την τράπεζα Αθηνών που ήτο μέχρι τότε του Πάτση το μαγαζί.
Πίσω μας, μας σκουντάει βήμα στο βήμα ο κόσμος, άθελα προχωρούμε, ο ανθυπολοχαγός σκίζεται και φωνάζει, μην προχωρείτε, προχωρεί όμως άθελά του και αυτός, βήμα στο βήμα λοιπόν, μισή ώρα περίπου κάναμε, παρόλες τις τσιρίκλες του φασίστα μας ανθυπολοχαγού, μην προχωρείτε, πώς να μην προχωρείς όταν σε σβαρνάει όλος εκείνος ο ανθρώπινος όχλος; Με συνθήματα και υψωμένες γροθιές φτάσαμε μπροστά στη στοά Παρασκευοπούλου. Σαράντα μέτρα μείνανε για να φτάσουμε στο φούρνο του Κόκκαλη όταν, βλέποντας πως δεν αναχαιτίζεται ο όχλος αυτός, ύστερα απ’ την αδράνεια που έδειξε ο στρατός, διατάζει ο τότε διοικητής χωροφυλακής Ράπτης να επελάσει το ιππικό, τη εποχή εκείνη η αστυνομία είχε ιππικό.
Πρώτος ορμά κατευθεία επάνω μας ο επικεφαλής ενωματάρχης, χτυπώντας με τα σπιρούνια του το μανιασμένο απ’ τον κόσμο άλογό του σηκώνει τα δυο του πόδια τα μπροστινά ψηλά έτοιμο να μας τσαλαπατήσει, χαλνάμε αμέσως αναγκαστικά τη σειρά για να μην τσαλαπατηθούμε πρώτα εμείς, πάνω σ’ αυτή την αιμοβόρα σκηνή ο διπλανός μου συνάδελφος Θωμάς Τόλιος δεν χάνει καιρό, πάνω στην τρομακτική στάση που ήτο άλογο και ενωματάρχης σηκώνει τον υποκόπανο και του δίνει μια γερή κοντακιά στη μέση, έτσι όπως ήταν κρεμασμένος στο άλογο. Σωριάζεται κάτω και τσαλαπατείται τώρα αυτός απ’ τον μανιασμένο όχλο, πιάνει ένας το άλογο απ’ τα γκέμια, σκορπισμένοι εμείς ο στρατός, δώθε-κείθε, τίποτα πλέον δεν σταματά την ορμή τους, ανοίγοντας εμείς δρόμο να περάσει το άλογο με τον καβαλλάρη μπήκε μπροστά ο ανθυπολοχαγός να σταματήσει ο ανόητος τον όχλο, δεν αντελήφθη πώς βρέθηκε κάτω ο ενωματάρχης, πίστεψε πως έπεσε απ’ το άλογό του. Βλέποντας οι υπόλοιποι ιππείς τα δεινά του ενωματάρχη τα χάσαν, ούτε πρόλαβαν να επέμβουν, διότι όλα έγιναν αστραπιαία, σαν σίφουνας τώρα ο λαός προχωρεί, γιομίζει η μικρή πλατεία ας πούμε του δικαστηρίου και οι δρόμοι όλοι κυκλώθηκαν απ’ τον λαό, νομαρχία, δικαστήρια, χωροφυλακή.
Απ’ τα παράθυρα νομαρχίας, δικαστηρίων και χωροφυλακής βλέπαν οι μεγάλοι, κίτρινοι από λαχτάρα βλέποντας οργισμένο λαό με σηκωμένες γροθιές.
Μέσα απ’ τα σπλάχνα του ποιητή βγήκε ο στίχος του πένθιμου εμβατηρίου «θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός και σπα δεσμά και αλυσίδες».
Δώσανε με το έτσι θέλω το υπόμνημά τους στον νομάρχη, ενώ όλες οι αρχές λουφάζαν πάνω απ’ τα παράθυρά τους, με σφιγμένες πάντα ψηλά τις γροθιές διαλύθηκαν ήσυχα, μόνοι τώρα, όλοι οι καπνεργάτες.
Αφήνοντας βαριά τραυματισμένο τον ενωματάρχη.
Ανασυντάσσεται ο λόχος μας και γυρίσαμε στο σύνταγμα.
Αυτά συνέβησαν εδώ στη Δράμα κείνη τη μέρα που στη Θεσσαλονίκη πέσαν με βόλια της αστυνομίας είκοσι περίπου καπνεργάτες διεκδικώντας ψωμί, δουλειά, περίθαλψη και λευτεριά στο συνδικαλιστικό τους αγώνα.
Από εκείνα ακόμη τα χρόνια ονομάστηκε ο ηρωικός Μάης του ’36, που έμπνευσε το μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο να υμνήσει την πάλη του λαού μας.
Μετά το δημοψήφισμα ήλθε αμέσως ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β´ και στρώθηκε στο θρόνο του, μας ξαναορκίζουν στη βασιλευομένη τώρα δημοκρατία, σε λίγο κατετάγη η νέα κλάση του 1936 και σε τρεις τέσσερις μήνες τελειώσαμε τη στρατιωτική μας θητεία και απολυθήκαμε. Στην Ευρώπη την εποχή εκείνη επικρατούσε ένα καινούργιο πολιτικό σύστημα, ο φασισμός, αρχίζοντας απ’ τα μεγάλα κράτη την Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία. Το φασιστικό αυτό σύστημα διέλυσε όλες τις πνευματικές, πολιτικές, συνδικαλιστικές οργανώσεις και συλλόγους, φυλάκισαν, εξόρισαν κάθε προοδευτικό άνθρωπο που ήταν αντίθετος. Τα φασιστικά αυτά κράτη βάλαν καινούργια θεμέλια στο σύστημά τους, στρατικοποίησαν οργανώσεις νέων σε φασιστικούς λεγεώνας, τους ονόμαζαν μελανοχείτωνας διότι η ενδυμασία τους ήτο μελανή. Με τεταμένο το δεξί χέρι πάνω και εμπρός ήτο ο χαιρετισμός τους.
Η προπαγάνδα της διαφώτισης εξύψωσε τον εγωισμό τους σπέρνοντας μέσ’ τις ψυχές των νέων το μίσος, την πίστη ότι αυτοί και μόνον αυτοί είναι άξιοι πολεμώντας να κατακτήσουν και διοικήσουν όλον τον κόσμο. Το καινούργιο αυτό καθεστώς το ζήλεψαν ορισμένοι Έλληνες αξιωματικοί, με συνενοχή και έγκριση του βασιλιά καταλύουν το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας μας και καθιδρούν τη φασιστική δικτατορία με δικτάτορα και κυβερνήτη της χώρας έναν φιλόδοξο γερμανόφιλο στρατηγό, τον Γιάννη Μεταξά. Συγκροτεί την κυβέρνησή του, διορίζει τους υπουργούς του, πιστά εφαρμόζει το φασιστικό σύστημα, χαιρετισμό, λεγεώνες νέων την Ε.Ο.Ν. Με συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες, σπέρνει σε όλη τη χώρα την τρομοκρατία και το φόβο. Οι φυλακές και οι εξορίες στα διάφορα νησιά της χώρας γεμίζουν από δημοκρατικούς πολίτας, πρώτοι απ’ όλους οι κομμουνισταί.
Η ζωή κυλά πάντα φοβισμένη, τα χρόνια περνούν, φτάνουμε στα 1939, ο ευρωπαϊκός ορίζοντας συνεχώς μελανιάζει. Τα δυο μεγάλα φασιστικά κράτη άρχισαν τον αντικειμενικό τους σκοπό, η Γερμανία καταλαμβάνει την Αυστρία, η δε Ιταλία μετά τη Αβησσυνία, την Αλβανία.
Η Ελλάς, βλέποντας τους κατακτητικούς σκοπούς των φασιστικών αυτών κρατών, καλεί για μετεκπαίδευση για ένα μήνα παλιές κλάσεις για τα νέα όπλα που προμηθεύθη αρχή κάνοντας απ’ τη δική μας κλάση. Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν μετά την απόλυσή μου η στρατολογία με άλλαξε το απολυτήριό μου, από επίλεκτος οπτιστής που ήμουν με πέταξε στα πολυβόλα, για ποιο λόγο δεν το ’μαθα ποτές. Στη μηνιαία αυτή επιστράτευση κατετάγην υποχρεωτικώς στο λόχο πολυβόλων μη έχοντας μυρουδιά από πολυβόλα, η έδρα του λόχου ήταν στο κάτω Νευροκόπι, πήγα και παρουσιάσθηκα. Ένας λεβέντης υπολοχαγός μόνιμος έκανε χρέη λοχαγού, Βαλάσης Δημήτριος ονομαζόταν.
Συγκροτεί το λόχο σε διμοιρίες και στοιχεία, ρωτά σε όλους μας, όποιος από εσάς πήγε στο γυμνάσιο να βγει έξω απ’ τη γραμμή. Βγήκαμε δυο, εγώ και ένας με βλογιοκομμένο πρόσωπο, Μπαμπουκίδης Θεοχάρης λεγόταν. Μας διατάζει να πάμε να τον περιμένουμε στο γραφείο του. Στον λόχο αυτόν παρόλο που ήταν όλοι της κλάσεώς μου δεν γνώριζα κανέναν, συνέπεσε όλοι οι στρατιώται να ’ναι της περιοχής Προσωτσάνης και κάτω Νευροκοπίου.
Ένας μόνον λοχίας έτυχε να ’ναι δραμινός, ο Κώστας Γοριδάρης, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στα πολυβόλα, μόνον αυτόν ήξερα. Έρχεται ο λοχαγός στο γραφείο, μας ρωτά τι γραμματικές γνώσεις έχει ο καθένας, μας αναθέτει να γράψουμε μια έκθεση με θέμα της αρεσκείας μας, ό,τι θέλει ο καθένας. Αρχίζω σιγά, καθαρά και περιγράφω μια φανταστική μου ενέδρα, που έστησε ένας Έλληνας ανθυπολοχαγός με τη διμοιρία του σε μια γέφυρα περιμένοντας διέλευση εχθρικού αυτοκινήτου, περιέγραψα τα μέτρα ασφαλείας που πήρε ο ανθυπολοχαγός, τη συνωμοτική τοποθέτηση των ανδρών στην ενέδρα, τα μέτρα ασφαλείας που πήρε και έφερε πλήρη επιτυχία, καταλήγοντας στο αρχαίο μας ρητό: Διοικείν εστίν προβλέπειν.
Παραδώσαμε τις κόλλες και φύγαμε, ρωτώ τον Μπουμπουκίδη με τι θέμα καταπιάστηκε, περιέγραψα μου λέει μια σχολική μας εκδρομή που κάναμε στο γυμνάσιο. Ήμουν τώρα σίγουρος ότι εγώ θα προτιμηθώ, μια που καταπιάστηκα με το στρατιωτικό αυτό παραμύθι της φαντασίας μου και τον καλό γραφικό μου καθαρό χαρακτήρα, η πρόβλεψή μου δεν άργησε.
Το απόγευμα με καλεί στο γραφείο του ο λοχαγός λέγοντας, εσύ Ιωακειμίδη θα αναλάβεις όλον το μήνα σιτιστής του λόχου, πήγαινε με τον κ. ανθυπασπιστή Βάγκα να αναλάβεις τις αποθήκες τροφίμων, ιματισμού και οπλισμού, θα φροντίζεις για όλες τις ελλείψεις, θα κρατάς το μητρώο και θα κάνεις καθημερινώς τη διανομή της κουραμάνας.
Μέσα στους στραβούς επικράτησα εγώ ο μονόφθαλμος. Τέτοια τύχη! όλο το μήνα τον πέρασα κοτσάνι με τη γραφική υπηρεσία που προσέφερα.
Το πρωί ο λόχος έφευγε κάθε μέρα για ασκήσεις, ήρχετο το μεσημέρι, εγώ έτρωγα καλά, ό,τι ήθελα, γιατί είχε απ’ όλα η αποθήκη, έκανα καθημερινώς τον πρωινό μου περίπατο στον καθαρό αέρα, έπινα το δροσερό, κρύο, ελαφρύ νερό και γύριζα στο γραφείο για δουλειά. Τρεις οκάδες, θυμάμαι, έβαλα σ’ ένα μήνα, παραθέρισα κανονικά, ενώ ο λόχος αφανίστηκε στην εκπαίδευση αρχίζοντας από ονοματολογία, λύση και συναρμολόγηση πολυβόλου, θεωρία, ασκήσεις ευκαμψίας, πυκνής τάξεως, μάχης με τις απαραίτητες κάθε Σάββατο πορείες με πλήρη σκευή και οπλισμό.
Φεύγοντας τέλος του μηνός, παραδώσαμε τον οπλισμό μας στην άλλη κλάση που μας αντικατέστησε. Έτσι τελείωσε η υποχρεωτική εκπαίδευση του ενός μηνός στα νέα όπλα, μη πιάνοντας εγώ όπλο στα χέρια μου και μη έχοντας πάλι μυρουδιά στα πολυβόλα.
Ήσυχα συνεχίζεται η ζωή μας, μετά την απόλυσή μου μοναδικός σκοπός η καλυτέρευση της ζωής και αποκατάσταση αρχικώς της μονάκριβης αδελφής μας Μάρθας και μετά των υπολοίπων. Μπήκαμε στα 1940. Ο ευρωπαϊκός ορίζοντας συνεχώς μαυρίζει, η Γερμανία του Χίτλερ έτοιμη με τις τρομερές στρατιές της και τον κεραυνοβόλο πόλεμό της σαρώνει και καταλαμβάνει τα κράτη της Ευρώπης, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Δανία, Βέλγιο, Ουγγαρία και τη μεγάλη τότε Γαλλία.
Δυστυχώς απ’ όλα αυτά τα κράτη και προπαντός η Γαλλία κανένα δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση των Γερμανών, όλα αυτά τα κράτη τα εσάρωσε σε διάστημα σχεδόν δυο μηνών. Προχωρεί εν συνεχεία ακάθεκτη στα Βαλκάνια, καταλαμβάνει τη Ρουμανία, βλέποντας το σάρωμα των άλλων κρατών οι βασιλιάδες της Βουλγαρίας Βόρις και της Γιουγκοσλαβίας Μιχαήλοβιτς για να μην χάσουν τους θρόνους των προσχωρούν στον άξονα Ρώμης Βερολίνου, έτσι τα γερμανικά στρατεύματα φτάσαν και στα σύνορά μας.
Απ’ την άλλη μεριά η Ιταλία του Μουσουλίνι, μετά την κατάληψη της Αλβανίας, χτυπά και καταλαμβάνει μέρη της Αφρικής, θέλοντας τώρα να ενώσει τα στρατεύματά του με τα στρατεύματα του Χίτλερ για να υπάρχει επαφή Ρώμης Βερολίνου, στέλνει στις 28 Οκτωμβρίου του 1940 ένα τελεσίγραφο στην ελληνική κυβέρνηση. Ζητά να του επιτραπεί η διάβαση στρατευμάτων του από τη Ελλάδα διά να ενωθούν με τα γερμανικά, στηριζόμενος δε στις μεγάλες δυνάμεις του με τον βαρύ οπλισμό ήτο βέβαιος πως και η Ελλάς θα υποκύψει σαν την Αλβανία.
Αυτό ήτο το περιεχόμενο του τελεσίγραφου που έστειλε ο Μουσουλίνι με τον γαμπρό του Τσιάνο, που ήτο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα. Όσο φίλος και θαυμαστής του φασιστικού καθεστώτος αν ήτο ο κυβερνήτης και δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, γνώριζε καλά απ’ την ιστορία την νοοτροπία του ελληνικού λαού, πως σε τέτοιες περιπτώσεις συμβιβασμούς δεν δέχεται και αναγκαστικά είπε όχι.
Βέβαιος ο Μουσουλίνι ότι και η Ελλάς θα υποκύψει στις χαλύβδινες στρατιές του, με την αποστολή του τελεσίγραφου δίνει συγχρόνως διαταγή στα στρατεύματά του να εισβάλουν στο ελληνικό έδαφος, μη περιμένοντας αρνητική απάντηση χτυπώντας ξαφνικά και κεραυνοβόλα την μεθοριακή γραμμή και καταλαμβάνοντας αρκετά βαθιά περιοχές του ελληνικού χώρου.
Αυτό ήταν. Γενική επιστράτευση καλείται. Καμμιά μα καμμιά δύναμη δεν μπορεί να σταματήσει τον ενθουσιασμό και το μίσος που νιώθει κάθε Έλληνας ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, ιδίως της μερίδος αυτής του λαού που είχε υποφέρει και γευθεί όλα τα δεινά της δικτατορίας του λαομίσητου Μεταξά. Χωρίς και να λάβουν υπόψη των ποιος κυβερνά, τρέξαν όλοι αυθόρμητα για την υπεράσπιση της πατρίδας μας, πρώτοι απ’ όλους οι κομμουνισταί.
Καλά προσχεδιασμένο το σύστημα της επιστράτευσης δεν άργησε να φέρει τα αποτελέσματά του, απ’ τη πρώτη μέρα αμέσως ντυνόμασταν στρατιώτες, παίρναμε τον οπλισμό και όλα τα άλλα είδη, συγκροτούνταν αμέσως λόχοι, τάγματα, συντάγματα όλων των όπλων, πεζικού, πυροβολικού, μηχανικού, αντιαεροπορικού πυροβολικού εις μεραρχίας αρχίζοντας απ’ όλα τα μέρη να στέλνονται οι πρώτες αποστολές για ενίσχυση στο μέτωπο.
Η ανακοίνωση της διαταγής επιστρατεύσεως έλεγε, κάθε έφεδρος οφείλει το γληγορότερο να παρουσιασθεί στον τόπο επιστρατεύσεως, που ταξινομούσε η διακήρυξη της μεραρχίας και με οποιονδήποτε τρόπο και μέσον να παρουσιασθεί στη μονάδα που θα ντυνόταν.
Κλείνουμε το μαγαζί με τον αδελφόν μου αποχαιρετούμε το προσωπικό και τους γειτόνους, τρέχουμε σπίτι μας να αποχαιρετήσουμε τη μονάκριβη αδελφή μας Μάρθα αφήνοντας πλέον μόνην, διότι και ο αδελφός μας Γιάννης επιστρατεύθηκε στη θέση του.
Αλησμόνητη θα μου μείνει η εικόνα του αποχαιρετισμού μας, χωρίς να εμβαθύνει στις τρομερές συνέπειες του πολέμου, που αυτός μας άφησε όλους ορφανά, μας αποχαιρετά με ενθουσιασμό και ψυχραιμία με αυτά τα λόγια. Φεύγετε αδέλφια μου στον πόλεμο, υπερασπίστε με ηρωισμό και θυσία την πατρίδα μας, μιμηθείτε τους αγώνες και τη θυσία του πατέρα μας, ο πόλεμος τότε μας ορφάνεψε αλλά ζήσαμε και μεγαλώσαμε με συγκρατημένα τα δάκρυα και τους στεναγμούς, μας φιλά δίνοντας την ευχή της, η Παναγία μαζί σας, να γυρίσετε νικηταί.
Όλη την ημέρα έψαχνα να βρω μέσον για να παρουσιασθώ στην έδρα του λόχου μου, που ήταν στο χωριό Γρανίτη, κατά το σούρουπο βρέθηκε ένα φορτηγό προς την κατεύθυνση αυτή, σκαρφαλώνω επάνω, αργά το βράδι πριν τα μεσάνυχτα φτάνω στο χωριό Γρανίτης. Σε ένα απομακρυσμένο σημείο του χωριού ήταν το σπίτι που συγκροτείτο ο λόχος μας. Μπαίνω μέσα, βλέπω σ’ ένα ξύλινο τραπέζι καφενείου μια γκαζόλαμπα και έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό σκυφτός να γράφει αυτούς που παρουσιάζονταν. Καλησπέρα Ιάκωβε, φωνάζω και χαιρετώ στρατιωτικά, σηκώνει το κεφάλι του, με βλέπει. Βασιλάκη, μου λέει, τι θέλεις εσύ εδώ; Ήλθα να παρουσιασθώ Ιάκωβε του κάνω. Μα… εσύ είσαι των μέσων συνδέσμου, τι ζητάς στα πολυβόλα;
Μου ήξερε καλά ο Ιάκωβος, ήμασταν της ιδίας κλάσεως, μετά την απόλυσή μας, Ιάκωβε, του εξηγώ, και ενώ όπως ξέρεις ήμουν τηλεφωνητής, με αλλάξανε το απολυτήριο και μου πετάξανε στα πολυβόλα που δεν έχω μυρουδιά. Ιάκωβος Χρυσοχόου λεγόταν, δραμινός έφεδρος ανθυπολοχαγός, μόνιμος υπάλληλος του δημοσίου ταμείου Δράμας.
Βασιλάκη μου ο Θεός σε έστειλε. Κάθησε να με βοηθήσεις, όπως βλέπεις κανείς ακόμα απ’ τους αξιωματικούς δεν παρουσιάσθηκε και έχω πελαγώσει. Εντάξει, του λέω, Ιάκωβε, στη μετεκπαίδευση στα 1939 που μας πήραν στα πολυβόλα παρουσιάσθηκα αλλά κατά καλήν μου τύχη έκανα τον σιτιστή.
Συνέχεια παρουσιάζονται οι έφεδροι, εμείς σκυφτοί όλην τη νύχτα συμπληρώνουμε το μητρώο. Θα ’ταν τέσσερις-τεσσεράμισυ τα χαράγματα, όταν βλέπουμε με τον Ιάκωβο να μπαίνει στη σκοτεινή εκείνη κάμαρα ντουμανιασμένη από τσιγάρα έναν ψηλό λεβέντη λοχαγό, χαμογελαστόν, εύθυμον, γιομάτο ζωντάνια, σηκωθήκαμε όρθιοι με τον Ιάκωβο και τον χαιρετούμε στρατιωτικά.
Στρατιωτικά και αυτός ανταποδίδει τον χαιρετισμό, εν συνεχεία απλώνει το χέρι του και διά χειραψίας μάς συστήνεται. Παιδιά είμαι ο λοχαγός σας, Χαραλάμπους Ηλίας.
Αμέσως ο Ιάκωβος του αναφέρει τι κάνουμε, έμεινε ενθουσιασμένος, εσύ, μου λέει, λέγεσαι Ιωακειμίδης; μάλιστα, απαντώ, τον Δημήτριο Ιωακειμίδη τι τον έχεις; Αδελφό, απαντώ. Τι βαθμό έχεις; Απλός στρατιώτης, λέω, σκύβει και βλέπει τον γραφικό μου χαρακτήρα, θα αναλάβεις προσωρινώς σιτιστής του λόχου ώσπου να μας έλθουν οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί. Μάτι δεν κλείσαμε όλη τη νύχτα. Το πρωί μας βγάζει όλους έξω σ’ ένα αλώνι, αρχίζει και συγκροτεί τον λόχο του με τους τρεις εφέδρους ανθυπολοχαγούς που μας ήλθαν, κατανέμοντας σε τρεις διμοιρίες ανά ένα ανθυπολοχαγό διμοιρίτη.
Κεφάλαιο τρίτο
(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)