Ήρθα εδώ. Ήταν το Βουλευτικόν σώμα. Στάθηκα καμπόσες ημέρες, παρουσιάστηκα και τους είπα: «Δεν ματαθέλομε όλοι όσοι ήρθαμε να ξέρωμε από καπεταναίους, ό,τι διαταγές είναι από την Κυβέρνησιν, εκείνο είμαστε πρόθυμοι να κάμωμε, να πάμε ομπρός». Είχα και συντρόφους όλους διαλεμένους πατριώτες. Ζήτησε δύναμη ο Κολοκοτρώνης, ότ’ ήταν μέλος ’στο Εκτελεστικό σώμα και κυβερνούσε την πατρίδα. Ήταν αυτός, ο Πετρόμπεγης, ο Σωτήρη Χαραλάμπης κι’ ο Μεταξάς. Τότε έμαθα τι ήταν φατρία, καθώς θα ιδήτε.
Αφού έμαθε ο Δυσσέας ότι πήγα με τον Κολοκοτρώνη, του παράγγειλε ότι εγώ δεν είμαι με το πνεύμα των καπεταναίων και να ’χη το νου του, να με κυβερνήση. Είναι η αλήθεια ότι ο Κολοκοτρώνης δεν είναι αιμοβόρος και μου το είπε αυτό. Του λέγω του Κολοκοτρώνη: «Εγώ, αδελφέ γνωρίζω τους μεγαλύτερούς μου, όσοι δουλεύουν δια πατρίδα και θρησκεία, δι’ αυτά οπού σηκώσαμε τ’ άρματα». Μου είπε να σταθώ με τον Γενναίον τον υιγιόν του. Πήγα, βλέπω ένα παιδί. Μου λέγει: «Εσύ ’σαι ο Μακρυγιάννης; – Του λέγω, εγώ. Και είσαι συ ο Γενναίος; – Εγώ, μου λέγει. – Χαίρομαι» του λέγω. Με είχαν ρωτήση τι μιστόν θέλω δια τους ανθρώπους και του λόγου μου, να μας πλερώνη η Κυβέρνηση. «Ο,τι πλερώνει και τόσους άλλους οπούχει, ας πλερώνη και τους δικούς μου, εγώ δεν θέλω τίποτας. Τα ταιργιάσαμε.
Σε ολίγες ημέρες μαθαίνω ότι εις την Πελοπόννησο άνοιξε φατρία ο Κολιόπουλος κι’ άλλοι με της Κυβερνήσεως το μέρος και οι Ντεληγιανναίγοι, Ζαΐμης, Λονταίγοι με τ’ άλλο. Ρωτάμε εμείς τι πράμα είναι αυτή η φατρία (δεν την ξέραμε εις την πατρίδα μας αυτείνη την λέξη, ξέραμε όμως άλλες προκοπές, καπεταναίικες). Μας λένε: «Μεράστηκαν οι καλοί πατριώτες να προκόψουν την πατρίδα», – κι’ όλος ο τόπος γιομάτος Tούρκους. Με διατάζουν τότε κ’ εμένα να πάρω τους ανθρώπους μου και να πάγω με το μέρος της Κυβέρνησης, να ’περασπίζωμαι το Εκτελεστικόν (από τ’ άλλο μέρος ήταν το Βουλευτικόν). Με το Βουλευτικόν ήταν το δίκιον και η πατρίδα. Οι άλλοι ήθελαν να ρουφούνε τα εθνικά και μάλλωναν. Δεν ήξερε κανείς τι να κάμη. Ήμουν άμαθος από τέτοια. Με διατάζουν να πάγω κ’ εγώ να δοκιμάσω αυτό το καλό, να φάγω φατρία μαζί με τους ανθρώπους μου. Τους είπα: «Δεν ορκίστηκα, όταν ορκιστηκα να σηκώσουμε ντουφέκι να πάγω κ’ εγώ να πολεμήσω, με Ρωμαίγους είπαμε; Με Tούρκους. Και δεν πάμε». Δεν θέλησα να πάγω. Με βάσταξαν εκεί, εις Ανάπλι, και στείλαν άλλους.
Αφού άναψε εκεί το ντουφέκι, θέλησε κι’ ο Γενναίος να πάη να πολεμήση τον Νοταρά, να πάρη το κορίτζι του γυναίκα. Μου λέγει ο Κολοκοτρώνης να τον ακολουθήσουμε, να πάμε εις την Κόρθο, ότι έχει δουλειά εκεί. Εμείς δεν ξέραμε αυτές τις συμπεθεριές, πήγαμε εις Κόρθο, το μάθαμε αυτό. Συνάχτηκαν οι Νοταραίοι, πήγαινε ν’ ανοίξη το ντουφέκι, φοβερίζαμε ένας τον άλλον. Τους μίλησα εγώ φρόνιμα, ό,τι μπορούσα, σηκωθήκαμε και πήγαμε πίσου εις τ’ Ανάπλι, αφού γυμνώσαμε τους δυστυχισμένους κατοίκους και τους φάγαμε τα σφαχτά τους.
Σε ολίγες ημέρες το «κλειδί» του Κολοκοτρώνη, ο πατριώτης Μεταξάς ’ρεθίζει αυτόν και τ’ άλλα τα μέλη του Εκτελεστικού και τους παίρνουν όλους κ’ έρχονται εις τ’ Άργος, έτοιμοι ν’ ανοίξη ο εμφύλιος πόλεμος. Αφού το φέραν γύρα, μ’ έκραξε το Βουλευτικόν και μου είπε όλα τα αίτια και πως οι άλλοι θέλαν να τους πάρουν τ’ αρχεία, του Βουλευτικού. Μου ζήτησε βοήθεια. Τότε μιλάμε με τον καλόν πατριώτη Θοδωρή Ζαχαρόπουλον και συνφώνως και οι δυο μας παίρνομε τ’ αρχεία όλα του Βουλευτικού και τα κρύψαμε, και δεν τα πήραν οι άλλοι. Τότε ξαναπήγαμε εις τ’ Ανάπλι. Μαθαίνοντας όλα αυτά αυτείνοι, το Εκτελεστικό, ότι εγώ είμαι ο αίτιος που δεν πήραν τ’ αρχεία κι’ ότι δεν είμαι πλέον με το πνεύμα τους, μελέτησαν να μου την παίξουν χερότερα κι’ από τον Δυσσέα και τον Γκούρα. Μου δισπάρτισε τους ανθρώπους μου ο Γενναίος, θέλησε να μου τους πάρη με ψευτιές – και τότε χωρίς συντρόφους μο’ κάναν ό,τι θέλαν. Κατάλαβα τον σκοπόν τους, πληροφόρησα τους ανθρώπους μου, κατάλαβαν και οι ίδιοι ότι είναι ψευτιές αυτά εκεινών να μας δισπαρτίσουνε. Έδιωξα τους αίτιους οπού ’χαν όργανά τους και διάγειραν τους άλλους. Του είπα του Γενναίου: «Δεν ήξερες να την κάμης καλά αυτείνη την δουλειά, όπου ’νεργούσες. Είσαι νέος ακόμα. Άσε να σε μάθω εγώ, κ’ ύστερα... – Μου λέγει, δεν με μαθαίνεις. – Όποτε είναι καιρός θέλει σε μάθω, τότε σε θυμάγω και το βλέπεις».
Την άλλη ’μέρα, μάθαμε ύστερα, το Βουλευτικόν διόρισε άλλο Εκτελεστικόν, πήγε εις το Κρανίδι το Βουλευτικόν, διόρισε τον Κουντουργιώτη, τον Μπόταση, τον Σπηλιωτάκη, τον Κωλέτη, τον Λόντο, τον αδελφόν του Πετρόμπεγη. Τότε ο Σωτήρη Χαραλάμπης κι’ ο Μεταξάς μείναν εις τ’ Ανάπλι να κυβερνήσουνε. Εμείς με τον Κολοκοτρώνη και τον Πετρόμπεγη πήγαμε εις την Τροπολιτζά να πολεμήσουμε. Αφού πήγαμε εις Τροπολιτζά, άνοιξε το ντουφέκι και σκοτωνόμαστε σαν τα σκυλιά εις τ’ αμπέλια. Μέθαγε ο αρχηγός Κολοκοτρώνης τους ανθρώπους, οι αναντίοι ήταν κλεισμένοι εις τα σπίτια τους κ’ εμείς απόξω, και σκοτωνόμαστε. Τότε πάμε με τον Χατζηχρήστο εις το μισό Βουλευτικόν και μισό Εκτελεστικόν, τα δικά τους, και τους λέμε: «Την πολιτείαν την γύμνωσαν οι ανθρωποί σας». (Είναι η αλήθεια του Θεού, δεν άφησα τους ανθρώπους μου να πάρουν μιαν τρίχα. Ένας πήρε ένα σαχάνι να κενώσουμε το φαΐ και τον έδιωξα και το πήγε οπίσου εκεί οπού το πήρε). Τους είπαμε: «Τώρα την γύμνωσαν την Τροπολιτζά, οι άνθρωποί μας σκοτώνονται ολοένα. Εγώ, τους λέγω, έχω τρακόσιους ανθρώπους, θα τους δώσω τρακόσια δαβλιά αναμμένα, το ίδιον κι’ ο Χατζηχρήστος και οι Χορμοβίτες, και θα κάψωμε τα σπίτια να βγούνε οι αναντίοι σας όξω να σκοτωθούμε μ’ αυτούς φανερά, όχι να σκοτώνονται οι άνθρωποι σαν τα σκυλιά μεθυσμένοι και οι αναντίοι από μέσα να μας βαρούνε». Τότε λένε όλοι αυτείνοι: « Δεν γίνεται αυτό, ότι καίτε και τα δικά μας σπίτια. – Λίγο με μέλει, τους λέγω, τώρα οπού γυμνώθηκαν οι άνθρωποι, τι τα θέλετε κ’ εσείς τα σπίτια; Ο Θεός θέλησε να μείνουν άκαγα από τους Tούρκους, εσείς θέλετε να τα κάψωμε. Αυτείνη την λευτερίαν ζητάτε να μας φέρετε, να κάμετε τα κέφια τα δικά σας, να χαθή και η πατρίδα μας». Σηκωθήκαμε κι’ ανχωρήσαμε. Το δειλινό στείλαν και πήγαμε οπίσου και μας είπανε, με τον Χατζηχρήστο οι δυο μας να μιλήσουμε των αναντίων να πάψη το ντουφέκι. Μιλήσαμε τότε μ’ αυτούς και ησυχάσαμε.
Το βράδυ βλέπω έναν φερμένον από το Κρανίδι, Λεωνίδα τον λένε, ήταν στελμένος από την νέαν Κυβέρνησιν. Τότε το ’μαθα αυτό, δεν μας το ’λεγαν πρωτύτερα. Μου λέγει αυτός ότι έγινε νέα Κυβέρνηση, κι’ αυτή με το Βουλευτικόν μου παραγγέλνουν να γυρίσω μ’ αυτούς και μου δίνουν διακόσες χιλιάδες γρόσια. Τους παραγγέλνω: «Την δικαιοσύνη οπούχουν ετούτοι εδώ να μην την έχουν κ’ εκείνοι εκεί, και να κυβερνήσουνε πατριωτικώς, ότι κιντυνεύει η πατρίς, κ’ εγώ γρόσια δεν θέλω, δεν πουλιώμαι δια γρόσια, δεν ορκίστηκα δι’ αυτά, ορκίστηκα δια πατρίδα. Και αν είναι δια την πατρίδα, δέχομαι να την βοηθήσω εγώ, αφήτε με εμένα να τους διαλύσω αυτεινών εδώ την δύναμή τους όλη. Αλλά να μην ξέρη κανένας ότι αγροικιώνται μετ’ εμένα και κιντυνέψω αδίκως και δεν βγάλω και τ’ αποτέλεσμα». Μου στείλαν οπίσου, ό,τι γνωρίζω να κάμω και η πατρίς θα μου το γνωρίζη πολύ.
Αφού κυβερνήσαμε την Τροπολιτζά και σκοτώθηκαν και τόσοι άνθρωποι, κινήσαμε με τον Γενναίον ως δυο χιλιάδες στράτεμα Πελοποννήσιοι, Χατζηχρήστος, Χορμοβίτες κι’ άλλοι πολλοί ξένοι κ’ εγώ με το σώμα μου και βήκαμε σε κάτι χωριά απόξω από την Τροπολιτζά. Συνκατοικούσα εγώ με τον Γενναίον, αποφάγαμε ψωμί, με πιστεύτηκε και μου είπε: «Πάμε, Μακρυγιάννη, να πατήσουμε τα Τρίκκαλα, τώρα έμαθα ότι δεν είναι πολλή δύναμη εκεί, εσείς να πάρετε το βιον του Νοταρά κ’ εγώ να πάρω το κορίτζι του, ότι αυτός είναι αναντίος της πατρίδος». (αυτείνοι ήταν κλοί, θα διόρθωναν έτζι την πατρίδα). Εγώ ακούγοντας αυτό, θέλησα ’λικρινώς να τον συβουλέψω, του είπα: «Γυναίκα θα την πάρεις ή μορόζα; – Μου λέγει, γυναίκα. – Σα θα την πάρης γυναίκα, πάρε και μίαν καντιποτένια, φτάνει να είναι όμορφη να σε ευκαριστάγη, ότι σαν πάρωμε εμείς το βιον κ’ εσύ εκείνη ξερή, τι την θέλεις και τι ζωή θα ζήσης μ’ αυτείνη και με τους συγγενείς της και με τους χωργιανούς της; Κάλλιον ν’ αποχτάς φίλους και να μετράς, κι’ όχι τοιούτους. Πρόσεξε να μην φύγωμε από τους Tούρκους και γενούμε άλλοι τοιούτοι χερότεροι». Μ’ άκουσε ο Γενναίος σ’ αυτά, κι’ αντίς– να πάμε να χαλάσουμε τα Τρίκκαλα και τον Νοταρά (και θα τους χαλάγαμε, ότι δεν ήταν δύναμη τελείως εκεί, ήταν ο Νοταράς με το παιδί του και με τον Λόντο), σηκωθήκαμε και πήγαμε εις τα Κλημαντοκαίσαρα και φάγαμε το χωριόν και τους ανθρώπους τόσες ημέρες. Εκεί πλησίον ήταν και καμμιά δεκαργιά χιλιάδες πράματα του Νοταρά και Τρικκαλιώτων. Μου είπε πάλε ο Γενναίος, ο Τζόκρης κι’ άλλοι να πάγω να πάρω τα μισά, να τα βαστήξω εγώ, και τ’ άλλα να τα δώσω να ’φοδιάσουνε τα κάστρα οπού ’χαν εις το χέρι τους αυτείνοι. Εγώ ούτε και το καζάντι τους ήθελα, να γυμνώσω αθώους ανθρώπους, ούτε και τα κάστρα να είναι ’φοδιασμένα – να μένουν εις την δικαιοσύνη αυτεινών και της συντροφιάς τους. Μου λένε: «Να πας να τα πάρης, ότι ’στην Τροπολιτζά δεν πήρετε πλιάτζικα, και να πάρης αυτά να φκαριστηθής εσύ και οι άνθρωποί σου, (ξένα πράματα δικά μας καζάντια). – Τους λέγω, πάγω». Και τους ευκαρίστησα όπού μας αγαπούνε και θα μας καζαντήσουνε. Στέλνω έναν επίτηδες και τους είπα των χωριανών και τράβησαν τα ζωντανά από εκεί. Πήγα εγώ ύστερα δεν τα ’βρα γύρισα άδειος οπίσου. Τότε αυτό μαθεύτηκε, ότι εγώ παράγγειλα αυτό. ’Γγιχτήκαμε με τον Γενναίον και τους άλλους. Πρόσμεναν ακόμα τρεις– χιλιάδες ασκέρι από Καρύταινα κι’ άλλα μέρη να πάμε να βαρέσουμε το Κρανίδι οπού ’ταν το Βουλευτικόν και η νέα Κυβέρνηση. Και σηκωθήκαμε και πήγαμε εις το Μπότζικα κι’ ολόγυρα ’σ εκείνα τα χωριά να προσμείνωμε και τους άλλους και να πάμε αναντίον της νέας Κυβέρνησης και του Βουλευτικού. ’Στο Κουτζοπόδι πιάστηκα με τον Γενναίον ότι δεν θέλομε να βαρέσουμε το Βουλευτικόν. Είχα κουβεντιάση με τον Χατζηχρήστο κι’ άλλους και ήμαστε συντρόφοι και σύνφωνοι. Αφού μάλλωσα αρκετά, σηκώθηκα πήγα εις το κονάκι μου. Αυτείνοι μίλησαν πολλών από τους ανθρώπους τους και τους έδωσαν χρήματα να τάξουν των συντρόφωνε μου, να γυρίσουνε μ’ αυτούς και να με βαρέσουν με δόλο εμένα. Ένας μπαϊραχτάρης του Γενναίου, καλό παληκάρι, ήταν παρών κι’ άκουγε τα σκέδιά τους και ήρθε και μου το είπε. Πήγα εις τον Γενναίον, του είπα ότι εγώ από αυτούς δεν τραβάγω χέρι, θα πεθάνω μ’ αυτούς. Τότε αγαπήσαμε, καθίσαμε ως τα μεσάνυχτα, φάγαμε, σηκώθηκα να φύγω, μου είπε μπονόρα να πάγω να φάμε τηγανίτες. Ο στραβοραγιάς ας δουλεύη δια ’μάς, εκείνος τρώγει λάχανα ανάλατα, εμείς τηγανίτες κι’ αρνάκια. Και τους λευτερώσαμε από τους Tούρκους, από σένα, χάρε, φεύγω, σετ’ εσένα και χερότερα κατανταίνω. Του είπα μπονόρα θα πάγω να φάγω τις τηγανίτες. Ευτύς οπού πήγα εις το κονάκι μου έστειλα τον τζαγούση μου και σύναξε όλους τους ανθρώπους μου και πήρα και καμπόσους δικούς του του Γενναίου. Ήταν μία μεγάλη βροχή και κοντέψαμε να σωθούμε από ’να παλιόρεμα. Βήκαμε καρσί εις την ράχη κι’ ανάψαμε φωτιές. Την αυγή στέλνει ο Γενναίος να φάμε τις τηγανίτες, δεν βρίσκει κανέναν. Του παράγγειλα: «Αυτείνη είναι η τέχνη, πολέμαγες να μου πάρης τους ανθρώπους μου εις τ’ Ανάπλι και τους δισπάρτισες, δια να με κάμης ό,τι θέλης χωρίς συντρόφους. Εγώ ξόδιαζα εξ ιδίων μου δια τους συντρόφους κ’ εσύ τους ανακάτευες αναντίον μου. Αυτείνη είναι η τέχνη που ήθελες να με μάθης, κι’ ό,τι ήθελες να μου κάμης το ’παθες». Αφού μάθαν ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι ότι έφυγα εγώ, σε δυο ώρες ήρθαν όλοι εις τον Άγιον Γιώργη, εις το χωριόν, ήταν εκεί της νέας Διοίκησης τ’ ασκέρια, ο Νοταράς, Λονταίγοι κι’ άλλοι. Έμεινε ο Γενναίος με σαράντα ανθρώπους μόνον και πήγαν εις Τροπολιτζά.
Ο Γενναίος πήγε εις την Τροπολιτζά, οπού ’ταν ο πατέρας του. Αφού μιλήσαμε τις προκοπές των καπεταναίων, οπού θα λευτερώσουνε την πατρίδα, πάμε και εις τους ευγενείς, τους αφεντάδες. Όταν φτάσαμε εις τον Αγιώργη, ήταν εκεί ο Νοταράς κι’ ο Λόντος κι’ ο θείος του ο Αντρέας. Είχαν της Κόρθος τας προσόδους κ’ έπρεπε να πλερώσουνε τα στρατέματα. Σαν έφυγα από τους Κολοκοτρωναίους, η νέα Διοίκηση διάταξε τον Νοταρά τον Γιάννη να μας πλερώση. Πάγω μίαν ημέρα εις το κονάκι του, τον βρίσκω και τυραγνούσε έναν πολίτη, τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμουν μήτε οι Κατζαντωναίοι οπού ’ταν λησταί. Δεμένος ο πολίτης, κεφάλι κι’ ο κώλος ένα, και του γύρευαν χρήματα. Τότε σιχάθηκα όλως διόλου το Ρωμαίικο, ότι μάθαμε όλοι την ληστείαν γενικώς. Του μίλησα αυτεινού του ευγενή ότι δεν είναι καλά τα τοιούτα: «Ότι όταν βλέπουν εσάς οπού κάνετε τοιούτα οι άλλοι, οι μικροί, θα φάνε ζωντανούς ανθρώπους». Σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος, είχα ως τότε μεγάλο σέβας και ’σ αυτούς και τους σιχάθηκα να μην τους βλέπω, κι’ αναθεμάτισα την λευτερίαν, οπού θα κάμωμε μ’ αυτούς όλους. Τότε απολπίστηκα και γύρεψα να φύγω δια έξω, με βάσταξαν κ’ έμεινα. Από εκεί πήγαμε εις τα χωριά, σταθήκαμε κάνα δυο ημέρες κ’ ήρθαμε εις Άργος κι’ από ’δώ πήγαμε εις Τροπολιτζά και πολιορκήσαμε Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεγη, Γριβαίους, οπού ’ταν με τον Πετρόμπεγη κι’ όλη την συντροφιά, και βαστούσαμε απόξω τα τείχη της χώρας, οπού ’ταν κάτι χωριά, και πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα και σκοτωνόμαστε από το ’να το μέρος και τ’ άλλο. Οι Κολοκοτρωναίγοι φοβέριζαν εμένα, αν με πιάσουνε, θα με γδάρουνε ζωντανόν. Έβγαιναν πάντοτες και πολεμούσαμε έξω από τα τείχη.
Μίαν ημέρα έγραψαν από μέσα έξω εις τους δικούς τους, Κολιόπουλο κι’ άλλους, τους λέγανε: «την αυγή, δυο ώρες να φέξη, να πιάσετε όλοι τα Τρίκορφα κι’ όλες αυτές τις θέσες και βγαίνομε κ’ εμείς από μέσα κ’ εσείς απόξω, να ριχτούμε όλοι συνχρόνως, να μην αφήσουμε γλώσσα από τους αντιπατριώτες». ’Στο ίδιον χαρτί αποκρίθηκαν εκείνοι οπίσου, ότι δεν είχαν ως φαίνεται, άλλο χαρτί, κ’ έλεγαν: «Είμαστε έτοιμοι και δυνατοί και κατά το γράφει’ σας πιάνομε τις θέσες, και να τους ριχτούμε συχρόνως να μην αφήσουμε ποδάρι από τους αποστάτες». (Εμείς ήμαστε αποστάτες, εκείνοι νόμιμοι!). Εγώ ο δυστυχής όλο πρόσεχα τις αναγκαίες θέσες, ότι όλοι αυτείνοι εμένα φοβέριζαν, οπού τους έγινα άπιστος. Ήμουνε από κάτου τα Τρίκορφα μέσα ’σ ένα ρέμα και φύλαγα, να ένας καλόγερος και διαβαίνει, ευτύς οπού μας είδε εμάς πέταξε το γράμμα (δεν το ’δαμε). Του λέγω: «Καλόγερε, πού πας; – Πάγω εις τ’ Άργος. – Πού ’ναι το γράμμα; του λέγω ψέματα, το ξέρω οπού ’χεις γράμμα. – Δεν έχω, μου λέγει. – Πάρτε τον, σύρτε να τον σκοτώσετε! λέγω δια φόβο. – Μου λέγει, στέκα, μη με σκοτώνετε, ’λάτε να σας δώσω το γράμμα». Πάμε και το παίρνομε, ανάβομε κερί και το διαβάζομε. Είδαμε όλα αυτά. Ευτύς κατέβηκα εις το Λόντο και Νοταρά και του Ζαΐμη τους ανθρώπους κι’ αφήσαμε από λίγους εις τα πόστα. Κ’ ευτύς πήρα το Νάση Φωτομάρα και πήγαμε ομπρός και πιάσαμε τα Τρίκορφα κι’ όλα εκείνα τα πόστα. Ήρθανε οι φίλοι, τα ’βραν πιασμένα. Μας γύρεψαν να τους αφήσουμε λεύτερη είσοδον να πάνε να μιλήσουν εις την Τροπολιτζά, να μας την παραδώσουνε και να φύγουν. Έτζι ακολουθήσαμε. Και το δειλινό φύγαν όλοι αυτείνοι και την πήραμε εμείς.
Πήγαμε εις την Τροπολιτζά τον Μάρτιον μήνα τα 1824. Καθίσαμε ως είκοσι μέρες, το Μεγάλο Σαββάτο κατεβήκαμε εις τ’ Άργος. Αφήσαμε εις Τροπολιτζά την αναγκαία φρουρά. Εις τ’ Άργος ήταν το Βουλευτικόν όλο, μας καρτέρεσε οπού πήγαμε νικηταί – από τους Tούρκους. Το Εκτελεστικόν το νέον ήταν εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού μέσα εις το καράβι. Τότε το Βουλευτικόν μόκανε μίαν μεγάλη υποδοχή, μόδωσε κ’ ένα ευκαριστήριον καλό και με διόρισε το Βουλευτικόν σώμα και η νέα Διοίκηση αρχηγόν της φρουράς της να προσέχω δια την ασφάλειάν της. Οι καπεταναίοι της Ρούμελης ήταν όλοι ενωμένοι με τον Κολοκοτρώνη και συντροφιά τους να γένη σύστημα καθώς το θέλαν αυτείνοι, κ’ ετοιμάζονταν να μπούνε όλοι μέσα. Έφτασε ο Δυσσέας εις το Κουτζοπόδι κ’ ένα σώμα του Καραϊσκάκη, κι’ όταν έμαθαν οπού παραδόθη η Τροπολιτζά ενέκρωσαν.
Μίαν ημέραν έλαβα ένα καψομηνιάτικον να πλερώσω τους ανθρώπους μου. Παίρνω τους αξιωματικούς μου και τους λέγω: «Να λέτε ότι εμείς κάθε εικοσιοχτώ του μηνός πλερωνόμαστε από την νέαν Διοίκησιν». Είχαν έρθει μέσα οι αξιωματικοί του Δυσσέα, του Καραϊσκάκη και του Γκούρα. Τους πήρα και τους έκαμα ένα τραπέζι ολουνών. Είπα των αξιωματικών, των δικώνε μου, να μου χαλέψουν τον μιστόν και να μου ειπούνε ότι «έχομε εικοσιοχτώ ημέρες απλέρωτοι και θέλομε τους μιστούς μας», να μου ειπούνε. Κ’ εγώ θα τους μαλλώσω. Το μηναίον οπού ’χα ήταν όλο τάλλαρα, πήρα μίαν κασσέλα και την γιόμωσα χώμα κ’ έβαλα ένα πανί να μη φαίνεται το χώμα, και βάνω από πάνου τα τάλλαρα, ότι ήταν η κασσέλα γιομάτη χρήματα. Φάγαμε ψωμί όλοι οι μουσαφιραίοι, εκεί οι αξιωματικοί μου γυρεύουν άγρια τους μιστούς τους. Τους λέγω: «Τι με φοβερίζετε δια τους μιστούς, όπού έχετε να πλερωθήτε είκοσι οχτώ ’μέρες; Μηνά είναι εδώ ο Δυσσέας, ο Γκούρας, ο Καραϊσκάκης να μη σας πλερώνουν ποτές; Εδώ είναι Κουντουριώτης, οπού ’φερε ένα καράβι γιομάτο τάλλαρα. Νόμους θέλει καλούς να γένουν δια την πατρίδα και χρήματα ξοδιάζει όσα θέλη κάθε Έλληνας. Μίαν κασσέλα γιομάτη τάλλαρα μόδωσε, σπαθί, άλογο, μουλάρια (αυτά τα είχα αγοράση μόνος μου). Γυρίζω και λέγω, των ίδιων μισαφιραίων: «Φέρτε μου, αδελφοί, αυτείνη εκεί την κασσέλα να τους πλερώσω, οπού μας χάλασαν το φαεί μας». Πάνε εκείνοι οι καϊμένοι να σηκώσουνε την κασσέλα, πού σηκώνεταν από τα χώματα; Τους λέγω: «Αφήστε την κ’ έρχομαι μόνος μου». Πήγα τους πλέρωσα. «Σύρτε εις τα κονάκια σας, τους λέγω, κι’ όποιος θέλει και παραπανισμένα χρήματα, να του δώσω».Τότε ακούνε όλοι αυτείνοι: «Νάρθομε μαζί σου κ’ εμείς, καπιτάνε, με τους συντρόφους μας, μου λένε, να γνωρίσουμε την Κυβέρνησιν! – Να ’ρθετε, παιδιά μου». Αφίνουν τον Δυσσέα μοναχόν και του μένουν κάτι ολίγοι, και οι άλλοι ήρθαν όλοι μαζί μου, το ίδιον κ’ εκείνοι του Καραϊσκάκη και του Γκούρα. Και γράφω ένα γράμμα του Γκούρα και του λέγω: «Με τον Κολοκοτρώνη τελειώσαμε εδώ, καλώς να μας δεχτής εις την Αθήνα. Να ’ρθης να υποταχτής και να ενωθής με την Διοίκησιν μπροστά και ύστερα ήρθε κι’ αυτός, ήρθε κι’ ο Γκριτζώτης, και τους πήρα και πήγαμε εις το καράβι και εις το Βουλευτικόν και γνώρισαν την Διοίκησιν.
Ύστερα παρουσιάστη ο Δυσσέας ως πολιτικός με το καλαμάρι εις το ζουνάρι, κ’ έλεγε: «Εγώ εις το εξής είμαι πολιτικός». Ο κολοκοτρώνης και η συντροφιά του ετοιμάζονταν να ’ρθούνε αναντίον μας εις Άργος δια να διαλύσουνε το Βουλευτικόν και την Κυβέρνηση. Τ’ Ανάπλι το βαστούσαν αυτείνοι κ’ εμείς τους πολιορκούσαμε απόξω. Μου παραγγέλνει ο Νικήτας (ότι φύλαγα εις το κεφαλόβρυσον, εις τους Μύλους), μου παραγγέλνει ότι θα ’ρθη και θα με πάγη κυνηγώντας ως την Ρούμελη κι’ όπου θα με πιάση, θα σκίση τα νεύρα των ποδαριών μου να με κρεμάση ανάποδα. Εγώ του είπα να κοπιάση, κι’ αν τον πιάσω εγώ, δε θα του κάμω αυτά, θα φάμε και θα πιούμε μαζί, ότ’ είναι αγαθός αγωνιστής και πατριώτης. Σε δυο ημέρες μας πλάκωσαν όλοι, ο Νικήτας, ο Κολιόπουλος, ο Γενναίος, ο Τζόκρης, ο Αποστόλης Κολοκοτρώνης κι’ άλλοι πολλοί. Πολεμήσαμε, αυτείνοι ήθελαν να πιάσουνε την κούλια της Νταλαμανάρας, βαρεθήκανε εκεί από ’μάς, σκοτωθήκανε καμπόσοι. Έπιασα την κούλια μαζί με τον Χατζηχρήστο, την βαστήξαμε ένα μερόνυχτον, πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα. Εκείνοι ήταν πολλοί, και σκοτωθήκανε κι’ από τα δυο μέρη. Τότε έβαλα ένα πάτερον ’στην κούλια και κολλήσαμε απάνου, ότι δεν είχε πάτωμα, και κολλώντας απάνου τους βαρούγαμε εις το κρέας, κι’ άφησαν το χωριόν, ότ’ ήθελαν να το βαστούνε, να ’χουν την είσοδον από το Κούτζι εις τ’ Ανάπλι να μπάζουνε ζωοτροφές των δικώνε τους. Σαν τους χτυπήσαμε, άφησαν το χωριόν την Νταλαμανάρα εις την εξουσίαν μας κι’ αυτείνοι όλοι πήγαν εις το Μέρμπακα και ’σ εκείνα τα χωριά ολόγυρα. Πήγα κ’ εγώ πλησίον τους κ’ έπιασα το Λάλουκα. Κινήθηκαν τότε αυτείνοι με τον ζαϊρέ να μπούνε εις τ’ Ανάπλι. Πήγε ο Χατζηχρήστος αναντίον τους, τον μπλοκάραν. Σηκώθηκα εγώ να πάγω μιντάτι του Χατζηχρήστου, εις τον δρόμον οπού ’ναι το χωριόν του Χατζηχρήστου, το Μπολάτι, το ’χε πιασμένο ο φίλος μου ο Νικήτας να μας βαρέση.
Τους ριχτήκαμε απάνου τους και τους τζακίσαμε και τους πήγαμε κυνηγώντας ως κοντά εις το Μέρμπακα, κοντέψαμε να φάμε το βράδυ ψωμί με τον αδελφόν μου Νικήτα, από τρίχα γλύτωσε. Σκοτώθηκαν κι’ από ’κείνους κι’ από τους δικούς μου και πληγώθηκαν καμπόσοι. Χάλασε και τους άλλους ο Χατζηχρήστος και δεν έμπασαν ζαϊρέ ’σ τ’ Ανάπλι. Πήρα τους σκοτωμένους και τους έθαψα, και τους λαβωμένους τους ήφερα εδώ και τους έβαλα εις τον γιατρόν.
Το βράδυ ο Γενναίος και οι συντρόφοι του πλέρωσαν έναν σαράντα ρουμπιέδες να ’ρθη να καταπατήση εις το Λάλουκα, οπού καθόμουν, πούθε έχει χαβαλέ το κονάκι μου, να ’ρθούνε όλοι να μου ριχτούν ή να με σκοτώσουνε, ή να με πιάσουνε ζωντανόν. Τον γνώρισε ο νοικοκύρης οπού ’ταν τζασίτης, τον έπιασαν τα παιδιά, πήγα κ’ εγώ οπού ήμουν εδώ, εις τ’ Άργος, με τους λαβωμένους, τον σφίξαμε και μαρτύρησε αυτά. Τότε αντίς να ’ρθούνε αυτείνοι ’σ εμένα, πήγα εγώ, και τους το ’πιασα ομπρός ’σ ένα ρέμα και τους πρόσμενα. Τους είπαν από το χωριόν, οπού πιάσαμε τον τζασίτη, και σηκώθηκαν και πήγανε απ’ όξω από τα χωριά να μπούνε εις τ’ Άργος να διαλύσουνε την Βουλή, ότ’ ήταν μόνοι τους εκεί οι βουλευταί. Από το ’να το μέρος αυτείνοι κι’ από την μέση εγώ, και μπλατζαστήκαμε ’στην Παναγιά του Άργους, εις το διάσελον – έτοιμοι να μπούνε μέσα. Εκεί βαρεθήκανε κι’ από τα δυο μέρη, όμως τους τζακίσαμε και τους πήραμε ομπρός, τους πιάσαμε όλα τους τα φορτώματα και τους κολλήσαμε εις το πέρα βουνό όλους, οπού ’ναι αντίκρυα από το κάστρο. Εγώ απόστασα, έσκασα από το κάμα. Πλέρωσα παιδιά ελεύτερα και κεφάλωσαν από πάνου τους. Ήρθε κι’ ο Νοταράς στο πέρα μέρος κι’ ο Χατζηχρήστος, αρχίσαμε τον πόλεμον. Ταίνιασαν εκείνοι από την δίψα, ότι δεν είχαν νερό. Τους έκαμε πλάτη ο Νοταράς και φύγαν. Πιαστήκαμε, μαλλώσαμε οι δυο μας, και ήμαστε μαζί κι’ αναχώρησα. Τότε πήραν το φύσημά τους εις το βασίλειόν τους, εις την Καρύταινα. Τότε παραδόθη τ’ Ανάπλι με το Παλαμήδι και πάνε κι’ αυτείνοι γυρεύοντας τους άλλους εις την Καρύταινα. Τότε η Διοίκηση και το Βουλευτικόν μ’ έκαμαν αντιστράτηγον και μου χάρισαν κ’ ένα άλογον. Κι’ ως φρουρά τους πήρα και πήγαμε εις τ’ Ανάπλι, Βουλευτικόν κ’ Εκτελεστικόν.
Θέλω να σημειώσω τον πατριωτισμόν των συντρόφωνέ μας Μεταξά, Ζαΐμη, Ντεληγιανναίγων, όλοι αυτείνοι, η συντροφιά η Κολοκοτρωναίγικη και οι Λονταίγοι και οι Νοταραίγοι έγιναν ένα και δια ’κείνο τους έκαμε πλάτη ο Νοταράς και φύγαν από’κεί οπού τους είχαμε κλεισμένους. Ότι έκαμαν νέες συντροφιές να διορθώσουνε την πατρίδα – να σκοτωθούμε μ’ αυτούς, να μηνκοπιάσουν δι’ αυτό οι Tούρκοι. Άμα μπήκαμεν εις τ’ Ανάπλι, γύρισαν όλοι αυτείνοι κ’ έγιναν ένα, και είχαν πρόφασες μεγάλες. Και η μεγαλύτερη ήταν ότι πήγε εις το καράβι ο Ζαΐμης και δεν προσηκώθη ο Κουντουργιώτης, και δι’ αυτό το μέγα έγκλημα πρέπει να σκοτωθούμε όλοι και να χαθή και η πατρίς.
Ένα βράδυ μαζώχτηκαν όλοι αυτείνοι εις του Νοταρά το σπίτι, έστειλαν και πήγα κ’ εγώ, κι’ ακώ τα νέα παγγύρια: «Τ’ είναι αυτά όπου κάνετε, αδελφοί; τους λέγω. Εσύ ’σαι ο Ζαΐμης, εσείς είσαστε οι Λονταίγοι, οι Νοταραίγοι και οι άλλοι σημαντικοί της πατρίδος; Δεν χορτάσετε τόσους μήνους σκοτώνοντας τους καλύτερους Έλληνες δια τα κέφια σας, δια τους νόμους σας; Τι αμαρτίες είχαμε εμείς οι δυστυχισμένοι Ρουμελιώτες να σκοτωθούμε όλοι δια το κέφι σας; Εγώ έθαψα τόσους Ρουμελιώτες, και οι άλλοι το ίδιον, κ’ εκείνοι οπού σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν κι’ από τ’ άλλο το μέρος οι περισσότεροι ήταν Ρουμελιώτες. Εγώ από δικό μου μέρος θα πάρω τους συντρόφους μου να πάγω εις την πατρίδα μου να σκοτωθώ με τους Tούρκους κι’ όχι με τους αδελφούς μου». Τότε με παίρνει ο Ζαΐμης και πάμε ’σ έναν οντά και μου λέγει μη φωνάζω κι’ ακούσουνε και οι άλλοι Ρουμελιώτες και φωνάζουν κι’ αυτοί, και ν’ ακολουθήσω την συντροφιά τους και να μου δώσουνε χίλια γρόσια τον μήνα μιστόν «Πενήντα χιλιάδες να μου δώσετε, κρέας δια εμφύλιον πόλεμον δεν πουλώ!» Και σηκώθηκα κ’ έφυγα.
Ήρθαν στερνά ο Δυσσέας, ο Γκούρας, ο Καραϊσκάκης, ο Καλτζοδήμος, ο Σαφάκας και οι άλλοι, ανταμωθήκαμε εις τ’ Ανάπλι, κι’ ο Καραϊσκάκης και, οι άλλοι με φιλιώσαν με τον Δυσσέα και Γκούρα και φιληθήκαμε όλοι κ’ ενωθήκαμε, κι’ αποφασίσαμε να μην μείνη εις Πελοπόννησον Ρουμελιώτης, κι’ όποιος μείνη να τον κατατρέχωμε όλοι. Τους είπα και τις νέες συντροφιές – τις ήξεραν κ’ εκείνοι – και τι μου είπε ο Ζαΐμης.
Τότε εκρίθη εύλογον από την Διοίκησιν να μου δώση κι’ άλλο σώμα και μαζί με τους δικούς μου να έβγω έξω, ότι, μάθαμε, έρχονταν νέγοι Tούρκοι. Ο Δυσσέας, ήθελε να πάγω μαζί του, δεν ήθελα. Έμεινα σύνφωνος να πάγω με τον Καραϊσκάκη – ήμαστε αγαπημένοι από την Άρτα. Aφού ετοιμαζόμαστε δι’ αυτό, να βγούμε έξω, ήρθε είδηση ότι τα Ψαρά τα κυρίεψε ο Καπετάν πασσάς και φοβερίζουνε με τα καράβια οι Tούρκοι να έρθουν με στρατέματα να χαλάσουνε και τη Νύδρα και Πέτζες. Τότε η Κυβέρνηση λέγει ολουνών αυτείνων των καπεταναίων να πάρουν ασκέρια και να πάνε εις Νύδρα και Πέτζες. Δεν θέλησε να πάγη κανένας. Με διατάζουν εμένα να πάγω, μου λένε αυτείνοι να μην πάγω, ότ’ είναι νησιά και θα χαθώ: «Ούθε έχει ανάγκη η πατρίδα, τους λέγω, πρέπει να πάμε και καταξοχή ’σ αυτά τα νησιά οπού έλυωσαν πολεμώντας με τους Tούρκους, κι’ άνθρωποι και καράβια και κατάστασή τους. Εγώ θα πάγω ν’ αγωνιστώ». Τότε πήρα το σώμα μου και πήγα εις τη Νύδρα. Οι άλλοι όλοι, οι Ρουμελιώτες, πήγαν έξω, εις την Ρούμελη.
Εις τη Νύδρα διάταξαν και ήρθε ο Καρατάσιος με το σώμα του κι’ άλλοι οπλαρχηγοί Βάσιος, Χατζηχρήστος, Γριβαίγοι, και καθίσαμε εκεί πέντε μήνες. Είχα την αγάπη ολουνών των Νυδραίων εγώ και οι συντρόφοι μου και πάντοτες μ’ είχαν εις τα τραπέζα τους και συναστροφές τους.
Μίαν ημέρα ήταν έτοιμα να κινήσουν όλα τα καράβια να πάνε να προφτάσουνε την Σάμο, ότι κιντύνευε, ήρθε επίτηδες άνθρωπος και είπε τον κίντυνό της. Τα στρατέματα τα δικά μας ήταν έξω από τη Νύδρα, την χώρα, και φύλαγαν εις την άκρη την νήσο ολόγυρα, να μην γένη ντισμπάρκο πουθενά. Το σώμα το δικό μου το ’χα εις τον Αγιλιά – οπού ’κανε χρεία, να κινηθούμε. Ετοιμάζονταν τα καράβια να προφτάσουνε την Σάμον, και ήταν ο κόσμος όλος κάτου εις τον γιαλό, εις το παζάρι, να ψωνίσουνε, εκεί έρριξε ένας Νυδραίος και σκοτώνει έναν Στεργιανόν, ρίχνει ένας άλλος Στεργιανός, σκότωσε τον αίτιον, σούμα σκοτώνονται έξι. Εγώ μ’ είχαν οι πρόκριτοι και καθόμουν εις το μοναστήρι ’στηνΠαναγιά, οπού συνάζονταν εκεί και οι πρόκριτοι, μου ’χαν οντά, κι’ όταν ερχόμουν από τους ανθρώπους μου, έμενα ’στο μοναστήρι. Ακούγοντας αυτόν τον καυγά, πήγα να τον ησυχάσω και κιντύνεψα και την ίδιαν μου ζωή, και οι καπεταναίγοι και οι νοικοκυραίοι με σώσαν από αυτόν τον κίντυνο των Νυδραίων, οπού παντήχαιναν ότ’ ήμουν ο αίτιος του κακού εγώ. Πάγω ύστερα εις το μοναστήρι ’στην Παναγιά, σύναξα εκεί κι’ όσους ήταν απ’ ούλα τα σώματα εις την πολιτεία – ήταν περίτου από εκατό άνθρωποι – τους έβαλα μέσα να μην κάμουν νέον καυγά όσο– να φύγουν τα καράβια. Έκλεισα το μοναστήρι, με τους ανθρώπους μέσα. Σε ολίγον πλάκωσαν όλοι οι Νυδραίοι με τα μαχαίρια και τρομπόνια και μου φέρνουν τους σκοτωμένους απ’ όξω την πόρτα του μοναστηριού. Μιλλιούνια βρισές εμένα, γύρευαν να ριχτούνε από τους τοίχους να μπούνε μέσα να μας πάρουν. Οι άνθρωποι οπού ’ταν μέσα ήθελαν να ρίξουν απάνου τους, εγώ ήθελα να ησυχάσω αυτό το κακό, ότι θα κιντύνευε η Νύδρα, ότ’ ήταν απάνου εις το νησί Στεργιανοί από ’μάς περίτου από πέντε χιλιάδες, και θα λυώναμε κ’ εμείς και οι Νυδραίγοι – και ύστερα κιντύνευε και γενικώς η πατρίδα. Εκείνοι με βρίζαν, εγώ τους διάταζα. Τρεις βολές μόκαμαν γιρούσι. Τους ησύχαζαν και οι νοικοκυραίοι. Τότε η χάρη του Θεού και της Παναγίας με φωτίζει και βγάζω έναν άνθρωπο κρυφίως με ντεσκερέδες σε όλους τους αρχηγούς, τους Στεργιανούς, και τους λέγω πώς ακολούθησε αυτός ο καυγάς, κ’ έρριχνα το βάρος των Στεργιανών, ότι αυτείνοι ήταν οι αίτιοι (και οι αίτιοι ήταν οι Νυδραίοι, όμως δια να σβύσω το κακό έλεγα αυτά). Τους έλεγα: «Αφού οι δικοί μας έκαμαν αυτόν τον σκοτωμόν και μείναν τα καράβια και η πατρίς είναι σε κίντυνον, να μην κινηθή κανένας σας από τα πόστα του, ούτε άνθρωπος να ’ρθη μέσα όσο να ιδούμε τι θα γένη». Γράφω κι’ ένα τεσκερέ του Κουντουργιώτη., του κυρ Λάζαρου, και του λέγω: «Οσοι ντεσκερέδες είναι τόσους ανθρώπους γλήγορους να βγάλης, να τους πάνε εις την θέσιν του κάθε ενός αρχηγού, να μη μάθουν τον καυγά και κινηθούν τ’ ασκέρια. Εγινε αυτό. Από την άκρη τη χώρα είχαν πλησιάση οι δικοί μου οι άνθρωποι, ότι μάθαν ότι μ’ έκλεισαν, κ’ εκεί οπού διάβασαν τον τεσκερέ μου μείναν, το ίδιον και οι άλλοι. Αν μπαίναν μέσα, θα ’πιαναν όλη την χώρα, ότ’ ήταν άδεια από Νυδραίους – ήταν όλοι κάτου εις το μοναστήρι – και τότε σαν πιάναν την χώρα και σπίτια, θα τους σκότωναν και θα γύμνωναν και την πολιτεία.
Τώρα θα σας γράψω και την επιρροή του κυρ Λάζαρου Κουντουργιώτη και των άλλων νοικοκυραίων, όμως πρώτα αυτεινού. Κολλάγει ο Λάζαρος ’σ ένα ψήλωμα και τους βάνει έναν λόγον (και είχε συναχτή όλος ο λαός). Τους είπε τ’ αντραγαθήματά τους και την γενναιότητα και πατριωτισμόν οπού δείξαν σε τόσους πολέμους και σώσαν την πατρίδα. Σήμερα όλα αυτά τ’ αντραγαθήματα χάνονται, μαζί και η πατρίς. Τους είπε πολλά από αυτά. Εκείνοι είπαν: «Δεν θέλομε τα ξένα στρατέματα εις το νησί μας!». Τους αποκρίθηκε ότ’ είναι αναγκαία. «Και δια την ευταξίαν, είπε, διορίζομε τον Μακρυγιάννη κ’ έναν δικό μας Νυδραίον να ’χουν ανθρώπους δικούς μας κι’ από τους ξένους ν’ αγρυπνούν δια την ησυχίαν και τιμή μας». Μείναν σύμφωνοι όλοι εις αυτό. Κι’ όσο να κάμη τον σταυρό του ο άνθρωπος, δεν πέρασαν δυο ώρες, πότε βάλαν τα καράβια ’σ ενέργειαν; Και κινήθηκαν και πήγαν και πρόφτασαν την Σάμον κι’ αφάνισαν τον στόλον και χάθηκαν τόση Τουρκιά. Τότε με διόρισαν εμένα και πήρα κι’ απ’ ούλα τα σώματα στρατιώτες, διορίστηκε κι’ ένας Νυδραίος από πολίτες. Και βαστάξαμε την ευταξίαν.
Γυρίζοντας οπίσου οι μπουρλοτιέρηδες, οπού κάψαν καράβια των Tούρκων, μίαν ημέρα πέρναγε από το κονάκι μου ένας μπουρλοτιέρης (είχα κονάκι έξω πιασμένο, παραπάνου από την Παναγιά), είχα εις το κονάκι μου αφημένους πεντέξι ανθρώπους τίμιους να φέρνωνται φρόνιμα εις τον μαχαλά, εγώ ήμουν εις το μοναστήρι με τους προκρίτους (πήγαινα κάθε ημέρα εκεί και μιλούσαμε, μ’ αγαπούσαν κ’ εγώ τους σεβόμουν ως μεγαλύτερους), ’στο κονάκι είχα ένα μικρό παιδί κ’ έπλυνε τα πιάτα. Έκαμε να ρίξη το νερό κάτου εις τον δρόμον, η κακή τύχη – πέρναγε εκείνη την ώρα ο μπουρλοτιέρης, οπού τότε ’σ εκείνη την περίστασιν ο κάθε μπουρλοτιέρης ήταν μισός θεός, το νερόν οπούρριψε το παιδί έπεσε απάνου εις τον μπουρλοτιέρη, χωρίς να τον ιδή το παιδί. Τότε κολλάγει εις το κονάκι ο μπουρλοτιέρης μ’ άλλους συντρόφους του, θέλουν να σκοτώσουνε τους αίτιους, μαζώνεται η μισή Νύδρα, γίνεται ένας καυγάς, άλλοι υπέρ κι’ άλλοι κατά του μπουρλοτιέρη και συντροφιάς του. Έρχονται μου το λένε εμένα, πάγω και βρίσκω αυτόν τον θόρυβον, αναντιώνονται και ’σ εμένα, χωρίς εγώ να ξέρω. Του λέγω του μπουρλοτιέρη το λάθος και τι κάνουν τα σκουτιά να τα πλερώσω να πάψη το κακό. «Τριακόσια γρόσια»! Βγάζω, μετράγω τα χρήματα, παιρνω τα σκουτιά. Μάλλωναν καμπόσοι ότι με ζήμιωσε και δεν κάναν ούτε εκατό γρόσια. Αφού τα πήρα, τα σιδέρωσα, τα ’στειλα με τον γραμματικόν μου εις τους προκρίτους, όποιος κάμη αντραγάθημα, μπουρλοτιέρης, να τα προσφέρουν από ’μένα, ότι εγώ δεν φορώ τέτοια σκουτιά. Και είπε ο γραμματικός τα αίτια πώς έτρεξαν και εις το εξής να μη φοβερίζη ο μπουρλοτιέρης και οι συντρόφοι του, και τους ακολουθήση κάνα δυστύχημα. Αφού οι πρόκριτοι άκουσαν αυτό, πικράθηκαν πολύ κ’ έστειλαν και πήραν τον μπουρλοτιέρη και συντρόφους του να τους παιδέψουν. Το ’μαθα εγώ αυτό και πήγα και τους ’περασπίστηκα. Και ησύχασαν εις το εξής οι Νυδραίοι, και μ’ είχαν τον στενώτερό τους φίλον (και είμαστε φίλοι ως την σήμερον).
Δεν ήταν πλέον υποψία εις τη Νύδρα και ήρθε διαταγή από την Κυβέρνησιν εγώ να περάσω με το σώμα μου εις Άργος κι’ ο Καρατάσιος με το σώμα του εις την Αθήνα και οι άλλοι αλλούθεν. Εις τη Νύδρα οπού ’μαστε έφερνα όλο το σέβας εις τον Καρατάσιον, ως αρχηγόν οπού τον είχαμε όλοι κι’ ως γεροντότερον, και μ’ αγαπούσε κι’ αυτός ως παιδί του. Κι’ όλοι του οι καπεταναίοι ήταν μ’ εμένα ως αδελφοί, γενναίοι άντρες. Του είπα του Καρατάσιου κι’ ολουνών των καπεταναίων του ότι: «Εμείς ο τόπος μας εχάλασε, του κάθε ενού, και καταξοχή ο δικός σας, οπού ’στε απόξω. Το λοιπόν, επειδή τις κι’ ο τόπος σας έμεινε έξω, ο Δυσσέας, ο Γκούρας και οι άλλοι οι Ρουμελιώτες, καθώς και οι Πελοποννήσιοι σας θέλουν να σας έχουν ως δούλους, με την δύναμή σας να τηράνε τα νιτερέσια τους, να γυμνώνουν την πατρίδα, καθώς το λέπετε, να παίρνουν τα καλύτερα υποστατικά και να κάνουν συχνούς εφύλιους πολέμους. Και δια να χαίρωνται αυτά οπού άδραξαν όλοι αυτείνοι, κάθε ολίγον εφύλιους πολέμους φέρνουν εις την πατρίδα και φατριασμούς, καθώς το είδαμε ως τώρα πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν από ’μάς δια τα κέφια εκεινών. Και η πατρίς κιντυνεύει, κ’ εμάς θα μας κάμουν κοπέλια τους. Και δια να δυναμώση η πατρίς πρέπει να ενωθούμε στενά εμείς και μ’ όσους άλλους μπορέσουμε. Και να είμαστε με την Διοίκησιν και με τους νόμους, να δυναμώνουμε αυτά, ότι έτζι δυναμώνει γενικώς η πατρίδα κι’ όχι τα άτομα». Ορκιστήκαμε εις αυτό ο Καρατάσιος, ο Γάτζος κ’ εγώ να είμαστε σύνφωνοι κι’ αχώριστοι δια την πατρίδα και θρησκεία κατά τον όρκον οπού κάμαμε όταν πρωτοσηκωθήκαμεν δια την λευτερίαν μας. Μίλησα ξεχωριστά και με τους άλλους καπεταναίους του και καταξοχή με τον γενναίον κι’ αγαθόν Βελέτζα κι’ άφησα αυτόν να τους βαστάγη, να μην τους διαγείρη κανένας και τους απατήση, ότι είναι αγαθοί άνθρωποι και μπορούν ν’ απατηθούν. Φιληθήκαμε, και πάνε αυτείνοι εις την Αθήνα κ’ εγώ ήρθα εις τ’ Άργος. Και συνφωνήσαμε ό,τι μαθαίνω ν’ αγροικιώμαστε συχνά. Κι’ ακολουθούσαμε αυτό, χωρίς να μας παίρνουν χαμπέρι οι επίβουλοι της πατρίδος και οι ’διοτελείς.
Άμα ήρθα εδώ, εις Άργος, με διατάζει η Διοίκηση να πάρω το σώμα μου κι’ απ’ ούλα τ’ άλλα σώματα οπού ’ταν εις τ’ Ανάπλι, του Χατζηχρήστου κι’ αλλουνών, να γένουν όλοι αυτείνοι ως χίλιοι διακόσοι άνθρωποι κι’ αρχηγός να είμαι εγώ ’σ αυτούς κι’ ο Παπαφλέσσας εις τα πολιτικά, να πάμε εις την Αρκαδιάν, ότι ’ρέθισαν τους κατοίκους εκεί ο Κολοκοτρώνης με τον συβουλάτορά του Μεταξά κι’ όλοι οι συγγενείς του Κολοκοτρώνη και οι συντρόφοι του οι νέοι, όλοι της Πελοπόννησος οι κοτζαμπασήδες. – Αφού θέλησε ο Θεός να γίνωμε κ’ εμείς έθνος, δι’ αυτό σκλαβώθηκαν οι σημαντικοί της Ρούμελης, σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν, ήταν νοικοκυραίοι, έγιναν διακοναραίοι, κι’ άλλοι δια την πατρίδα έλειψαν και χάθηκαν ολότελα. Αυτοί πριν από την επανάστασιν βάσταγαν την πατρίδα όσο ναύρη μίαν ημέρα αρμόδια να λευτερωθή, καθώς ο Θεός φώτισε κ’ ευρέθη. Ποιοι ήταν αυτείνοι; Ήταν ο Αλέξης Νούτζος, οπού ξεκρέμαγε από τα χέρια των Tούρκων τους χριστιανούς και θυσιάστηκε και εις την επανάστασιν. Έδωσε περίτου από ’να μιλιούνι γρόσια και βασανίζονταν εις τα στρατόπεδα Σουλιού, Άρτας κι’ αλλού. Οι Νακαίγοι θυσιάσαν εις την επανάστασιν πραματικώς, ο Φίλων, ο Λογοθέτης και οι άλλοι. Οι Σαλωνίτες, οι Φηβαίγοι, οι Ταλαντιναίγοι, οι Λιδορικιώτες, οι Κραβαρίτες, οι Μισολογγίτες, οπού ’γιναν στάχτη, οι Αποκουρίτες, οι Βραχωρίτες, όλο το Κάρελι κι’ ο Βάλτος – οι Μεγαπαναίγοι, οι Μαυροματαίγοι, οι Καραγιανναίγοι– , οι Καρπενησιώτες και τ’ άλλα τα μέρη της Ρούμελης, πλούσιοι νοικοκυραίοι και κάτοικοι και πολλοί γενναίοι οπλαρχηγοί. Εις την Ρούμελη, αφού ο Tούρκος κοιμάταν με την γυναίκα του εις την Λάρσα, τ’ άλλο το βράδυ ήταν εις το σπίτι του Ρουμελιώτη. Τον κατασκότωνε, τον κατασκλάβωνε και τον έκαιγε. Πέστε μου ένα σπίτι παλιόν εις την Ρούμελη οπού να μην είναι χτίριον μοναχά. Πέστε μου πολιτείαν να μην κάηκε και οι γες έρημες και μπαΐρια ως την σήμερον. Σας είπα τις θυσίες της Ρούμελης. Κι’ αδικημένη είναι κι’ αφανισμένη. Νόμους γυρεύει και σύστημα να πάγη η πατρίς ομπρός. Ο Κολοκοτρώνης όμως κι’ ο Μεταξάς και οι άλλοι οι τοιούτοι καθημερινούς εφύλιους πολέμους θέλουν και φατρίες αυτείνοι τις γέννησαν κι’ από αυτούς προχώρεσαν κ’ οι Αράπηδες.
Τα 1824 Οκτωβρίου 14 έλαβα την διαταγή να περιλάβω τους ανθρώπους ’στην οδηγίαν μου και να πάγω – ότι δεν προσηκώθη ο Κουντουργιώτης εις τον Ζαΐμη, ότ’ είχε άλλη δουλειά και δεν προσηκώθη εις το καράβι, αντάρτης ο Ζαΐμης. Πήγαμε ’στην Τροπολιτζά, εκεί συναχτήκαμε όλοι να πάμε εις την Αρκαδιά κι’ ο Παπαφλέσιας μαζί. Όμως κι’ αυτεινού του μακαρίτη ο χαραχτήρας ήταν σαν εκεινών. Είχαμε πιαστή πρωτύτερα και βριστήκαμε ομπρός εις την Κυβέρνησιν. Ήθελαν να στείλουν και πρωτύτερα εμένα ’σ αυτείνη την ανταρσίαν και δεν θέλησα, και στείλαν τον Χριστόδουλον Ποργιώτη και τον έπιασαν οι αντάρτες ζωντανόν μ’ όλους του τους ανθρώπους εις την Μεσσηνίαν. Και ήθελε κ’ εμένα ο άγιος Αρχιμανδρίτης να με στείλη, (ήθελε να κάνη τους πατριώτες του παληκάρια) κ’ εγώ του είπα να κοπιάση να πάμε μαζί, ότι εγώ δεν γνωρίζω ούτε τις θέσες, ούτε τους ανθρώπους. Αφού πήγαμε εις την Τροπολιτζά, ο Σταϊκούλης (ήταν εκεί, ήμαστε φίλοι) μου είπε ότι οι Κολοκοτρωναίγοι έχουν πάθος ’σ εμένα και θα με πιάσουνε ζωντανόν ή σκοτωμένον. Ότι εγώ τους βήκα άπιστος κ’ έφυγα από τα οτζάκια αυτά, από Δυσσέα και Κολοκοτρώνη, και τώρα με διατάττει η Κυβέρνηση και τους πάγω αναντίον τους. Κι’ όσα μπορέσουνε, μου είπε, θα ξοδιάσουνε ή με δικούς μου ανθρώπους, ή με δικούς τους θα με ξεμπερδέψουνε. Ο Σταϊκούλης είχε μίαν ανιψιά και ήθελε να με κάμη γαμπρό και δεν του ’λεγα το όχι κ’ έλπιζε. Ήταν κι’ αυτός, καθώς μου ’λεγε, παρών ’στην ομιλίαν τους εκεινών, οπού μιλούσαν αναντίον μου. Εγώ του είπα: «Δεν πάγω πουθενά να γυμνώσω ή να διατιμήσω κανέναν, η πατρίς μου χωρίς νόμους και διοίκησιν κιντυνεύει. Πάγω δι’ αυτείνη κι’ ο Θεός είναι αρχηγός και προστάτης του καλού». Του είπα του Σταϊκούλη ό,τι μαθαίνη, να μου στέλνη με σίγουρον άνθρωπον.
Ο Παπαφλέσιας πήρε μίαν γυναίκα μ’ ένα ντέφι κ’ έναν με βιολί και πήγαμε εις Λιοντάρι. Από τα σώματα, τους χίλιους διακόσους ανθρώπους, δεν ακολούθησαν μαζί μας μήτε εξακόσοι, δεν θέλαν να ’ρθουν, τους ανακάτωναν οι αναντίοι και τους δείλιαζαν, σαν χάλασαν οι Μεσσήνιοι τον Ποργιώτη εις τους Λάκκους. Σηκωθήκαμε μ’ αυτούς πήγαμε εις Λιοντάρι. Κρατεί αυτό το μεγαλύτερο σώμα εκεί ο Παπαφλέσιας, κ’ εμένα με διακόσους πενήντα, οπού ’χα δικούς μου, μου είπε να κατέβω εις τους Λάκκους όσο να συνάξη πατριώτες του ο Παπαφλέσιας και την αυγή έρχονται κι’ αυτείνοι. Μπιστεύτηκα, πήρα τους ανθρώπους μου και κατέβηκα εις τους Λάκκους.Το βράδυ το μαθαίνουν οι Αρκαδηνοί, οι λεγόμενοι Ντρέδες, και δια νυχτός αυτείνοι κι’ άλλοι από τα κοντινά μέρη έρχονται και με κλείνουν ολόγυρα και πιάνουν όλα τα τριγυρινά χωριά. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, μπονόρα – ήταν καρσί το Μελιγαλά κ’ έχει καμπόσες κούλιες, έστειλα και τήραξα, δεν τις είχαν πιασμένες ακόμα– σηκώθηκα και πήγα και τις έπιασα αυτές και το χωριόν, και δυναμωθήκαμε από κάτου. Πλάκωσαν πεζούρα, καβαλλαρία πλήθος, μου παραγγέλνουν ν’ αδειάσω το χωριόν, ότι θα μπούνε αυτείνοι, οπού λευτέρωσαν αυτούς τους τόπους, και θα φάνε αυτείνοι κόττες και γάλλους και πήτες, κ’ εγώ να φύγω να πάγω από ’κεί οπού ’ρθα, ότι πήγα και τους πάτησα τα γερά τους χώματα. Κι’ αν δεν φύγω, να τους καρτερέσω, και θα μου ριχτούνε, και θα το πάθω χερότερα από τον Ποργιώτη. Εκείνους τους εσπλαχνίστηκαν και τους πήραν τ’ άρματά τους και τους απόλυσαν, εμάς και τ’ άρματά μας θα μας πάρουν και τα κόκκαλά μας θα μείνουν εκεί. Τότε στοχάστηκα κι’ αυτούς τους αποστάτες της πατρίδος ν’ απατήσω, δια να μην πάθωμεν καμμίαν ντροπή, ξένοι άνθρωποι κι’ ολίγοι, σε τόση δύναμιν οπού ’ταν αυτείνοι, και τον γενναίον Παπά Φλέσια, οπού γλεντάγει εις το Λιοντάρι με τις γυναίκες και τα λαλούμενα – και δια να γλεντάγη βάσταξε κι’ όλους τους ανθρώπους (δια να πάθω εγώ με τους συντρόφους μου), πρέπει να φέρω και την αγιωσύνην του εδώ να μιλήση με τους πατριώτες του τους Αρκάδιους, οπού γνωρίζουν τον πατριωτισμό και την αρετή ένας του άλλου. Λέγω των Αρκάδιων οπού ’ρθαν πλησίον μου, αφού ρώτησα πώς λένε τους αρχηγούς, τον καθένα, τους λέγω να βγούνε αλάργα από τους ανθρώπους τους αυτείνοι όλοι, οι αρχηγοί, ότι θέλω να τους μιλήσω, ότ’ είμαι διαταμένος από την Κυβέρνησιν. Συνάχτηκαν όλοι ’σ ένα μέρος, δυνάμωσα το χωριόν καλά, πήρα κι’ ανθρώπους μαζί μου και πήγα.
Εκεινών οπού άφησα εις το χωριόν τους είπα, αν έρθω μαζί μ’ εκείνους και τους κάμω το σινιάλο, να τους βαρέσουνε, όταν πλησιάσω από κάτου την κούλια, αν θελήσουνε να ’ρθουν μαζί μου να μπούνε εις το χωριόν, όπως έλεγαν να τ’ αδειάσουμε εμείς να μπούνε εκείνοι. Πήγα με πεντέξι κάτου, εκεί οπού ήταν οι αρχηγοί, τους χαιρέτησα, τους είπα: «Ποιος είναι ο αρχηγός; – Ο Μήτρος». Μου τον δείξαν, τον πήρα και πήγαμε οι δυο μας παραπέρα. Του είπα: Η Κυβέρνηση δια την γενναιότητα κι’ αγώνες οπου ’χεις προς την πατρίδα έστειλε τον άγιον Παπαφλέσιαν, τον πατριώτη σας, κ’ έχει τόσες λίρες για σένα. (Ότι τότε μας δώσαν τις λίρες να λευτερωθούμε κι’ όχι όποιοι είναι κεφαλές να τις φάνε. Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ’να το μέρος και τ’ άλλο). Του είπα του γενναίου αντρός τις λίρες οπού ’χει ο Παπαφλέσιας και τον βαθμό του και δια τα παληκάρια του άλλες λίρες. (Αφού σκότωσαν τους ντόπιους Tούρκους αυτείνοι, πήραν το βιον τους. Κι’ όλα τα δικαιώματα αυτείνοι τα είχαν, κι’ όλο εφύλιους πολέμους κάναν). Αυτόν τον αρχηγόν τον ηύρα πολλά φτωχόν και τον πλούτηνα με χρήματα και βαθμούς – λόγια της όρεξής του– οπού τα ’χει ο άγιος Παπαφλέσιας, ο πατριώτης του (κι’ αυτός δεν είχε άλλο τίποτα από τα παιγνίδια οπού πήρε από την Τροπολιτζά και γλένταγε με τις συμπατριώτισσές του. Αφού διόρθωσα τον αρχηγόν, τον ρώτησα τι γενναιότητα έχει ο καθείς από τους άλλους και τι πρέπει να μεσιτέψω εις τον άγιον Παπαφλέσια. Μου σύστησε εκείνους οπού ’θελε. Πήρα τον καθέναν, το’ ’δωσα από ’να ασκί μ’ αγέρα – όσο να ’ρθη ο άγιος Παπαφλέσιας, τους ανάπαψα όλους. Γύρευαν να μείνω ’στο μισό χωριό εγώ, ’στο Μελιγαλά, και ’σ τ’ άλλο μισό να μπούνε κι’ από ’κείνους. Τους περικάλεσα να πάνε ’σ άλλα χωριά να μείνουν μίαν βραδειά όσο να ’ρθη ο Παπαφλέσιας να λάβουν τα δίκια τους, κι’ όπως μείνουν σύνφωνοι, γίνεται ύστερα. Τους ησύχασα, πιάσαν τα χωριά του Ριζού και Μπούγα και μέρος από του Κάμπου και τους Κωσταντίνους. Εκεί είχανε και την διοίκησίν τους, τα πρωτόκολλά τους κι’ όλα τους τ’ αναγκαία, ως κεντρικόν χωριόν και δυνατό.
Αφού έφυγα από αυτούς, φκειάνω ένα γράμμα του άγιου Παπαφλέσια και του λέγω: «Εδώ μαθαίνοντας τον καλό σου ερχομό, όλοι οι Αρκαδηνοί και τα κοντινά μέρη ήρθαν μικροί μεγάλοι και προσμένουν τον πατριώτη τους, τον σωτήρα τους, και ήθελαν να ’ρθούνε αυτού και τους αλκότησα, τους είπα ότι απόψε είσαι ’δώ, και μείναν. Να μην χάσης καιρό, μίαν ώρα αρχύτερα να κοπιάσης, ότ’ είναι και πολλοί σημαντικοί οπού σε προσμένουν». Το γράμμα το ’δωσα ενού ανθρώπου μου οπού να ’ναι τέτοιος ψεύτης, να ψυχώνη τον Παπαφλέσια να ’ρθη. Ευτύς οπού το ’λαβε άφησε όλα του τα παιγνίδια και ξημέρωσε εις το χωριόν Σαντάνι. Βρέθη εύλογον από τους Αρκάδιους να σταθή εκεί να είναι σε κεντρικόν μέρος, αλάργα από μέναν και πλησίον σ αυτούς. Όταν ήμαστε εις τ’ Ανάπλι έλεγε ο άγιος Παπαφλέσιας της Κυβέρνησης ότι θα φέρη τον αδελφό του Νικήτα κι’ άλλους συγγενείς του περίτου από δυο χιλιάδες, χωριστά το σώμα οπού μου βάσταξε εμένα, κ’ εγώ έμεινα με διακόσους πενήντα ανθρώπους. Ήρθε ο αδελφός του μ’ οχτώ μόνον ανθρώπους.
Ο άγιος Παπαφλέσιας ξημέρωσε εις το Σαντάνι, να τον δεχτούνε οι πατριώτες του, μόνον με το σώμα οπού τ’ άφησα, κι’ ο αδελφός του και οι άλλοι οι συγγενείς του όλοι οχτώ. Πάνε οι γενναίοι Ντρέδες δια τα βραβεία των αντραγαθημάτωνε τους, δια χρήματα και βαθμούς, να τους τα δώση ο Παπαφλέσιας. Ο Παπαφλέσιας γύρευε τις επιδέξες, ότι άφησε τα παιγνίδια και ήρθε οληνύχτα, οι Αργάδιγοι όλο τα βραβεία. Δεν είχε κανένας τίποτα αλήθεια να δώση του άλλου. Τότε στέλνουν επίτηδες να πάγω εγώ να τους ξηγήσω την υπόθεσιν. Τους αποκρίθηκα: Εγώ είμαι ξένος άνθρωπος, δεν γνωρίζω από αυτά. – «Ντουφέκι!» του λένε οι Αρκάδιγοι του Παπαφλέσια κι’ άρχισε το ντουφέκι. Κινιώνται και δια ’μένα όσ’ ήταν εις το Μπούγα και ’σ τα Ριζοχώρια κι’ όλα εκείνα τα μέρη, περισσότερη κι’ αντρειότερη δύναμη, ένα ότι τους απάτησα και τ’ άλλο ότι τους μόλυνα τα γερά τους χώματα – τ’ απολέμητα. Πήρα εκατό ανθρώπους διαλεμένους δικούς μου και καμμιάν πενηνταριά Μελιγαλιώτες δια να τους τραβήσω από το χωριό να μη μου κάμουν καμμίαν απιστιά, και πήγα κ’ έπιασα το παλιό Αλειτρούγι, το ’χαν καμένο οι Ντρέδες και σώζονται μια παλιοκούλια και χαλάσματα. Όλα αυτά τα χωριά ρωτούσαν πόσοι είμαστε κι’ αν έχομε και καλά άρματα, να τα πρωτοπάρη ο καθείς, όποια κολώνα μας κυργέψη. Από του Ριζού το μέρος ήταν ο Μήτρο Πέτροβας, ο Γκρίτζαλης κι’ ο Καλαμπόκης, από το Μπούγα ήταν πολλές κεφαλές κι’ ως χίλιοι άνθρωποι, όλοι ελεύτεροι εις τα ποδάρια. Μας ρίχτηκαν εκείνοι και τόσο μας πλάκωσαν – το μπαγιράκι το δικό μας κ’ εκεινών πλησιάσαν, ήμαστε χαμένοι. Βγάλαμε τα μαχαίρια, σκοτώσαμε τον μπαϊραχτάρη τους, πήραμε το μπαγιράκι τους, σκοτώσαμε και άλλους πεντέξι, πιάσαμε και καμπόσους ζωντανούς και τους κυνηγήσαμε πέρα από το Μπούγα. Μ’ εκείνη την ορμή ριχτήκαμε και των αλλουνών και τους βγάλαμε καμπόσο απάνου. Τον Παπαφλέσια τον έμασαν πολλοί εις το γιοφύρι του Σαντανιού και τον πήγαν ως το Σαντάνι, και σκότωσαν δυο τρεις δικούς του και τον Χατζή Ηλία, ένα παληκάρι σπάνιον. Τότε, δια να ξεθυμάνωμε τον πόλεμον του Φλέσια, πάμε εις το Μπούγα και τους δίνομε ένα τζάκισμα και τους πήγαμε κυνηγώντα ως το Καλυβοχώρι, οπού ’ναι λωβιασμένοι κ’ εκεί τους αφήσαμε. Οι άνθρωποί μου πήραν λάφυρα πολλά, όταν τους χαλάσαμε, κι’ από ’κείνους κι’ απ’ όσους δεν φταίγαν, δεν μπορούσα να τους βαστήσω τους ανθρώπους εις την αγανάχτησιν οπού ’χαν αναντίον των Αρκάδιων, ότι μας φοβέριζαν να μας σκοτώσουνε οπού τους πατήσαμε τα γερά τους χώματα. Μου λαβώθηκαν κι’ από τους δικούς μου καμπόσοι.
Χαλάγοντας αυτούς ριχτήκαμε και εις εκείνους οπού ήταν εις τον Παπαφλέσια, τους πήραμε τις πλάτες και τζακίστηκαν. Και σουρούπωσε, και πήρα τους πληγωμένους και πήγα εις το Μελιγαλά. Και δια νυχτός συνάχτηκαν οι Αρκάδιγοι πίσου εις το Μπουγά και Κωσταντίνους. Και τ’ αριστερά χωριά έπιασαν και δυνάμωσαν κατά της Καρύταινας το μέρος, να ’χουν τον τόπον ανοιχτόν από ’κείνο το μέρος, ότι πρόσμεναν μιντάτι από ’κείθε την αυγή, τη δύναμή τους την πολλή τους ήρθε κι’ άλλη δύναμη δια νυχτός και πιάσαν από το Μπούγα και Κωσταντίνους κ’ εκείνη τη ράχη ως τα πρόποδα του γεφυριού ’στο Σαντάνι. Τότε πήγα κ’ εγώ εις το Σαντάνι και πήρα τους ανθρώπους, κ’ έστειλα καμμιά εκατοστή και τους πήραν τις πλάτες, και συχρόνως τους χτύπησα κ’ εγώ από ’μπρός κ’ εκείνοι από τις πλάτες και τους χαλάσαμε απ’ ούλα εκείνα τα μέρη, και τους ριχτήκαμε μέσα εις τους Κωσταντίνους. Τους χαλάσαμε κ’ εκεί και πιάσαμε ζωντανούς, τους πήραμε τα πραχτικά τους κι’ όλα τους τ’ αναγκαία και τους πήγαμε κυνηγώντα ως την αλλού ψηλότερη ράχη, οπού ’ναι από πίσου τους Κωσταντίνους. Όταν χαλάστηκαν αυτείνοι εις τους Κωσταντίνους, άφησαν και το Μπούγα και κόλλησαν όλοι ’σ εκείνο το μέρος.
Τότε τους μίλησα και τους έδωσα λόγον της τιμής και κατέβηκαν κι’ ανταμωθήκαμε οι αρχηγοί τους και πολλοί από αυτούς. Τους είπα: «Αυτό το έθνος σήκωσε ντουφέκι του Σουλτάνου – και δεν το υπόταξε. Εσείς θα το υποτάξετε και δεν θέλετε Διοίκησιν; Και ποίον έθνος χωρίς διοίκησιν και νόμους ευδοκίμησε και δεν εχάθη; Κ’ εμείς χωρίς νόμους δεν πάμε ομπρός, και δεν μας γνωρίζουν και τ’ άλλα τα έθνη. Θα μας λένε κλέφτες και παντίδους. Και οι Tούρκοι δεν χάθηκαν με τους ντόπιους εκείνους οπού σκοτώσετε εσείς κ’ εμείς, ήρθαν εις την Ρούμελη νέγοι Tούρκοι και, καθώς τρωγόμαστε, θα μπούνε κ’ εδώ, και θα σας πατήσουνε αυτείνοι τα γερά σας χώματα, οπού φωνάζετε οπού σας τα πατήσαμεν εμείς. Εμείς είμαστε συνάδελφοί σας κ’ Έλληνες. Κι’ αν δεν μάθετε γνώση, θα τα πατήσουν αυτείνοι και θα χαθήτε κ’ εσείς κ’ εμείς. – Είναι η Πελοπόννησο, μου λένε, όλη αναντίον σας και θα κάμωμε δική μας Διοίκηση. – Στοχάζεστε; τους λέγω. Σας κουβεντιάζω ως χριστιανός, ότι θα πάθετε, ότι η Κυβέρνηση έχει τόσα στρατέματα, Καρατασσαίους, Καραϊσκάκη, Σουλιώτες κι’ άλλους πολλούς κι’ από τ’ άλλα τα μέρη τα έξω. Ότι δεν κάψαν τα σπίτια τους εκείνοι κι’ όλη η Ρούμελη δια να σκοτώσετε εσείς δυο ψωρότουρκους ντόπιους και να μας κάνετε κάθε στιμή νόμους κ’ εφύλιους πολέμους και φατρίες δικές σας. Και θα μπούνε μέσα όλοι αυτείνοι κι’ αν δεν βαίνετε εσείς γνώση, θα σας βάλωμε εμείς. Συναχτήτε ’σ ένα μέρος κ’ έρχομαι μ’ έναν άνθρωπον μόνον να σας μιλήσω και είστε νοικοκυραίοι να κάμετε ό,τι αγαπάτε».
Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό, ότι νύχτωσε, και την αυγή να πάγω ’στο Λιάτανι. Εκεί πλησίον είναι και η Αρκαδιά και τα χωριά της κ’ εκεί συνάζονται, και να πάγω να μιλήσουμε. Κι’ αναχωρήσανε αυτείνοι κ’ εμείς. Πήγα εις τους Κωσταντίνους, μίλησα αυτά και με τον Φλέσια, να μπούμε με τρακόσιους ανθρώπους εις την Αρκαδιά (και τόσοι μείναμε πραματικώς του ντουφεκιού, ότι πήραν πλιάτζικα εκείνοι οπού ’ταν από τα σώματα κι’ αναχώρησαν οι περισσότεροι). Την άλλη ημέρα πήρα έναν άνθρωπον κ’ έναν οδηγόν και πήγα ’στο Λιάτανι. Ήταν μαζωμένοι απ’ ούλα τα μέρη, τους τα μίλησα παρουσία με λύπη της ψυχής μου κ’ έκλαψα, κι’ αυτείνοι οι καλοί άνθρωποι μ’ άκουσαν ό,τι τους είπα. Τους είχε σηκώση το νου τους ένας κερατοκαλόγερος, τον λέγαν Πρωτοσύγκελον, τζιράκι των Κολοκοτρωναίων κι’ αυτός ο άτιμος τους ’ρέθισε, ότ’ ήταν εις το ποδάρι του δεσπότη και σηκώθηκαν, κι’ ο Θανάσης Γληγοριάδης ένας συνάδελφος του Πρωτοσύγκελου και κλεφτοαλευράς. Είχαμε τ’ αλεύρια δια τ’ ασκέρι, δια τους Tούρκους να τους πολεμήσουμε, κι’ αυτός έκλεβε τ’ αλεύρια κι’ άφινε το στρατόπεδο νηστικό. Αυτοί ’ρέθισαν τους ανθρώπους κι’ άλλοι όμοιοί τους. Μείναμε σύνφωνοι να μπούμε εις την Αρκαδιά με τρακόσιους ανθρώπους, και γνωρίζουν την Κυβέρνησιν, και με περικάλεσαν να γράψω με τον Παπαφλέσια εις την Κυβέρνησιν να τους συχωρέση. Ευκαριστήθηκαν οι άνθρωποι όλοι από ’μένα κι’ εγώ από αυτούς. Πήρα τους αρχηγούς τους να μιλήσουμε και με τον Παπαφλέσια να μπούμε μέσα εις την χώρα, καθώς συνφωνήσαμε. Πήγαμε απόξω τους Κωσταντίνους εις την ράχη, ήρθε κι’ ο Φλέσιας μείναμε σύνφωνοι ό,τι μίλησα με τους Αρκάδιους εγώ να γίνη.
Πήρε να σουρουπώση, έρχονται εις τους Αρκάδιους, οπού ’ταν εκεί, οι αρχηγοί, τους λένε ότι τους έγραψε ο Κολοκοτρώνης, ο Ζαΐμης, οι Ντεληγιανναίγοι κι’ άλλοι πολλοί, ότι μία μεγάλη δύναμη απ’ ούλους αυτούς τους συντρόφους έρχονται προς βοήθειάν τους και να μην τελειώσουνε τίποτας ομιλίες δια συβιβασμόν. Είχε πάγη ο άγιος Πρωτοσύγκελος κι’ ο Γληγοριάδης ’σ αυτούς, όταν τους χαλάσαμε εις τ’ Αλειτρούγι, και είπαν αυτά του αρχηγού Κολοκοτρώνη και διόρισε τα φουσάτα του αναντίον μας, και τους είπε με θέλει ζωντανό να με γδάρη σαν πρόβατο. (Ότ’ ήταν χασάπης εις την Ζάκυθο και γνώριζε την τέχνη αυτείνη, κι’ αφού ήρθε γυμνός εις την Ελλάδα και πλούτηναν κ’ έγιναν Κιαμιλμπέηδες αυτός και οι συντρόφοι του, καθημερινώς δουλεύουν την πατρίδα μ’ εφύλιους πολέμους και νέες φατρίες.) Τότε αναχώρησαν οι Αρκάδιοι οι αρχηγοί από την ομιλίαν μας. Σε ολίγον σουρουπώνοντας ακούμε έναν μεγάλον ντουφεκισμόν, να ψυχώσουνε οι εδικοί τους, απάνου εις την ράχη το μέρος της Καρύταινας. Τότε γυρέψαμε εμείς να κλειστούμε εις τους Κωσταντίνους κ’ ετοίμαζα τα σπίτια, τηράγω δια φουσέκια, γυρεύω του άγιου Φλέσια, μου δίνει ως είκοσι τεστέδες, ότι δεν έχει άλλα και προσμένει από την Καλαμάτα. Αφού μο’ ’δωσε αυτά τα φουσέκια, μου παίρνει κρυφίως τ’ ασκέρι και φεύγει. Εγώ είχα πάρη καμμίαν σαρανταριά ανθρώπους και ντουφεκιώμουνε με κάτι αναντίους, γυρεύω φουσέκια, δεν βρίσκω μήτε κι’ ανθρώπους. Τότε με τρόπο βγήκα ’στην ράχη, είναι ένα παλιόκαστρον, και δεν ξέραμε και τον τόπον πούθε να πάμε, ήμαστε όλοι ξένοι, και νύχτα. Τότε ο αρχηγός Κολοκοτρώνης θα ’βαινε την θέλησίν του ’σ ενέργειαν, θα μας πιάναν τους ολίγους να μας κάμουν ό,τι η συνείδησή τους τους υπαγόρευε. Μέσα εις το Σαντάνι ήταν την νύχτα κρυφίως μπασμένοι ο Πάνος Κολοκοτρώνης κι’ ο Κανέλλος Ντεληγιάννης και όταν θα περάσουμε από το γιοφύρι, κ’ εκεί είναι το χωριόν, να μας χτυπήσουν. Αυτό έμαθε ο Παπαφλέσιας και πήρε τους συντρόφους κ’ έφυγε χωρίς να μου ειπή τίποτας ’λικρινής σύντροφος (– πεθαμένος δια την πατρίδα. Δεν θέλω κατηγορήση την διαγωή του, η τύχη μου και η δικαιοσύνη του Θεού με φύλαξε, ότι εγώ δούλευα δια την πατρίδα αθώα). Εκεί οπού βήκαμε εις το παλιόκαστρο με τους ολίγους, κι’ ως ξένοι δεν ξέραμε πούθε να κάμωμε, και θα κατανταίναμε εις το Σαντάνι εις τα χέρια των αναντίων μας, τότε εκεί οπού συλλογιώμαστε να κινηθούμε, έρχεται ένας άνθρωπος μ’ έναν τεσκερέ από τον Σταϊκάκη και μου ’γραφε μυστικώς ότι ήρθαν δια νυχτός εκεί και οι φίλοι φοβερίζουν χωρίς άλλο εμένα και να πάρω μέτρα. Τότε παίρνω αυτόν τον άνθρωπον και εις τον δρόμον ηύρα κ’ έναν ντόπιον από το Σαντάνι, τον δένω καλά να μη μου φύγη, κι’ όλο μέσα το ποτάμι, ότι τ’ άλλα τα μέρη τα ’πιασαν οι αναντίοι, βήκαμε εις το Μελιγαλά. Εκεί μας πλάκωσε ο Μητροπέτροβας, μας ντουφέκισε τον πήραμε με τα μαχαίρια καμπόσο κυνηγώντας. Έπιασα με τρόπον τους σημαντικούς του χωριού και τους έδεσα κ’ εκείνους, πήρα τους λαβωμένους οπού ’χα εις τις κούλιες του Μελιγαλά, έστειλα έναν χωργιάτη και είπε του Μητροπέτροβα, αν έβγουν και μας ντουφεκίσουνε, θα τους κόψω όλους τους δεμένους. Τότε δεν μας πείραξαν, κι’ οληνύχτα πήγαμε εις την Σκάλα το χωριόν. Ήταν ο άγιος Φλέσιας εκεί και οι συντρόφοι, τους είπα όσα τους τύχαιναν, και δια νυχτός αναχωρήσαμε από ’κεί, από τα Σαμπάσικα μέσα των βουνών τον δρόμον, και πέσαμε εις τα Καλύβια της Τροπολιτζάς. Εκεί άφησα τους ανθρώπους μου, ήταν ο Βάσιος εκεί. Θέλησε να τους πολεμήση ο Πάνος ο Κολοκοτρώνης και τον σκότωσαν. Αυτό είναι το αίμα οπού χύθηκε Κολοκοτρωναίικον δια την λευτεριά της Ελλάδος.
Αφού άφησα το σώμα μου εις τα Καλύβια της Τροπολιτζάς, πήγα εις Ανάπλι τους λαβωμένους και είπα τα τρέχοντα κι’ ότι το μέρος της Κυβέρνησης αδυνάτισε και τ’ αναντίον αξάνει. Είχαν στείλη εις Αθήνα, όταν έμαθαν ότι σηκώθη η περισσότερη Πελοπόννησο αναντίον της Κυβέρνησης, είχαν στείλη τον Αδάμη Δούκα να φέρη εις την Πελοπόννησον τον Γκούρα και Καρατάσιον μ’ όλους τους καπεταναίους. Σαν δεν έκαμε τίποτας ο Δούκας (δεν ήθελε να ’μπη ο Γκούρας, το είχε γυρίση με τους αναντίους, δεν κόταγε να κάμη και κίνημα εξ αιτίας των Καρατασσαίων οπού ’ταν εις την Αθήνα, κ’ εμείς αγροικιώμαστε με τον Καρατάσιον και Γάτζο κατά τον όρκον οπού ’χαμεν εις τη Νύδρα, όταν ήμαστε εκεί), με προστάζει η Κυβέρνηση να πάγω εις Αθήνα να μπάσω τ’ ασκέρια μέσα του Καρατάσσου και Γκούρα, εγώ δεν θέλησα. Ήμουν ’γγισμένος εξ αιτίας του Παπαφλέσια, εις την απάτη οπού μο’ ’καμε και μου πήρε τους ανθρώπους εις τους Κωσταντίνους, και κιντύνεψα να χαθώ και να ντροπιαστώ, και μ’ άφησε και χωρίς πολεμοφόδια, κι’ αυτά ήταν δολερά κινήματα ’σ εμένα. Με περικάλεσε πολύ η Κυβέρνηση – ήξερε ότ’ είμαι φιλιωμένος με του Καρατασσαίους– και μο’ ’δωσε και χρήματα να μ’ ελκύση. Τους είπα: «Θα πάγω, αλλά θέλω να σας αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι πραματευτής να κάνω πραμάτεια την πατρίδα μου δια χρήματα, δεν έχω κρέας δια το μακελλειόν. Δια την στερέωση της πατρίδος μου και νόμους, δια ’κείνο πεθαίνω, όχι δια άλλο. Και οι Γύφτοι να ’χουν την Κυβέρνησιν, εγώ θα υποτάζωμαι. Χρήματα μάτα μου στείλετε κι’ όταν ήμουν με τον Κολοκοτρώνη, δεν τα δέχτηκα, όμως παραπονιώμαι ότι εγώ δουλεύω ’λικρινώς κι’ άλλοι μ’ επιβουλεύονται». Με παρακάλεσαν πολύ. Έλαβα την διαταγή και κίνησα δι’ Αθήνα τις 16 Νοεβρίου 1824.
Πήγα εις Αθήνα, μίλησα πρώτα του Γκούρα, ως φίλος μου παλιός, του είπα την κατάστασιν της πατρίδος. Δεν δέχτη τελείως. Δεν το ’κρινα άλλο, να τον βιάσω. Εφάγαμε εις το κάστρο και κατέβηκα κάτου, και του είπα: «Ξαναμιλούμε». Αντάμωσα τους αγαθούς πατριώτες. Αφού τους ξηγήθηκα πως είναι η πατρίς ’σ άχλιαν κατάστασιν κι’ όσα μιλήσαμε ’στην Νύδρα όλα αυτείνοι οι εγωιστές τα βαίνουν ’στην ενέργεια, και η πατρίς κιντυνεύει, και χύνεται αθώον αίμα, τότε προθύμως αποφάσισαν να μπούνε. Φέραμε και τους άλλους τους καπεταναίους εκεί, του Καρατάσιου κι’ αυτείνοι ήταν πρόθυμοι όλοι, οι αθάνατοι, Ντουμπιώτης, Πηνειός, Βελέτζας, Αποστολάκης, Ζορμπάς κι’ άλλοι πολλοί. Αφού ετοιμάζονταν αυτείνοι να φύγουν, μου στέλνει ο Γκούρας να σμίξωμε, δεν πήγα. Τότε έρχεται κι’ ανταμωνόμαστε. Του λέγω: «Σαν δεν θέλεις, μείνε». Με περικάλεσε να μην μαθευτή εις την Κυβέρνησιν ότι δεν ήθελε ν’ ακούση εις την διαταγήν της και μπαίνει κι’ αυτός. Κ’ ετοιμάστηκαν. Και πάνε απόξω– από την Λεψίνα, δια την Κόρθο.
Εις τον Αγιώργη, χωριό της Κόρθος, ήταν συνασμένοι πολλοί αναντίοι, οι Λονταίγοι, οι Νοταραίγοι, του Ζαΐμη, ο Νικήτας κι’ άλλοι πολλοί. Αυτείνοι όλοι οι δικοί μας, Καρατασσαίοι κι’ ο Γκούρας, πήγαν δια εκεί κ’ εγώ του πελάγου δι’ Ανάπλι. Πηγαίνοντας εις Ανάπλι, διόρισε η Διοίκηση τον Κωλέτη διευτυντή κ’ εμένα φρουρά του να φυλάμε τα χρήματα των ανθρώπων, οπού ’χε μαζί του ο Κωλέτης δια τους μιστούς. Πήγαμε εις τον Αγιώργη, είχαν κάμη δυο τρεις πολέμους οι δικοί μας με τους αναντίους και τους χάλασαν τους δικούς μας, ότι ήταν κ’ εκείνοι δυνατοί και μέσα εις το χωριόν, και οι εδικοί μας έξω εις το χιόνι. Έπιασαν και μίαν μεγάλη διχόνοιαν οι Καρατασσαίοι με τον Γκούραν και γύρευαν να γυρίσουν με τους αναντίους. Ότι ο Γκούρας τον Καρατάσσιον και Γάτζο τους άφησε πεζούς από την Αθήνα ως τον Αγιώργη κι’ αυτός είχε άλογα άδεια και τα τράβαγε γεντέκια. Και ήθελαν να γυρίσουνε με τους αναντίους, να τους πολεμήσουνε. Τότε πήγαμε εκεί με τον Κωλέτη. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, είχα ένα άτι δικό μου, το χάρισα του Καρατάσιου. Τους έκαμα ένα σκέδιον, τους είπα: «Εδώ οι αναντίοι είναι μέσα σε χωριόν, σε φωτιά, σε κρασί κι’ άλλα, εμείς έξω εις το χιόνι – και σε πολλή διχόνοια». (Ήξερα τους τόπους απ’ όταν ήμουν με τον Κολοκοτρώνη). Τους είπα να ’ρθη ο Γκούρας κι’ ο Καρατάσιος μ’ εμένα και οι άλλοι να σταθούν με τον Κωλέτη. Κ’ εγώ με τον Γκούρα να πάμε να πιάσουμε τα Κλημαντοκαίσαρα, «κ’ εσείς, αφού κινηθούμε, να ειπήτε »πάμε εις τα Τρίκκαλα και ’σ τ’ άλλα τα μέρη των Λονταίων κι’ αλλουνών» και τότε οι αναντίοι, μαθαίνοντας αυτό, θα φύγουν δια να πάνε δια προφύλαξιν των σπιτιών τους. Και τότε αυτείνοι θα κινηθούν ομπρός, κ’ εσείς από πίσου τους κ’ εμείς από ’μπροστά, τους χορεύομε εις τον κάμπον, κι’όχι να μας σκοτώνουν από μέσα από τα σπίτια». Τότε βάλαμε το σχέδιον σ’ ενέργειαν. Πήρα τον Γκούρα με συνφωνίαν να πάμε μαζί μέσα, εις τα Κλημαντοκαίσαρα, χωρίς να γυμνώση ανθρώπους τ’ ασκέρι του. Πήγαμε μέσα, αυτόν τον άφησα μ’ ανθρώπους μου εις τα Κλημαντοκαίσαρα, ότι δεν ξέραν, δεν ματάειχαν έρθη εις Πελοπόννησον, κ’ εγώ έπιασα το Ντούσια. Αφού μας είδαν οι άνθρωποι άφησαν τα σπίτια τους ’στην διάκρισίν μας και πήραν τα χιόνια και τα βουνά. Μία γυναίκα είχε το παιδί μισογεννημένον και το ’βγαλαν παράωρα και η λεχώνα πήρε τα βουνά με τους άλλους, και τελείωσε εις το χιόνι. Την άλλη ημέρα πήγα μόνος μου ’στο βουνό και τους ορκίστηκα ότι δεν θέλω τους πειράξη. Και ήρθαν εις τα σπίτια τους. Καθίσαμε δεκαπέντε ημέρες εκεί. Και δεν μας άφιναν να φύγωμε, ότι μάθαιναν τι τράβαγαν τ’ άλλα τα χωριά από ’κείνους οπού ’ταν μέσα.
Ο Νοταράς μαθαίνοντας τον Γκούρα εις Κλημαντοκαίσαρα, πήγε και τον έφερε εις Τρίκκαλα. Τον έπιασε αυτός και του πήρε καμπόσες χιλιάδες γρόσια, κι’ ο Σοφιανόπουλος, ο συβουλάτορας του Γκούρα (ότ’ είναι κι’ αυτός, ο καλός άνθρωπος, εις τον Γκούρα καθώς ο κόμητας Μεταξάς οπού ’ναι του Κολοκοτρώνη) πήρε, ως διερμηνέας του χίλια βενέτικα. Αφού είδαν το κίνημα δια Κλημαντοκαίσαρα, οπού πήγαμε με τον Γκούρα, ευτύς άφησαν την θέσιν του Αγιωργιού και πήγε ο καθείς δια το σπίτι του· και διαλύθηκαν. Το Νοταρόπουλον πήγε εις Τρίκκαλα και το ’στειλε ο Γκούρας εις την Κυβέρνησιν.
Μπήκαν κι’ ο Καραϊσκάκης, Σαφάκας, Πανουργιάς, Καλτζοδήμος, Δυοβουνιώτης, Σουλιώτες, αφού μάθαν ότι της Αθήνας τα στρατέματα μπήκαν μέσα, τότε μπήκαν κι’ αυτείνοι, και πέρασαν την Βοστίτζα και πήγαν εις την Κερπινή, εις το σπίτι του κυρίου Ζαΐμη, και ο Καραϊσκάκης το κυβέρνησε, οπού δεν του άφησαν οι άνθρωποί του ούτε στάχτη μέσα, και οι άλλοι πήγαν εις τ’ άλλα σπίτια και χωριά.
Ο Καρατάσιος έκαμε με το σώμα του κατά τα Λαγκάδια, κι’ ο Κωλέτης, ο Γκούρας κ’ εγώ κι’ ο Γκριτζώτης κατ’ το Γαστούνι. ’Στον δρόμον ανταμώσαμε τον Χρύσαντον Σισίνη με καμπόσους αξιωματικούς. Τους δώσαμε λόγον της τιμής, ορκίστη ο Γκούρας ότι δεν θέλει τους πειράξωμε, (ότι αυτός δεν συμμετέχεταν εις αυτά τα κινήματα· ο πατέρας του ήταν και οι άλλοι. Αυτός ήταν εις τ’ ορδί της Πάτρας αναντίον των Tούρκων). Πρώτος πήγα εγώ και μπήκα με το σώμα μου εις το Γαστούνι, πήγα εις το σπίτι του Σισίνη, είχε όλο του το βιον μέσα. Μά την πατρίδα, ένα κοντύλι πήρα να γράψω κ’ ένα μπάλωμα τζαρουχιών άφησα έναν στρατιώτη μου και πήρε. Σηκώθηκα και πήγα εις το παζάρι να ησυχάσω τους ανθρώπους και ν’ ανοίξουν τ’ αργαστήρια τους, και βαστούσα την ησυχίαν. Μπήκε ο Γκούρας με τους ανθρώπους του εις το σπίτι του Σισίνη και του πήραν όλο του το βιον και τα ζωντανά του και τα πήγαν εις την Αθήνα. Και τα μαγαζειά με τα γεννήματα αυτεινών κι’ όλης της συντροφιάς τα πήραν όλα. ’Γγιχτήκαμε δι’ αυτά με τον Γκούρα – ήταν και συβουλές του Σοφιανόπουλου. Τότε γύρεψα ν’ αναχωρήσω με το σώμα μου, ότι τέτοιοι νόμοι δεν μ’ αρέσουνε, να γυμνώνουν τους ανθρώπους από πλούτη και τιμή. Εκρίθη εύλογον να πάγω και το Σισινόπουλον εις τ’ Ανάπλι εις την Κυβέρνηση, περνώντας το κι’ από τα Λαγκάδια, οπού ’ταν ο Κωλέτης. Με συβουλεύει ο Σοφιανόπουλος κι’ ο Γκούρας ’στον δρόμον να γυμνώσω αυτό κι’ όλους τους αξιωματικούς του και να τα κάμωμε μερίδια, ένα ο Κωλέτης, ένα ο Φλέσιας, ένα ο Γκούρας, ένα ο Σοφιανόπουλος, ο συνβουλάτοράς του, κ’ ένα εγώ. Καλά, τους είπα, ό,τι θέλουν τα κάνω. Τον πήρα να φύγω δια να ακολουθήσω ό,τι με συνβούλεψαν. Και ό,τι μο’ λεγαν τους υποσκόμουν. Ότι γύρευα να μην είμαι μ’ αυτούς, ότι αυτά οπού έβλεπα με πείραζαν. Ότι την επανάστασίν μας θα την καταντήσουμε ληστεία, και η πατρίς κατάντησε η παλιόψαθα των ατίμων.
Πήρα το Σισινόπουλον με τους αξιωματικούς, καμμίαν τριανταριά όλοι, οπού αγωνίζονταν με τους Tούρκους να λευτερώσουν την πατρίδα κ’ εμείς να τους γυμνώσουμε αδίκως και παραλόγως! Θε, δώσε μας γνώση κι’ αρετή να σωθούμε, να μην χαθούμε παράωρα! Τους πήρα όλους αυτούς – είχα το σώμα μου, ως τρακόσους πενήντα ανθρώπους, τίμια παληκάρια και καλοί πατριώτες, και τους είχα σε μίαν καλή τάξη. Είπα και του Σισίνη κι’ αξιωματικών του να μην έχουν καμμίαν υποψίαν ότι εγώ θα τους πειράξω μίαν τρίχα. Και τους ορκίστηκα ως τίμιος άνθρωπος. Οι άνθρωποί μου αφού είδαν τ’ ασκέρια του Γκούρα κι’ αλλουνών οπού γύμνωναν τους κατοίκους κ’ εγώ αυτούς δεν τους άφινα, τότε κι’ αυτείνοι δεν μ’ άκουγαν εις τον δρόμον. ’Σ ένα χωριόν πλησίον εις το Τριπόταμον καμπόσοι από αυτούς γυμνώνουν το χωριόν χωρίς να με στοχάζωνται ως μεγαλύτερόν τους. Φοβήθηκα μη μου γυμνώσουνε και το Σισινόπουλο κι’ άλλους και φανώ ψεύτης κι’ άπιστος. Τους είπα να πάνε εις άλλο χωριόν και ν’ ακολουθούν αχώρια από ’μάς. Αφού γύμνωσαν αυτείνοι το χωριόν, και οι δυστυχισμένοι οι κάτοικοι παρουσιάζονταν ’σ εμένα και κλαίγαν κ’ εγώ δεν μπορούσα να τους βοηθήσω, αυτό ήταν θάνατος δια εμένα. Πήρα το μπαγιράκι μου και καμμίαν εικοσαριά, οπού είχα μάγκα εις το κονάκι μου, κ’ έφυγα κρυφίως, χωρίς να μάθουνε αυτείνοι οι άτιμοι στρατιώτες μου, και κατεβαίνομε εις το ποτάμι. Ήταν κατεβασμένο, ότ’ ήταν χειμώνας, των Χριστουγεννών, εγώ με το άτι μου κι’ άλλα ζώα δυνατά, κιντυνέψαμε να περάσουμε. Αφού οι στρατιώτες μάθαν οπού ’φυγα κρυφίως, ακολούθησαν κοντά μου. Εις τον δρόμον ηύρανε τέσσερους Πελοποννήσιους και τους πιάνουν και με την αράδα πέρασαν τους μισούς από τ’ ασκέρι εις το νώμο τους (οι άλλοι είχαν ζώα και πέρασαν). Αφού τους πέρασαν πέρα από το ποτάμι – ήμουν κ’ εγώ και είχα φωτιά αναμμένη με την μάγκα μου και τρώγαμε ψωμί – βλέπω όλη αυτείνη την τυραγνίαν οπού κάναν αυτεινών των τέσσερων ανθρώπων, οπού τους αφάνισαν εις το ποτάμι και καταμαύρισαν σαν Αράπηδες από το κρύγιο και δια το σπολλάτη οπού τους σώσαν από το ποτάμι, είχαν και κάτι άρματα και τους τα πήραν κ’ εκείνα και τους άφησαν γυμνούς, και κλαίγαν σαν μικρά παιδιά, και τρέμαν από το κρύον. Τους λυπήθηκα πολύ και είπα ότι το θερίον είπαν θερίον κι’ ο άνθρωπος είναι χερότερος. Αφού οι άνθρωποι είδαν εμένα, σκούζαν κι’ αγαναχτούσαν αναντίον μου και μο’ λεγαν: «Μαθαίνοντας ότι περνάς εσύ, ο Μακρυγιάννης, οπού ’χεις την μεγαλύτερη ευταξίαν εις τους ανθρώπους σου, μπιστευτήκαμε κι’ αφήσαμε το πράμα μας και δεν το κρύψαμε, και μας γυμνώσετε, και εις το ποτάμι κιντυνέψαμε δια να τους περάσουμε, και μας πήρανε και τ’ άρματά μας και σκουτιά μας και τρέμομε, και θα πουντιάσωμε». Περιποιήθηκα τους ανθρώπους και τους είπα να μου δείξουν εκείνους οπού τους γύμνωσαν. Αποφάσισα να σκοτωθώ μ’ αυτούς. Βάρεσα τ’ άλογον, τους έπιασα με τα πράματα των ανθρώπων, τους πήρα μαζί μου εκείνους οπού ’ταν γυμνωμένοι και τους αίτιους, πήγα εις το χωρίον το βράδυ, οπού θα κόνευα. Στέλνω και κόβω βέργες καλές γερές κ’ έστειλα και ήρθαν όλοι οι αξιωματικοί. Τους είπα: «Σας έχω τόσα χρόνια τους περισσότερους, σας άφησα ποτές απλέρωτους ή νηστικούς; Όταν κάναμε ως πατριώτες τα χρέη μας, και οι πολίτες μας τίμαγαν και μας τάιζαν μ’ ευκαρίστησίν τους και μας δίναν κ’ ευκαριστήρια ’στην Κυβέρνησή μας και μας πλέρωνε. Όταν φέρνεσταν τιμίως, ήμουν κ’ εγώ αρχηγός σας, τώρα οπού γενήκετε του κεφαλιού σας και γυμνώσετε το χωριόν, οπού μας καρτέρεσαν οι άνθρωποι ως αδελφούς τους, οι χριστιανοί τους χριστιανούς, τους γυμνώσετε από το βιον τους, τα ζωντανά τους κ’ έχετε κοπάδια μαζί σας. Δεν γένομαι εγώ εσάς πιστικός, σύρτε να βρήτε άλλον αρχηγόν, είτε τον βίον του χωριού και ζωντανά να ’ρθούνε οι χωργιάτες να τους τα δώσετε χωρίς– να τους λείψη τίποτας, κι’ όταν μου δώσουνε οι χωργιάτες αυτείνη την απόδειξιν, τότε καθίστε μαζί μου. Ειδέ, βρήτε άλλον αρχηγόν. Κι’ ό,τι λείπει από το χωριόν θα ειπώ της Κυβέρνησης να τα κρατήση από τους μιστούς σας, να πλερωθούν οι άνθρωποι». Τότε στείλαμε και ήρθαν οι κάτοικοι του χωριού και πήραν το πράμα τους και πήρα απόδειξη από τους ίδιους.
Τότε φέρνω εκείνους οπού γύμνωσαν τους ανθρώπους εις το ποτάμι, βάνω τους αξιωματικούς από πέντε και βάσταγαν τον καθέναν. Εγώ έδερνα. Σήκωσα τις πιστιόλες και είπα: «Όποιος απολύση από αυτούς όπου κρατούνε κανέναν, ή θέλει να τους ’περασπιστή, να σιάση τ’ άρματά του να σκοτωθούμε, όχι να γένουν ζώα οι άνθρωποι εις το ποτάμι να τους περάσουνε εις το νώμον και ύστερα δια την καλωσύνη να τους γυμνώσουνε!». Τους έβαλα κάτου τους τέσσερους και τους βαστούσαν απλωμένους. Με την αράδα τους έδερνα όλους όσο οπού τους πάγαινε το αίμα από τον κώλον. Εγώ γίνηκα χερότερα από αυτούς, μάτωσαν τα χέρια μου, έκαμα τόσες ημέρες αστενής. Τότε τους έβαλα εις τις προβιές, τους πλέρωσα τα μηναία τους, τους έδωσα και το διαβατήριον τους, τους άφησα εις το χωριόν, όσο ν’ αναλάβουν να τους συγυρίζουν. Από τότε σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ποτέ μου ως την σήμερον άτιμον κι’ άρπαγον άνθρωπον δεν είδα, κι’ όπου πάνε από τους ανθρώπους μου, τους δέχονται οι κάτοικοι ως αδελφούς τους.
Το Σισινόπουλον το πήγα εις τα Λαγκάδια. Μου είπε ο Κωλέτης να τους γυμνώσω και ν’ ακολουθήσω καθώς μου είπε κι’ ο Σοφιανόπουλος κι’ ο Γκούρας να γίνουν τα μερίδια, όμως τ’ άλογα τα καλύτερα θέλουν αυτείνοι. Του υποσκέθηκα ότι θ’ ακολουθήσω αυτό και με μάλλωσε διατί ακόμα δεν το ’καμα. Του είπα: «Εις Νταούλη το χάνι είναι ένα ρέμα, εκεί τους γυμνώνω, είναι δυνατός και παράμερος τόπος». Μείναμε συνφωνοι, πήρα τους ανθρώπους. Απ’ όξω τ’ Ανάπλι είπα και δώσαν τ’ άρματά τους των ανθρώπωνέ τους και μπήκανε μέσα εις τ’ Ανάπλι ξαρμάτωτοι, και τους παρουσίασα εις την Κυβέρνησιν και τους είπα που ήταν εις τ’ ορδί της Πάτρας και πως αδίκως κατατρέχονται, «κι’ εγώ, τους είπα, τους έφερα χωρίς να τους πειράξω. Αν φταίνε, ας τους κάμουν οι νόμοι ό,τι θέλουν». Τους ξηγήθηκα και τις οδηγίες οπού ’χα από τον Γκούρα και Σοφιανόπουλον. Αυτείνοι ό,τι μου είπανε δεν μου κακοφάνη, όμως ο Κωλέτης με ψύχρανε και μ’ απόλπισε, ότι έτζι δεν θα κάμωμε νόμους. Ότι οι νόμοι θα παλουκώσουν τους κακούς, και κρίμα οπού σκοτωνόμαστε, κι’ ανάθεμα τους αίτιους του εφύλιου πολέμου και της φατρίας, οπού κατάντησαν το Έθνος σε άχλιαν κατάστασιν.
Πήρα όλους αυτούς, το Σισινόπουλον κι’ αξιωματικούς, εις το κονάκι μου και συνκατοικούσαμε μαζί και τρώγαμε. Είπα της Κυβέρνησης ότι εγώ σε εφύλιον πόλεμον, και νόμους φκειάνοντας, δεν ματαμπαίνω, μπεζέρισα, να μου δώσουνε μίαν διαταγή να πάγω εις Ρούμελη ν’ αγωνιστώ δια τους Tούρκους, ειδέ να διαλύσω το σώμα μου, «ή βάλτε άλλον κ’ εγώ κάθομαι ως απλός πολίτης, όμως δια εφύλιον πόλεμον διαταγή δεν μάτα ακούγω». Μου είπαν να λάβουν σκέψη δι’ αυτό, και το σώμα μου να το τοποθετήσω εις τα χωριά, εις τ’ Άργος.
Τον Κολοκοτρώνη και συντροφιά του τους πιάσανε όλους και τους στείλαν εις τη Νύδρα, εις τον Αγιλιά. Φέραν και τον Γεροσισίνη. Εγώ έλειπα εις τα χωριά με το σώμα μου. Πιάνει τον Γεροσισίνη και Σισινόπουλον ο άγιος Παπαφλέσιας υπουργός (είδε ότι έλειπα εγώ) και τους βάνει ’σ ένα παλιοκάικον με χωρίς δούλο και σκουτιά και τους στέλνει δια τη Νύδρα, πιάνει πρώτα και τους γυμνώνει αυτούς και τους αξιωματικούς τους. Τους πήραν το βιον τους και τ’ άλογά τους, μου το παράγγειλαν εμένα. Πήγα εις Ανάπλι, έμαθα αυτό, πήγα εις την Κυβέρνησιν της μίλησα χοντρά και πατριωτικά: «Εγώ, τους είπα, μικρός άνθρωπος δεν καταδέχτηκα να γυμνώσω αυτούς, αλλά ξοδιάζω εξ ιδίων μου ως αδελφός τους και τους έχω εις το κονάκι μου κι’ αυτό το κάνω, ότ’ είναι ξένοι άνθρωποι εδώ, Ευρωπαίγοι οπού μας παρατηρούν, και θέλω να βλέπουν ότι κι’ όντως διψάμε δια λευτεριά και νόμους, κι’ όχι ότ’ είμαστε άρπαγες». Tου κακοφάνει του Φλέσια και των αλλουνών οπού δεν τους άκουσα να γυμνώσω τους συναγωνιστάς, και τους γύμνωσε αυτός εμπρός εις τα μάτια της Κυβέρνησης. Τότε, είναι η αλήθεια, ο Κουντουργιώτης δεν ήξερε αυτό και διατάττει τον Παπαφλέσια να δώση πίσου τα ειδίσματα ολουνών των ανθρώπων, και το’ ’δωσε βρισές, οπού δεν τις έδινε του δούλου του. Κ’ ευτύς τα ’δωσε όλα τα ειδίσματά τους. Και πιαστήκαμε με τον Παπαφλέσια οι δυο μας, όπου γενήκαμε από ασπρού. Κ’ έπεσα σε ολουνών αυτεινών την οργή.
Όσα χρήματα πήγαμε έξω να πλερώσουμε τους ανθρώπους, οπού τα είχε ο κύριος Κωλέτης, έβαλε φύλακά τους τον μπατζανάκη του Γκούρα τον Κατζικοστάθη, και γιόμωσε τον Γκούρα ο Κωλέτης λίρες, του γιόμωσε το δισάκκι του από αυτές κι’ από τα λάφυρα του Νοταρά και Σισίνη κι’ αλλουνών. Το ίδιον και τον Κατζικοστάθη. Αφού τους έκαμε αυτείνη την καλωσύνη ο Κωλέτης, τον πουλημένον άνθρωπον κι’ άρπαγον τον έκαμε αρχηγόν να πάγη αναντίον του Δυσσέως – κι’ ο Σοφιανόπουλος συνβουλάτορας. Αυτό μαθαίνει ο Δυσσέας, άλλο δεν είχε καταφύγιον να σταθή εις την Ελλάδα, σηκώνεται και πάγει εις τους Tούρκους, και γίνεται με το στανιόν Tούρκος να γλυτώση. Καθώς έκαμε ο Μαυροκορδάτος τον Βαρνακιώτη κι’ άλλους και πήγαν εις τους Tούρκους και γλύτωσαν, έτζι πάγει κι’ ο δυστυχής Δυσσέος. Ήρθε τούτες τις ημέρες εδώ ο Γκούρας, γιόμωσε το δισάκκι του λίρες, επικύρωσε και εις την Κυβέρνηση άλλες οχτακόσες χιλιάδες γρόσια, ότι κάνει να λάβη από την Κυβέρνηση ακόμα, κι’ αχώρια μουκατάδες Αθήνας, Φήβας, Λιβαδειάς και τα εξής. Κι’ όλο το φουσάτο οπού πλερώνει ποτές δεν είναι διακόσιοι πενήντα άνθρωποι, τον έναν εις την πλερωμή τον κάνει δέκα.
Πήγανε αναντίον του δυστυχή Δυσσέα. Ακούγοντας ότι έρχεται αναντίον του ο δικός του ο Γκούρας, το παιδί του, οπού αυτός τον δόξασε, μπιστεύτηκε και βήκε και παραδόθη εις το παιδί του. Τον πήγε εις την Αθήνα και τον σκότωσε. Τελείωσε πλέον ο κύριος Κωλέτης κι’ από τον τρίτον αντίζηλόν του. Δυσσέα Αντρίτζο, Αλέξη Νούτζο, Χρήστο Παλάσκα και τους τρεις τους σκότωσε.
Η Κυβέρνηση, όταν πήγαμε δια τους αναντίους να τους πολεμήσουμε, μας είπε, δια να τους αδυνατίσουμε, όσους ανθρώπους μπορέσουμε να τους τραβούμε από αυτούς και να τους πλερώνωμε εξ ιδίων μας και ύστερα μας πλερώνει η Κυβέρνηση και τους βαστάγει από τους καταλόγους των αναντίων. Πήρα κ’ εγώ καμπόσους του Νοταρά ανθρώπους και του Σισίνη. Ο Κουντουργιώτης πήγε εις τη Νύδρα κι’ άφησε εις το ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο Νυδραίο. Του είπα να μου δώση αυτούς τους μιστούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω κι’ ό,τι έδωσα. Λέγει του Παπαφλέσια, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μο’ κανε, όμως να του χαρίσω τις πιστιόλες μου, ότι τις λιμπίστη. Του παράγγειλα κ’ εγώ να του γαμήσω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ’ άρματά μου, οπού τα ’χω από δεκοχτώ χρονών παιδί. Τον μούτζωσα και δεν του ξαναμίλησα. Πήγε κι’ ο Κωσταντής Λευκάδιος και του ζήτησε τους μιστούς, και του πήρε τις πιστιόλες του. Κ’ είχε ξύλινες ’στο ζουνάρι του, τον ρώτησα και μου το είπε. Ορίστε κι’ Αρβανίτικη αρετή. Ως τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ορίστε κι’ Αρβανίτικη. Να δικαιοσύνη, να κυβερνήται των νέων Ελλήνων!
[ Kεφάλαιον έκτον ]
(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος A΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)