1833 Μαγίου 4 ήρθα εδώ εις Αθήνα. Οι πολιτικοί μας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κύταζε να ’περισκύση η δική του φατρία. Άλλος το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσσικον, άλλος Γαλλικόν. Οι Αντιβασιλείς μας τήραγαν κι’ αυτείνοι να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ήβραν αλώνι ν’ αλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες με τους δικούς μας. Τότε άλλοι απάτησαν τους οπλαρχηγούς, τους λέγαν να σηκωθούν να ζητήσουνε τα δίκια τους, και μ’ αυτό τους γέλασαν τους ανθρώπους. Ξέροντας κ’ εμένα ότι έφυγα με δυσαρέσκειαν από τ’ Ανάπλι, μου στείλαν έναν απόστολον εδώ εις Αθήνα και μου είπε να σηκωθούμε αναντίον των Μπαυαρέζων. Κι’ ο σκοπός των πολιτικών μας ήταν με δυο τρόπους· αν πετύχη ο καθείς με την μερίδα του και ’περισκύση, είναι κερδεσμένος με το κόμμα του και τους άλλους τους κάνει είλωτες. Αν δεν πετύχουν καθένας τους ξένους του σκοπούς, τότε τα φορτώνουν του στρατιωτικού όλα τα βάρητα και λένε αυτείνοι είναι οι αίτιγοι του κακού και πρώτα και τώρα εις τον ερχομόν του Βασιλέως. Και μπαίνουν εις την τζελατίνα όλες οι κεφαλές. Ότι δεν αναπαύτηκαν ότι μείναν οι στρατιωτικοί δυστυχείς· κι’ άλλοι πήγαν εις την Τουρκιά· κι’ όσοι μείναν πεθαίνουν της πείνας. Ότι έρχεται εδώ ένας απόστολος από του Κωλέτη το παρτίδο και του Μαυροκορδάτου και μου λέγει· «Εις τ’ Ανάπλι είναι σύνφωνοι όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί και θα πιάσουνε το Παλαμήδι· και είναι και η χωροφυλακή έτοιμη· και από την Δυτική Ελλάδα ήρθαν γράμματα ότι χτύπησαν. Και μ’ έστειλαν και ’σ εσένα εδώ ν’ αγροικηθής με τους άλλους να βαρέσετε κ’ εσείς. – Διατί να βαρέσουμεν; του λέγω. – Διά τα δίκια μας. –Ποιος σ’ έστειλε; – Ο Κωλέτης κι’ ο Μαυροκορδάτος. – Εκείνοι παίρνουν μιστόν ο κάθε ένας από χίλιες δραχμές, και δεν έχουν ανάγκες. Εμείς τίποτα δεν παίρνομεν και προσμένομεν. Η Κυβέρνηση διόρισε μιαν επιτροπή διά να κυτάξη του κάθε αγωνιστού τα δίκια του. Δεν προσμένομεν τι θα κάμη η επιτροπή; Κι’ αν αδικηθούμεν, τότε αναφέρνεται ο καθείς μ’ αναφορά του εις τον Βασιλέα και μίαν βολά κι’ άλλη κι’ άλλη· και σαν ιδούμε η δικαιοσύνη εχάθη από τους ανθρώπους, τότε συλλογιώμαστε δι’ αυτά. Κάθε ’μέρα θα κάνετε εσείς τους σκοπούς του Κωλέτη και Μαυροκορδάτου κι’ αλλουνών – και να καίμε εμείς την πατρίδα μας και να σκοτωνώμαστε; Όταν υποκινούσαν κάθε καιρόν από ’ναν εφύλιον πόλεμον, δεν ήξεραν ότι τέτοια αγαθά θ’ απολάψωμεν; Δεν θυμώνται εις την Συνέλεψη της Πρόνοιας οπού πλέρωσαν το Ζέρβα κι’ άλλους και δέσαν τους πληρεξούσιους, τέτοια καλά θα ιδούμεν; Και θέλουν τώρα άλλος να μας κάνη Άγγλους, άλλος Γάλλους κ’ άλλος Ρούσσους; Εγώ θέλω να τους προσφέρω μόνον σέβας ολουνών αυτεινών των ευεργέτων και να τηράξω την πατρίδα οπού γεννήθηκα και τον Βασιλέα οπού ’ταν της τύχης της να βασιλέψη. Εμείς ακόμα δεν είδαμεν το κακό του, ούτε το καλό του. Δεν προσμένομεν; Τι βιάζεστε; Εσύ τι θέλεις, κερατά, και οι άλλοι οι μπερμπάντες –όλο αυτά θα ’χωμεν;» Πήρα ένα γερό ξύλο και το ’δωσα έναν δαρμόν καλόν και τον έβγαλα έξω από το σπίτι μου.
Τ’ ασκέρια ήταν, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, εις την Φήβα και Λιβαδειά και Ταλάντι. Τους έστειλα ολουνών έναν επίτηδες και τους έλεγε αυτά αυτεινού του αποστόλου και να μην γελαστούν όσο να ιδούμεν την επιτροπή. Τους το είπε ο άνθρωπος οπού ’στειλα. Όσοι τον άκουσαν γλύτωσαν. Τότε αυτός ο απόστολος φεύγοντας από ’μένα πήγε ’σ αυτούς. Αφού τους έβγαλε από τα μυαλά τους, τους πρόδωσαν και τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς· και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι, οπού ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες – κ’ έπρεπε να κόψη η Αγγλία τον Ντώκινς τον πρέσβυ της, η Γαλλία τον δικόν της και η Ρουσσία το ίδιον· κι’ ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους Αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψη κι’ ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδος μας και του αθώου Βασιλέα μας· και ή καλά πάθη η πατρίς ή κακά τα χρωστούμεν εις το εξής εις την καλωσύνη της Μεγαλειότης του διά της συβουλές του Μετερνίκ κι’ αλλουνών οπού άκουγε. Η Μεγαλειότης του πολλές νύχτες και ’μέρες κοπίαζε και θυσίαζε τα βασιλικά του φώτα να φκειάνη στίχους διά την Ελλάδα και διά τους Έλληνες, όταν πολεμούσαν εις το Μισολόγγι κι’ αλλού και κιντύνευαν νηστικοί και ταλαιπωρεμένοι. Τώρα εύγε του Μεγαλειότατου Βασιλέως! ’Μπρος εις το νιτερέσιόν σου ούτε παιδί σου συλλογίστης, ούτε αθώον έθνος ματοκυλημένο. Διά τούτο όλοι οι τοιούτοι βασιλείς –ο τίτλος τους πρέπει να «είναι αθώων ανθρώπων τύραννοι». Θε, πού είναι οι βασιλικές δικαιοσύνες;
Τέλος πάντων με τέτοιες δικαιοσύνες ήθελαν να κόψουν τους πρωταγωνιστάς ως κακούργους, τον Κολοκοτρώνη, τον Κολιόπουλον, τον Κριτζώτη, τον Τζαβέλα, τον Γρίβα, τον Μαμούρη, τον Ρούκη, τον Ντουμπιώτη, τον Αποστολάρα, τον Μήλιον κι’ άλλους πολλούς τοιούτους. Φυλακώνοντας αυτεινούς, έστειλε ένα τζιράκι του ο Κωλέτης να πάγη εις την Φήβα διοικητής, Κλεομένη τον λένε. Μ’ ανταμώνει ο Κλεομένης, μου λέγει· «Τήρα ό,τι κάνετε εσείς οι στρατιωτικοί και δεν ξέρομεν εμείς οι πολιτικοί – τήρα τι παθαίνετε. – Του λέγω, να δώση ο Θεός να φυλακώσουνε κ’ εμένα, και τότε θα ιδούμεν αν ξέρουν οι πολιτικοί ή όχι, και ποιους θα χαλέψω συντρόφους εις την φυλακή. Και δεν μπορεί ούτε ο Βασιλέας να τ’ αποφύγη, ούτε η Αντιβασιλεία. Ότι αν τ’ αποφύγουν, τότε δεν υποτάζονται εις το δίκιον και εις τους νόμους – τότε γλυτώνουν όλοι αυτείνοι και κόψετε εμάς! – Ποιους θα πάρης συντρόφους; μου λέγει ο Κλεομένης. – Τον Κωλέτη τον αφέντη σου, τον Μαυροκορδάτο και τους τοιούτους όλους. Να φυλακωθώ και τότε τους βλέπεις· και μπορεί να είσαι κ’ ένας εσύ. Τότε φαίνεται». Ο Κλεομένης παραγγέλνει όλα αυτά του Κωλέτη. Και τότε τράβησαν χέρι από ’μένα.
Στέλνουν τον Ψύλλα εδώ εις την Αθήνα, οπού ήταν Γραμματέας του Εσωτερκού (’νέργησα κ’ εγώ κατά δύναμη να έμπη ’σ αυτείνη την θέση). Τον στείλαν εις την Αθήνα να συνφωνήση με τους Αθηναίους διά τους τόπους, οπού θα ’ρθη η Κυβέρνηση εδώ. Αφού ήρθε, πήγα τον είδα. Ήρθε κι’ αυτός εις το κονάκι μου. Μου λέγει· «Διατί είσαι πειραμένος με την Κυβέρνηση; – Ότ’ είμαι με τόση φαμελιά και δεν έχω να την ζήσω. Κι’ όταν κλέβαν οι άλλοι κ’ έχουν και τρώνε τώρα, εγώ, το γνωρίζεις ο ίδιος, αγωνιζόμουν και πληγωνόμουν και πλέρωνα κι’ από το εδικό μου. – Λέγει, όλα αυτά τα γνωρίζω και τα γνωρίζει και η πατρίς· και φκειάσε μου μιαν αναφορά και δος τηνε μου· και θα μιλήσω και μόνος μου». Του έφκειασα την αναφορά, την τηράγει, μου λέγει ο φίλος μου ο Ψύλλας· «Βρε Μακρυγιάννη, τι δικαιώματα ζητάτε της πατρίδος; Εσείς είστε όλοι λησταί. Εσύ έδενες τα συνφέροντά σου με τον Δυσσέα και Γκούρα κι’ άλλους και βασανίζετε την πατρίδα, καθώς κι’ ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους· κι’ αφανίσετε εσείς όλοι αυτείνη την πατρίδα. – Πότε ήμουν σύνφωνος εγώ μ’ αυτούς οπού μου λες, κύριε Ψύλλα; Εσύ με την ’φημερίδα σου τους θυμιάτιζες όλους αυτούς κ’ εγώ τους γύριζα ντουφέκι και τους πολέμαγα όταν πήγαιναν αναντίον της πατρίδος. – Πώς, μου λέγει, δεν έμπαινες εις του Γραλλιάρη την οδηγίαν ’στην χωροφυλακή; – Πώς δεν έμπαινες εσύ, του λέγω, τελώνης, οπού είσαι υπουργός του Εσωτερκού; Όταν ήταν ο κίντυνος της πατρίδος πήγαινες εις τα νησιά». Τον βλέπω κ’ έρχεται θυμωμένος· «Κάτζε αυτού, του είπα (κ’ έπιασα μιαν καθέκλα), να μην χαλάσω την Γραμματείαν του Εσωτερκού – θα γυρεύη νέον υπουργόν! – Πρέπει ο Βασιλέας, μου είπε, να πάρη μέτρα μόνον διά σένα, ότι εσύ ταράττεις τα πράματα. – Δεν θα τον φκειάσης τον Βασιλέα τζελάτη να σκοτώνη τους υπηκόγους του μ’ αυτά τα λόγια και της συκοφαντίες της δικές σας! Και διά να σε δείξω έξω σε όλο το κοινό, διά ’κείνο δεν το ’καμα καμπούλι να σε κυβερνήσω με την καθέκλα – τότε θα δικιολογέσουνε· εις τον τύπον θα δείξω κ’ εσένα και τους συντρόφους σου τι άνθρωποι είστε». Σηκώθηκα κ’ έφυγα. Πήγε και εις την εκκλησία, οπού ’ταν συνασμένοι όλοι οι Αθηναίγοι, να μιλήση διά ’κείνο οπού ’ρθε – δεν το ’δωσε κανένας ακρόασιν. Κ’ έφυγε καθώς ήρθε.
Τότε έφκειασα όλα όσα μου είπε ενγράφως και τα ’στειλα εις τον τύπον την ’φημερίδα «Ήλιος». Τον μάλλωσαν οι συντρόφοι του διατί να πιαστή μετ’ εμένα και θα βάλω αυτείνη την έκθεσιν εις τον τύπον. Μο ’γραψαν να μην την βάλω – «είναι το μόνο αδύνατο να μείνη οπίσου!» Τότε την έβαλα. Ύστερα μίλησα και τ’ Αρμασμπέρη κι’ αλλουνών και τον έβγαλαν· και τον έστειλαν διοικητή εδώ εις την Αθήνα. Τότε με τον μοίραρχον τον Βογινέσκον μου επισωρεύουν μίαν κατηγορία ότι έβρισα τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία. Παίρνουν ένα παλιάλογον να με βάλουν απάνου και να με στείλουν να με δικάσουν εις την Χαλκίδα. Του λέγω· «Θα πάγω», του μοιράρχου· «θα πάγω κ’ ελπίζω να μη σκοτωθώ· και την υπόληψή μου θα την ζητήσω από ’σένα, ότι εσύ γένεσαι ο αίτιος να διατιμηθώ αδίκως. Αυτείνη την υπόληψη την βάσταξα από μικρούθεν κ’ εσύ θέλεις να μου την γκρεμίσης. Κι’ όταν λευτερωθώ, ’στου βοϊδιού το κέρατο μέσα να είσαι, θα σε βρω να πεθάνωμε». Φώναξαν κι’ όλοι οι νοικοκυραίγοι διά την αδικία οπού θα μου κάμουν κ’ έρχεται ο μοίραρχος και μου ζητεί το «παρντόν» και μου λέγει όλα τα τρέχοντα: Ότι ο Ψύλλας τον έβγιασε και τον Ψύλλα οι κεχαγιάδες του Κωλέτης και Μαυροκορδάτος, οι νεκροθάφτες των αγωνιστών οπού θέλουν να μας διατιμήσουνε όλους. Τότε, αδελφοί αναγνώστες, σώθηκα με την βοήθειαν του Θεού.
Αφού είδα ότι θέλουν να μας φάνε εκείνοι οπού μας κυβερνούν, και η δικαιοσύνη τους είναι εις την τζελατίνα, τότε να μην αφήσω τόση φαμελιά οπού κρέμεται εις τον λαιμό μου – απόξω εις της κολώνες του Ολυμπίου Διός είχα από την Αίγινα αγοράση ολίγα χωράφια, όταν εις την Αθήνα ήταν ο Κιτάγιας και πνιμένη από Τούρκους. Πήγα εκεί έξω και πήρα και πεντέξι αργάτες κ’ έβαλα και κόβαν πλίθες. Και μο ’φκειασαν κ’ ένα πράμα σαν σαμαράκι και φορτωνόμουν πλίθες. Και καθόμουν εκεί. Κι’ όποτε απόσταινα έκλαιγα βλέποντας τα μέρη εκείνα οπού πολεμούσαμεν με τόση Τουρκιά και πληγωνόμαστε και σκοτωνόμαστε – και ’σ αυτείνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι από μακρυά, όταν κιντυνεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ’να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκκαλα· και οι αφεντάδες μας περπατούνε με της καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι· και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια. Έφκειασα το σπίτι μου και φύτεψα κι’ αμπέλι κι’ άλλα δέντρα κ’ εργάζομαι ως το σουρούπωμα να με γλυτώση ο Θεός από τους επίβουλους απατεώνες.
Τότε οι πομπιωμένοι μας πολιτικοί έστειλαν εις την Πελοπόννησον και ’ρέθισαν τους κατοίκους· τους είπαν να σηκωθούν να χαλέψουν δικιώματα. Ανακάτεψαν άλλοι την Σπάρτη και πήγαν αναντίον τους τα τάματα· και καταφανίστηκαν οι Μπαυαρέζοι εις τον σκοτωμόν. Κι’ όσους πιάσαν ζωντανούς οι ντόπιοι τους πουλούσαν ένα τάλλαρον τον έναν Μπαυαρέζο. Κι’ όσοι από αυτούς σκοτώθηκαν εκεί δίνομεν σύνταξη των φαμελιών τους εις την Μπαυαρία κι’ αχώρια πλήθος δικαιώματα οπού παίρνουν οι Σπαρτιάτες. Κι αφανίστη το δυστυχισμένο ταμείον· πήραμεν δάνεια και θα σωθούνε εις αυτά. Έστειλε κι’ ο Κωλέτης τους συντρόφους του αναντίον εις τους Πελοποννησίους, οπού τους βαίναν να κάμουν το κίνημα και ύστερα στέλναν και τους σκότωναν και τους γύμνωναν· και χάθηκαν τόσοι αγωνισταί αδίκως και παραλόγως· και χήρεψαν γυναίκες διά το χατίρι αυτεινών. Κι’ όσους δεν σκότωσαν εις τον πόλεμον τους σκοτώνουν ’σ την τζελατίνα με τους προκομμένους τους κριτάς, οπού ’νεργούνε τους νόμους καθώς θέλουν. Τον Γρίβα τον φυλάκωσαν διά τον σκοτωμόν του Πράσινου και βάλθηκαν όλοι οι φίλοι του και συντρόφοι του, ο Κωλέτης και η γενεά, και τον έβγαλαν. Κι’ όταν φυλάκωσαν τους άλλους οπλαρχηγούς τον ξαναφυλάκωσαν οπίσου.
Διόρισαν και την ’πιτροπή να δικιώση τους αγωνιστάς και να τους βαθμολογήση. Ήταν φίλοι οι περισσότεροι του Μαυροκορδάτου και του Κωλέτη και βαθμολογούσαν πολλούς φίλους τους με χωρίς δικαιώματα. Και γεννήθηκαν πλήθος παράπονα διά την αδικία οπού κάμαν εις τους αγωνιστάς πολλούς. Τότε έβγαλαν και τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς από την χάψη· τους βαθμολόγησαν συνταματάρχηδες, και τους κρέμασαν κι’ από ’να σταυρό και γκεζερούν εις τα σοκάκια τ’ Αναπλιού και καμαρώνουν. Και δεν γύρευαν, αν ήταν άνθρωποι με χαραχτήρα, ’κανοποίηση από τους αίτιους, οπού τους είχαν τόσον καιρό χαψωμένους.
Εις τα 1834 τα έβγα Αγούστου ήρθε ο βασιλέας εις Αθήνα. Ήθελε να πάγη εις την περιοδεία της Ρούμελης και μου είπε να πάγω κ’ εγώ μαζί του. Είχε και τον Τζαβέλα, Βάσιον και Μαμούρη. Πήγαμεν παντού εις την Ανατολική Ελλάδα και τα ’ροθέσια της Λαμίας. Τον δέχτηκαν όλοι οι κάτοικοι με μεγάλη επίδειξιν. Γυρίσαμεν πίσου εδώ τέλη Σεπτεβρίου. Μου είπαν οι αξιωματικοί να τους κάμω ένα τραπέζι εις το σπίτι μου να φάνε. Πήγα εις την Μεγαλειότη του να πάρω την άδεια. Λέγει η Μεγαλειότη του· «Θέλω να ’ρθω κ’ εγώ εις το σπίτι σου να φάγω». Του είπα ότ’ είναι δικόν του και είναι μεγάλη η τιμή οπού θα λάβω. Ότι δεν είχε πάγη σε κανέναν να φάγη ψωμί έξω από εκεί οπού διάβαινε, οπού του ετοίμαζαν κονάκι οι κάτοικοι. Τότε τον πήρα εις το σπίτι μου και με το φτωχικόν μου έμεινε ευκαριστημένος. Τότε οι φίλοι της κακίας δεν είχαν μάτια να με ιδούνε κι’ όλο με κακολαλούσαν διά να μην προβοδέψω και πλησιάσω μαζί του και μάθη την αλήθεια· κι’ αυτό τους θανάτωνε. Ότι εις την περιοδεία του είπα καμπόσες αλήθειες κ’ έμεινε ευκαριστημένος και παρουσία σε όλους αυτό το μολόγησε ο Βασιλέας, ότ’ είναι πολύ ευκαριστημένος. Έμαθαν αυτό και το τραπέζι – τότε έπρεπε όλοι να καταγίνωνται να με κακοσυσταίνουν.
Τον Νοέβριον μήνα τα 1834 αποφάσισε η Κυβέρνηση να ’ρθη εις Αθήνα κ’ έστειλε τον Κωλέτη γραμματέα του Εσωτερκού να κάμη τα καταστήματα. Έκαμεν καμπόσες ημέρες εδώ· δεν πήγα να τον χαιρετήσω, ότι με κρυφοδάγκωνε. Μίαν ημέραν πήγα. Μου λέγει· «Εγώ τόσον καιρό εδώ, τώρα ήρθες να με ιδής; – Δεν το θεώρησα ως αναγκαίον χρέος μου. Τώρα ήρθα, κι’ αν δεν σου αρέση φέγω και δεν ματάρχομαι. –Μου λέγει, πολλοί φίλοι μου μου λένε· «Διατί είναι ’γγισμένος ο Μακρυγιάννης μ’ εσένα;» Τους λέγω (μου λέγει)· «Δεν ξέρω τίποτα. – Του λέγω, ανόητοι άνθρωποι σου λένε τοιούτα και τα πιστεύεις; Πώς μπορεί ένας σουλντάτος να πιαστή με βασιλικόν υπουργόν; Δεν είναι αυτό, του λέγω, οπού δεν έρχομαι. Ήταν ένα παλάτι χαλασμένο και το γκρεμίσαμεν από θεμελιούθεν και το φκειάσαμεν να καθίσουμεν όλοι μέσα. Βάλαμεν εις της πόρτες εγγλέζικες κλειδωνιές και σου δώσαμεν τα κλειδιά εσένα διά να βαίνης εκείνους οπού κοπιάσαν κ’ έφκειασαν το σπίτι αυτό, οπού βαστάς τα κλειδιά του λόγου σου διά να μην μπαίνη όποιος θέλη· διά ’κείνο σου δώσαμεν εσένα τα κλειδιά. Του λόγου σου ανοιγοκλείνοντας διά το νιτερέσιον μόνον το δικόν σου κι’ όχι του σπιτιού, χάλασες αυτές της παλιοκλειδωνιές κ’ έβαλες εις το σπίτι κλειδωνιές τεφαρίκια Ευρωπαίγικα και της παλιοκλειδωνιές της πέταξες εις τα σκούπρα (εις της χάψες), εκεί οπού να μην ανεμείνη τζίτα γερή και χρήσιμη. Θυμήσου, κύριε Κωλέτη, αυτό το σπίτι είπε ο Θεός να χτιστή και θέλει εκείνους οπού αγωνίστηκαν κ’ έγινε – θα ’ρθη καιρός να ψάξης εσύ κ’ οι συντρόφοι σου δι’ αυτές της κλειδωνιές της σάπιες και να μην εβρήτε καμμίνια· εσείς τότε θα βαρέσετε το κεφάλι σας· τώρα είναι πολλά ήσυχον. – Μου λέγει, τ’ είναι αυτά οπού μου λες; Θα ’ρθω εις το σπίτι σου να μιλήσωμεν. – Να μην έρθης και δεν χωράς· και να ’ρθης, θα μου ειπής να βγω από το παλεθύρι. Όμως εγώ έχω σκάλα φκειασμένη, δεν ματατζακίζομαι. Και είδαμεν την ’λικρίνειάν σας ολουνών. Και κάμετε το χερότερον, ό,τι σας περάση. Εγώ τώρα προσκυνώ Θεόν, πατρίδα και Βασιλέα. Έχω σέβας εις την Κυβέρνησιν κι’ Αντιβασιλεία όσο να ηλικιωθή και να κυβερνήση ο Βασιλέας».
Τότε έβαλε τους φίλους του Κριτζώτη, Ροζού (;) κι’ άλλους να φιλιωθούμεν. Τους είπα· «Δεν θέλω φιλίαν μ’ αυτούς. Όταν είμαι οχτρός, φυλάγομαι και με την φιλίαν με τρώνε». Απολπίστη από ’μένα. Είχε τον Κλεομένη φερμένον διοικητή εδώ· τον έβαλε να του κάμη παρτίδο εις την Αθήνα. Διάλυσαν τα μοναστήρια· συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι’ όλα τα γερά εις το παζάρι· και τα ζωντανά διά δίχως τίποτα. Παίρναν οι τοιούτοι· πήρε κι’ ο Κλεομένης μ’ άλλους τα ζωντανά των μαναστηργιών και τα ’φερε εδώ. Κ’ έκαμαν και τα μούλκια λιβάδια και τα βόσκαγαν. Τότε πιαστήκαμεν και γενήκαμεν κομμάτια. Με διόρισαν ’πίτροπόν τους όλοι οι νοικοκυραίγοι και τρομάξαμεν να λευτερωθούμεν από τα μαναστηριακά τα ζωντανά, οπού κάμαν λάφυρα όλοι αυτείνοι τα μούλκια. Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλογέροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα τους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου· ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλογέροι· και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες· και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κ’ έτρωγαν ψωμί. Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι’ ο τουρκοπιασμένος Κωσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών.
Ο Κωλέτης, συνειθισμένος από τ’ Ανάπλι – ήθελε την Κυβέρνηση εκεί, ότι έκαμεν τόσα σπίτια κι’ αργαστήρια σε αλλουνού όνομα κι’ αυτός έπαιρνε τα νοίκια και παίρνει από αυτά· δι’ αυτό είχε νιτερέσιον πρώτο· και ύστερα, στενό το μέρος εκείνο, έκανε της φατρίες του όπως ήθελε· ευτύς σύναζε τους οπαδούς του και φοβέριζε το έθνος και την Κυβέρνηση με τους παντίδους τους συντρόφους του, πολιτικούς και στρατιωτικούς – εδώ οπού ’ρθε, η Αθήνα εκτεταμένη, οι Αθηναίοι θέλουν ησυχία, άλλος θα πάγη εις τ’ αμπέλι του, άλλος ’σ το χωράφι του, και δεν τηράνε συντροφιές κάλπικες, τηράνε την δουλειά τους κι’ όχι μπιλλιάρδους και καφφενέδες· τότε ο Κωλέτης επιφόρτισε τον Κλεομένη του να του κάμη παρτίδο. Συνφώνησαν μυστικούς συντρόφους τον Ζαχαρίτζα και τον Βλάχον, παλιά συντροφιά, οπού κυβέρνησαν μαζί με τον Γκούρα την Αθήνα και την έσπειραν αλάτι, και δένουν αυτείνοι οι τέσσεροι κοντράτα και παίρνουν τα τρόφιμα της πόλεως και το ψωμί διά να βρίσκωνται. Έδωσε ο Γραμματέας του Εσωτερκού των τέσσερων συντρόφων, Κωλέτη κι’ αλλουνών, πενήντα πέντε χιλιάδες δραχμές να βρίσκεται κρέας και ψωμί εις την πιάτζα. Πριν πάρουν της 55 χιλιάδες είχε εξήντα λεπτά το κρέας· τότε το ’καμαν μίαν δραχμή και ψόφιον. Το ίδιον και το ψωμί και τ’ άλλα. Τότε βούγησε όλος ο κόσμος δι’ αυτό και πήγαν εις τον Βασιλέα και το ψωμί και το κρέας. Και κατηγόραγαν τους Αθηναίους.
Ήταν και εις τον Περαιά ’σ την άκρη εις την θάλασσαν κι’ ολόγυρα ’διοχτησίες· πήγε ο κύριος Κωλέτης και τη μέρασε των συντρόφωνέ του μυστικά· κι’ όποιος ’διοχτήτης είχε δέκα στρέμματα, του άφιναν μόνον τρακόσες πήχες, ένα πέφτο του στρεμμάτου, και τ’ άλλα τα μέραζε ο κύριος Κωλέτης – την ’διοχτησίαν των ανθρώπων την μέραζε των φίλωνέ του διά να χτιστή ο τόπος. Και δεν τα προκήρυχνε σε όλο το κράτος, να βάλη και μίαν προθεσμίαν, αλλά τα μέρασε με τους φίλους του· και πήραν της καλύτερες θέσες· και τότε οπού μαθεύτηκε, οι άλλοι λάβαιναν τα βουνά. Τότε, ότι κάνει δούλεψη η συντροφιά του Κωλέτη Κλεομένης, Ζαχαρίτζας και Βλάχος και θα γένουν πρώτοι κτίτορες, λέγει ο Κωλέτης εις τους Αντιβασιλείς να δώσουνε αυτής της συντροφιάς εκατόν ογδοήντα χιλιάδες δραχμές να χτίσουνε, βραβείον πρώτο. Τους έδωσε κι’ από τριάντα έξι αργαστηρότοπους ’στην πρώτη φάτζα, της συντροφιάς εκατόν οχτώ αργαστήρια, και εις το μυστικόν να ’χη τα μισά ο ’νεργητής, αργαστήρια πενήντα τέσσαρα. Κλεισμένα τα μάτια, εκείνη η θέση νοικιάζεται εκατό δραχμές το μήνα κάθε αργαστήρι. Μαθαίνοντας αυτά όλα και το μυστικόν διάταμα οπού τα μέραζε κρυφίως εις τους συντρόφους του, βάνω και φκειάνω μίαν αναφορά και την υπογράφουν όλοι οι νοικοκυραίγοι· και λέγαμεν αυτό και διά τα τρόφιμα και διατί να κατηγοριώνται οι Αθηναίοι ότι κάνουν πραμάτεια τους ανθρώπους· κι’ αυτείνοι οπού κάνουν αυτά είναι παλιοί συντρόφοι. Τότε μαθαίνει την αναφορά ο Κωλέτης, στέλνει και με φοβερίζει να σηκώσω την υπογραφή μου και να τραβήσω χέρι και να ξεκληστή η αναφορά, ότι γένεται συνήθεια να γράφουν οι πολίτες εις την Κυβέρνηση· και γένεται κακή συνήθεια· κι’ αν δεν σηκώσω την υπογραφή μου, θα με στείλη εις το Μπούρτζι. Του αποκρίθηκα θα διπλώσω την υπογραφή μου και θα την πάρω μόνος μου την αναφορά να την πάγω εις τον Αρμασμπέρη· κι’ ό,τι μπορέση κουσούρι να μην κάμη. Την πήρα και την πήγα την αναφορά μ’ άλλους δυο πολίτες· και μιλήσαμεν και ρήμαξαν τα σκέδιά τους. Και μοναχά οι συντρόφοι του, οπού ’νέργαγε κρυφά και γράφονταν, εκείνοι ωφελήθηκαν.
Τότε άρχισε να κάμη και της εκλογές τω δημάρχω σε όλο το κράτος. Αγροικηθήκαμεν παντού και δεν έλαβε καμμίαν εκλογή με το πνεύμα του· μάλιστα από την Τήνο και Σάλωνα μ’ είχαν κάμη ’πίτροπόν τους. Άρχισε και εις την Αθήνα· επιστήριζε τον Ζαχαρίτζα και τους Βλαχαίγους. Ψηφοφόρησαν οχτακόσοι· και πήραν αυτείνοι από εκατόν πενήντα ψήφους, και το μέρος οπού ’χα εγώ με τους νοικοκυραίγους πήραμεν όλους τους άλλους. Βάλαμεν τον Ανάργυρον δήμαρχον, τον Καλλεφουρνά πρόεδρον κ’ εμείς σύνβουλοι.
Όταν ήρθε η Κυβέρνηση εδώ, ήρθαν και πολλοί αγωνισταί πεθαμένοι της πείνας και καταξοχή αξιωματικοί. Είδαν οπού έφκειασα αυτό το σπίτι, έλπιζαν ότι μο ’δωσε κανένας πλούτη, άρχισαν και μου γύρευαν άλλος είκοσι τάλλαρα, άλλος δέκα κι’ άλλος απάνου κι’ άλλος κάτου. Τέλος πάντων κ’ εγώ καταχρεωνόμουν και τους ανθρώπους δεν μπορούσα να τους ευκαριστήσω σε όλη την αίτησίν τους· τους έδινα ό,τι μπορούσα κι’ αντίς να τους έχω φίλους, τους έπιανα οχτρούς. Είχα κ’ ένα μήνα οπού άρχισα να παίρνω μιστόν του βαθμού μου, καθώς και οι άλλοι· έπαιρνα τρακόσες εξήντα δραχμές. Είδα αυτό, και πέθαιναν και οι άνθρωποι εις τα παλιοκλήσια, οπλαρχηγοί κι’ άλλοι, κι’ από την πείνα κι’ από το κρύον, τότε στοχάστηκα: Οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ’ εμείς να πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν την λευτεριά; Να κόψωμεν κ’ εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδελφοί μας συναγωνισταί! Ειδέ ξίκι να γένη και ’σ εμάς! Τότε φκειάνω μίαν αναφορά και λέγω· «Επειδήτις όσοι αγωνίστηκαν πεθαίνουν από την πείνα και την ταλαιπωρίαν, καθώς και χήρες των σκοτωμένων και παιδιά τους, τον μιστόν οπού μου δίνετε διατάξετε να μου κοπή όλος και να τον δίνετε εις τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά των σκοτωμένων. Κ’ εγώ, επειδήτις και χρωστώ ξένα χρήματα κ’ έχω και φαμελιά μεγάλη, διατάξετε να μου δοθή το μικρόν δώρον οπού αποφάσισαν όλες οι Κυβέρνησες όταν πληγώθηκα εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού, οπού είναι ως εκατόν εξήντα πέντε δραχμές, να ζήσω κ’ εγώ με την φαμελιά μου όσο η Κυβέρνηση να δικιώση όλους τους αγωνιστάς, και μεράστε τους τον μιστόν μου των δυστυχισμένων αγωνιστών». Έδωσα την αναφορά μου εις την Αντιβασιλεία και το ’βαλα και εις τον τύπον να παρακινηθούν κι’ άλλοι.
Τότε πάγει ο Κωλέτης και λέγει της Αντιβασιλείας· «Αυτός οπού ’καμεν αυτό μαζώνει όλους τους αδικημένους και θα κάμη απανάστασιν» – κι’ αν μου ’ρθε παρόμοια ιδέα, να ’χω την κατάρα της πατρίδος! Και δίνει γνώμη να με πιάσουν να με στείλουν εις το Παλαμήδι να με φυλακώσουνε. Έρχεται ο διοικητής ο Αξιώτης, ο φρούραρχος, ο γκενεράλ Πίζας μ’ ανακρένουν πώς το ’καμα αυτό και ποιος με διάταξε. Τους λέγω κ’ εγώ· «Το κεφάλι μου με διάταξε, όταν ήταν τα μεσάνυχτα, οπού ήταν πολλά ήσυχα, και το ’καμα. Εκλείστηκα εδώ εις το κάστρο μ’ εκατόν είκοσι οχτώ ανθρώπους και γλύτωσαν σαράντα μόνον κι’ αυτείνοι καταπληγωμένοι. Ήρθα εις τον Φαληρέα με περίτου από οχτακόσους και σκοτώθηκαν οι μισοί. Εκεί οπού δυστυχούν οι γυναίκες και τα παιδιά εκεινών ας δυστυχήσουνε και τα δικά μου!» Σηκώθηκα και πήγα εις τον αγαθόν Βασιλέα και τον βάσταξα απάνου από μίαν ώρα. Του ξηήθηκα πώς σηκώσαμεν ντουφέκι των Τούρκων και πόσο μας ωφέλησαν και πόσο μας ζημίωσαν οι δικοί μας πολιτικοί και να ιδή την κατάστασιν του κράτους του, αν θέλη μιαν ημέρα να βασιλέψη. «Κ’ εγώ λυπούμαι τους δυστυχείς και διά την ησυχίαν του κράτους σου, οπού είναι η πατρίδα μου, έκοψα το ψωμί από τα παιδιά μου να το δώσω των φτωχών αγωνιστών». Τότε πήρε την ευκαρίστησιν και μου είπε να πάγω να τα ειπώ και της Αντιβασιλείας αυτά. Και πήγα και τα είπα. Και διάταξαν κ’ έγινε μια ξεκονόμηση εις τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά των σκοτωμένων. Μου είπαν να τα πάρω να τα μεράσω εγώ, δεν θέλησα· είπα να τα μεράση ο Δεσπότης και οι παππάδες. Κ’ έτζι έγινε. Κι’ ο Βασιλέας σηκώθη την αυγή και πήγε εις το συβούλιον της Αντιβασιλείας, οπού δεν ματάειχε πάγη. Και με γλύτωσε ο Βασιλέας από τους απατεώνες, οπού θα μ’ έχαναν αδίκως διά να θέλω να κάμω καλό. Τέτοιοι ανθρωποφάγοι είμαστε εμείς, και διά ’κείνο ήμαστε σκλάβοι τόσους αιώνες εις τους Τούρκους – κ’ εμείς παιδιά αυτεινών είμαστε και την αρετή τους έχομεν. Εμείς να ζούμεν καλά και οι άλλοι ας χαθούνε – κι’ όποιος τους βοηθήση να τον χάσουμεν κ’ εκείνον!
[ Kεφάλαιον δεύτερον ]
(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος Β΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)