Skip to main content
Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024
[ Kεφάλαιον δέκατον ]
Μακρυγιάννης Ιωάννης

Της είπα την κατάστασιν του φρουρίου. Ο Ζαΐμης ήταν Πρόεδρος της Διοικήσεως. Μου λέγει ο καϊμένος: «Έρχομαι εις το κονάκι σου να μιλήσωμεν πλατύτερα». Με είδαν εις την κατάστασιν οπού ήμουν, πρησμένο το κεφάλι μου, μου διορίσαν γιατρούς. Ήρθε ο Ζαΐμης, ανταμωθήκαμεν, μου είπε την κατάστασιν του ταμείου, ότι δεν έχει ούτε λεπτό. Μου λέγει: «Χαίρομαι ότι ήρθες εσύ έξω, και να συνακουστούμεν σε ό,τι μπορέσουμεν να βοηθήσωμεν την πατρίδα, και ν’ αφήσουμεν τα παλιά πάθη. – Του είπα, χαίρομαι διά έναν αγωνιστήν σημαντικόν, κεφαλή της πατρίδος, οπούχει τόση ’λικρίνεια. Ότι τα πάθη τα είδαμεν πού μας κατήντησαν. Κ’ εγώ, του λέγω, ’σ ό,τι με διατάξετε είμαι έτοιμος να πεθάνω διά την αγάπη της πατρίδος. Και δι’ αυτό εβήκα εις την κατάστασιν οπού με βλέπεις». Ήρθαν και τ’ άλλα τα μέλη της Επιτροπής της Διοίκησης· είπαν να πάγη ένα από αυτούς εις τα Μέθενα να μιλήση με τον Φαβγέ. «Ήταν καλά, μου λένε, να πάγαινες και μόνος σου – είσαι αστενής· θα τον ενθουσίαζες αλλοιώς. – Τους λέγω, να πεθάνω εις τον δρόμον θα πάγω να ’νεργήσω ό,τι μπορώ!»
    Επήγα εις τα Μέθενα. Με δέχτηκε ο αγαθός και γενναίος Φαβγές κι’ όλοι οι αξιωματικοί. Τους ενθουσίασα. Τους ηύρα πρόθυμους και με μεγάλον πατριωτισμόν. Σηκωθήκαμεν με τον Φαβγέ και πήγαμεν εις την Διοίκηση. Και διοριστήκαμεν εμείς οι δυο επίτροποι με δυο μέλη από την Διοίκηση· και σκεδιάσαμεν – και μιλήσαμεν να μείνη μυστικόν το σκέδιόν μας, κ’ έμεινε. Πήγε ο Φαβγές εις τα Μέθενα, έκαμε χαζίρι το σώμα του και το φόρτωσε πολεμοφόδια· κ’ εγώ στάθηκα εις την Αίγινα κ’ έκαμα έτοιμα αλοιφές και ξαντά κι’ άλλα αναγκαία – κι’ όλα μυστικά, ότ’ ήταν Τουρκοραγιάδες πολλοί από ’κείνους οπού ήταν φορτωμένοι πέτρες και τους λευτέρωσε ο Κιταγής. Τόδωσα του αθάνατου Φαβγέ τούς οδηγούς οπούχα μαζί μου από το κάστρο, τους γενναίους κι’ αγαθούς Γιάννηδες, Κουντουριώτης ο ένας και Διστομίτης ο άλλος. Αυτείνοι οι δυο αγαθοί πατριώτες έβγαιναν πάντοτες με γράμματα από το κάστρο, ανάμεσα από τόση Τουρκιά. Μεγάλες χάριτες χρωστάγει η πατρίδα εις αυτούς τους δυο γενναίους πατριώτες. Και μαζί μ’ αυτούς το ταχτικόν κι’ ο Φαβγές πήγαν τα πολεμοφόδια κι’ άλλα αναγκαία, φορτωμένα οι ίδιοι απάνου τους. Κι’ όλοι αυτείνοι κιντύνεψαν· αλλά ως γενναίγοι και καλοί πατριώτες αποφάσισαν και μπήκαν εις το κάστρο. Και η πατρίς να θυμάται και να δοξάζη αυτούς τους άντρες.
    Τότε μίλησα με την Διοίκηση διά να πιάσουμεν τον Φαληρέα κατά οπού ήμουν διαταμένος από τους κλεισμένους εις το κάστρον. Η Διοίκηση με διορίζει αρχηγόν των Αθηναίων κι’ όσοι Στερολλαδίτες ήταν εις τα νησιά και νησιώτες όσοι φέρνουν όπλα, να τους συνάξω όλους να πιάσωμεν τον Περαιά, να συστήσουμεν ορδί. Μέσα δεν είχε τελείως η Κυβέρνηση. Τότε μ’ ανταμώνει ο Γρόπιος πρόξενος της Αούστριας – ήταν φίλος μου – και μου λέγει: «Πού θα πας, Μακρυγιάννη, με χωρίς τα μέσα σε τόση Τουρκιά, ’σ έναν αρχιστράτηγον του Σουλτάνου, ’στον Κιτάγια; Η Διοίκηση τα μέσα δεν τάχει, τι στρατόπεδον θα κάμης; Θα κιντυνέψης κι’ ο ίδιος και οι άνθρωποί σου. Είναι ένας, μου λέγει, Άγγλος, τον λένε Γκόρδον, βάνει τα μέσα του πολέμου, όσα χρήματα χρειαστούν. Τον κάνεις καμπούλι να του παραχωρήσης την θέση σου, να τον κάμης αρχηγόν αυτής της εκστρατείας, να βάλη αυτός τα χρήματα;» Του λέγω του Γρόπιου: Σύρε πες του, όποιος είναι αυτός οπού θα βάλη τα χρήματα, όχι αρχηγόν τον κάνω καμπούλι, διά την αγάπη της πατρίδος μου, αλλά όπου κατουράγη να μου δίνη να πίνω εγώ το κάτρο· το κάνω αυτό και του το δίνω ενγράφως». Αφού του μίλησε αυτά του Γκόρδον, ήρθε και μ’ αντάμωσε και γνωριστήκαμεν· και πήρε την ευκαρίστηση σε όσα τού είπε ο Γρόπιος από ’μένα.
    Μου λέγει ο Γκόρδον ότ’ είναι ’γγισμένος με τον Ζαΐμη και δεν θα θελήση. Του λέγω: «Εγώ τα διορθώνω κι’ αυτά με τον Ζαΐμη». Πήγα εις τον Ζαΐμη, του τα είπα όλα. Τότε μου λέγει ο αγαθός πατριώτης, (και του συχωράγει η ψυχή μου όσα είχε κάμη διά την πατρίδα, οπού τούχα ένα μίσος), μου λέγει: «Όποιος είναι αυτός, Μακρυγιάννη, οπού βάνει τα έξοδα διά την στρατολογίαν των Αθηνών, να πιαστή η θέση του Φαληρέως, το παιδί μου να μόχη σκοτωμένο – όχι διά κάτι λόγια οπού αλλάξαμεν». Τότε τον πήρα και πήγα εκεί κι’ ανταμώθηκαν και φιλήθηκαν και συνφώνησαν διά τα έξοδα αυτεινού του κινήματος και να είναι αρχηγός ο Γκόρδον. Ξακολούθησε να κάνη όλες της ετοιμασίες, κ’ έγινε αυτό το κίνημα. Και ξόδιασε ο Γκόρδον ογδοήντα οχτώ χιλιάδες γρόσια και ύστερα τάλαβε από την Κυβέρνηση – διά τόκον έλαβε την αρχηγίαν του Περαιώς. Πήγε με το μπρίκι του εις τα Μέγαρα ο Γκόρδον, έστελνα κ’ εγώ τους ανθρώπους οπού σύναζα εκεί. Με διορίζει η Κυβέρνηση και πήγα δυο φορές εις την Κόρθο να ησυχάσω τον Γιάννη Νοταρά και Παναγιώτη Νοταρά, οπού είχαν Ρουμελιώτες ο ένας κι’ ο άλλος συνάξη και γύμνωναν την πατρίδα τους, ο ένας Νοταράς την μισή κι’ ο άλλος την άλλη μισή, και δίναν και των Ρουμελιώτων τους μιστούς τους. Κι’ ο καυγάς τους ποιος ήταν; Ήθελαν να πάρουν μια γυναίκα· και την θέλαν και οι δυο. Το χωριό καίγεταν και η γριά λαμπροχτενίζεταν.
    Παντού εις την πατρίδα Τούρκοι, και το κάστρο των Αθηνών, οπού ήταν η ελπίδα της Ελλάδος, κιντύνευε· και σαν χάνεταν αυτό, και η πατρίς κακή τύχη είχε – τα οτζάκια καύλωναν. Με συχωράτε, αναγνώστες· αν ξέρετε εκείνη την περίσταση τι κίντυνος ήταν της πατρίδας, κ’ εσείς θα λέγατε το ίδιον ’σ αυτούς και τον Αντρέα Λόντον, οπού τους βοηθούσε και γκιζερούσε με τα παιδάκια. Αφού τους μίλησα πολλά και της δυο φορές και δεν μ’ άκουγαν, ’στο υστερνό τούς είπα· «Πάγω· και γράφω οσουνών είναι εις το κάστρο της Αθήνας και του Καραϊσκάκη, οπούναι μέσα εις τα χιόνια, οπού φκειάνει εις την Αράχωβα πύργους τα κεφάλια των Τούρκων, τους γράφω και γυρίζουν και μπαίνομεν όλοι εδώ και φκειάνομεν τα δικά σας κεφάλια πύργους». Και σηκώθηκα να φύγω. Και τότε συνκατένεψε ο Αντρέας Λόντος και μου είπε ότι του Γιάννη του Νοταρά τού λέγει ναρθή εις την Αθήνα. Παράγγειλα εγώ και του Παναγιώτη Νοταρά και πήγαν και οι δυο εις Μέγαρα.
    Πήγα τα χαμπέρια της Διοίκησης και μ’ ευκαρίστησε πολύ και καταξοχή ο καϊμένος ο αγαθός Ζαΐμης, οπού πολεμούσε τόσον καιρόν να τους χωρίση και δεν τον άκουγαν ούτε αυτόν, ούτε την Κυβέρνησιν. Μου λέγει ο Ζαΐμης: «Είναι και κάτι άλλο οπού γένεται και θα πας και δι’ αυτό». Κ’ εγώ ο δυστυχής άνοιξαν οι πληγές μου από το χτύπημα του αλόγου, όταν βήκαμεν από το κάστρο, και περπατούσα με το κεφάλι τούμπανον· κι’ αγερίστηκα· και βήκαν από την πληγή τόσα κόκκαλα και πέτζες δι’ αυτές της δούλεψες με τα χιόνια και κρύον. Άλλαζα της πληγές και μ’ έπιαναν μεγάλες κάψες από τους πόνους· και κιντύνεψα να χαθώ. Πάμε και εις τ’ άλλο των καλών πατριώτων. Ο Μεταξάς, ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης κι’ άλλοι είχαν κάμη δική τους κομπανία. Είχ’ έρθη κ’ ένας αξιωματικός από την Γαλλία, γενναίος άντρας και καλός άνθρωπος, τον έλεγαν Μπούρμπαχη· ήταν Κεφαλλωνίτης και συγγενής του Μεταξά· ήταν κολονέλος εις την Γαλλίαν. Αφού άκουσε την λευτεριά της πατρίδας του ήρθε ν’ αγωνιστή απαθής, πατριωτικώς· πήγε ναυρή τους συγγενείς και τους πατριώτες του· ηύρε και τον κόντε Μεταξά και τους συντρόφους του. Τον οδηγούν και πλερώνει εξ ιδίων του και συνάζει χίλιους ανθρώπους, σκυλιά του χασαπιού, ανθρώπους του Αναπλιού, των μπιλλιάρδων, της φατρίας του κωλόπανα. Αφού τον συβούλεψαν αυτείνοι τον αθώον πατριώτη, τον οδηγούν να πάγη εις τον Καραϊσκάκη. Παίρνει τόσα φορτώματα ζαϊρέ κι’ όλα του τ’ αναγκαία να πάγη εις το σώμα του Καραϊσκάκη, οπού ήταν οι περισσότεροι ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί – και να ιδούνε αυτείνοι οι ξυπόλυτοι εις το ορδί τους τα χασάπικα σκυλιά, οπού πολεμούσαν οι περισσότεροι από αυτούς μέσα τ’ Ανάπλι με της άτιμες γυναίκες, και ύστερα αυτείνοι να πάνε εις τους γυμνούς και νηστικούς, να παίρνουν ταχτικώς το ταΐνι τους, τα μακαρόνια τους κι’ άλλο τους φαγί και τον μιστόν τους, κ’ εκείνοι οπού αγωνίζονταν εις τα χιόνια νηστικοί να λέπουν τα χασάπικα σκυλιά του Αναπλιού να τρώνε και να πλερώνωνται – ή θα σκοτώσουν αυτούς, ή θα γένη μια φατρία να διαλυθούν. Αυτά ο αγαθός Μπούρμπαχης δεν τάξερε· ο Μεταξάς κι’ ο αρχηγός ο Κολοκοτρώνης και η συντροφιά του τα γνώριζαν αυτά.1
    Έγινε ναύαρχος ο Κοκράν, αρχιστράτηγος ο Τζούρτζης – κι’ ο ναύαρχος Κοκράν θα πάγαινε τα καράβια ’στα βουνά κι’ απάνου εις τα κάστρα· κ’ ήλεγε των Ελλήνων ο Τζούρτζης, με την γολέττα θα κυνήγαγε τους Τούρκους. Ο Μιαούλης ο καϊμένος με τα σταροκάραβα αλώνιζε τους τριπόντες και φεργάδες των Τούρκων· κι’ ο Καραϊσκάκης με τους γυμνούς έφκειανε πύργους τα κεφάλια των Τούρκων. Οι δυο Έλληνες δεν ξέραν της μηχανές των Ευρωπαίγων μεγάλων αντρών, ούτε τα καράβια ξέραν να τα κολλήσουν εις τα βουνά, ούτε τους στεργιανούς να πολεμούν με της γολέττες.2
    Ο Μπούρμπαχης με τους στρατιώτες του βήκε εις το Λουτράκι της Κόρθος. Μ’ έστειλε η Διοίκηση και πήγα και του μίλησα όλα αυτά. Και τότε κατάλαβε ο αθώος πατριώτης και πήγε εις τα Μέγαρα, οπού πήγαν και οι άλλοι. Πήγε εκεί κι’ ο Βάσιος Μαυροβουνιώτης. Σύναξα κ’ εγώ όλους τους Αθηναίους και Στερεοελλαδίτες, όσοι φέρναν όπλα και ήταν εις τα νησιά Κούλουρη, Αίγινα, Πόρο, σύναξα αυτούς και τους ίδιους νησιώτες, κατά διαταγή της Κυβερνήσεως οπούχω, και πήγα κ’ εγώ εις Μέγαρα. Τότε κάνομεν ένα σκέδιον να βγούμεν συνχρόνως εις τα πόστα της Αθήνας αναντίον των Τούρκων· ο Βάσιος, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Μπούρμπαχης και οι Ντερβενοχωρίτες να πάνε να πιάσουνε από βραδύς την Χασιά, να ταμπουρωθούν – είναι η θέση γερή – να πάγη οχτρός εκεί να τον πολεμήσουν. (Ήταν ως τρεις χιλιάδες ασκέρι). Το ταχτικό, ο Νοταράς ο Γιάννης κ’ εγώ ως χιλιοχτακόσοι άνθρωποι να βγούμεν εις τον Πειραιά τα μεσάνυχτα. Πήγαμεν, με διορίζει ο Γκόρδον με το σώμα του να πρωτοβγώ ομπρός εγώ εις την θέση του Φαληρέως. Ράξαμεν εις το Πασιά Λιμάνι. Πρωτοβήκα με δυο φελούκες· το είχαν πιασμένο οι Τούρκοι. Πολεμήσαμεν μ’ εκείνους καλά· λαβώθηκαν από ’μάς καμπόσοι. Ήρθαν κι’ άλλες δυο φελούκες μ’ ανθρώπους μου και τότε πολεμήσαμεν γενναίως τους Τούρκους, μας πολέμησαν κι’ αυτείνοι παληκαρίσια, και τους τζακίσαμεν και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως το μοναστήρι εις τον Άγιον Σπυρίδωνα, εις τον Δράκον. Τότε γυρίσαμεν οπίσου· βήκαν κι’ από τ’ άλλα τα σώματα· βγάλαμεν εκείνη την νύχτα ως δεκαπέντε κανόνια, μικρά μεγάλα, και γρανέτες και φκειάσαμεν και τα ταμπούρια διανυχτός και της θέσες των κανονιών· κι’ όσο να φέξη ευρέθηκαν όλα έτοιμα. Μεθάγαμεν δουλεύοντας. Όσοι έρχονταν δεν έλπιζαν ότι εμείς να φκειάσουμεν όλα αυτά εκείνη την νύχτα.
    Την αυγή μάς βλέπουν οι Τούρκοι έτοιμους και χαζίρικους. Ο Βάσιος και οι άλλοι όλοι δεν πήγαν εις την Χασιά καθώς είχαμεν ομιλίαν, αλλά σηκώθηκαν του κεφαλιού τους και πήγαν ’σ ένα χωριόν, Καματερόν το λένε, μιαν ώρα από την Αθήνα. Πήγαν και πιάσαν μίαν θέση αδύνατη· κι’ αυτό το λάθος τόκαμεν ο Βάσιος· ότι αυτός γνώριζε τον τόπον της Αθήνας, αγωνίζονταν τόσον καιρόν σε αυτά τα μέρη. Πριν πιάσουν θέσες και να ταμπουρωθούν καλά – κάμαν ένα ταμπούρι τυφλό – τους πέσαν οι Τούρκοι απάνου τους και τους χάλασαν· και σκότωσαν περίτου από τρακόσους πενήντα Έλληνες· και τους ρίξαν εις φυγή. Και σκοτώθη κι’ ο αγαθός Μπούρμπαχης κι’ άλλοι δυο συναδελφοί του φελέλληνες. Όλοι διαλύθηκαν κακώς κακού. Ο Βάσιος έμεινε εις την Ελεψίνα, ότι οι περισσότεροί του άνθρωποι ήταν Ντερβενοχωρίτες.
    Τότε πήρε τα κεφάλια αυτεινών ο Κιτάγιας και τα πήγε εις την Αθήνα και τάδειξε των πολιορκημένων και τους είπε να προσκυνήσουνε διά να σωθούνε αυτείνοι και να μην πάρουν κ’ εμάς εις τον λαιμό τους, οπού ήμαστε εις τον Φαληρέα. Τους λένε οι πολιορκημένοι: «Σύρτε κυργέψετε εκείνους εις τον Φαληρέα και τότε υποταζόμαστε κ’ εμείς· ότι αυτείνοι είναι χωρίς κάστρο. Κι’ όταν παραδοθούν, παραδίνομεν κ’ εμείς το κάστρο». Αναχωρούν όλες οι δύναμες από την Αθήνα (πολλά ολίγοι μείναν, όσ’ ήταν αναγκαίοι διά τους πολιορκημένους) και μας ζώνουν κι’ άλλοι από τ’ άλλα τα πόστα τους. Είχαν το Μοναστήρι κι’ όλα τα τριγυρινά πόστα εις την εξουσίαν τους οι Τούρκοι. Ήρθαν και οι άλλοι, ετοιμάστηκαν οληνύχτα· την αυγή σαράντα πέντε μπαγιράκια ρίχτηκαν απάνου μας. Άρχισαν από τα πόστα τους, οπού τα είχαν γιομάτο το καθένα πόστο από κανόνια και μπόμπες και γρανέτες, και μας βαρούσαν· και τα στρατέματα έμπαιναν εις την τάξη να μας ριχτούνε. Τότε έβλεπες τους δικούς μας, να τους έσφαζες, μια κούπα αίμα δεν έβγαινε· ότι μάθαν τον χαλασμόν του Βάσιου κι’ αλλουνών.3
    Τούτα τα μπαγιράκια κινήθηκαν απάνου μας. Ο Γκόρδον, ήταν κι’ άλλοι Ευρωπαίγοι κι’ ο Άγιντεκ, ένας αξιωματικός από τη Μπαβαρία, αφού είδαν τα μπαγιράκια οπού ετοιμάζονταν, αυτείνοι όλοι με τον Γκόρδον εμπήκαν σε μίαν φελούκα να πάνε εις το καράβι του Γκόρδον· ότι απολπίστηκαν, αφού είδαν τόση δύναμιν των Τούρκων. Και οι εδικοί μας εις τον Φαληρέα ποτές δεν μείναν του ντουφεκιού χίλιοι τρακόσοι άνθρωποι. Ότι μαθαίνοντας το χαλασμό του Βάσιου ενέκρωσαν και φεύγαν διά νυχτός, ότ’ ήταν η θέση κιντυνώδης. Αν μας χαλούσαν οι Τούρκοι, ποδάρι δεν γλύτωνε από ’μάς· ότ’ ήταν όλη η στεργιά κλεισμένη από τους Τούρκους, πεζούρα, καβαλλαρία και κανόνια, κι’ από το πέλαγον μόνον το καράβι του Γκόρδον, ότι φύγαν τ’ άλλα. Τότε απολπισμένος κι’ ο αρχηγός Γκόρδον και χαρισμένος και εις την φιλίαν την δική μου, να μείνω μαγιά, μου είπε να μπω κ’ εγώ μέσα εις το καράβι του να γλυτώσω. Ότι οι αρχηγοί, οπού κάμαμεν αυτούς τους Ευρωπαίγους, όλο με τα καράβια έχουν να κάνουν· αυτείνοι από μέσα πολεμούν τους οχτρούς εις την στεριά και τους σκοτώνουν με λόγια, με σκέδια, με την σούπα. Δεν είμαι τοιούτος να κατηγορώ τους ανώτερούς μου, όμως όχι και να μην ειπώ την αλήθεια·· ότι ορκίστηκα δι’ αυτείνη. Κ’ εδώ φαίνεται αν λέγω την αλήθεια ή όχι.
    Αφού είδε ο αρχηγός ο Γκόρδον τον κίντυνον και πήρε τους συντρόφους του και την αρχηγίαν του και μπήκε εις το καράβι, διά να μείνουν σπορά να ματαγίνουν κι’ αλλού αρχηγοί, όσο να τους σώσουν τους Έλληνες – και τότε να λευτερώσουν την Ελλάδα, οι Τούρκοι όλα τα μπαγιράκια ρίχτηκαν απάνου μας. Ο αρχηγός γύρευε κ’ εμένα μαζί του. Του λέγω: «Κόπιασε η γενναιότη σου και ’σ αυτείνη την μπατάγια την σημερινή θα γένη ο Θεός αρχηγός· και με την δύναμή του – θα λυπηθή εμάς και την πατρίδα μας· κι’ ό,τι μπορώ κ’ εγώ θ’ αγωνιστώ σήμερα μ’ όλον οπούμαι αστενής. Να χαθούνε τόσοι αγωνισταί και να μείνω εγώ, ξίκι να γένη και ’σ εμένα η ζωή! – Τι θα κάμης, μου λέγει, σε τόσο πλήθος Τουρκών; – Είναι ο Θεός, του λέγω, και κάνει ο ίδιος!» Πάγει εις το καράβι. Τότε διαλέγω ως εκατό ανθρώπους και παίρνω σπαθιά και γιαταγάνια και τα δίνω αυτεινών των εκατό· τα πήρα απ’ ούλο το σώμα. Και παίρνω και κρασί και τους ποτίζω αυτούς τους εκατό και τους άλλους εις τα πόστα. Ότι οι άνθρωποι απολπίστηκαν. Αφού τους κέρασα όλους, πήρα τους εκατό μαζί μου και ήφερνα γύρα μ’ αυτούς τα πόστα όλα, τραγουδώντας όλοι εμείς, οι εκατό. Ήταν κ’ ένα γενναίον πολύ παληκάρι εκεί στολισμένο από γενναιότητα και τερτιπιτζής εις τον πόλεμον, Παναγιώτη Σωτηρόπουλον τον έλεγαν, από το Κράβαρι χωριόν Λομποτινά· αυτός έκαμε το σκέδιον εις το Μισολόγγι οπού κλέβαν το χώμα από της τάμπιες των Τούρκων, οπού φκειάναν να πλακώσουν τους δικούς μας· αυτός και η τέχνη του Κώστα Λαγουμιτζή σώσαν το Μισολόγγι. Κι’ αυτός έκαμεν και τον πόλεμον της Κλείσοβας, (οπού λένε οι συντρόφοι του Τζαβέλα ότι τον έκαμεν αυτός· ήταν μέσα σε μίαν παλιοκλησιούλα κ’ έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Είχε εκατό ανθρώπους και πλερώνεταν χίλιους εκατό· και γιόμωσε το δισάκκι του από τα τοιούτα λίρες Αγγλικές, οπού της έστειλαν να μας λευτερώσουνε οι Ευρωπαίοι, κι’ ως καλά συνασμένες αυτές της λίρες, όταν παραδόθη το Μισολόγγι, της πήραν οι Τούρκοι. Και γύρευε και παλιές πλερωμές ο Τζαβέλας απάνου απόνα μιλλιούνι γρόσια. Όταν εβήκε από τους Κορφούς, εβήκε με δέκα πέντε ανθρώπους ξαρμάτωτους και τους αρμάτωσε ο Μαυροκορδάτος· τώρα μιλλιούνια ζητάει). Αυτός ο Σωτηρόπουλος διά να ζήση, να τρώγη κομμάτι ψωμί με τους συντρόφους του, ήταν με τον Νοταρά εις την Κόρθον. Αφού πήρα τους εκατό και ήφερνα γύρα και τραγουδούσαμεν και ψυχώναμεν τους ανθρώπους, μου πέρασε και μία ιδέα και ’διοτέλεια. Είπα ότι εγώ θ’ αποφασίσω είτε να σκοτωθώ, είτε να κερδέσουμεν σήμερα. Το λοιπόν να μην πάρη κι’ άλλος τον έπαινον αυτόν, να τον πάρω μαζί με τους Αθηναίους· ότ’ είμαι αρχηγός τους και εις την ημέρα μου να τους δοξάσω, αφού άλλοι αρχηγοί τούς αδίκησαν και οι εδικοί – τους κι’ ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας. Και διά να κατορθώσω αυτό έπρεπε να σταθώ πονηρότερος, ν’ απατήσω και τον Σωτηρόπουλον. (Ότι αυτόν γνώριζα ως αντίζηλον. Οι άλλοι τούς έλεγες «εκείνο», κάναν· το λέγω του Σωτηρόπουλου). Είχε κάνη εκατό ανθρώπους κι’ αυτός να ήμαστε και οι δυο απόξω, να ριχνώμαστε ούθεν είναι χρεία, όταν πλησιάσουν οι Τούρκοι. Το πόστο το δικό του ήτανε εκτεταμένο. Τότε του είπα να πάγη να ψυχώση τους ανθρώπους εκεί οπού ήταν εις τα ταμπούρια, να μη μας τους χαλάσουνε οι Τούρκοι.
    Κι’ άρχισε ο πόλεμος. Και τους Τούρκους τούς στράβωσε η αμαρτία και κάμαν κίνημα από την μέση, το κέντρο, οπού ήταν δυνατώτερον μέρος και τα κανόνια μας εκεί δούλευαν καλύτερα. Αφού κίνησε ο Σωτηρόπουλος τον κατήφορον και είχαμεν μιλήση, όταν γυρίση να κάμωμεν μαζί το σκέδιον, οι Τούρκοι προχώρεσαν απάνου μας μ’ όλα τα μπαγιράκια. Τότε ψύχωσα τους εκατό, τους κέρασα και κρασάκι και ριχνόμαστε απάνου εις τους Τούρκους κόντρα γιρούσι και τους δίνομεν ένα σκοτωμόν καλόν. Σκοτώθηκαν και δικοί μου δέκα πέντε κι’ αχώρια οι λαβωμένοι. Πήρα τους λαβωμένους και σκοτωμένους μέσα εις τα πόστα μας. Ξαναρίχτηκαν οι Τούρκοι· τους δίνομεν και τότε έναν χαλασμόν και τους πήγαμεν κυνηγώντας ως της Αθήνας την στράτα. Γυρίσαμεν πίσου εις τα πόστα μας. Εβήκε κι’ ο αρχηγός από το καράβι με κρασί Ευρωπαίικον, μας κέρασε αυτός και οι συντρόφοι του. Τότε είπα των κανονιαραίγων και βάλαν μπάλλα μιστράλλια ’στα κανόνια. Οι Τούρκοι κινήθηκαν περισσότεροι, ότι τους ήρθε μιντάτι ένας νέος πασιάς, κ’ έρχονταν απάνου μας. Τότε είπα των ανθρώπων μου· «Τώρα οπού θα βγούμεν αναντίον των Τούρκων, γυρίζοντας εγώ πίσου, να γυρίσετε όλοι· ότι θα ρίξουνε τα κανόνια και να μη μας σκοτώσουνε». Αφού ήρθαν πολλά πλησίον οι Τούρκοι εις τα ταμπούρια μας, δεν μπορούσα να βαστήξω τους αθάνατους Έλληνες· έγιναν όλοι λιοντάρια – εγώ ήμουν ο χερότερος. Τότε ριχτήκαμεν και τρίτον απάνου τους και τους δίνομεν έναν σκοτωμόν· πληγώσαμεν και τον πασιά τους (και τον πήγαν εις την Έγριπον κ’ εκεί πέθανε). Τραβηχτήκαμεν οπίσου. Τότε τα κανόνια με τα μιστράλλια τούς αφάνισαν κ’ έβλεπες από αυτούς στρώμα σκοτωμένους και πληγωμένους. Τους κουβαλούγαν εις τα πόστα τους κι’ από ’κεί εις την Αθήνα.
    Τότε τους κόπηκε όλη η γενναιότη των Τούρκων. Φκειάνει το ρεπόρτο ο αρχηγός, το στέλνει να το βάλη εις τον τύπον· κ’ έλεγε ότι η σημερινή μπατάγια είναι του Μακρυγιάννη, ότι αυτός διοίκησε. Ο Νοταράς οπούταν εις τον Πειραιά είχε τον Ζαΐμη θείον από την μητέρα του· ήταν πρόεδρος της Διοικήσεως. Ο Πανούτζος ο Νοταράς, αδελφός του πατέρα του, ήταν πρόεδρος του Βουλευτικού. Πήραν το ρεπόρτο του Γκόρδον και το ξέκλησαν κ’ έβαλαν εμένα παλιές αντραγαθίες, από αυτές όμως καμμιά, αλλά παλιές μόβαλαν εις την εφημερίδα. Γράφω του τυπογράφου, οπού ήταν ο Φαρμακίδης, μου γράφει τα αίτια. Αφού είδε αυτό ο Γκόρδον, ως φιλαλήθης πείσμωσε· πιάστη και με τον Νοταρά. Σηκώθη κ’ έφυγε από τον Περαιά και πήγε εις την Αίγινα κι’ άφησε εις το ποδάρι του εμένα. Του είπα να φωνάξη ν’ αφήση και τον Νοταρά, να μείνωμεν και οι δυο όσο να γυρίση, να μη συνβή καμμία διχόνοια κι’ ακολουθήση κάνα δυστύχημα. Κ’ εγώ πρέπει να υπομένω και να θυσιάζω εις τα οτζάκια.
    Οι Έλληνες τους Τούρκους τούς καταφρόνεσαν όλως δι’ όλου. Καθεμερινώς πολεμούσαμεν, κι’ όλο τους νικούσαμεν· ποτέ δεν κέρδεσαν. Τους πήραμεν τον αγέρα και τους είχαμεν σαν Οβραίους. Πηγαίναμεν ως απόξω το Σέντζος. Πιάσαμεν και τα Μποστάνια λεγόμενα· είναι ένας βάλτος· ήταν περιβόλια των Τούρκων εκεί και βάλτωσαν. Βγαίνει νερό ο τόπος και είναι κάτι χαντάκια, οπού αν δεν ξέρη ο άνθρωπος, χάνεται. Αυτός ο τόπος είναι εις την άκρη την θάλασσα κατά το μέρος των Τριών Πύργων. Ήταν και κάτι παλιόπυργοι και τους πιάσαμεν. Στείλαμεν όλοι οι καπεταναίγοι ανθρώπους ως διακόσους. Μίαν αυγή ο Κιτάγιας μ’ όλες του της δύναμες, πεζούρα και καβαλλαρία και κανόνια και γρανέτες, μέθυσε τους Τούρκους κ’ έπιασαν τον πόλεμον από την αυγή μπονόρα και βάσταξε ως το δειλινό. Και ρίχτηκαν με μεγάλη ορμή οι Τούρκοι ’στους δικούς μας εις τα Μποστάνια. Στείλαμεν μιντάτι τον Σωτηρόπουλον με καμμιά εκατοστύ ανθρώπους. Κιντύνευαν. Στείλαμεν μ’ άλλους εκατό τον γενναίον Γιωργάκη Χελιώτη, άξιον πολεμιστή και τίμιον πατριώτη. Οι Τούρκοι τούς στένεψαν πολύ τότε, και θα τους χάλαγαν, ότι πολεμούσαν να τους κλείσουνε μέσα. Τότε κατεβήκαμεν κ’ εμείς και πήγαμεν εις το Γλυκόν νερόν· και βαστούσαμεν τον είσοδον ανοιχτόν και πολεμούσαμεν. Και βάλαμεν και τον γενναίον Ιγγλέζη με το ταχτικόν και βαστούσε την φτερούγα ακίνητος εις του Χαϊμαντά την μάντρα ονομαζόμενη. Κι’ αυτείνοι οι αγαθοί άντρες του ταχτικού κι’ ο αρχηγός τους ο Ιγγλέζης ριζικάρησαν πολύ· και η θεία πρόνοια μας έσωσε όλους. Το βράδυ κάμαμεν ριτιράτα μ’ όμορφον τρόπον. Και σώθηκαν όλοι οι εδικοί μας, οπού ήταν μέσα κλεισμένοι. Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν όλο τ’ άνθος των Τούρκων περίτου από χίλιους διακόσιους. Πήραν πλήθος κεφάλια οι Έλληνες, άρματα, σημαίγες και τάφεραν εις τον Φαληρέα· και μαζώχτηκαν τόσοι Ευρωπαίγοι κ’ έβλεπαν αυτόν τον αφανισμόν. Σκοτώθηκαν κι’ από τους δικούς μας δυο, ένας καλός πατριώτης Αργίτης, γενναίος άντρας κι’ αγαθός, ονομαζόμενος Μπεκιάρης, κ’ ένας Αθηναίος. Ωφέλησαν πολύ τα χαντάκια. Όλοι οι Έλληνες εκεί – μέσα πολέμησαν ως λιοντάρια· κ’ εμείς από τα πλευρά τούς βαστάξαμεν ανοιχτόν τον δρόμον της θάλασσας και της πλάτες τους. Λαμπρύνεται εκεί μέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος Δοντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης – πολέμησαν αντρείως. Η πατρίς τούς χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν μέσα.
    Το κάστρο το στένεψαν και δεν μπορούσε ούτε να έμπη άνθρωπος, ούτε νάβγη. Πρώτα από τον πόλεμον των Μποστανιών εβήκαν και ήφεραν κ’ ένα περιστέρι από το κάστρο· και το φορτώσαμεν γράμματα και το πήρα με καμπόσους και το πήγαμεν εις τους Τρεις Πύργους και τ’ απολύσαμεν. Όμως το σκότωσαν οι Τούρκοι και πήραν και τα γράμματα και είδαν τι τους γράφαμεν των πολιορκημένων. Ήρθε προσκυνησμένος από τους Τούρκους Ρωμαίος και μας το είπε· και μας είπε και τον σκοτωμόν του πασσά· και περίτου από χίλιους οχτακόσιους, μας είπε, ’σ εκείνον τον πόλεμον, τον πρώτον, πληγωμένοι και σκοτωμένοι. Τόλεγαν και οι ίδιγοι Τούρκοι και το ίδιον μας είπαν και διά τα Μποστάνια, χίλιοι διακόσοι.
    Αφού ήρθε ο πεζοδρόμος με το περιστέρι, τα γράμματα τα στείλαμεν εις την Διοίκησιν και Καραϊσκάκη. Αφού είδε αυτά, πήρε κοντά ως δυο χιλιάδες ανθρώπους και ήρθε κ’ έπιασε το Τζερατζίνι ο Καραϊσκάκης. Είναι κ’ ένα μετόχι πλησίον, από πάνου τον ζυγόν – ήταν Τούρκοι από ’κεί ως την άκρη εις τα Καμίνια, οπού σώνεται η ράχη. Εκεί είχαν απάνου οι Τούρκοι τα κανόνια τους και εις τον Δράκον ολόγυρα· και μας χτυπούσαν και τους χτυπούσαμεν κ’ εμείς. Αφού έφτασε ο Καραϊσκάκης, ήρθε εις τον Φαληρέα κι’ ανταμωθήκαμεν. Μιλήσαμεν να φκειάση ο Νοταράς ένα ταμπούρι απάνου ’στην ράχη πλησίον εις τον δρόμον της Αθήνας, κ’ εγώ από κάτου από τον δρόμον, αντίκρυα από των Τούρκων τα πόστα. Οληνύχτα, βρέχοντας και ταλαιπωργιώντας, το φκειάσαμεν· και βάλαμεν και πέντε κανόνια μέσα εις το ταμπούρι μας. Την άλλη την νύχτα πήγαμεν και φκειάσαμεν άλλο ένα από κάτου τα κανόνια των Τούρκων, οπούναι ένα καμίνι, να τους κόψωμεν τον ζαϊρέ τους να μην παγαίνουν εις το μοναστήρι τον Άγιον Σπυρίδωνα, οπού τον βαστούσαν οι άλλοι Τούρκοι. Είπε και του Βάσιου ο Καραϊσκάκης να φκειάση ένα ταμπούρι από το πέρα μέρος του βάλτου να κοπή ο ζαϊρές· δεν μπόρεσαν να το φκειάσουνε κ’ έμπαινε από ’κείθε ο ζαϊρές.
    Εμείς οι δυστυχισμένοι ήμαστε μέσα εις το νερό νύχτα και ημέρα. Μίαν βραδειά έβρεξε και γιόμωσε το καμίνι και ξενυχτήσαμεν απάνου από το ζουνάρι εις το νερόν· κι’ από αυτό, οπού ήμουν αδύνατος, μ’ έπιασε μια στένωση σαν χτικιόν. Και μέσα τα νερά τραβούσα άρρωστος. Ο Κιτάγιας έβαλε μίαν αυγή τα κανόνια και μπόμπες και γρανέτες και πλήθος ασκέρι εις την ράχη και βαρούσαν το Μετόχι, οπού το είχαν πιασμένο από τους ανθρώπους του Καραϊσκάκη. Αφού το πολέμησαν αρκετές ώρες και το πήγαν ως την γης γκρεμίζοντας, τότε κάμαν γιρούσι απάνου τους πεζούρα και καβαλλαρία να τους κυργέψουν. Τότε οι αθάνατοι Έλληνες, αφού ζύγωσαν, τους έκαναν έναν σκοτωμόν και τους πήραν ομπρός και τους πήγαν ως τα ταμπούρια τους. Ξανακάνουν γιρούσι οι Τούρκοι, λαβαίνουν την ίδια τύχη. Έρχεται μιντάτι των Τούρκων από την Αθήνα νέον και πήγαν εις τα ταμπούρια τους. Τότε κατεβήκαμεν από τον Φαληρέα περίτου από πεντακόσοι άνθρωποι όλο διαλεμένοι, αρχηγός αυτεινών ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης κ’ εγώ, και πήγαμεν εις το καμίνι εις το πόστο μου κι’ από ’κεί περάσαμεν από κάτου τα κανονοστάσια των Τούρκων, κι’ αρχίσαμεν τον πόλεμον· και πήραμεν την πλάτη των Τούρκων· και πισουδρόμησαν οι Τούρκοι· και βήκαν οι αθάνατοι Έλληνες από το Μετόχι κι’ ο αντρείος Χατζημιχάλης με την καβαλλαρίαν του και δίνουν έναν χαλασμόν των Τούρκων κ’ έναν σκοτωμόν τρομερόν. Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν περίτου από οχτακόσοι – αυτά μας είπαν. Και διαλύθηκαν οι Τούρκοι. Πήγαμεν κ’ εμείς ο καθείς εις τα πόστα του. Όσοι αξιωματικοί πολέμησαν εκεί, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μήτρο Σμπόνιας, Καραΐσκος Σουλιώτης· της καβαλλαρίας ο γενναίος Χατζημιχάλης, Βασίλης Αθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι’ άλλοι αξιωματικοί πολέμησαν, πεζούρα και καβαλλαρία, πολλά γενναίως και πατριωτικώς. Κι’ όλοι οι απλοί Έλληνες αγωνίστηκαν με μεγάλον πατριωτισμόν και γενναιότητα διά την πατρίδα και θρησκεία. Και είδαν οι Τούρκοι οπού δεν παίζαν εις τον Περαιά. Κι’ αυτό, ότ’ είναι ντουφέκι και σπαθί Ελληνικόν, θρησκευτικόν και πατριωτικόν.
    Η ντροπή εις τους Τούρκους ήταν μεγάλη. Την άλλη ημέρα ο Κιτάγιας πήρε όλες του της δύναμες, πεζούρα και καβαλλαρία, και κατέβηκαν και μεράστηκαν και εις τον Καραϊσκάκη και ’σ εμάς εις τα πόστα μας. Και πολεμήσαμεν και τα δυο μέρη γενναίως, και οι Τούρκοι και οι Έλληνες. Αφού είδαν από το κάστρο οπούρθε η δύναμη των Τούρκων ’σ εμάς, βήκαν κ’ εκείνοι από το κάστρο και τους πολέμησαν γενναίως. Πολεμήσαμεν περίτου από έξι ώρες· κι’ από τα τρία μέρη οι Τούρκοι ψώνισαν καβάλλα. Λέγω εις τους αναγνώστες ότι δεν τους είχαμεν διά ζωντανούς. Σκοτώθηκαν και εις τα τρία μέρη αρκετοί από αυτούς. Πήραμεν τους Τούρκους ως Οβραίους, κι’ όταν έρχονταν Ευρωπαίγοι εις τα πόστα μας, κατεβαίναμεν και τους πολεμούγαμεν.
    Το Έθνος μας το κομμάτιασαν εις την Συνέλεψη. Εμείς σκοτωνόμαστε κ’ οι πολιτικοί τήραγαν τους σκοπούς τους. Μόγραφαν να πάγω κ’ εγώ ως πληρεξούσιος των πολιορκημένων. Τους αποκρίθηκα πολλές φορές· «Εγώ πληρεξουσιότη έχω να πολεμώ κατά δύναμη με τους συναδελφούς μου, διά να μας βλέπουν οι πολιορκημένοι να κάθωνται εις το κάστρο, να σκοτώνωνται αυτείνοι εκεί κ’ εμείς εδώ – διά να διορθώσετε εσείς την πατρίδα. Καιρός διά εφύλιους πολέμους δεν είναι και κάμετε ό,τι σας υπαγορεύει η συνείδησή σας».
    Έφκειασαν την Συνέλεψη, διορίσαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγον, ότι δεν δύνεται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μίαν διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν, όταν κιντύνευε η πατρίς, όταν νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι συντρόφοι του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα από την Αράχωβα, από τον Έπαχτο, από το Δίστομον κι’ από τον καθημερινό πόλεμο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διορίσαν τον Τζούρτζη – κι’ αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστήτε, εσείς οι αναγνώστες· αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση διά να σώση την πατρίδα – και ποιος να την χάση. Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν τους έφκειανε φλούδα όλους αυτούς;
    Αφού είδε αυτό ο Καραϊσκάκης, του κακοφάνη. Και σας λέγω, αυτό τον έκαμεν περισσότερον να πάγη να σκοτωθή. Με φώναξε εις το Τζερατζίνι και μόδειξε αυτείνη την διαταγή και πικρά μού το ξηγέταν. Και τον παρηγόρησα και του είπα, όσο να τελειώση η υπόθεση της Αθήνας να μην ξεσυνεριστή από αυτά τίποτας. Όσους θέλουν να διορίζουν, οι άνθρωποι αυτόν ξέρουν αρχηγόν αυτεινού του κινήματος. Μου λέγει: «Σήκου να φύγωμε, ότι αυτείνοι θέλουν να μας φάνε!». Τον περικάλεσα με δάκρυα να μη μάτα το ειπή αυτό όσο να δοθή τέλος σε τούτο το κίνημα των Αθηνών. Δεν ήθελε να μ’ ακούση, αλλά μου είπε να σηκωθούμεν οι δυο μας να φύγωμεν. Τότε του λέγω: «Δεν σε γελάγω, δεν μπορώ να φύγω εγώ· ότ’ είμαι κεφαλή των Αθηναίων και οι Τούρκοι είναι εις την Αθήνα. Τότε εγώ δεν είμαι διά τούτον τον κόσμον. Εγώ θα κάμω το χρέος μου. Ούτε να φύγωμεν είναι καιρός τώρα, ούτε εφύλιον πόλεμον να κάμωμεν. Ότι η πατρίδα είναι ’στα ολίστια – η Ρούμελη και η Πελοπόννησο γιομάτη Τούρκους. Και σου λέγω: και να χαθή η Αθήνα, εμείς σαν φύγωμεν ή ανοίξωμεν εφύλιον πόλεμον, είμαστε κατηγορημένοι, και να λευτερωθή, χερότερα. Και δεν μπαίνω ’σ αυτά». Ήταν αγροικημένος και με Πελοποννήσιους.
    Έφυγα από το Τζερατζίνι με δυσαρέσκειάν του, ότι δεν θέλησα να κλίνω. Τότε στέλνει και παίρνει τον Σωτηρόπουλον και τον στέλνει εις τους Νοταραίους και εις τον Ζαΐμη και Λόντο να κάμη συμπεθεριά (και την έκαμεν), να δώση το κορίτζι του εις το παιδί του Νοταρά και να γένουν συγγενείς όλοι – και να δυναμωθούν Πελοποννήσιοι και Ρουμελιώτες. Τότε άρχισαν να βαίνουν αυτόν τον σκοπόν ’σ ενέργεια κι’ όποιος δεν είναι με το πνεύμα τους να τον κατατρέχουν.
    Άρχισαν να κατατρέχουν εμένα. Διορίζει ο Καραϊσκάκης τον Νοταρά αρχηγόν της θέσης του Φαληρέως και βγάνει εμένα. Και πιάνει ο Νοταράς βάνει τους ανθρώπους του και μου γυμνώνει όλους τους Αθηναίους, οπούχαν ψώνια, κρασιά, ρακές κι’ άλλα διά τ’ ορδί, και τους τα παίρνουν όλα. Εγώ με τους περισσότερους ήμουν κάτου εις τα Καμίνια, μέσα εις το νερό, από κάτου εις τα κανόνια των Τούρκων, και οι συμπεθέροι του Καραϊσκάκη μού γύμνωσαν τους ανθρώπους και θέλαν ν’ ανοίξωμεν ντουφέκι εκεί. Τότε στέλνω έναν γνωστικόν άνθρωπον εις τον Καραϊσκάκη και του λέγω τι έκαμαν οι συμπεθέροι του με της οδηγίες της δικές του· και δεν θα το φάνε εκείνο οπού πασκίζουν. Δεν τηράγει τόσοι οπού σκοτωνόμαστε και δοξάζεται αυτός – θα φκειάση τους Ρουμελιώτες είλωτες των τουρκοκοτζαμπασήδων; Ναρθή να πιάση τα πόστα, οπού σκοτωθήκαμεν οι περισσότεροι· κ’ εγώ βογκάγω από τους πόνους νύχτα και ημέρα· και ναρθούν να τα πιάσουνε τα πόστα αυτά, ότι σουρπώνοντας θα πάρω τους ανθρώπους και θα φύγω· κι’ αν πιάσουν της θέσες αυτές οι Τούρκοι, είναι εις βάρος του. Αφού του είπε αυτά ο άνθρωπος, παίρνει όλους τους αρχηγούς και ήρθε εις το πόστο μου μέσα εις το νερό. Του λέγω: «Βλέπεις τι τραβούνε οι ραγιάδες οι εδικοί σου και των συμπεθέρω σου, οπού είμαστε σαν της πάπιες εις το νερό, κ’ εσείς μας γυμνώνετε. Κοπιάστε πιάστε αυτά τα πόστα η γενναιότη σας, ότι εγώ με τους ανθρώπους μου θα φύγω». Και του είπα τα αίτια· οπού γύμνωσε τους ανθρώπους ο συμπέθερός του και το φουσάτο του.
    Τότε μου μίλησε ο Καραϊσκάκης κι’ όλοι οι αρχηγοί να μείνουμεν, να μην αφήσουμεν της θέσες. Ότι δεν τους έδινε χέρι να της αφήσουμεν· ότι άλλος τρελλότερος δεν ήταν από ’μάς να κάθεται τον χειμώνα εις το νερό. Συνφωνήσαμεν με τον Καραϊσκάκη να γένη καταγραφή, να πλερώση την ζημίαν των ανθρώπων. Έφυγε αυτός διά την θέση του. Ο Νοταράς πάλε άρχισε να μας αγκυλώνη. Εγώ θυσίαζα αρετή Ελληνική, ότι έβλεπα την δεινή περίστασιν της πατρίδος μου, κι’ αυτός θυσίαζε αρετή τουρκοκοτζαμπασίτικη. Τότε διά να του δείξω πόσα απί διά πιάνει ο σάκκος αυτεινού και του Καραϊσκάκη, συνάζω όλους τους μπουλουξήδες του και τους ξηγάω το συμπεθεριόν – κι’ ως Ρουμελιώτες αυτείνοι όλοι κι’ αγωνισταί, τι θα τους κάμουν οι Πελοποννήσιοι με τον αρχηγόν Καραϊσκάκη; Και να τον πιάσουν τον Νοταρά να πλερωθούν τους μιστούς τους, οπούταν μαζί του και γύμνωνε με την δύναμη αυτεινών την Κόρθο και της εθνικές προσόδους και σταφίδες (και το έθνος δεν τους πλέρωνε, ότι δεν ήταν εις τον αγώνα της πατρίδος, ήταν εις την ληστεία των κατοίκων κι’ αφανισμόν της επαρχίας). Τότε τον κλειούνε μέσα εις την καλύβα του και τον μπήγουν με της πέτρες. Έρχεται ο συμπέθερος ο Καραϊσκάκης να τον σώση, τον αρχινάει τ’ ασκέρι με τα κέρατα. Έρχεται ο Κοκράν κι’ άλλοι, το ίδιον. Τότε μου λέγει ο Καραϊσκάκης να τον σώσω και να τον στείλω μαζί του, εις το Τζερατζίνι. Τον έκλεψα την νύχτα και τον έστειλα· και με διόρισε αρχηγόν της θέσης εμένα. Και μόστειλε άλλα στρατέματα με τους αρχηγούς τους και κάναμεν τα χρέη μας τιμίως και πατριωτικώς κι’ αγαπημένα. Όποιος αδίκως πειράζει τον άλλον πρέπει να λαβαίνη την ίδια ανταμοιβή. Άρχισε κι’ ο αρχηγός νάρχεται εις την πρώτη φιλίαν και να συλλογίζεται καθώς έπρεπε, να μην παίρνη φτερόν. Το στρατόπεδον ήταν ξυπόλυτο, οι άνθρωποι του Καραϊσκάκη, και δεν είχε τα μέσα. Ήρθε αυτός εις τον Φαληρέα και μ’ αντάμωσε· και με πήρε και πήγαμεν οι δυο μας εις τον Κοκράν και φάγαμεν· και μας έδωσε δυο χιλιάδες τάλλαρα και μίαν σημαία· κ’ υπογράψαμεν οι δυο μας την περιλαβή αυτών· και τάλαβε ο Καραϊσκάκης και ξεκονόμησε τους ανθρώπους.
    Εις τον Περαιά και Τζερατζίνι συνάχτηκαν πολλά στρατέματα διά να γένη το κίνημα των Αθηνών. Ήρθε κι’ ο αγαθός Πέτας μ’ ως διακόσιους ανθρώπους, ο Νικόλας αρχηγός του Κρανιδιού με τους γενναίους πατριώτες του (ήμαστε πολύ φιλιωμένοι από το Νιόκαστρον)· ήρθε μ’ εκατόν ογδοήντα ανθρώπους· ήρθε ο ανιψιός του Κοκράν με περίτου από πεντακόσιους Νυδραίους, Πετζώτες κι’ άλλους νησιώτες. Συνάζονταν ολοένα και οι Αθηναίγοι χώρα και χωριά. Και γινήκαμεν εις αυτό το πόστο περίτου από τρεισήμισυ χιλιάδες. ’Στου Καραϊσκάκη, εις το Τζερατζίνι, πήγανε όλοι οι Σουλιώτες, Μποτζαραίγοι, Τζαβελαίγοι, Βέγικος, Γιαννούσης, Ντούσας, Φωτομαραίγοι, Δρακαίγοι, Πελοποννήσιοι, Κολοκοτρωναίγοι, Σπαρτιάτες, Σισιναίοι, Πετιμεζαίοι κι’ άλλοι πολλοί· Περραιβός, Καλλέργηδες με τους Κρητικούς, Νοταραίγοι. Το όλο πραματικώς ήταν εις τα δυο πόστα έντεκα χιλιάδες. Τους έλεγαν δεκαπέντε· δεν ήταν, πραματικώς ήταν έντεκα.
    Το Μοναστήρι κι’ ολόγυρα εκείνο το μέρος ως τα κανόνια των Τούρκων εις την ράχη ήταν πόστα των Τούρκων, δεκαπέντε ταμπούρια, ’στα περισσότερα μέρη δυναμωμένα πολύ από ανθρώπους και κανόνια και γρανέτες. Αν δεν χαλάγαμεν αυτά τα πόστα, δεν μπορούσαμεν να τραβήσουμεν διά την Αθήνα. Ήρθε ο Μιαούλης, άλλα καράβια και η φεργάδα και το παπόρι, και βαρούσαν το Μοναστήρι κι’ όσα ταμπούρια ήταν πρόσωπον κατά την θάλασσα. Ως τη γης το πήγαν χτυπώντας το Μοναστήρι· και οι Τούρκοι πολεμούσαν γενναίως, ως λιοντάρια. Κατά το μέρος το δικό μας δεν τόβλεπε το κανόνι της θαλάσσης· ήταν μία μάντρα κι’ άλλα τούρκικα ταμπούρια και ήταν εις το γούπατο, οπού είναι το πηγάδι. Τότε πήγαν από τους αθάνατους τους Νυδραίους, Κρανιδιώτες και πολλοί Ρουμελιώτες και πέσαν από κάτου αυτεινών των ταμπουργιών. Και δεν άφιναν τους δικούς μας να σηκώσουν κεφάλι οι Τούρκοι· τους είχαν από κάτου. Τότε πήρα καμμιά τριανταριά ανθρώπους από το σώμα μου και τους λέγω: «Να πάμεν κάτου να ενθουσιάσωμεν τους δικούς μας, να τους ειπούμεν, τι κάθονται εκεί πεσμένοι της κοιλιάς και φυλάνε τους Τούρκους – από την στράτα της Αθήνας εμπήκε το ταχτικόν και οι Σουλιώτες κι’ ο Καραϊσκάκης και πήραν τα ταμπούρια των Τούρκων· και πήραν τόσα λάφυρα (να τους ειπούμε ψέματα, να ενθουσιαστούν)· «κ’ ευτύς να βγάλωμε, τους λέγω, τα μαχαίρια πώς να κινηθούμε ομπρός· όμως να μην προχωρέσουμεν, ότι μας σκοτώνουν οι Τούρκοι, είναι πλησίον πολλοί». Καθώς κατεβήκαμεν, τους ενθουσιάζομε με ψευτιές – κι’ ο Θεός τόκαμεν αλήθεια· όσο να ειπούμε εμείς αυτά, και τραβήσαμεν και τα μαχαίρια, (και ποιος κόταγε να κινηθή ομπρός;), τότε ένας μπαγιραχτάρης Νυδραίος – εκείνος δεν ήταν άνθρωπος, ήταν εις τα ποδάρια αγιτός και εις την καρδιά λιοντάρι – ευτύς πήρε την σημαία του και την έμπηξε μέσα εις το τούρκικον ταμπούρι· και κοντά εις αυτόν όλο το στράτεμα. Και παίρνομεν δεκατρία ταμπούρια των Τούρκων και τους πήγαμεν κυνηγώντας ως τα κανόνια τους εις την ράχη. Μπροστά, εις τα Καμίνια, ήταν οι Αθηναίγοι, εις τα πόστα μας· και τους τόπιασαν των Τούρκων και βαρούσαν ’στο κρέας. Και τους έγινε ένας μεγάλος σκοτωμός σε όλα αυτά τα μέρη.
    Ο Καραϊσκάκης και οι άλλοι όλοι από το Τζερατζίνι δεν ήξεραν τίποτας, και δεν κινήθηκαν. Περάσαμεν με καμπόσα κεφάλια τούρκικα από μέσα τον βάλτο και πήγαμεν εις τον Καραϊσκάκη. Φιληθήκαμεν· έδωσε δυο ντούπιες των παιδιών οπούχαν τα κεφάλια. Κατέβηκε από τ’ άλογό του ο Καραϊσκάκης και μου τόδωσε και καβαλλίκεψα, και μου είπε να συνάξω από το σώμα μου να κλείσουμεν με χαντάκια τους Τούρκους οπού μείναν εις το Μοναστήρι. Σύναξα όλους και τους έδωσα τζαπιά και φκυάρια και φκειάσαμεν ένα χαντάκι πλατύ, να φυλάγη και κατ’ το Μοναστήρι και κατ’ την Αθήνα, να μην τους έρθη μιντάτι των Τούρκων. Αφού φκειάσαμεν το χαντάκι, βάλαμεν ασκέρι απ’ ούλα τα σώματα και πολεμούσαμεν το Μοναστήρι. Ήρθαν όλοι από το πέρα μέρος, ήρθε κι’ ο νέος Ναύαρχος κι’ ο Αρχιστράτηγος εβήκαν από τα καράβια. Τους πήγαν οι Έλληνες τα κεφάλια να τους δώσουν μπαχτζίσι· δεν θέλησαν να ιδούνε ούτε εκείνους οπού τα βαστούσαν.
    Οι Τούρκοι του Μοναστηριού θέλουν να παραδοθούν ’σ εμάς με συνθήκες να μην σκοτωθούν· και τοιούτως συνφωνήσαμεν και δώσαμεν τον λόγον της τιμής μας. Τ’ ασκέρια τούς κακοφάνη· ήθελαν να τους πάρωμεν με ντουφέκι. Δώσαμεν τον λόγον μας να βγούνε. Θέλει ο Καραϊσκάκης να πάγω να τους συντροφέψω εγώ ως τα κανόνια τους. Αφού είδα τα στρατέματα αγαναχτισμένα δεν θέλησα, κ’ έστειλε τον Βάσιο. Βγαίνοντας από το Μοναστήρι οι Τούρκοι απόξω, εις την βρύση, έκαμεν ένας Έλληνας ν’ απλώση ’σ έναν Τούρκον, βγάζει ο Τούρκος την πιστιόλα και σκοτώνει τον Έλληνα. Τότε, ήταν ως τρακόσοι πενήντα Τούρκοι όλο διαλεμένοι, και καμμιά δεκαριά σώθηκαν εις τα κανόνια τους. Είναι η αλήθεια του Θεού, από ’μάς δεν ήξερε κανένας· κατά τον λόγο μας θ’ ακολουθάγαμεν.
    Την ίδια βραδειά μού λέγει ο Καραϊσκάκης εμένα και του ταχτικού και του Κώστα Βλαχόπουλου να φκειάσουμεν κι’ άλλα τρία ταμπούρια, να τα ξημερώσουμεν· να είναι συνκρατητά με τα δικά μου, να πάμεν ως της ελιές διά να γένη το κίνημα διά την Αθήνα και να μην μας κόψουν τον δρόμον οι Τούρκοι – ότ’ ήταν πλησίον μας τούρκικα ταμπούρια πλήθος. Και διά νυχτός τα ξημερώσαμεν φκειασμένα χωρίς οι Τούρκοι να μας πάρουν χαμπέρι. Βάλαμεν και τα κανόνια τους μέσα εις τα τρία και ζυγώσαμεν εις την άκρη της ελιές. Την αυγή οπού ξύπνησαν οι Τούρκοι βλέπαν και τρίβαν τα μάτια τους. Τότε πιάσαμεν τον πόλεμον χωρίς να μας κάμουν καμμίαν ζημίαν, οπούρθαν τόσοι Τούρκοι πεζούρα και καβαλλαρία.
    Τότε συναχτήκαμεν όλες οι κεφαλές εις το τζαντίρι του Καραϊσκάκη και μιλήσαμεν να γένη το κίνημα διά την Αθήνα. Να γένουν δυο κολώνες· μία κολώνα να πάγη από τους Τρεις Πύργους, δυο χιλιάδες, να δώσουν εκεί προσοχή οι Τούρκοι, κι’ από της ελιές να κινηθή ο Καραϊσκάκης να έμπη μέσα εις την Αθήνα. Κεφαλές διά τους Τρεις Πύργους ο Μπότζαρης, ο Βέικος, ο Ντούσιας, ο Γιώργο Τζαβέλας, ο Δράκος, ο Βάσιος, οι δυο Νοταραίοι, Καλλέργης, Ποργιώτης. Όλοι αυτείνοι ζήτησαν κ’ εμένα να πάγω από ’κεί. Ο Καραϊσκάκης δεν ήθελε· ήθελε να πάμεν μαζί από της ελιές. Δεν θέλαν όλοι. Αποφασίστηκε να πάγω μ’ εκατόν πενήντα ανθρώπους και τους άλλους να τους αφήσω μ’ έναν αξιωματικόν κεφαλή εις της θέσες τους. Ο Καραϊσκάκης να κινηθή από της ελιές με πέντε χιλιάδες· δυο χιλιάδες – να είναι από πεντακόσοι μ’ έναν κεφαλή – να κινιώνται μιντάτι ούθεν κάμη χρεία. Και οι δυο, η σαβούρα, να είναι εις τα ταμπούρια.
    Ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. Με φωνάζει και μου λέγει να ειπώ του Αρχιστράτηγου και του Ναύαρχου το σκέδιον και να λάβω από τον Ναύαρχον τα τζαπιά και φκυάρια, οπούταν μέσα εις το καράβι του, κι’ αυτά να τα μεράσω εις τους αρχηγούς οπού θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους. Και το σκέδιον ήταν να δώσω του κάθε ενού οδηγό κι’ απόναν Αθηναίον να ξέρη της θέσες. Από τους Τρεις Πύργους ως τον Ανάλατον να γίνουν – από την θάλασσα κι’ ως εκεί – έντεκα ταμπούρια· ’στο μπροστινό να είναι χίλι’ άνθρωποι μέσα. Πήγα αντάμωσα τον Κοκράν και Τζούρτζη και είπα τα σκέδια και να ετοιμάσουν και τα καράβια διά όσους θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους – σουρουπώνοντας να βαρκαριστούμεν. Πήρα τα τζαπιά και φκυάρια και τάδινα τού κάθε οδηγού της θέσης κι’ αρχηγού. Τελειώνοντας από αυτά, ακώ έναν πόλεμον. Πηγαίνομε, τηράμε· πλησίον εις το Γλυκό νερό ήταν ένα ταμπούρι Τούρκικον· κ’ εκεί πήγαν κάτι μεθυσμένοι νησιώτες και Κρητικοί, πιάσαν τον πόλεμον. Συνάχτη το περισσότερον στράτεμα. Εκεί οπού πήγαμεν να σβέσωμεν τον πόλεμον, ότι θα κάναμεν το κίνημα το βράδυ, πλάκωσαν και Τούρκοι περισσότεροι πεζούρα και καβαλλαρία. Άναψε ο πόλεμος πολύ· ήρθε κι’ ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω: «Σύρε οπίσου να πάψη ο πόλεμος, ότι το βράδυ θα κινηθούμεν. – Μου λέγει, στάσου αυτού με τους ανθρώπους κ’ εγώ φέγω». Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί· μαζευόμαστε, τηράμεν· ήτανε βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνου, εις τα φτενά. Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά· «Εγώ πεθαίνω· όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν.
    Τότε Τούρκος έφυε, οπού ήταν μ’ εμάς, και το είπε του Κιτάγια αυτό και το σκέδιόν μας. Ο καιρός πέρασε, δεν έγινε το κίνημα. Βάνομεν τον Τζαβέλα αρχηγόν τ’ ασκεριού. Δεν είχε επιρρογή. Το σκέδιον μένει εις το ίδιον. Εγώ τους είπα ν’ αλλάξωμεν αυτό το σκέδιον, ότι ο Αρχηγός σκοτώθη κι’ αυτείνη η άργητα – θα μας προδώσουνε. Δεν ήθελε με κάνα τρόπον ο Κοκράν και οι άλλοι. Έστειλα τον Μαυροκορδάτο, τους μίλησε· δεν θέλησαν να συνακουστούμεν. Σε δυο ημέρες κινηθήκαμεν. Ο Κιτάγιας το ήξερε· έστειλε παντού και σύναξε ως δυο χιλιάδες καβαλλαρία. Πήραμεν να φέξωμεν εις τα καράβια. Έστειλα έναν καραβοκύρη, πήγε εις τον Κοκράν να του ειπή να βολτιτζάρωμεν εκείνη την ημέρα και να βγούμεν το βράδυ, νάχωμεν καιρό να φκειάσουμεν τα ταμπούρια. Δεν θέλησε. Απάνου οπού πήρε να δώση ο ήλιος, πρωτοεβήκαμεν ο Βάσιος, ο Καλλέργης κ’ εγώ από πέρα τους Τρεις Πύργους. Οι άλλοι οι αρχηγοί ήταν ακόμα εις τα καράβια. Τότε μείναμεν σύνφωνοι εμείς οι τρεις και φκειάσαμεν απόνα ταμπούρι από πάνου εις την ράχη. Ήταν και η θάλασσα πλησίον, αν μας πλάκωνε πολλή Τουρκιά, νάχωμεν και τα καράβια να μας βοηθήσουνε. Ο Κοκράν, διά να μην μείνη κανένας ζωντανός – (ήταν αυτός ο αίτιος κι’ ο Τζαβέλας κι’ ο Περραιβός κι’ όλη αυτείνη η συντροφιά διά να γένη το κίνημα· κι’ αυτείνοι μείναν όλοι πίσου εις τον Φαληρέα μ’ εννιά χιλιάδες ασκέρι και κάναν σίγρι με τα κιάλια. Είχαμεν συνφωνήση να μας στείλουν και την καβαλλαρία· ούτε έναν καβαλλάρη δεν έστειλαν). Έταξε χρήματα ο Κοκράν, «όποιος πρωτοπάγη εις την Αθήνα». Έπιαν και ρούμι κι’ άλλα σπίρτα όσοι μείναν εις τα καράβια – τότε βήκαν έξω. Δεν στάθηκαν εις τα δικά μας πόστα, τράβηξαν ομπρός, εις τον Ανάλατο. Σαν είδαν αυτείνους οι εδικοί μας άνθρωποι φύγαν κ’ εκείνοι διά ομπρός. Δεν συνακουγόμαστε, καθώς εγίναμεν. Παραγγέλνω του Τζούρτζη όλα αυτά, ως αρχηγός να στείλη κανέναν, ή ναρθή μόνος του να ειπή των ανθρώπων να γυρίσουν οπίσου. Αυτείνοι κάθονταν και οι δυο εις τους Τρεις Πύργους ’στα καράβια, κι’ ο Ναύαρχος κι’ ο Αρχιστράτηγος. Πάνε φκειάνουν ένα στραβό ταμπούρι. Ήταν πλησίον ένα ρέμα· τους λέγω να το φκειάσουμεν εκεί, δεν ήθελαν. Έβαλα κ’ έφκειασα ένα ταμπούρι. Πλησίον μου έφκειασε κι’ ο Νοταράς και ήταν και το ταχτικόν. Κατέβηκα εις την θάλασσα και πήρα μπάλλες κι’ άλλα αναγκαία, οπούχαμεν και κανόνια μαζί. Μας πλάκωσαν οι Τούρκοι πλήθος, πεζούρα και καβαλλαρία. Βαρούγαν από το κάστρο, δεν μπορούσαν να τους κάμουν τίποτας· βαρούγαμεν εμείς με τα δικά μας κανόνια, το ίδιον. ’Στο στραβό ταμπούρι ήταν οι Σουλιώτες· δεν είχαν δύναμη, τους δώσαμεν ανθρώπους όλοι και γιομίσαμεν το ταμπούρι τους. Συνάχτηκαν εις το ρέμα πλήθος Τουρκιά. Με πρώτο γιρούσι εμπήκαν μέσα εις το ταμπούρι των εδικώνε μας. Μια φωτιά μόνον πρόφτασαν οι εδικοί μας κ’ έρριξαν – και τους πελέκησε η πεζούρα και η καβαλλαρία. Καμμιά εξηνταριά λαγάρισαν από τους δικούς μας – τους έβαλαν εις τη μέση και τους τελείωσαν κι’ αυτούς.
    Τότε γιομίσαμεν εμείς με κομμάτια τα ντουφέκια μας και προσμέναμεν να ρίξωμεν εις το κρέας όσο να λυώσουμε εκεί μέσα. Τα ταμπούρια τάχαμεν φκειασμένα καλά. Είχα πιάση την πόρτα και βαστούσα τους ανθρώπους. Τότε ένας αξιωματικός μού δίνει μίαν ασκουντιά και κόντεψε να μου μπη το μαχαίρι μέσα εις την κοιλιά μου. Σηκώνομαι απάνου, πιάστηκα μ’ εκείνον· «Τήρα κάτου, μου λέγει· σήμερα μας πήρετε όλους εις το λαιμό σας». Όσα ταμπούρια ήταν από την άκρη την θάλασσα ως τα δικά μας, δέκα έντεκα, τζακίστηκαν χωρίς πόλεμον και μας άφησαν τα τρία ταμπούρια του Νοταρά, το δικό μου, του Βάσιου και του αλλουνού Νοταρά, οπού ήταν σε ένα ταμπούρι. Και εις τον ίδιον καιρόν τζακιστήκαμεν και τα τρία ταμπούρια και πελεκιώντας με τους Τούρκους – άκουγες σα να ήταν λόγκος χτύπαγαν τα μαχαίρια και τα σπαθιά. Τυλιμένος με τους Τούρκους και χάριν εις τα ποδάρια μου κι’ ότι βρέθηκα με κουράγιον, δεν κιότεψα (ότι οι περισσότεροι από αυτό χάθηκαν) και κόβοντας από ’μάς οι Τούρκοι από τον Ανάλατον ως την θάλασσα, φτάσαμε εκεί, οπού γίνεταν θρήνος.
    Και οι Έλληνες κάμαν το χρέος τους, όμως κέρδεσαν την νίκη οι Τούρκοι. Περίτου από οχτακόσοι Έλληνες πήγαν, όλο το άνθος. Και οι Τούρκοι ζύγωσαν εις αυτό. ’στην θάλασσα ηύραμεν τον Κώστα Μπότζαρη και τους άλλους, οπού άφησαν τα ταμπούρια τους και φύγαν πρωτύτερα. Είχαν όλοι μπη εις την θάλασσα και φαίνονταν τα κεφάλια τους μόνον. Τότε μας ρίχτηκαν κ’ εκεί πεζούρα και καβαλλαρία, και με τα μαχαίρια σκάβαμεν την γης και φκειάναμεν ταμπούρια και μπαίναμεν από πίσου. Και πολεμήσαμεν ως τα σούρπα.
    Και τότε αρχίσαμεν να μπαρκαριστούμε. Μετράγω τους ανθρώπους μου· ήμουν μ’ εκατόν πενήντα κ’ έμειναν τριάντα τρεις κ’ εγώ. Ως διακόσοι πενήντα το ταχτικόν, μείναν καμμία εξηνταργιά. Βλέποντας αυτό, από την λύπη μου – και πολέμαγα να τους μπαρκαρίσω, με πλάκωσαν πολλοί, ότ’ ήμουν και κουτζός, (άντεσα ξυπόλυτος οπούφκειανα το ταμπούρι) μου δίνουν ένα ασκούντημα και πάγω εις τον πάτο εις την θάλασσα. Μισοπνιμένον με βγάλανε και με πήγαν εις την γολέττα τ’ Αρχιστράτηγου. Μπήκαν και οι άλλοι μέσα.
    Μαθαίνομεν ότι του αρχηγού Κίτζο Τζαβέλα μ’ εννιά χιλιάδες ασκέρι τού πήραν τα κανόνια, οπούχαμεν κάτου εις τα πόστα, τους πήραν το Μαναστήρι. Εκεί αυτός, εκεί ο Νικήτας, εκεί ο Χατζημιχάλης, εκεί ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, εκεί οι άλλοι αξιωματικοί, Πετμεζαίγοι, Σισίνηδες του Καραϊσκάκη. Τους πήραν όλες της θέσες και Μαναστήρι και Νερό και τους κλείσαν εις την Καστέλλα κι’ ολόγυρα. Όταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε διά ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς. Αφού τους πήραν της θέσες όλες και θα πέθαιναν της δίψας, τότε βήκαμεν από τα καράβια κ’ εμείς οι μισοσκοτωμένοι και πολεμήσαμεν μαζί με αυτούς τους Τούρκους και ξαναπήραμεν το Νερό και Μοναστήρι και της άλλες θέσες. Κ’ έπγαν νερό αυτείνοι όλοι και τα καϊμένα τ’ άλογα τ’ αθώα.
    Πού ακούστη εννιά χιλιάδες Έλληνες, πεζούρα και καβαλλαρία, να τους πάρουν ομπρός πεντακόσοι Τούρκοι; Και να τους κυργέψουν όλα τα πόστα και κανόνια; Και να σκάσουνε από τη δίψα; Ανάθεμα τον Κοκράν οπού μας έβγαλε έξω το βράδυ – να τους αφήσωμε να πεθάνουν από την δίψα, να τους πιάσουν όλους οι Τούρκοι.
    Χάθηκαν εις τον Ανάλατον οι γενναίοι και οι καλοί πατριώτες, τα άξια παληκάρια ο Δράκος, ο Βέικος, ο Ντούσιας, ο Γιώργο Τζαβέλας, ο Νοταράς, ο Τζελέπης κι’ άλλοι πλήθος αξιωματικοί. Πιάστη ζωντανός κι’ ο καϊμένος ο Καλλέργης και τράβησε τόσα μαρτύρια· και τον ξαγόρασαν. Σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Κρητικοί κι’ ο γενναίος Κουρμούζης. Αιωνία τους η μνήμη! Η πατρίδα χρωστάγει χάριτες σε όλους αυτούς. Και να ευκέται τον νέον Ναύαρχον κι’ Αρχιστράτηγον, οπού τους στείλαν παράωρα εις τον Άδη όλους από της κυβέρνειες τους.
    Σκοτώνοντας ο Νοταράς, οι περισσότεροί του άνθρωποι ήρθαν μ’ εμένα. Αφού λάβαμεν αυτείνη την ατυχίαν εις τον Ανάλατο, ο Αρχιστράτηγος εβήκε από την γολέττα έξω και σύναξε όλους εμάς κ’ εκρίθη εύλογον να μείνω εγώ εις την θέση του Φαληρέως με τρεις χιλιάδες ανθρώπους να βαστήξω την θέση· και υποσκέθηκα ότι θέλω την φυλάξη. Ο Αρχιστράτηγος μ’ όλο τ’ ασκέρι να πάνε να βαρήσουν τα στενώματα, οπού διαβαίνουν οι ζαϊρέδες των Τούρκων. Έμειναν όλοι σύνφωνοι να κινηθούνε δι’ αυτό. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο γαμπρός του Τζαβέλα, κι’ ο Τζαβέλας ο αρχηγός ανακάτωναν τ’ ασκέρια κ’ έκαναν χιλιάδες αντενέργειες. Ψωμί δεν έρχονταν εις τον Φαληρέα και ζήσαμεν τόσες ημέρες με λάχανα. Και το ψωμί τόκαναν οι τζαγουσιάδες τους πραμάτεια. Ήθελαν να πάνε εις την Κόρθον. Τότε βιάζουν τον Τζούρτζη, του ζητούνε καράβια να φύγουν. Εγώ δεν ήθελα· ότ’ ήθα παραδοθή το κάστρο. Τότε το πήρα ενγράφως από τον Αρχιστράτηγον. Ήρθαν τα καράβια. Μεράσαμεν καθείς το πόστο του, που θα μπαρκαριστή και σε ποίον καράβι· και να βάλη και το κάθε σώμα τα κανόνια κι’ άλλα του πολέμου μέσα εις τα καράβια, να μην χαθούνε. Τότε είπα να πάρουν από να κανόνι το κάθε σώμα. Πήρα εγώ το δικό μου κι’ όλα τα μικρά και μπόμπες και γρανέτες και λέττα και τάβαλα όλα μέσα. Αυτείνοι όλοι είχαν να βάλουν τρία· τ’ άφησαν εις την διάκρισιν των Τούρκων. Εγώ αγωνίζομουν με τους ανθρώπους μου να βάλωμεν όλα αυτά, και κιντυνέψαμεν.
    Ο Τζαβέλας και Μπότζαρης και οι άλλοι αρχηγοί φύγαν νωρίς και μπήκαν εις τα καράβια· και στάθη ο Νικήτας έξω κι’ ο Γενναίος κ’ εγώ με την αράδα και βαρκαρίσαμεν τους ανθρώπους. Μπαίναν μέσα εις την φελούκα πολλοί, βούλιαγε μ’ όλους τους ανθρώπους. Και μ’ αυτόν τον τρόπον πήρε να φέξη· και οι άνθρωποι ήταν ακόμα έξω. Κι’ ο Θεός και βρέθη ένα νησάκι και ρίξαμεν τους ανθρώπους απάνου κι’ από ’κεί τους σηκώσαμεν την ημέρα.
    Όλοι έτοιμοι· τελειώσαμεν. Έφεξε. Τότε νοιώσαν οι Τούρκοι. Και σωθήκαμεν όλοι. Από ’κεί πήγαμεν εις Κούλουρη κι’ Αμπελάκι. Κ’ εκεί πολεμούσαμε με της γριές. Ο Τζαβέλας, Περραιβός και η συντροφιά τους πιάσαν την Κόρθο· πήραν το κάστρο και ζάπωσαν όλη την επαρχίαν, προσόδους, σταφίδες· κι’ ο Γενναίος και η συντροφιά του το δικό τους μανοσούπι από Άργος ως Καρύταινα και κυβερνούσαν τους κατοίκους. Και οι άλλοι ’στα δικά τους. Και πάθαν οι κάτοικοι όσα δεν πάθαν από τους Τούρκους. Αφού φύγαμεν από τον Πειραιά, απολπίστηκαν οι πολιορκημένοι, κάμαν συνθήκες με τον Κιτάγια και τους έβγαλε κατά τον λόγον της τιμής του, οπού τους έδωσε, με τ’ άρματά τους, μ’ όλα τους τα πράματα· τους μπαρκάρισε – και τον λόγον του τον βάσταξε ως τίμιος άνθρωπος. Και ήρθαν κι’ αυτείνοι εις Κούλουρη· και ξεκονόμησα τους συντρόφους μου εξ ιδίων μου, αυτούς οπούχα μέσα εις το κάστρο κ’ έξω. Ήταν εκατόν είκοσι εις το κάστρο και μείναν σαράντα τρεις· οι άλλοι πάνε από το ντουφέκι και κανόνι. Γύρευαν χρήματα και με στένεψαν· ήθελαν να πάμεν κ’ εμείς εις τα νησιά να κάμωμεν ό,τι κάναν και οι άλλοι εις την Κόρθο κι’ αλλού. Μου ζητούσαν καράβια να μπαρκαριστούμεν να πάμεν να γυμνώσουμεν τα νησιά. Τους υποσκέθηκα να πάγω εις την Αίγινα ναυρώ καράβια. Πήγα ηύρα τον Αρχιστράτηγον Τζούρτζη και τους αξιωματικούς Κριτζώτη, Ομορφόπουλο κι’ άλλους πολλούς. Μας πήρε όλους και μας έκαμεν ένα τραπέζι· κι’ ομπρός εις αυτούς είπε όλα τα τρέχοντα του Περαιώς κι’ Ανάλατου και εις τον Περαιά πόσο προσπάθησα υπέρ των πολιορκημένων. Τότε ομπρός σε όλους αυτούς μ’ έντυσε ένα χρυσό πεσλί και μόδωσε κ’ ένα ευκαριστήριον.
    Από ’κεί μας κάνουν ’πιτροπή οι Αθηναίγοι τον Ψύλλα, τον Ζαχαρίτζα, τον Ομορφόπουλον κ’ εμένα και πήγαμεν με τον Μαμούρη εις την Διοίκηση, οπού τον τραβήσαμεν να πλερώση τους Αθηναίους· ότι όταν τούφυγαν οι άνθρωποι του Γκούρα από το κάστρο, τους υπεσκέθη να τους δώση μιστούς αυτεινών. Πήγαμεν ’στην Κυβέρνηση να ειπούμε αυτό και να τους ξεκονομήση, ότ’ ήταν σε άχλιαν κατάστασιν. Η Κυβέρνηση είχε τον εφύλιον πόλεμον· και οι μισοί ήταν με τον Γρίβα και οι μισοί με τον Φωτομάρα· κι’ ο στρατηγός Γρίβας είχε το Παλαμήδι και οι άλλοι τον Ιτζκαλέ. Και πολεμούσαν με μπόμπες και κανόνια. Τότε τους μιλήσαμεν – ποιος μας άκουγε; Μίαν ημέρα πήγα ’σ έναν καφφενέ· ήταν κάτι αξιωματικοί της Κυβερνήσεως, παίζαν το μπιλλιάρδο, χρυσοκεντημένοι. Ευτύς οπού μας είδανε· «Γκιντί, αντιπατριώτες! Κομμάτια θέλετε να σας κάμουν! Αφήσετε έναν τέτοιον κάστρο εφοδιασμένο και φύγετε. – Τους λέγω, δεν είμ’ εγώ, αδελφοί, από ’κείνους τους προδότες· εγώ βήκα τόσους μήνους έξω και ήμουν εις τον Περαιά. – Δόστε ένα πούντζι του στρατηγού Μακρυγιάννη, οπού δεν είναι από αυτούς τους προδότες». Έπια το πούντζι και σηκώθηκα και πάγω εις την δουλειά μου να μην εύρω κάνα διάβολο.
    Εγώ σαν είδα αυτούς τους εφύλιους πολέμους, τους μούτζωσα όλους κ’ έφυγα και πήγα εις την Αίγινα οπίσου. Εις την Αίγινα οπού πήγα έγραψα ένα γράμμα των ανθρώπωνέ μου εις Κούλουρη και τους έλεγα της Διοίκησης τα πράματα· και καράβια δεν ηύρα, ούτε πασκίζω διά τέτοια. Όμως να ησυχάσουνε τιμίως και γλήγορα έρχεται ο Κυβερνήτης· κι’ όποιος φερθή τιμίως θέλει δικαιωθή. Σηκώθηκα και πήγα εις τα Θερμιά, ότ’ ήμουν αστενής, κι’ από εκεί εις Τήνο. Είχα την φαμελιά μου εκεί· έκατζα καμπόσο.
    Ήρθε ο κολονέλ Άιντεκ, αξιωματικός Μπαυαρός, και μου λέγει· «Σου δίνω πολεμοφόδια και ζαϊρέδες διά δυο χιλιάδες ανθρώπους – να μου δίνης μόνον την υπογραφή σου· να μιλήσουμεν και με τον Κοκράν να σου δώση πλοία να πιάσης ένα μέρος της Αττικής, να είναι στρατέματα απάνου εις την Αττική, νάχουν κατοχή οι Έλληνες. Του είπα· «Να πάγω ν’ ανταμώσω και τους Αθηναίους και σου μιλώ». Μπήκαμεν μαζί εις το καράβι και ήρθαμεν εις Πόρο. Εγώ πήγα εις Αίγινα κ’ εκεί συναχτήκαμεν εις τον Δεσπότη όλοι οι Αθηναίγοι. Τους είπα αυτό· τους ηύρα τους αγαθούς πατριώτες πρόθυμους και μου είπαν να πάγω εις τον Πόρο να μιλήσω με τον Άγιντεκ και Κοκράν να πάμεν. Πρόθυμοι ήταν όλοι οι καλοί κι’ αγαθοί πατριώτες. Πήγα τους αντάμωσα. Μου είπαν είναι έτοιμοι ο Άιντεκ διά τον ζαϊρέ και πολεμοφόδια – έστειλε κι’ ο Κοκράν διά τα πλοία. Όμως ήθελε να του δώσω ατομικώς εγγύησιν ότι δεν θα κάμω πειρατείες. Του υποσκέθηκα αυτό. Μου είπε σε λίγες ημέρες είναι έτοιμα να μου τα δώση. Πήγα να ετοιμάσω τους ανθρώπους.
 
 
ΣHMEIΩΣEIΣ
 
1. Ότι την πατρίδα την ήθελαν από τον Ισθμόν και κατά την Πελοπόννησον, όχι από τον Ισθμόν και κατά την Ρούμελη. Και κατηγορούσαν τον Καραϊσκάκη, οπού δούλευε να ξαναλευτερώση την Ρούμελη. Καθώς κι’ ο Κυβερνήτης μας προσπάθαγε δι’ αυτό και τότε έγινε Κυβερνήτης της Ελλάδος.
 
2. Eνέργειες του Mαυροκορδάτου μόνον ήξεραν, όπου έβαλε τον Kουντουριώτη να φκειάση τον Σκούρτη αρχιστράτηγον εις τους αρχηγούς τους στεριανούς και τους οδηγούνε όρτζια και πόντζα. Kι’ ο Mεταξάς με τον αρχηγόν της πιάτζας και συντροφιά τους, όπου κατόρθωσαν τις τρεις μεγάλες αρχηγίες εις την Eλλάδα και ήφεραν ξένα φώτα κι’ αντρεία, κυβέρνηση, ναυαρχίαν, αρχιστρατηγίαν, θέλαν να χαλάσουν την όρεξίν του Kαραϊσκάκη κι’ άλλων αρχηγών, οπού πολεμούσαν το χειμώνα διά να ματαλευτερώσουν την πατρίδα τους, όπου ξανατούρκεψε από τους συχνούς εφύλιους πολέμους και φατρίες αυτήνων των αγαθών πατριώτων. Oδήγησαν και τον αθώον και γενναίον Mπούρμπαχη να πάγη εις τον Kαραϊσκάκη αυτός – χορτάτος κι’ ο Kαραϊσκάκης νηστικός, και να σκοτωθούν.
 
3. Ήρθαν άνθρωποι από ’κείνους και μας τα είπαν όλα τα αίτια του χαλασμού τους.

(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος A΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)