Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[ Kεφάλαιον έβδομον ]
Μακρυγιάννης Ιωάννης

Μαθαίνοντας αυτό ο Μεταξάς και η συντροφιά έλαβαν ψυχή. Όμως εδώ ήταν ο Καλλέργης αρχηγός του ιππικού και είχε κ’ επιρρογή εις το ταχτικόν πεζικόν· ήταν και εις το ταχτικόν αρχηγός ο γενναίος κι’ αγαθός Σκαρβέλης – γνωρισμένοι από τον καιρόν του Φαβγέ, οπού ήμουν κ’ εγώ εις το ταχτικόν. Πάντοτες ήμαστε φίλοι και ξηγώμαστε τα αιστήματά μας. Πάντοτες τον ηύρα τίμιον στρατιωτικόν κι’ αγαθόν πατριώτη. Μίαν ημέρα τον Άγουστον μήνα τα 1843 ανταμώνω τον Καλλέργη εις το παζάρι, του λέγω· Καϊμένε Καλλέργη, σε τόσους αγώνες της πατρίδας κιντυνέψαμεν και ήμαστε ως αδελφοί· τώρα ούτε με γνωρίζεις, ούτε σε γνωρίζω. Επιθυμούσα ν’ ανταμωθούμεν μίαν ημέρα. – Μου λέγει, το δείλι έρχομαι εις το σπίτι σου κι’ ανταμωνόμαστε». Σηκώθη και ήρθε. Μπήκαμεν εις ομιλία διά τα δεινά της πατρίδας. Τότε αγροικηθήκαμεν σε όλα· μείναμεν σύνφωνοι και τον όρκισα. Όμως δεν το ’δειξα τον όρκο με της υπογραφές, ότι έχει σκέσες ξένες. Μείναμεν σύνφωνοι να μιλήση και τους Σπυρομήλιου ν’ ανταμωθούμεν. Ήρθε την άλλη ημέρα, μιλήσαμεν και μ’ αυτόν τον καλόν πατριώτη· ήταν δοικητής εις το Σκολείον των Ευελπίδων. Μείναμεν σύνφωνοι ν’ ανταμωθούμεν και οι τρεις εις το Σκολείον. Μίλησα με τον Καλλέργη, πήγαμεν εις το Σκολείον και ξηηθήκαμεν οι τρεις. Τους πήρα και πήγαμεν εις την εκκλησιά και την άλλη ημέρα μείναμεν σύνφωνοι ν’ ανταμωθούμε εις του Μεταξά και μ’ όλους τους άλλους.
    Αφού ανταμωθήκαμεν όλοι, εκρίθη εύλογον να μη μαζωνώμαστε πολλοί να μιλούμεν, να μην προδοθούμεν· να είναι ο Μεταξάς, ο Καλλέργης κ’ εγώ να σκεδιάσωμεν πότε θα γένη το κίνημα· κ’ εκρίναμεν εύλογον και οι τρεις να κινηθούμεν της δυο Σεπτεβρίου. Να συνάξω εγώ ανθρώπους εις το σπίτι μου το βράδυ και ν’ αρχίσω τον ντουφεκισμόν· τότε να βγη ο Καλλέργης με το ιππικό κι’ ο Σκαρβέλης με το πεζικό προς καταδίωξιν εμένα και να μπλοκάρωμεν συνχρόνως το Παλάτι. Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό και να ’νεργήση καθένας τα χρέη του. Εγώ πήγα εις το σπίτι μου, σύναξα πολλούς ανθρώπους και τους όρκιζα, καθώς και τους ’πιτρόπους της εκκλησίας – την ώρα εκείνη την νύχτα, οπού θ’ ακούσουνε τον ντουφεκισμόν, να βαρέσουν της καμπάνες να πάρουν χαμπέρι οι πολίτες, να ξυπνήσουνε.
    Είχα βάλη εις τον όρκον τον Καλλεφουρνά, ότι τον είχα στενόν φίλον, κι’ αυτός επήγε εις τον Μεταξά κι’ άλλους και είπε ότι τον όρκισα· και πρόδωσε και της υπογραφές. Εγώ όσους ήξερα οπού δένουν συνφέροντα με τους ξένους και με τους διαφταρμένους τους εδικούς μας, ή πολιτικοί ή στρατιωτικοί, δεν τους έλεγα τον όρκον, μήτε της υπογραφές· κάθε ενού το ’λεγα το κέφι του και συνφέροντα της μερίδας του και ντόπιων και ξένων. Χάρις εις την γνώση του Μεταξά μίλησε με τον Καλλεφουρνά και μ’ όσους άλλους είχε μιλήση ο Καλλεφουρνάς και πρόφτασε αυτό το κακόν. Ήρθαν και ’σ εμένα άλλοι και μου είπαν αυτό του Καλλεφουρνά· τους είπα κι’ αυτεινών άλλα και τους ησύχασα να μην μαθευτή το μυστικόν και διακοπούμεν. Αφού με πρόδωσε ο Καλλεφουρνάς, πρώτος μου φίλος, οπού τον ανάστησα εις την Αθήνα κ’ εξ αιτίας του διχονοιεύτηκα με τους σημαντικούς Αθηναίους διατί να τον ’περασπίζωμαι, τότε φοβώμουν να βάλω κι’ άλλους σημαντικούς Αθηναίους. Τότε μιλώ του Καλλεφουρνά – έκανα ότι δεν γνωρίζω τίποτας· του λέγω· «Καμμιά ημέρα, αν μάθης και κλειστώ εγώ μέσα, εσύ να ’θουσιάζης τους κατοίκους»· και μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Έστειλα κι’ ανθρώπους ν’ ανάβουν φωτιές μεγάλες εις τα ψηλά μέρη, καθώς και εις το κάστρο, να ελπίζη η εξουσία ότ’ είναι μεγάλες δύναμες.
    Έγιναν όλα αυτά· τα ’βαλα σε τάξη. Γιόμωσα το περιβόλι μου ανθρώπους. Μετανογάει ο Καλλέργης κι’ όλο το ταχτικό, οι αξιωματικοί, και δεν βαρούνε. Τότε προδοθήκαμεν, αλλά δεν ήξεραν ακόμα τι τρέχει η εξουσία. Τότε οι συντρόφοι μου όλοι αυτείνοι και οι πολιτικοί άλλος ή θα κρυφτή εις πρεσβεία κι’ άλλος θα φύγη με καΐκι να γλυτώση κι’ ο Μακρυγιάννης κι’ όλη του η οικογένεια ήταν εις τον χαμόν. Διάλυσα τους ανθρώπους, τους περικάλεσα να μη με προδώσουν. Την αυγή με πλάκωσε ο Τζήνος με πολλούς χωροφύλακες κι’ άλλους από τα τάματα των Σπαρτιάτων· μο ’ζωσαν το σπίτι μου... Είχα ορκισμένον τον αρχηγόν των Σπαρτιάτων τον Πιερράκο, κι’ αυτός την αρετή την είχε εις τα παπούτζα του – τύχη θέλουν αυτείνοι κι’ όχι πατρίδα! Το πρωί έρχεται ο Ζυγομαλάς εις το σπίτι μου, εις της δύο του μηνός, κι’ ο Αλέξαντρος Μετζέλος ως γιατροί, ότι έκαμα τον άρρωστον – ο Μιχαήλ Τζήνος κ’ οι άλλοι μου κρατούσαν τον μπλόκο – και μ’ αυτούς παράγγειλα του Μεταξά και Καλλέργη κι’ αλλουνών και τους έλεγα την απιστιά οπού μο ’καμαν και χάνομαι μ’ όλο μου το σπίτι. Αφού πήγαν τόσοι άνθρωποι, αποφάσισαν να βαρέσουμεν το βράδυ ξημερώνοντας τρεις του μηνός.
    Αυτό το κίνημα το ήξεραν και οι πρέσβες της Αγγλίας και Γαλλίας και Ρουσσίας· όμως τους έλεγα αυτεινών και της μερίδες των δικώνε μας οπού ήταν μ’ αυτούς, ότι δι’ αυτούς δουλεύομεν. Ο Μεταξάς έδειξε χαραχτήρα, ήταν ξεμακρυσμένος από τους ξένους· στάθη καθώς μιλήσαμεν, κατά τον όρκον μας. Το βράδυ πάλε συνάζω ανθρώπους και βάνω το σκέδιον εις την ενέργειαν. Ο Θεός στράβωσε την εξουσίαν και την ενέκρωσε, από την δικαιοσύνη οπού είχε· κι’ ο Βασιλέας κι’ όλοι αυτείνοι κοιμάτον. Συνάζονταν άνθρωποι με τ’ άρματά τους κι’ έρχονταν εις το περιβόλι μου και εις το σπίτι μου και οι δραγάτες. Τότε πλάκωσε ο Τζήνος με πλήθος χωροφύλακες πεζούς και καβαλλαραίους κι’ άλλοι πολλοί, ο Σταύρο Γρίβας και δυο τάματα της Σπάρτης, και πιάνουν το νοσοκομείον και με κλείνουν εμένα μέσα· και πιάνουν γύρα το σπίτι μου και περιβόλι μου· και μπήκαν μέσα εις το περιβόλι πεζούρα και καβαλλαρία. Από τους δικούς μου άλλοι έφυγαν, ότ’ ήταν ολίγοι, κι’ άλλους τους έπιασαν. Και μένω μ’ εφτά ανθρώπους και τέσσερα παιδιά – όλοι αυτείνοι ήμαστε. Και κυρίεψαν οι αναντίοι παντού· κι’ άνοιξαν και μασγάλια εις τον τοίχο του περιβολιού ως την πόρτα του σπιτιού μου. Τότε απολπίστηκα· και ήμουν χαμένος μ’ όλο μου το σπίτι. Ήθελαν η εξουσία να μας έχουν κλεισμένους και να μη ρίξουν αναντίον μας όσο να φέξη να ’ρθη ο ’σαγγελέας. Κ’ ετοίμασαν και το στρατοδικείον να μας καταδικάσουνε με τον νόμο. Και είχαν ενενήντα διά την τζελατίνα και ’στην κορφή εμένα.
    Τώρα, αναγνώστες, να σας δείξω τι κάνει ο πανάγαθος Θεός· κι’ αν σας ειπώ το παραμικρό ψέμα, αυτός, ο δίκιος Θεός, να μη μου πάρη την ψυχή. Αφού ήμαστε κλεισμένοι, τα παιδιά μου και η φαμελιά μου είδαν το τέλος της ζωής τους κι’ άρχισαν και κλαίγαν πικρά και φώναζαν· κι’ ακόμα ένα μωρό εις το βυζί κ’ εκείνο κρέμασε το κεφάλι του και το κύριεψε μια μεγάλη λύπη. Βλέποντας αυτό μο ’δωσε μεγάλη λύπη και χαμόν του μυαλού μου. Πρωτύτερα ο στοχασμός μου ήταν αυτός· να βάλω φωτιά εις τον τζεμπιχανέ να χαθούμεν, όταν ιδώ και δεν μπορώ ν’ αντισταθώ, και να καγούμεν όλοι να μην μείνη σπορά από την οικογένειάν μου, ότι θα τους θεωρούνε οι άλλοι ως είλωτες κι’ Οβραίους. Και ήμουν εις αυτό το σκέδιον. Τ’ ασκέρια της εξουσίας με βρισές άσκημες μο ’λεγαν σε ολίγον με τελειώνουν εμένα και τους οπαδούς μου. Τότε θύμωσα από της άτιμες βρισές οπού μου κάναν κι’ άνοιξα την πόρτα και βήκα εις το φώρο και τους είπα· «Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, οπαδοί της αδικίας κι’ ατιμίας!» Τότε αυτείνοι με διατίμησαν περισσότερον. Θύμωσα εις αυτό κι’ ανοίγω την αυλόπορτα και σηκώνω το ντουφέκι να ρίξω εις το σωρό· το ’χα με κομμάτια γιομίση κι’ αν έπαιρνε φωτιά, εκείνο ήταν ο θάνατός μας κι’ ο χαμός ολουνώνε μας μέσα εις το σπίτι· ότ’ ήταν οδηγημένοι να πρωτορρίξωμεν εμείς, και τότε ως αδύνατους μας κυριεύαν και χανόμαστε. Τραβώντας το σκάνταλο του ντουφεκιού εις το σωρό, ένα χέρι πιάνει την ταμπάτζα. Τότε έκλεισα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μου λέγει η φαμελιά μου· «Τι να σου ειπώ, αδελφέ, ό,τι να μιλήση κανένας, παίρνεις τα χέρια σου σαν τη γάτα με τα νύχια και του ρίχνεσαι απάνου και του βγάζεις τα μάτια· και δεν ακούς κανέναν. Το έκαμες αυτό εις τ’ Άργος με τον Αγουστίνο, όμως είχες το σπίτι σου γιομάτο ανθρώπους κι’ όλον το μαχαλά. Το ίδιον κ’ εδώ με τον Αρμασπέρη, οπού σε είχε τόσες ημέρες κλεισμένον όσο οπού ’ρθε ο Βασιλέας. Τώρα, χωρίς ανθρώπους, τι ’ναι αυτό οπού έκαμες; Κ’ εσύ τώρα χάνεσαι κ’ εμείς όλοι· να σε αναθεματίσουμεν δεν βγαίνει τίποτας. Ο Θεός σχωρέση εσέναν κ’ εμάς». Τότε βλέποντας αυτείνη την δυστυχία του σπιτιού μου και με τα λόγια αυτά και της φωνές και δαρμούς τους, μου ’ρθε από αυτά όλα μια πικρή λύπη και μου είπε ο λογισμός μου πήρα αθώους ανθρώπους εις το λαιμό μου κ’ έγινα εις την φαμελιά μου Κάις. Τότε χάνεται όλως διόλου ο λογισμός μου· και ’στο μυαλό μου τι στοχάστηκα; Μόνον παρηγοριά ’σ αυτείνη την κατάστασιν οπού έγινα. Σηκώθηκα και πήγα εις της εικόνες και κάνω την προσευκή μου και λέγω· «Κύριε, βλέπεις σε τι κατάστασιν έφτασα. Ο μόνος σωτήρας είναι η παντοδυναμία σου και η εσπλαχνία σου ’σ εμάς οπού κιντυνεύομεν και εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα». Τότε η άπειρη εσπλαχνία του Θεού και η αγαθότης του μου ’δωσε φώτισιν και θάρρος. Πιάνω και φκειάνω μίαν σημαία και γράφω· «Εθνική Συνέλεψη, Σύνταμα». Λέγω· «Εις το όνομα του Θεού και της βασιλείας του σηκώνεται η σημαία της πατρίδος!» Και την είχα έτοιμη. Τελειώνοντας αυτό, έφκειασα την διαθήκη μου (ότι άλλαξα ιδέα το να καγούμεν όλοι· είπα μπορώ να βγω έξω να σκοτωθώ. Το λοιπόν σκοτώνομαι εγώ και μένουν αυτείνοι οι αδύνατοι. Όλοι οι Έλληνες δεν θα είναι θερία). Φκειάνω την διαθήκη μου κ’ έβαλα και κηδεμόνας τίμιους ανθρώπους. Τότε την διαθήκη την δίνω της γυναικός μου και της λέγω· «Πάρ’ το αυτό το χαρτί και βάλ’ το σε μίαν πέτρα από κάτου να είναι σίγουρο, να μην κάψουν το σπίτι και καγή· κι’ αν πάθω εγώ, να το ’χετε εσείς και ν’ ακολουθήσετε καθώς γράφω». Με φωνές και δαρμούς το πήρε η φαμελιά μου όλη και το έκρυψαν. Τότε ησύχασε η ψυχή μου και το σώμα μου έλαβε άλλη ψύχωσιν. Ότι μ’ έτυπτε η συνείθησή μου δι’ αυτούς τους αδύνατους και μ’ αυτό μου φάνηκε ότι τους δίκιωσα. Τότε συγύρισα όλα μου τα όπλα, τα ’βαλα εις την θέσιν τους. Κατέβηκα με την σημαία κάτου εις το σπίτι και είδα τι άνθρωποι μείναν· και μέτρησα όλους εφτά και τέσσερα παιδιά. Τότε τους λέγω· «Αδελφοί, έκαμα αυτό το κίνημα ότι αδικέσασταν εσείς οι αγωνισταί κι’ όλο το έθνος από της Κυβέρνησές μας και είπα ίσως και μ’ αυτό σώνονταν τα δεινά μας ολουνών των Ελλήνων. Δεν ήταν τυχερόν. Έχομεν ακόμα αμαρτίες να μας παιδέψουν. Εμείς, όσ’ είμαστε εδώ, είμαστε τώρα αδύνατοι και οι άλλοι οπού μας έχουν κλεισμένους πολλοί· να μην χαθήτε κ’ εσείς αδίκως ελάτε να σας ανοίξω την πόρτα να φύγετε. Δεν θέλω να σας έχω εις το λαιμό μου να χαθήτε κ’ εσείς. Κ’ εγώ μένω εις την βοήθεια του Θεού. Και σάβανον έχω την σημαία οπού ’φκειασα· και ’σ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδος μου και θρησκείας μου». Τότε, μα τ’ όνομα του Θεού και της πατρίδας, με δάκρυα καυτερά θυμώμαι εκείνη την βραδειά και την απάντησιν αυτεινών των γενναίων αντρών και των αθώων παιδιών· «Δεν ήρθαμεν εις τον γάμο σου να χαρούμεν, ήρθαμεν να πεθάνωμεν εκεί οπού θα πεθάνης εσύ με την σημαίαν της πατρίδος μας και θρησκείας μας. Εσύ την θέλεις σάβανο και δεν την θέλομεν εμείς; Θέλομεν να ζούμεν είλωτες των Μπαυαρέζων κι’ αλλουνών όμοιών τους, οπού μας καταδικούνε; Δεν μετρηθήκαμεν να φύγωμεν όσοι μείναμεν, μετρηθήκαμεν να πεθάνωμεν· και είμαστε έτοιμοι ό,τι οδηγίες θα μας πης ν’ ακολουθήσωμεν». Τους αγκάλιασα και τους φίλησα, τους έδωσα κι’ από ’να» κρασί. Δοξάσαμεν τον Θεό και την βασιλεία του και τους οδήγησα εις της πόρτες κι’ άλλες θέσες, όποτε μας ριχτούνε να πεθάνομεν.
    Ίσως μου τους έστειλες εσύ, Λεωνίδα, ότι μείναν όταν σκοτώθης· ότι οι γενναίοι αυτοί καθαροί απογόνοι σου – κ’ εσύ και οι συντρόφοι σου υπέρ της πατρίδος σας σκοτωθήκετε και της θρησκείας σας – κ’ εμείς ’σ αυτό ετοιμαζόμαστε. Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, διά να δοξάζεται ο πλάστης του παντός. Εκεί οπού τελειώσαμεν αυτά κι’ ετοιμαζόμαστε να πεθάνωμεν έντεκα, ο Θεός στέλνει και τον αγαθόν και γενναίον πατριώτη τον Γιάννη Κώστα μ’ άλλους πέντε· κι’ από μέσα από αυτούς – ο Θεός τους στραβώνει και δεν τους βλέπουν. Και τους ανοίγω και μπαίνουν αυτά τα έξι λιοντάρια. Σε ολίγον μο ’ρχεται κι’ ο γενναίος Κυργιάκος Αργυροκαστρίτης μ’ άλλους οχτώ πατριώτες του από τον Περαία· ότι τον είχα εις τον όρκον και του παράγγειλα· και το ίδιον στράβωσε τους απατεώνες ο Θεός – μπήκαν κ’ αυτείνοι οι γενναίοι άντρες άβλαβοι, οι απόγονοι του Πύρρου. Σε κάνα δυο ώρες έρχονται και οι γενναίοι κι’ αγαθοί πατριώτες ο Γιαννάκη Σούλιος με τον αδελφόν του Δημητράκη και γαμπρό του Γκίτζα κι’ ο Μελέτης Παπαδάμη Κουντουργιώτης με εικοσιπέντε ανθρώπους, και με μεγάλον κίντυνον της ζωής τους αυτείνοι όλοι σώθηκαν μέσα, ότι τους είδαν τα στρατέματα αυτούς· τότε άρχισε το ντουφέκι από τους αναντίους, κι’ αυτείνοι οι γενναίοι κι’ αγαθοί πατριώτες όλοι, οι εικοσιπέντε, από μέσα απ’ ούλους τους αναντίους ρίχτηκαν ως λιοντάργια· τους ρίχτηκαν απάνου τους οι αναντίοι όλοι. Ρίξαν και σκότωσαν μόνον έναν νωματάρχη. Αυτός μόνον εσκοτώθη εις το Σύνταμα· ότι όσα ’νεργάγει η Θεία Πρόνοια έτζι γένονται. Τότε μπήκαν όλοι μέσα κι’ ανάψαμεν το ντουφέκι και οι μέσα και οι έξω. Όμως εμείς δεν θέλαμεν να ρίξωμεν εις το κρέας, ότι ήτον αδελφοί μας κι’ εκείνοι. Τότε ντουφεκισμούς εμείς κι’ εκείνοι, κι’ αρχίσαμεν εμείς· «Ζήτω το Σύνταμα κ’ η Εθνική Συνέλεψη!» Άρχισαν από το κάστρο εκείνοι οπού ’χα οδηγήση και οι φωτιές από τα βουνά. Της καμπάνες πήγε ο προδότης δήμαρχος Ανάργυρος Πετράκης κι’ ο αστυνόμος Μιμίκος Μισαραλιώτης και οι οπαδοί τους και δεν άφησαν να βαρέσουν. Μάλιστα ήρθαν εις το σπίτι μου, εις τον καφφενέ μου, και γύρευαν με προδοσιά, ως φίλοι, να με βγάλουν έξω να μιλήσωμεν, να με πιάσουν μ’ απιστιά να με δώσουν εις τους φίλους τους. Αυτό το σκέδιον τ’ απέτυχαν. Τότε κινήθη και το ταχτικόν και ιππικόν με τον Καλλέργη και Σκαρβέλη, ακούγοντας τους ντουφεκισμούς μας, και πήγαν εις το Παλάτι. Ευτύς κι’ εγώ άφησα την αναγκαία φρουρά και πήγα κι’ εγώ. Βγαίνοντας έξω μ’ ακολούθησαν όλοι οι πολίτες. Ήρθαν κι’ από τα χωριά, οπού τους είχα παραγγείλη. Και μας πήραν εις τα χέρια όλους ο λαός. Χάλευαν να μπούνε από τα παλεθύρια εις το Παλάτι. Τότε τους μίλησα να ’χουν την μεγαλύτερη αρετή και πατριωτισμόν· «Εμείς θέλομεν να μας δώση ο Βασιλέας μας εκείνο οπού αποχτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, οπού το καταπάτησε κι’ ο Καποδίστριας. Οι Δύναμες τον οδήγησαν να μας δώση σύνταμα, όταν τον αναγνώρισαν βασιλέα μας και ήρθε εδώ· και υποσκέθη· κι’ ως σήμερον δεν το ’βαλε ’σ ενέργεια. Να το βάλη τώρα και είναι Βασιλέας μας. Και να μας κυβερνάγη συνταματικώς. Δι’ αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαμεν και κιντυνέψαμεν, κι’ όχι να κάμωμεν αταξίες· ούτε εις το περιβόλι να μην πλησιάση κανένας και πειράξετε ούτ’ ένα φύλλο».
    Σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ότι ο ευλογημένος ο λαός της πρωτεύουσας δεν βήκαν έξω από τον γενναίον πατριωτισμό τους κι’ από την απερίγραφη αρετή τους ούτε μίαν τρίχα. Πέφταν μαντήλια των ανθρώπων, ταμπακέλλες ασημένιες κι’ άλλα ’σ εκείνον τον πληθυσμόν κ’ έβαιναν ντελάλη και φώναζε, και τα ’διναν εκεινών οπού τα ’χασαν. Τ’ αργαστήρια όλα άνοιξαν και κάναν την δουλειά τους, ο ’σπράχτορας ο δημοτικός του πήγαιναν χρήματα οι κάτοικοι από φόρους και σύναζε από το μεσημέρι και πέρα. Αφού πήγαμεν εις το Παλάτι, τότε κατεβήκαμε εις το κατάστημα του Συβουλίου της Επικρατείας και τους συνάξαμεν όλους με την μεγαλύτερη προθυμίαν και πατριωτισμόν. Στείλαμεν κι’ ανθρώπους βάρδιες εις τους υπουργούς και σε όλους τους σημαντικούς και εις την Τράπεζα και σε όλα τα καταστήματα και πρόσεχαν. Συνάζοντας όλοι οι Σύβουλοι της Επικρατείας μιλήσαμεν να γένουν νέοι υπουργοί. Τότε ο Μεταξάς κι’ όλοι οι άλλοι, οι συντρόφοι μας, με διορίζουν εμένα να εκλέξω τους νέους υπουργούς. Τότε αφού συβουλεύτηκα μ’ όλους, έκλεξα τον Μεταξά πρωτοϋπουργόν και του Εξωτερκού, τον Λόντο του Στρατιωτικού, τον Κανάρη του Ναυτικού, τον Μελά της Δικαιοσύνης, τον Σκινά του Εκκλησιαστικού, τον Μανσόλα της Οικονομίας, τον Παλαμήδη του Εσωτερκού. Ο Μεταξάς ήθελε κι’ ο Λόντος να βάλω και τον Ζωγράφο, εγώ δεν θέλησα ότ’ ήταν εις την οργή των ανθρώπων· ότ’ είναι άξιος άνθρωπος και σύντροφός μας, είναι η αλήθεια, όμως ’στον κόσμο είπα να μη βάλωμεν υπόνοιες και οι αναντίοι τους ’ρεθίσουν. Αυτό στοχάστηκα και δεν το έκαμα. Είναι η αλήθεια του Θεού αυτείνη. Κι’ ο Μεταξάς επικράθη πολύ αναντίον μου.
    Αφού έγιναν οι νέοι υπουργοί και τους αναγνώρισαν κι’ όλοι οι Σύβουλοι της Επικρατείας, τότε οι νέοι υπουργοί έφκειασαν ένα ένγραφο διά τον Καλλέργη κ’ εμένα να το υπογράψη ο Βασιλέας δι’ ασφάλεια μας, ένα ευκαριστήριον ότι βαστάξαμεν την ησυχίαν. Τότε πήγαν εις τον Βασιλέα να υπογράψη το Σύνταμα κι’ αυτό. Ήταν και οι Πρέσβες των Δυνάμεων εις το Παλάτι· και τα υπόγραψε όλα· και του έγινε ένα μεγάλο «ζήτω» απ’ ούλους τους πολίτες της πρωτεύουσας. Τότε μαζώχτη πολύς λαός απ’ όλα τα χωριά κι’ από τα νησιά. Διά να μην γένη καμμιά αταξία τους σύναξα όλους έξω εις τον κάμπο και τους βάvω ένα λόγο, πώς σηκώσαμεν την απανάστασιν, πώς ήμαστε εις τον αγώνα ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί της περισσότερες φορές· πόσοι σκοτώθηκαν, πόσοι σκλαβώθηκαν, πόσοι τούρκεψαν· κ’ έγινε γης Μαδιάμ η πατρίδα μας· και τίποτας δεν κέρδησαν οι τίμιοι άνθρωποι από την ανοησία μας και κακία μας, εμάς κ’ εκεινών οπού μας κυβερνούσαν αρχή και τέλος· όλο εφύλιους πολέμους κι’ άλλες ακαταστασίες κάναμεν. Και χάθηκαν εις αυτά περισσότεροι από τους πολέμους των Τούρκων· «Ιδού, αδελφοί, ο Θεός πάλε έκαμεν το έλεός του και μας έφερε μόνος του το αγαθό του δώρο και μας προστάτεψε κ’ εμάς και τον Βασιλέα μας, ούτε αυτός ν’ αγαναχτήση αναντίον μας, ούτε εμείς εις τον Βασιλέα μας. Και φώτισε και τα δυο μέρη εις το εξής θα ζήσωμεν με την ευλογίαν του Θεού ως πατέρας με τα παιδιά. Διώχνομεν αύριον και τους Μπαυαρέζους. Και να είμαστε γενναίοι εις αυτούς, να μην θυμηθή κανένας πάθος από ’μας να πειράξη κανέναν, ή τον διατιμήση όσο να πάνε εις την ευκή του Θεού. Τώρα εσείς όλοι οι αγαθοί άνθρωποι να πάγη ο καθένας εις το σπίτι του ν’ αφήση τ’ άρματα του, καθώς τ’ άφησα κ’ εγώ και βαστώ εις το χέρι μου το μπαστούνι μου, οπού βλέπετε· και πήρα το σκαλιστήρι μου κ’ εργάζομαι εις τον κήπο μου και εις τ’ αμπέλι μου κ’ ελιές μου, ότι ζυγώνει κι’ ο τρύγος. Αυτά είχα να σας ειπώ, αδελφοί». Σε δυο ώρες δεν έμεινε κανένας από αυτούς.
    Φέραμεν και πλοία και μπαρκαρίσαμεν όλους τους Μπαυαρέζους. Τους πήγα εις τον Περαία, οπού είχαν Έλληνες αδικήση, κατατρέξη, χτυπήση – τους μεταχειρίζονταν χερότερα από τους Τούρκους. Δεν στάθη τρόπος να θυμηθή κανένας Έλληνας παραμικρά από αυτά και να κατατρέξουν κανέναν. Τους μπαρκαρίσαμε όλους και πάνε εις την δουλειά τους.
    Εις της τρεις ημέρες παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα. Είπα και του Γαρδικιώτη να είναι παρών· ότι παρουσιάστη πρωτύτερα ο Καλλέργης και γονάτισε ομπρός του και του έλεγε να τον συχωρέση δι’ αυτό οπού έκαμεν. Πήρα τον Γαρδικιώτη και παρουσιάστηκα. Του λέγω· «Βασιλέα, παρουσιάζομαι ομπρός σου και μ’ έναν τρόπον με τύπτει η συνείθησή μου και μ’ άλλον μ’ αφίνει ήσυχον». Μου λέγει η Μεγαλειότης του· «Πώς με τον έναν τρόπον σε τύπτει η συνείθησή σου και με τον άλλο σ’ αφίνει ήσυχο; – Θα σου κάμω την εξήγησιν. Αυτός ο τόπος, η πατρίδα μας, οπού βασιλεύεις, ήταν πρώτα ρουμάνι· ότ’ είχε γένη βάλτος τόσα χρόνια· κ’ έκαμεν πολλά άγρια δέντρα και παλιοχόρταρα· κ’ ένα μέρος από ’μας τους ντόπιους κι’ από τα έξω μέρη πολλοί αγαθοί άνθρωποι πήραν τα τζαπιά, τα τζεκούρια, τα φκυάρια· κ’ έκοψαν όλες αυτές της ακαθαρσίες και δούλεψαν αυτόν τον τόπο και δίνει τώρα ’σοδήματα, καρπούς και φρούτα αξιόλογα. Εκείνοι οπού αγωνίστηκαν, από μέσα κι’ απ’ όξω, λίγοι ήταν και χάθηκαν οι περισσότεροι· κι’ όσοι μείναν πολλοί από αυτούς γκεζερούν ξυπόλυτοι και γυμνοί μέσα τα σοκάκια αυτεινής της πατρίδας τους· και οι χήρες κι’ αρφανά των αγωνιστών διακονεύουν· και οι νειες τους πατούνε οι διαφταρμένοι την τιμή τους στανικώς να φάνε κομμάτι ψωμί. Λίγοι αγωνιστήκαμεν –εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν· και παίρνουν το ξύλο και βαρούνε τους αγωνιστάς».
    «Ποτές δικαιοσύνη δεν είδαμεν – κι’ όλο συχνούς εφύλιους πολέμους και σκοτωμούς. Χάθηκαν δι’’ αυτά τα καλύτερα παληκάρια κι’ έπαθε και παθαίνει η πατρίδα όσα δεν έπαθε από τους Τούρκους. Δεν μπορέσαμεν να ιδούμεν κυβέρνησιν από τους δικούς μας, ηφέραμεν τον Καποδίστρια – κι’ αυτός αναμέρησε από την δικαιοσύνη· δυο χρόνια μας κυβέρνησε αγγελικώς, ύστερα, τ’ αδέλφια του φταίγαν, αυτός δεν ξέρω. Εσκοτώθη αυτός, διατιμήθη η πατρίδα και διατιμιέται ως την σήμερον, ότι σκοτώθη ο αρχηγός της. Καλά, αυτός εσκοτώθη – απλός Έλληνας, δεν τον ζήτησε κανένας. Αν σκοτωθής η Μεγαλειότη σου, είσαι βασιλέας, θα σε ζητήσουνε οι άλλοι οι βασιλείς· τότε διατί να χάσουμεν εσένα τον Βασιλέα και την πατρίδα μας; Τέσσερες φορές σε γλύτωσα εγώ από τον σκοτωμό, μπορούσε κι’ άλλος πολίτης να σε γλυτώση άλλες τόσες. Τέλος μπορούσαν κακοί άνθρωποι να ’περισκύσουνε και να γένη το μεγάλο κακό αυτό και να χαθής και να χαθούμεν. Δεν σου είπα εγώ τι αδικίες κάνουν των αγωνιστών; Και γιόμωσαν οι χάψες από τους αγωνιστάς αδίκως, από της φατρίες των δικώνε μας και της Αντιβασιλείας; Και πέθαιναν οι αγωνισταί εδώ μέσα τα παλιοκλήσια από την ταλαιπωρία κι’ από τον βαρύ χειμώνα; Δεν άφησα τον μιστόν μου, μ’ όλον οπού ’μαι κι’ εγώ δυστυχής, να μεραστή εις αυτούς; Ότι καθεμερινώς με καταβασάνιζαν οι άνθρωποι γυρεύοντάς μου ελεημοσύνη. Και το έβαλα και εις τον τύπον να το ακολουθήσουν κι’ άλλοι οπού ’χουν κατάστασιν, ν’ αφήσουν κ’ εκείνοι τον μιστόν τους όσο να λάβη μέτρα η Αντιβασιλεία, να δικιώση τους αγωνιστάς. Κι’ αυτό το αθώον κίνημα οπού έκαμα το έκαμαν έγκλημα ο Κωλέτης και η Αντιβασιλεία και θα με πήγαιναν εις το Παλαμήδι, και η Μεγαλειότη σου με γλύτωσες. Δεν σου είπα ο Αρμασπέρης τι έκαμεν εδώ με τους οπαδούς του, οπού γύμνωσαν το κράτος σου, και σου ’στειλα κι’αναφορά όταν ήσουνε εις την Μπαυαρία, και το ’μαθε ο Αρμασπέρης και με κιντύνεψε και ήμουν ρέστο όσο οπού κόπιασες; Αυτές κι’ άλλες πλήθος αδικίγες εγένονταν και γένονται. Και η αγανάχτηση ήταν εις την Μεγαλειότη σου. Τότε καμπόσοι άνθρωποι μιλήσαμεν κ’ έγινε αυτό, να δώσης εκείνο οπού ’χες υποσκεθή όταν κόπιασες. Δόξαζε τον Θεόν οπού έγινε με την ευλογία του, και δεν σου πειράχτη ένα φύλλο από το περιβόλι σου. Φύλαξες τα βασιλικά σου δικαιώματα και το έθνος απόχτησε τα δικά του. Βάστα τον βασιλικόν σου λόγο και την υπογραφή σου, κι’ όλοι οι τίμιοι άνθρωποι πεθαίνομεν διά το νύχι σου εις την πόρτα του παλατιού σου! – Μου είπε, εγώ θέλω βαστάξη όλα όσα υποσκέθηκα κ’ υπόγραψα». Τον εχαιρέτησα κ’ έφυγα.
    Η νέα κυβέρνηση διάταξε να γένουν εις το Κράτος οι εκλογές των πληρεξουσίων κατά τον πληθυσμόν κάθε επαρχίας. Διόρισαν κ’ εμένα πανψηφεί από την πατρίδα μου Λιδορίκι κι’ από ’δω από την Αθήνα. Είχαν ευκαρίστησιν και οι Αρτηνοί οπού ’ναι εις τη Πάτρα κι’ αλλού να με κάμουν. Μαθαίνοντας ότι έγινα από αυτά τα μέρη διόρισαν το Μόστρα και του είπαν ν’ αγροικέται και μ’ εμένα, να πηγαίνωμεν σύνφωνοι. Η γνώμη του Μεταξά ήταν να βάλωμεν και τον Λεβίδη και Φιλήμονα, τους τυπογράφους του. Εγώ του είπα αθώα να μην πειράξωμεν τους Αθηναίους και τους αγαναχτήσωμεν – να τους έχωμεν βοηθούς σε κάνα περιστατικόν, ότι πίσου είναι τα δεινά μας. Έμεινε η καρδιά του εις αυτό. Μπήκε ο Καλλεφουρνάς, ο Βλάχος, ο Βρυζάκης κ’ εγώ. Οι πολίτες της πρωτεύουσας όλοι πρόσφεραν χρήματα να φκειάσουν δυο σπαθιά του Καλλέργη κ’ εμένα. Εγώ είπα ας φκειάσουν δυο σπαθιά και να γράψουν όλα τα ’νόματα των αξιωματικών οπού λάβαν μέρος εις την μεταβολή και να τ’ αφιερώσουν σε μίαν εκκλησία. Συνάχτη και το Δημοτικόν Συνβούλιον κ’ έκαμεν μίαν πράξη – ήμουν εγώ πρόεδρος του Συμβουλίου – με διόρισαν αρχηγόν τους, των Αθηναίων, και υποαρχηγούς τον Γιάννη Κώστα και Καλλεφουρνά. Έγινε και πράξη – εις το σπίτι μου, οπού άρχισε από εκεί το κίνημα του Συντάματος, ’σ εκείνη την πιάτζα οπού ’ναι μπροστά εις το σπίτι μου και Νοσοκομείον, να γένη ένα τρόπαιον και να γραφτούν όλα τα ’νόματα· και να λέγεται κι’ ο δρόμος αυτός οδός Μακρυγιάννη. Εγώ τους είπα ας ξοδιαστούν τα χρήματα ’σ εκείνο το τρόπαιον, ή ας γένη ένα ’στην πιάτζα του Παλατιού. Αυτείνοι δεν θέλησαν σε κάνα μέρος. Έφκειασαν ένα σπαθί του Καλλέργη, και τ’ άλλα τα χρήματα τα ’φαγε ο Λεβίδης. Βοηθούσαν τον Καλλέργη ότ’ ήταν το σύστημά τους. Άρχισαν να φατριάζωνται – τα παλιά συνειθισμένα. Τότε, σαν δεν θέλησα να γένη ο Ζωγράφος υπουργός, διά τα αίτια οπού σημείωσα, κι’ ο Λεβίδης κι’ ο Φιλήμονας πληρεξούσιοι των Αθηνών, άρχισαν να με βαρούν με τους τύπους τους. Πάγω μίαν ημέρα εις τον Μεταξά, ήταν κι’ ο Καλλέργης, τους λέγω· «Τι με βαρούνε αδίκως αυτείνοι οι τύποι της συντροφιάς μας;» Ο κύριος Μεταξάς μου αποκρίνεται θυμωμένος και μου λέγει· «Όποιος δεν του αρέση ας κάμη όπως θέλη. – Του λέγω, αυτόν τον λόγο θα σου τον έλεγα εγώ ο στρατιωτικός και να τον χωνέψης εσύ ο πολιτικός. Ας γένω εγώ εσύ κ’ εσύ εγώ. Τι στοχάζεσαι, κύριε Πρωτοϋπουργέ, ότι τελείωσαν τα δεινά μας και ’νεργάτε διχόνοιες; Πρέπει να ’χετε περισσότερη αρετή και γνώση. Θα μας κιντυνέψη εκείνος οπού πήγαμεν και τον κλείσαμε μέσα εις το παλάτι του κ’ υπόγραψε στανικώς το Σύνταμα. Θα μας κιντυνέψουν δικοί μας αντίζηλοι, θα μας κιντυνέψουν οι ξένοι – ότι το Σύνταμα το δικό μας είναι ξεβράκωτο – κι’ ας σας ποτίζουν σαμπάνιες τώρα και συχνά τραπέζα οπού τρώτε. Εγώ, και με προσκάλεσαν τόσες φορές, δεν ζύγωσα εις κανέναν, ούτε θα ζυγώσω ποτές. Το δίχτυ οπού ’ρριξα εγώ κι’ αγωνιζόμουν τόσα χρόνια – το ψάρι οπού ’θελα το ’πιασα· δεν ματαζυγώνω σε κανέναν από αυτούς. Και ξέρω πόση αρετή θυσιάζει καθένας διά την πατρίδα μου και πόση θα θυσιάση και εις το εξής. Αυτά είναι όλα, κόντη μου, κι’ άλλη βολά δεν ματαζυγώνω εις τα’ αρχοντικό σου». Τότε μετανόησε και πήρε την συχώρεση· κ’ έμεινα εις την φιλία μας με την ίδια ’λικρίνεια οπού είχα. Όμως το πρόβατο είναι πρόβατο και σε μαντρί ζη, και το γουρούνι πάντοτες γουρούνι και εις τα ξένα σοκάκια γκεζεράγει.
    Ήρθε κι’ ο Μαυροκορδάτος, οπού ήταν πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη. Πήγα τον είδα, ήρθε και εις το σπίτι μου. Είναι ευκαριστημένος πολύ διά την μεταβολή οπού ’γινε. Ήρθε κι’ ο Κωλέτης, οπού ήταν πρέσβυς εις τη Γαλλία. Πήγε εις τον Βασιλέα· από εκεί ήρθε εις το σπίτι μου. Του είπα· Κύριε Κωλέτη, εξ αρχής ήμασταν στενοί φίλοι. Ύστερα μαλλώσαμεν διά την πατρίδα μας. Ότι πόσα καλά και κακά της κάμαμεν τα γνωρίζεις και τα γνωρίζω· και δι’ αυτό γγιχτήκαμεν. Τώρα οπού κόπιασες να θυσιάσης αρετή και πατριωτισμόν, ότι ηλικιώθης, καζάντησες και δοξάστης από αυτείνη την πατρίδα. Ήσουνε σε ένα φωτισμένο έθνος τόσα χρόνια πρέσβυς, είδες πώς διοικούν την πατρίδα τους εκείνοι· να διοικήσης κι’ εσύ συνφώνως με τον Μεταξά, με τον Μαυροκορδάτο κι’ άλλους να γένωμεν κ’ εμείς έθνος κατά τους αγώνες μας. Πάψετε εις το εξής της διχόνοιες αναμεταξύ σας και να μονοιάσωμεν όλοι. Τούτο οπού ’γινε, το Σύνταμα, δεν είναι έργο ούτε του Μεταξά, ούτε εμένα, ούτε των αλλουνών, είναι έργο του Θεού· ελυπήθη αυτό το δυστυχισμένο έθνος, οπού ’χυσε τόσα αίματα από τους συχνούς εφύλιους πολέμους και συντάματα. Δεν είναι τούτο το Σύνταμα σαν τα δικά μας, οπού χάνονταν τόσοι άνθρωποι και γυμνώνονταν οι κάτοικοι από πλούτη και τιμή. Εκείνα ήταν δικά μας συντάματα· τούτο είναι του Θεού και δεν μάτωσε μύτη, ούτε πειράχτη κανένας άνθρωπος σε όλο το Κράτος. Συνακουστήτε όλοι να κάμωμεν φρόνιμη Συνέλεψη, να σωθούν τα δεινά της πατρίδος και του Βασιλέα μας. Κάμε πράματα καλά να σε συχωράνε οι πατριώτες σου· αν κάμης κακά, θα χ… εις το μνήμα σου – και εις το δικό μου, αν κάμω κακά». Υποσκέθη ότι εις το εξής θα είναι καθαρός πατριώτης κ’ επιθυμάγει την ένωση και με το Μεταξά και με τους άλλους.
    Οι νέοι κυβερνήται μας άρχισαν να διαιρούνται κι’ από τα δικά τους αιστήματα κι’ από των ξένων την αρετή και νιτερέσια τους. Τα τραπέζια οπού κάνουν οι πρέσβες της Αγγλίας και της Γαλλίας και οι άλλοι και τα καθεμερινά προσκαλέσματα ’στους πληρεξούσιους – ένας τους αφίνει, ο άλλος τους προσμένει – αυτά τα τραπέζια πολύ γλύκαναν τους συντρόφους μας και καταξοχή τον Λόντο και Καλλέργη. Κι’ ο Παλαμήδης πολύ αχαραχτήριστος κι’ αυτός· στάθη το σκάνταλο σε όλους. Και εις το Κράτος δεν γράφει να γένωνται οι εκλογές κατά τον πληθυσμόν του κάθε μέρους. Αφού ήρθε ο φίλος του ο Κωλέτης και η θέληση του Πισκατόρη – άλλαξαν τα μυαλά του και γράφει εις το Κράτος «κάμετε και μια και δυο και τρεις εκλογές». Κι’ αυτά είναι μπερμπάντικα πράματα. Θέλει αυτό το Σύνταμα να το καταπατήση με της συβουλές του παλιού του φίλου Κωλέτη, σαν εκείνα τα συντάματα τα περασμένα, οπού αφανίζονταν όλος ο τόπος. Και τούτοι οι δυο οπού ’ρθαν τώρα, Κωλέτης και Μαυροκορδάτος, ’σ εμάς κάνουν τον φίλο κι’ απόξω με τους ντόπιους φίλους του και με τους Πρέσβες ’νεργούνε να κάμουν κόμματα και φατρίες – αυτά μαθαίνομεν. Και είπα του Μεταξά κι’ αλλουνών να ’μπη κι’ ο Κωλέτης εις την Κυβέρνηση κι’ ο Μαυροκορδάτος και με χίλιες προσπάθειες τρόμαξαν να δεχτούνε. Άρχισαν να υποκινούν συχνές οχλαγωγίες, να διατιμούν τους παλιούς υπουργούς και πηγαίνω καθεμερινώς και διαλώ αυτό με λόγια πατριωτικά. Και οι ευλογημένοι οι πολίτες της πρωτεύουσας, αφού ακούνε πατριωτικές συβουλές, μ’ ακούνε και διαλυώνται.
    Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης ’ρέθισε τους στρατιωτικούς κι’ άλλους πολλούς μ’ επίβουλον σκοπόν. Κι’ αυτό το ’μαθε η Κυβέρνηση και μίλησε με τον Βασιλέα δι’ αυτόν. Και τον απόβαλε ο Βασιλέας οπού τον είχε ’πασπιστή. Ζήτησε η Κυβέρνηση και τον έκαμεν εξορία διά την Μπαυαρία, κι’ όσο να κατεβή κάτου εις τον Περαία συντροφιασμένος με τον Τζαβέλα, υποκίνησαν τον λαόν οι ανόητοι και κόντεψαν να τους σκοτώσουν εις τον δρόμον και τους δυο. Και είχαν ετοιμάση ανθρώπους και εις τον Περαία, κι’ εκεί πάθαν τα ίδια. Και γύρισαν οπίσου· και κρυφίως εις τους Τρεις Πύργους μπαρκαρίστη ο Γενναίος κι’ εσώθη. Εγώ ήμουν αστενής· μαθαίνοντας αυτά μίλησα φρόνιμα σε πολλούς· «δεν είναι καλή η οχλαγωγία· σήμερα το κάνουν αυτεινών κι’ αύριο θα το πάθωμεν εμείς». Ήθα κάμουν εξορία και τον Γαρδικιώτη, και τον πήρα απάνου μου και δεν άφησα να του κάμουν τίποτας.

(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος Β΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)