Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[ Kεφάλαιον όγδοον ]
Μακρυγιάννης Ιωάννης

Πήγαμεν εις τ’ Ανάπλι. Μαθαίνομεν ότι κινήθη ο Μπραΐμης διά την Τροπολιτζά. Με διά τάττει η Κυβέρνηση ν’ ακολουθήσω τον κύριον Μεταξά, οπούταν υπουργός του Πολέμου, και να πάμε μαζί, εγώ με το σώμα μου κι’ ο υπουργός, να πιάσουμε την Τροπολιτζά και να την δυναμώσουμεν. Είχε διοριστεί ο Αρχηγός Κολοκοτρώνης να πολεμήση τον Μπραΐμη εις τα Ντερβένια και πήγαν όλα τα σώματα και οι Πελοποννήσιοι μαζί του· και κουβάλαγαν οι κάτοικοι και η Κυβέρνηση ζαϊρέδες και πολεμοφόδια να πολεμήσουνε τον Μπραΐμη. Ευτύς οπού τον είδαν μπροστά τους άφησαν της θέσες τους και πήραν τα βουνά. Και πέρασε ο Μπραΐμης εις τα Ντερβένια απολέμηστος. Εφύλιους πολέμους και φατρίες ’πιτηδεύεται ο Αρχηγός να κάνη, Τούρκους δεν έχει κώλο να πλησιάζη κοντά τους. Αφού πήγαμεν με τον υπουργόν, οπού τον έβαλε η Κυβέρνηση να προμηθεύη τ’ αναγκαία του πολέμου εις τον Αρχηγόν, μάθαμεν εις τον Αχλαδόκαμπον ότι ο Μπραΐμης κυρίεψε την Τροπολιτζά κι’ ο Αρχηγός με το στράτεμα ξεποδαριάστηκαν φεύγοντας εις τα βουνά. Εκεί, εις τον Αχλαδόκαμπον, ήταν η εκκλησία και το χάνι γιομάτα αλεύρια και πολεμοφόδια, ήταν κ’ ένα δυο χιλιάδες σφαχτά διά το στράτεμα του αρχηγού Κολοκοτρώνη. Σύναξα ζώα και με τους χωργιάτες τα ’στειλα τ’ Αρχηγού, όθεν τον εύρουνε, να ’χουν ζαϊρέ να τρώνε, να μην τα πάρη ο Μπραΐμης και τρώγη και μας πολεμάγη. Πήρα όλες τις φαμελιές και καμμιά τετρακοσιαριά σφαχτά και μαζί – με τον υπουργόν Μεταξά κατεβήκαμεν εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού· και στείλαμεν της φαμελιές εις τ’ Ανάπλι ν’ ασφαλιστούν· πήγε κι’ ο υπουργός εις τ’ Ανάπλι, κ’ εγώ με το σώμα μου έκατζα εκεί, εις τους Μύλους.
    Ως οχτρός της συντροφιάς του υπουργού κι’ Αρχηγού μ’ ανακάτωσαν τους συντρόφους κ’ έμεινα μ’ ολίγους. Οι άλλοι πήγανε με τον Χατζημιχάλη κι’ άλλους και τους δώσαν μιστούς μισές λίρες. Εγώ, σας λέγω μα την πατρίδα, δεν της είχα ιδή της μισές λίρες άλλη βολά· όταν μου διαιρέσαν τους συντρόφους και τους δώσαν μιστούς μισές λίρες, τότε της είδα. Πήρανε τους μιστούς από αυτούς και γύρισαν πίσου μ’ εμένα· ότ’ είχαν μείνη γυμνοί και δυστυχισμένοι και πήγαν μ’ αυτούς οπούχαν τα μέσα να πάρουν κάνα μιστόν. Εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού ήταν γιομάτο ζαϊρέδες και πολεμοφό διά , οπούχαν πάρη τα καράβια μας πρέζες, οπού τα πήγαιναν του Μπραΐμη, και ήταν όλα εκεί να χρησιμέψουν διά τον Αρχηγόν της Πελοπόννησος, οπού θα πολεμήση τους Τούρκους. Κ’ οι Τούρκοι έρχονταν εις τους Μύλους να πάρουν τους ζαϊρέδες τους και τα πολεμοφόδιά τους οπίσου, οπού τους πήραν τα καράβια μας. Τότε έπιασα τους Μύλους και έφκειασα ταμπούρια κ’ έκλεισα τους Μύλους μέσα. Τον τοίχον τον έχτησα ως μέσα εις την θάλασσαν και τον ασφάλισα καλά όλο με μασγάλια. Έπιασα και την κούλια, οπού ’ναι πλησίον’ στους Μύλους, και την τρύπησα από πάνου εις το πάτωμα και εις το κατώγι. Έκοψα και νερό από το μυλαύλακον και το πέρασα εις την κούλια κάτου από την γη, να ’χωμεν νερό, ότι παλαβώσαμεν από νερό εις το Νιόκαστρον. Αφού έφκειασα αυτά, έφκειασα και ταράτζα εις τα κεραμίδια της κούλιας και την άλλη κούλια την συγύρισα καλά να δεχτώ τον αφέντη μου τον Μπραΐμη, οπούθελε εις το Νιόκαστρο να με πάρη μαζί του. Ότι μ’ ηύρε νηστικόν και διψασμένον και μ’ έκαμε και κοντόση να του στέλνω της Τούρκισσες. Συγυρίστηκα εις τους Μύλους κ’ εφόδιασα της κούλιες απ’ ούλα τ’ αναγκαία, και κρέας και κρασί και ρακί – και τώρα θέλει να ιδή ντουφέκι Ελληνικόν! Εις την Καλαμάτα ο Μπραΐμης έσμιξε με τον Ντερνύ τον ναύαρχον της Γαλλίας κ’ έφαγαν εις την φεργάδα του· κ’ ένας τράβησε της στεργιάς κι’ άλλος του πελάου και είπαν να σμίξουν εις τους Μύλους. Και ήρθε ο ναύαρχος Ντερνύς πρωτύτερα. Πήγα και το ’καμα βίζιτα και μου είπε ότι εγώ δεν θα μπορέσω να πολεμήσω τον Μπραΐμη. Του είπα: «Τέτοιες συνθήκες δεν έκαμα όταν έφυγα από το Νιόκαστρο, ότι δεν είχα ζαϊρέ εκεί και θα τον πολεμήσουμεν εδώ, να είμαστε και τα δυο μέρη χορτάτα».
    Δυνάμωσα την θέσιν των Μύλων καλά να πολεμήσουμεν εκεί όσο να λυώσουμε. Ότι αν μας πάρη αυτείνη την θέσιν, πάγει και τ’ Ανάπλι. Ότι νερόν δεν είχε μέσα ούτε δράμι και τα κανόνια πεσμένα από τα λέτα. Ήταν ’σ αυτείνη την κατάστασιν από τον καιρόν του εφύλιου πολέμου, οπού το κρατούσε ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Ύστερα εκείνοι οπού μπήκαν εις τ’ Ανάπλι να κυβερνήσουν ήταν κι’ αυτείνοι όμοιοι με τους άλλους. Τέλος από αυτά ούτε νερό είχε μέσα, ούτε κανόνι εις τον τόπον του· κι’ αν έπαιρνε τους Μύλους ο Μπραΐμης, κεντρικόν μέρος της θάλασσας και στεργιάς και πλήθος ζαϊρέδες και πολεμοφόδια και νερό ποταμός, μπλοκάριζε και τ’ Ανάπλι. Και εις την κατάστασιν οπούταν κάμετε την κρίση αν βαστούσε.
    Αφού το δυνάμωσα, σε δυο ημέρες ήρθε ο Χατζημιχάλης με τους ανθρώπους μου, οπού μου πήρε, ήρθε κι’ ο Κωσταντήμπεγης Μαυρομιχάλης μ’ ολίγους κι’ ο Υψηλάντης με τους ανθρώπους του, όλους δεκαπέντε. Εκεί οπούφκειανα της θέσες εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει: «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες· τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσες κ’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει· και θα δείξωμεν την τύχη μας ’σ αυτές της θέσες της αδύνατες. Κι’ αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. – «Τρε μπιεν», λέγει κι’ αναχώρησε ο ναύαρχος.
    Το δειλινό ήρθε κι’ ο Χατζή Στεφανής και Χατζή Γιώργης ο αδελφός του· ήταν διορισμένοι από τον νέον υπουργόν του Πολέμου αρχηγοί και τους έδωσαν μισές λίρες και σύναξαν ανθρώπους να πάνε εις τον πόλεμον. Κι’ όσο ήταν ο Μπραΐμης εις το Νιόκαστρο, έκαναν της στρατολογίες τους εις τα σπίτια των κατοίκων και πολεμούσαν με της κόττες και κρασιά. Τώρα οπού βήκε ο Μπραΐμης έξω, τραβιώνται κατά τ’ Ανάπλι· εκεί είναι καζίνα και μπιλλιάρδα. Ρωτάγω τους δυο αρχηγούς Στεφανή κι’ αδελφόν του και μου λένε θα πάνε εις τ’ Ανάπλι. Τους λέγω: «Θα καθίσουμεν να πολεμήσουμεν εδώ διά να σωθή τ’ Ανάπλι. – Μου λένε, εμείς δεν είμαστε εις την οδηγίαν σου να μας προστάζης· είμαστε μόνοι μας αρχηγοί. – Τους είπα, το γνωρίζω· αυτό όμως σας λέγω ως αξιωματικοί, ποίον είναι οπού θα ωφελήση την πατρίδα; Να στείλετε τ’ άλογά σας εις τ’ Ανάπλι και πιάνομεν καΐκια και τα ’χομεν εδώ, κι’ όταν έρθη ο οχτρός πολεμούμεν, κι’ αν είναι κίντυνος ’σ εμάς, τότε μπαίνομεν εις τα καΐκια και πάμεν εις τ’ Ανάπλι. Κι’ αν δεν βαστήσουμεν τούτην την θέσιν, και τ’ Ανάπλι είναι σε ριζικόν κι’ όλη η πατρίδα». Λέγοντάς τους πολλά τοιούτα, εμείναμεν σύνφωνοι και διώξαμεν όλοι τ’ άλογά μας διά τ’ Ανάπλι. Και μείναν μ’ ολίγους. Ότι εκείνους οπούχαν εις την οδηγίαν τους ήταν οι περισσότεροι των καφφενέδων άνθρωποι. Το βράδυ ’γγίχτηκα μ’ όλους αυτούς και με τον Υψηλάντη, Μαυρομιχάλη και Κωσταντήμπεγη διά τα καραγούλια, τους είπα: «Εγώ έχω δυο μέρες εδώ, οπού αφανίστηκαν οι άνθρωποί μου φκειάνοντας ταμπούρια ’σ όλες της θέσες, κ’ εσείς της ηύρετε χαζίρι, και τώρα να μην κάμετε και καραγούλι; – Είμαστε ολίγοι, μου λένε, εμείς. – Τους λέγω, εσείς όλοι να πάτε μίαν φορά κ’ εγώ μόνος μου, με τους δικούς μου, άλλη μία· και δεν ’γγίζονται έτζι και οι άνθρωποί μου. Ότι μπορούν να φύγουν, δεν τους έχω σκλάβους». Τότε μείναμεν σύνφωνοι να πάγω εγώ το βράδυ καραγούλι, να στείλω ανθρώπους μου, κι’ αυτείνοι να πάνε από τα μεσάνυχτα και πέρα όσο να φέξη. Έστειλα εγώ το βράδυ· τα μεσάνυχτα πήγαν από αυτούς. Κάθισαν καμμιά ώρα κι’ άφησαν τον τόπον άδειον και ήρθαν μέσα εις τους Μύλους κ’ έπεσαν και κοιμήθηκαν.
    Εγώ πάντοτες εις τέτοιες εποχές δεν κοιμώμαι χωρίς έγνοια. – Είμαι κιοτής και πάντοτες προσέχω να μην χαθώ αδίκως· κ’ έχω κι’ άλλους εις την οδηγίαν μου και τους χάνω κ’ εκείνους. Βλέπω εις τον ύπνο μου κ’ έρχεται ένας και μου λέγει: «Σήκου απάνου!» Ξύπνησα, ματακοιμήθηκα. Πάλε τον βλέπω και μου λέγει: «Σήκου!» Ήμουν νοιασμένος και δεν κοιμώμουν. Τότε σηκώνομαι, τηράγω από το παλεθύρι και γιόμωσε ο τόπος Τούρκους· και το περιβόλι όλο γιομάτο. Κ’ εμείς – κανείς να είναι έξυπνος· και δεν θ’ άφιναν ρουθούνι. Και θα μας σκατοψύχαγαν τόσος κόσμος αδύνατος, οπούταν εκεί και κουβαλιώνταν εις τ’ Ανάπλι με τα καΐκια. Τότε βάνω τις φωνές: «Τούρκοι! Τούρκοι!». Οι άλλοι που μ’ άκουσαν λέγαν: «Ο Μακρυγιάννης πέθανε από τον φόβον του και δεν κοιμάται· όλο Τούρκους νειρεύεται». Τότε ευτύς εγώ πήρα καμμιά πενηνταριά συντρόφους μου και πάμε από τα τείχη των Μύλων, οπού βαστούν το νερό, και ήταν καλάμια κι’ άλλα χορτάρια και δεν φαινόμαστε, και παίρνομεν την πλάτη των Τούρκων και τους δίνομεν μίαν φωτιά άξαφνα και σκοτώσαμεν καμπόσους· και τους ριχτήκαμεν και με τα μαχαίρια· και τους βγάλαμεν από το περιβόλι κι’ απ’ ούλες της θέσες οπούχαν κυργέψη και της λάβαμεν εμείς πίσου εις την εξουσίαν μας. Οι Τούρκοι μαζώχτηκαν όλοι και πήγαν εις το αριστερόν μέρος και βάλαν τα ντουφέκια τους εις γραμμήν κ’ έφκειασαν ίσκιους· και κάθονταν εκεί και πρόσμεναν τον Μπραΐμη.
    Σε καμπόσον ήρθε κι’ αυτός κ’ έπιασε το παλιόκαστρο οπούναι πανουκέφαλα, εις την ράχη των Μύλων. Στάθη αυτός εκεί με πέντ’ έξι κολώνες, και οι άλλοι, η πεζούρα και η καβαλλαρία, ξάπλωσαν ολόγυρα· και η καβαλλαρία μάς έκλεισε να μας πιάση όλους ζωντανούς εκεί, να μην μείνη κανένας σπορά από ’μάς. Τότε συναζόμαστε όλοι. (Μας ήρθαν και δυο μίστικα Ψαργιανά, φέραν και καμπόσους Κρητικούς). Τότε μιλήσαμεν ο Υψηλάντης να πιάση τον μυλάκον, οπούναι εις το δεξιόν μέρος του περιβολιού δυτικά, και να πάρη τους ανθρώπους του και τους Κρητικούς· και τα μίστικα τα δυο να του βαστούνε την πλάτη εις τον μυλάκον. Εις το αριστερόν των Μύλων ήταν ένα μονοπατάκι κατά το Κυβέρι, να το πιάση ο Κωσταντήμπεγης κι’ ο Χατζημιχάλης, να του δώσω κι’ ανθρώπους. Τα τείχη του περιβολιού απόξω να τα πιάσω εγώ κι’ όλες εκείνες της θέσες. Και να ’χω κι’ ανθρώπους μαζί μου να φέρνω γύρα ολούθεν, ούθεν είναι πολλή δύναμη των Τούρκων.
    Πήρε ο καθείς την θέσιν του. Η κάψα του ήλιου ήταν δυνατή. Κάθισαν οι Τούρκοι να ξεμεσημεριάσουν όσο να δροσίση, να μας πολεμήσουνε. Είπα των συντρόφωνέ μου, αν έρθη μεγάλη σφίξη των Τούρκων και δεν μπορούμεν να τους βαστήσουμεν όξω, να μπούμε όλοι εις της κούλιες. Έκοψα και χαντάκι ολόγυρα, έφκειασα κι’ από ’να μπούρτζι με πολλές πολεμήστρες απόξω της πόρτες των κούλιων. Άφησα κι’ ανθρώπους μέσα να μη βάνουν κανέναν ξένο, ότι εγώ και οι σύντροφοί μου πεθάναμεν δυο μερόνυχτα κουβαλιώντας πέτρες και δουλεύοντας και οι άλλοι κοιμώνταν· κι’ όταν ξυπνούσαν, περγελούσαν τους ανθρώπους και τους έλεγαν κιοτήδες. Αυτείνοι ήταν αντρείοι και παληκάρια – εις τους καφφενέδες. Έδωσε ο Θεός και δεν βδοκίμησε ο Μπραΐμης – είχα όρκον να τους αφήσω όξω να τους κόψη σαν σκυλιά, να μην γλυτώση κανένας, ότι οι τεμπέληδες δεν άφιναν και τους άλλους να δουλέψουνε.
    Τότε, αφού συγυρίστηκα καλά, είπα των ανθρώπων να κοιμηθούνε ολίγον όσο να περάση το μεσημέρι, να μην μας ακολουθήση το βράδυ πόλεμος και δεν βαστάμεν οληνύχτα· και οι Τούρκοι κοιμώνταν. Πήγαν οι άνθρωποι να ησυχάσουνε. Τότε, διά να σκοτωθούμεν όλοι και να μην γλυτώση κανένας, αν τύχη κίντυνος, ούτε εγώ, ούτε αυτείνοι οι νέοι αρχηγοί των καφφενέδων, είπα ότι πρέπει να διώξω και τα καΐκια. Ότ’ είχε ο καθένας από τρία τέσσερα και δι’ αυτό δεν θέλαν να φκειάσουν ταμπούρια. Το είχαν σκοπό, αν πλησιάση ο Μπραΐμης, να μπούνε μέσα κι’ άλλοι να πάνε εις τ’ Ανάπλι, κι’ άλλοι ’στα νησιά. – Και τότε μπορούσαν να φύγουν κι’ από τους δικούς μου και κιντύνευα κ’ εγώ. Αφού φάγαν κ’ έπιαν κρασί όλοι αυτείνοι, έπεσαν εις τον ύπνο. Τότε πάγω και παίρνω έναν από τα καΐκια και τον βάνω σε μίαν φελούκα και του λέγω να πάγη σε όλα τα καΐκια να τους ειπή κρυφίως σε μια στιμή όλα συνχρόνως να φύγουνε, να μην μείνη κανένα· και να μην κάμουν σαματά και νοηθούν, θα τους σκοτώσω. Αυτείνοι γύρευαν αφορμή – ’σ έναν καιρόν φύγαν όλα τα καΐκια και πάνε εις την δουλειά τους. Όταν ξεμάκρυναν, τα πήραν χαμπέρι. Εγώ έκανα ότι δεν ξέρω και κοιμώμουν. Τότε έρχονται με ξυπνάνε· φωνάζω κ’ εγώ και λυπούμαι το κακόν οπού πάθαμεν. Τότε τους λέγω: «Οι ελπίδες μας ήταν αυτές· πάγει κι’ αυτό και είμαστε σε κίντυνο. Τώρα άλλη θαραπαγή δεν είναι – φκειάσιμον του πόστου του ο καθείς. Μάλλωσαν μ’ εμένα ότι τους παρακίνησα και διώξαμεν και τ’ άλογα. Σαν τα ’χαμεν, ήταν ελπίδες να φύγουν μ’ αυτά. Τους είπα ότι ήταν οι ελπίδες μου ’στα καΐκια κ’ έδωσα αυτείνη τη γνώμη. Άρχισαν να στοχάζωνται και να φκειάνη ο καθείς το πόστο του, ότι εκεί θα πεθάνη. Έκατζα να φάγω ψωμί. Ήρθαν τέσσεροι αξιωματικοί Γάλλοι μ’ ανθρώπους από την φεργάδα να πάρουνε μέσα της τουλούμπες και τ’ άλλα τους τα πράματα, οπού κάναν νερό, οπού πλέναν τα σκουτιά τους, να μην χαθούνε οπού θ’ άνοιγε ο πόλεμος. Κράτησα τους αξιωματικούς και φάγαμεν μαζί. Μου λένε: «Είστε πολλά ολίγοι κι’ αυτείνοι πολλοί, οι Τούρκοι, και ταχτικοί· κι αυτείνη η θέση είναι αδύνατη. Έχει και κανόνια ο Μπραΐμης και δεν θα βαστάξετε. – Τους λέγω, όταν σηκώσαμεν την σημαία αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ’ είναι πολλοί αυτείνοι και μαθητικοί κ’ έχουν και κανόνια κι’ όλα τα μέσα· εμείς απ’ ούλα είμαστε αδύνατοι· όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους· κι’ αν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διά την πατρίδα μας, διά την θρησκεία μας, και πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας· κι’ ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένη αθάνατος· κι’ όταν ο Χάρος θαρθή να μας πάρη, όταν θέλη, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνωμεν». Με φίλησε ένας απ’ αυτούς και τον φίλησα κ’ εγώ. Ύστερα φύγαν.
    Όταν δρόσισε και πήρε το δειλινό, πήρα καμπόσους αθάνατους συντρόφους από ’κείνους οπού γνώριζαν τους Αράπηδες από τους Αβαρίνους κι’ από το Νιόκαστρον, οπούταν ο Αράπης χορτάτος κι’ ο Έλληνας νηστικός και διψασμένος, πήρα καμπόσους από αυτούς κι’ από τα τείχη του μύλου πήγαμεν κρυφίως, από την εκκλησιούλα, και τους δίνομε έναν ντουφεκισμόν των Τούρκων, χωρίς να τους βλάψωμεν, αλλά να τους ξυπνήσωμεν. Τότε ανοίξαμεν το ντουφέκι και μπήκαν οι κολώνες εις την τάξη. Ο Μπραΐμης περήφανος έστειλε τους κατζαδόρους, οπού τους είχε και εις το Νιόκαστρον, κι’ άλλες δυο κολώνες από το κάστρον· και συνχρόνως και οι άλλες κολώνες – και με πρώτον μάς πήραν όλο το περιβόλι και της κούλιες του περιβολιού κι’ ολόγυρα· και με την πρώτη ορμή ήρθαν εις το κάτου μέρος του περιβολιού, εις τα τείχη, οπούναι πρόσωπον της θάλασσας· κ’ εκεί το βαστούσα με τους συντρόφους μου. Μας πλάκωσαν με την πρώτη ορμή· κ’ εκεί άρχισε πεισματώδης πόλεμος από τόνα το μέρος κι’ από τ’ άλλο κάμποση ώρα. Ήταν η κάψη, και δεν φυσούσε τελείως – κι’ ο καπνός των ντουφεκιών έγινε μία αντάρα, καταχνιά – θα μας παίρναν όλους. Τότε μιλήσαμεν αναμεταξύ μας να βαρούμεν τους αξιωματικούς, ότι αυτείνοι φέρναν με το στανιόν της κολώνες απάνου μας. Όταν αρχίσαμεν και βαρούγαμεν και σκοτώναμεν τους αξιωματικούς, κρύγιωσαν. ’στον ίδιον καιρόν βγάλαμεν τα σπαθιά πεντέξι, κι’ άλλοι ύστερα, και ριχνόμαστε απάνου τους και τους δίνομεν ένα χαλασμόν – κι’ αφίνουν και κούλιες και περιβόλι. Κ’ εκεί εις την πόρτα τους πλάκωσαν οι Έλληνες και ρίχναν εις τον σωρόν. Άρχισε ο πόλεμος κι’ από το μέρος του μυλάκου, οπούταν ο Υψηλάντης με τους Κρητικούς, και μίστικα με μπαλαμιστράλλια· κι’ όλα αυτά πήγαιναν εις τα σώματα των Αραπάδων.
    Τότε γυρίζουν οπίσου και μας παίρνουν ομπρός και τζακιστήκαμεν· ότι έστειλε κι’ άλλους ο Μπραΐμης (τήραγε με το κιάλι) κι’ αυτείνοι γύρισαν και τους άλλους και μας χάλασαν. Γυρίσαμεν πίσου εις τα πόστα μας· κι’ αυτείνοι πολεμούσαν μπροστά κι’ οπίσου. Μάζωξαν τους σκοτωμένους. Μάτα τους τζακίσαμεν κι’ αυτούς. Τότε μας πισουδρόμησαν πάλε και κόντεψαν να με πιάσουνε ζωντανόν, ότι μου σκοτώθη ένα παληκάρι από τα καλύτερα, Κατζούγια το λέγαν, από το Σερνικάνι χωριόν του Σαλώνου. Με τον καϊμένον τον αθάνατον Γκίκα έμεινα πίσου από τους άλλους και πιάσαμεν τον σκοτωμένον ο Γκίκας από τονα το χέρι κ’ εγώ από τ’ άλλο (ότι τον αγαπούσα πολύ αυτόν οπού σκοτώθη· ποτές δεν μ’ άφινε από το πλευρό και με γλύτωσε σε τόσα δεινά· κ’ εκεί, διά να μείνωμεν εις τον τοίχον της κούλιας του περιβολιού, έκαμεν ομπρός και σκοτώθη), τον πήραμεν οι δυο μας, με τον Γκίκα, και κιντυνέψαμεν κ’ εμείς και τον φέραμεν εις το πόστο μας. Κ’ εκεί εις το πόστο είναι χωμένος ο γενναίος πατριώτης.
    Αφού οι Γάλλοι έβλεπαν από την φεργάδα τον πόλεμον και τον χαλασμόν των Τούρκων, τόσο ενθουσιάστηκαν οπού γύρευαν αν ήταν τρόπος να βγούνε κι’ αυτείνοι να μας βοηθήσουνε· τότε παίρνει μίαν κασσέλα ρούμι ο ναύαρχος και οι φίλοι μου οι αξιωματικοί, οι τέσσεροι οπού φάγαμε ψωμί μαζί, ροζόλι και βήκαν έξω. Τους βάλαμεν ’στην κούλια. Μέρασα το ρούμι των ανθρώπων διά να ιδή κι’ ο ναύαρχος με τους φίλους του τον πόλεμον. Τότε κάνομεν και τρίτο γιρούσι και τους δώσαμεν έναν σκοτωμόν καλόν· και οι γενναίοι Κρητικοί και οι Ψαργιανοί με τα μίστικα – χάριτες χρωστάγει η πατρίδα ’σ αυτούς τους γενναίους ανθρώπους και καλούς πατριώτες. Τότε, εκεί οπού ριχτήκαμεν ’στο γιρούσι, μου πληγώθη βαρέως και ύστερα πέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, οπούστειλα της πλεγής και πήγε εις την Αγγλική φεργάδα, όταν κιντυνεύαμε εις το Νιόκαστρο. Βλέπομεν από τ’ Ανάπλι κ’ έρχεται ένα μιντάτι· ήταν ο γενναίος Μήτρος Λιακόπουλος, άξιον παληκάρι και καλός πατριώτης. Ήρθε με πενήντα ανθρώπους, όλοι παλιοί αξιωματικοί και στρατιώτες, πατριώτες πολλά γενναίγοι, όλοι καλοί. Ήταν στενός μου φίλος και ήρθε· ότ’ ήταν παληκάρι. Ήταν πλήθος εις τ’ Ανάπλι· μας τήραγαν με τα κιάλια (και να λένε εγκώμια δικά τους, ότι φύλαγαν τ’ Ανάπλι). Αφού ήρθε ο Λιακόπουλος και οι συντρόφοι του, τους κεράσαμεν κι’ αυτούς. Τότε κάμαμεν νέον σκέδιον να ριχτούμεν των Τούρκων, ο Λιακόπουλος με τους ανθρώπους του να πάγη τ’ αριστερόν μέρος του περιβολιού, ο Γκίκας να πάγη το δεξιόν από τον μυλάκον, εγώ να πάγω την μέση το περιβόλι – να κινηθούμεν και οι τρεις κολώνες μαζί να χτυπήσουμεν τους Τούρκους, ότι συνάχτηκαν όλοι εις το περιβόλι να μας ριχτούνε· και να τους ριχτούμεν εμείς πρωτύτερα. Μέρασα τα φουσέκια και κινηθήκαμεν και οι τρεις κολώνες συνχρόνως. Εκεί οπούχα ριχτή εγώ ομπρός με τους ανθρώπους μου, και οι άλλοι, οι δυο κολώνες, προχώρεσαν, κάποιοι Τούρκοι, οπού μουχε στείλη ο Μπραΐμης εις το Νιόκαστρον και μιλούσαμεν, με γνώριζαν· και ήταν και μ’ άλλους Τούρκους εις την κούλια του περιβολιού, έρριξαν και με πλήγωσαν εις το δεξί χέρι. Ήταν από μουσκέτο και το μολύβι μεγάλο και μόφαγε όλα τα κόκκαλα. Μόπεσε το σπαθί από το χέρι – ήμουν κι’ αναμμένος οπούτρεχα εις τα πόστα και τους έδινα πολεμοφόδια. Δεν βαστιέταν το αίμα· τύλιξα το χέρι εις το πουκάμισο να μην το ιδούνε οι άνθρωποι. Όμως τσακίστηκαν οι Τούρκοι πάλε όξω από την κούλια, αφού τους χτυπήσαμεν κ’ οι τρεις κολώνες και οι Κρητικοί και τα μίστικα. Τότε πέρασε και η ώρα, έπαψε ο πόλεμος. Τελειώνοντας ο πόλεμος, ήρθαν καμμιά εξηνταργιά ταχτικοί από τ’ Ανάπλι με τον λοχαγόν Κάρπον. Βάρεσαν κ’ εκείνοι τα ταμπούρλα και ρίξαν και μίαν μπαταργιά εις τον αγέρα.
    Αφού ο πόλεμος τελείωσε, με πήραν και με πήγαν εις την φεργάδα την Γαλλική – έστειλε φελούκα ο ναύαρχος κι’ αξιωματικούς. Άμα πλησιάσαμεν εις την φεργάδα, έβαλε την μουσική και βαρούσε. Γύρευαν να με κρατήσουν μέσα εις την φεργάδα διά να με γιατρέψουν. Εγώ δεν θέλησα. Μόδεσαν οι γιατροί της φεργάδας το χέρι και με συντρόφεψαν αυτείνοι και πεντέξι αξιωματικοί ’σ τ’ Ανάπλι σουρουπώνοντας καλά, και με δέχτηκαν οι κάτοικοι του Αναπλιού και η Κυβέρνηση.1
    Είχα διορίση εις τους ανθρώπους μου άνθρωπον και τους διοικούσε. Λυπήθη πολύ ο αγαθός Υψηλάντης κι’ ο Κωσταντήμπεγης οπού πληγώθηκα. Ο σκοτωμός των Τούρκων – είναι άγνωστη η ποσότη, ότι τους σήκωναν ευτύς. Ήταν πολλοί οι Τούρκοι, ήταν ως δώδεκα χιλιάδες το όλο. Από ’κείνο οπού μάθαμεν άλλοι λένε σκοτωμένους περίτου από πεντακόσιους, άλλοι ακόμα περισσότερους κι’ άλλοι λιγώτερους, κι’ αχώρια οι πληγωμένοι. Δικοί μας σκοτώθηκαν δυο και οι δυο οπού πληγώθηκαν. Ήμαστε ως τρακόσοι άνθρωποι απάνου κάτου. Ότι σκόρπησαν οι άλλοι από τον φόβο τους το βράδυ και πολλοί πήγαν εις Άργος κι’ Ανάπλι. Ο πόλεμος έγινε τον Γιούνιον μήνα τα 1825.
    Την ίδια βραδειά έφυε από ’κεί ο Μπραΐμης διά νυχτός. Αφάνισε και σκλάβωσε όλα τα χωριά. Και τ’ Άργος το έκαψε και σκλάβωσε πολλούς, ότι οι αρχηγοί τ’ Άργους, ο Τζόκρης κ’ οι άλλοι πήραν της σπηλιές. Από ’κεί πήγε ο Μπραΐμης απόξω τ’ Ανάπλι· έκαμαν ολίγον ακροβολισμόν κ’ έφυγαν και πήγαν εις την Τροπολιτζά. Αφού αφάνισε τ’ Άργος και χωριά του, τότε οι κυβερνήται μας βάλαν και μερεμέτισαν τα λέτα των κανονιών και βάλαν τα κανόνια απάνου, οπούταν καταή, και μερεμέτισαν και της στέρνες του Αναπλιού κι’ απόλυσαν το νερό των βρυσών μέσα και δεν άφιναν να πάρη κανένας νερό όσο να γιομίσουνε οι στέρνες. Εμένα μόνον μόδιναν ολίγον οπού ήμουν πληγωμένος.
    Αφού η Κυβέρνηση ευκαριστήθη από ’μένα πολύ (τους μίλησε κι’ ο Ντερνύς όσα του είπε ο Μπραΐμης εις την Καλαμάτα, οπούφαγε ψωμί εις την φεργάδα του, τους έδειξε και το τζορνάλε των Μύλων) τότε ευκαριστήθη διά όλα αυτά η Κυβέρνηση και μου είπαν να μου χαρίσουνε ένα χωριόν. Τους είπα: «Όταν λευτερωθή η πατρίδα, όποιος κάμη τα χρέη του – η πατρίδα είναι δίκια. Τώρα κιντυνεύομεν: και θέλει δουλειά κι’ αγώνα η πατρίδα, κι’ όταν λευτερωθή, όλα τ’ αγαθά είναι δικά μας». Σαν δεν θέλησα διά χωριόν, μόδωσαν ένα δώρον οπού δεν τόχει κανένας άλλος στρατιωτικός, νάχω δυο ανθρώπους, και να τους πλερώνη η Κυβέρνηση μιστούς και γεμεκλίκια, και δυο ταγές κριθάρι κι’ άχερον διά τα ζώα μου κι’ ένα σιτηρέσιον, πέντε γρόσια την ημέρα, οπού μαζώνονται αυτά όλα εις χρήματα – όσα γένονται να τα λαβαίνω. Και τα λαβαίνω από την Κυβέρνηση. Τώρα οπούρθε ο Κυβερνήτης θέλησε να τα κόψη και του πήγα το έγγραφον και ταπικύρωσε.
 
 
ΣHMEIΩΣH
 
1. Αφού είδε αυτόν τον πόλεμον ο ναύαρχος Ντερνύς έκαμε έκθεσιν και την έβαλε εις τις εφημερίδες τις Γαλλικές.

(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος A΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)