Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
[ Kεφάλαιον τρίτον ]
Μακρυγιάννης Ιωάννης

Τελείωσαν οι εκλογές. Βήκε ο Κωλέτης. Ότ’ ήταν και η προσπάθεια μας αυτείνη. Βήκαν από την Αθήνα βουλευταί ο Μεταξάς, ο Καλλεφουρνάς κι ο Βλάχος. Είπε ο Πρωτοϋπουργός να κάμη κ’ εμένα γερουσιαστή και ’πασπιστή του Βασιλέως. Του είπα· «Εγώ φκαριστιώμαι οπού μπήκετε εις τα πράματα και λείψαμεν από τα κακά, και δεν θέλω τίποτας. Το ίδιο είναι και να είμαι και να μην είμαι. – Όχι, αγαπητέ μου, μου λέγει, πρέπει να μπης καθώς μιλήσαμεν και με τον Γαρδικιώτη, να τηράξωμεν κι’ όποτε βρούμεν την περίσταση συνφώνως και τα έξω. Και πρέπει να είσαι εις την Γερουσίαν και ’πασπιστής. Και θα σου δώσω και τον Μεγαλόσταυρον. – Του λέγω, από αυτά δεν θέλω τίποτας, ούτε η υγεία μου μου το συχωρεί διά ’πηρεσίες. Και σταυρούς έχω κολλημένους εις το σώμα μου, οπού μου τους έδωσαν τα ντουφέκια των Τούρκων και δεν μου τους παίρνει κανένας κι’ ούτε ξεκολλάνε από το σώμα μου όσο να πάγω εις τον τάφο. Όμως ένα σε περικαλώ· εις την πρωτεύουσα εδώ να βάλης έναν τίμιο δοικητή, έναν αστυνόμον τοιούτον, έναν αγρονόμον διά να φυλάν την τάξη. Ότ’ είναι και ξένοι άνθρωποι και θα κατηγοριέσαι εσύ και οι συντρόφοι σου. Και να βάλης και δύο αρχηγούς της εθνοφυλακής εις τα Ντερβένια και εις τον δρόμον της Χαλκίδος ν’ αραδίζουν οι άνθρωποι ελεύτερα, να μην τους γυμνώνουν και κατηγοριέται η πατρίδα και εσύ· και θα μας λένε θερία ο ξένος κόσμος. Ότι τώρα είναι οι Βουλές και θ’ αραδίζουν πολύς κόσμος. Βάλε αρχηγούς αξιωματικούς της μπιστοσύνης σου· βάλε από τον Ρωπό τον Σκουρτανιώτη οπού ’ναι φίλος σου, κατά της Φήβας τον δρόμον τον Κριεκούκη, οπού ’ναι κι’ αυτός φίλος σου και ντόπιοι και οι δυο. Το ίδιον κάμε και σε όλον το Κράτος να σβέση η διχόνοια και να ενωθή πίσου το Έθνος, να μην είμαστε εις αυτείνη την άχλια κατάστασιν και να σκοτώνωνται άνθρωποι κάθε ολίγον· είμαστε λίγοι και να μην χαθούμεν αδίκως. – Μου λέγει, σε ευκαριστώ, αγαπητέ, διά την πρότασίν σου· είναι πατριωτική και θα την ακολουθήσω. Είναι χρέος μου». Και σύναξε σε ολίγον καιρόν και τρογύρισε την πρωτεύουσα με τους πλέον μπερμπάντες. Κι’ αστυνόμο – έβγαλε έναν από την φυλακή, Γιαννάκη Κυργιακό τον λένε. Κι’ ο δήμαρχος κι’ αυτός ο καλός άνθρωπος ο Κυργιακός φίλοι στενοί του Καλλεφουρνά· και τοιούτο και το Δημοτικόν Συνβούλιον· ότι τραβηχτήκαμεν οι άλλοι από μέσα, όσ’ είχαμεν συνείθησιν. Δεν κόταγε άνθρωπος να περπατήση την νύχτα εις τους δρόμους. Τοιούτοι όλοι αυτείνοι και οι κλήτορες. Και γίνονταν οι μεγαλύτερες κλεψές κι’ ατιμίες· και σκότωμα την νύχτα τους τίμιους ανθρώπους, όσοι δεν ήταν μ’ αυτούς και είχαν και κατάστασιν. Από τον Περαία ως εδώ γύμνωναν τους εμπόρους και δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να κάμουν την δουλειά τους μόνοι τους, να πάνε απάνου και κάτου χωρίς συντροφιά. Κι’ όποτε έρχονταν χρήματα του ταμείου έπρεπε να τα συντροφέψουν με δύναμη εις την Οικονομία από τον Περαία. Και σκότωσαν και γύμνωσαν τόσους ανθρώπους.1
    Ο Μαυροκορδάτος και οι φίλοι του, οπού γύρευαν να σκοτωθούν οι κάτοικοι, όμως να βγουν αυτείνοι βουλευταί, δεν εβήκε ούτε αυτός, ούτε εκείνοι. Βήκαν καμόσοι με τον Μεταξά· τον ακολούθησαν πίσου κι’ από τους παλιούς του φίλους· και το κόμμα το περισσότερον του Μαυροκορδάτου μ’ αυτόν. Και οι φίλοι του οπού γύρισαν και οι άλλοι ήταν περισσότερον το χατίρι του υπουργού της Οικονομίας κι’ όχι του Μεταξά. Ότι τα σκυλιά όταν τα μαθαίνουν εις το χασαπαρειό οι πιστικοί, μένουν πλέον εις αυτό· όσο ψωμί να ξοδιάση ο τζοπάνης, ’στο μαντρί δεν πηγαίνουν άλλη φορά να φυλάξουν πρόβατα, να μην τα φάγη ο λύκος. Και πρέπει ο τζοπάνης να ’χη γνώση όταν πηγαίνη πράματα εις τον χασάπη, τα σκυλιά να μην τα παίρνη μαζί του, ότι γνωρίζουν τον χασάπη τότε και θέλουν να τρώνε κοιλιές κι’ άντερα. Το λοιπόν συνάχτηκαν όλα τα σκυλιά, οι φίλοι του Μεταξά και των αλλουνών, όταν τον είδαν εις το χασαπαρειό της Οικονομίας, κι’ αυτός παντύχαινε με τα σωστά του ότ’ είναι πλέον δικά του και τα τάγιζε κομμάτια. Κι’ άρχισε ν’ αντιπολεμή τον Κωλέτη. Κι’ όντως συνάχτη ένα μεγάλο μέρος και είχαν την πολυψηφίαν. Όμως ανόγητα κινήματα κακό έβγαλαν κι’ όχι καλό. Αφού έβλεπε αυτά ο Κωλέτης και την καταισκύνη οπού το ’καναν εις της Βουλές, με πλατειά καρδιά τραβούσε αυτά καμόσον καιρόν. Τράβησε πίσου τους φίλους του Μεταξά και τον άφησε μ’ ολίγους – είχε και τον Βασιλέα βοηθόν – κι’ έτζι δυνάμωσε. Είχε έρθη κι’ ο φίλος του Μεταξά ο Γρίβας από το Μισίρι. Τον δέχτη ο Μεταξάς και οι συντρόφοι του κι’ ο Φιλήμονας με τόσα εγκώμια, στεφάνια ασημένια, σε κάδρα τύπωμα κι’ άλλα πολλά. Αφού απόλαψε όλα αυτά, πάγει με τον Κωλέτη αυτός, ο Κριτζώτης κι’ άλλοι. Τότε έβλεπες, ήταν μια χαρά η πρωτεύουσα – κι’ ο Καλλεφουρνάς ενωμένος – και κλεψές κι’ άλλες ακαταστασίες πλήθος. Πγιάσαν κάτι ξένους σημαντικούς και τους γύμνωσαν. Ήρθε και μια γυναίκα από τη Σμύρνη με μεγάλη κατάστασιν και δυο κορίτζα να τα παντρέψη εις την Ελλάδα και να μείνη εδώ, να φκειάση σπίτι και ν’ αγοράση χτήματα. Πήγαν μίαν βραδειά της πήραν και τα χρήματα και τα τζιβαϊρκά της και τ’ ασήμια της κι’ όλα της τα πράματα. Και διακόνευαν και ζούσαν. Όθεν μίλησαν, δικαιοσύνη δεν είδαν. Τότε κατάντησαν να γένουν άτιμες να τρώνε ψωμί.
    Ένας από αυτούς της κακής συντροφιάς δεν είχε συμμεθέξη εις αυτά τότε, είχε τραβηχτή, αλλά η συντροφιά είχε πίστη εις αυτόν· έρχεται και μου ξηγέται αυτά οπού κάνουν αυτείνοι οι άνθρωποι, δολοφονίες, κλεψές κι’ άλλα. Μου λέγει να μη μαθευτή αυτός και κιντυνεύει εις την ζωή του – να του δώσω έναν πιστόν μου άνθρωπον να πάνε σε μέρος να του δείξη όλα τ’ αντικλείδια και της κλεψές· και τα χρήματα της γυναικός και τ’ ασήμια της κι’ όλο της το βιον και ξένα ρωλόγια κι’ άλλα τα ’χουν ’σ ένα νησί σε μίαν τρύπα. Εγώ ήμουν απλός πολίτης, καμμίαν εξουσίαν δεν είχα· να το ειπώ του δοικητή, είναι σύντροφος του αστυνόμου· του Μεταξά, είχα πολύν καιρό οπού δεν του έκρινα, ούτε μο ’κρινε. Το λοιπόν αποφάσισα να το ειπώ του Βασιλέως, να δώση έναν άνθρωπον κι’ ας υπάγη να ιδή αυτά. Αφού τα είπα της Μεγαλειότης του, μου λέγει· «Μπορείς αυτά να τ’ αποδείξης εις το κριτήριον; – Του λέγω, τι έχει αυτό οπού σου λέγω εγώ με το κριτήριον; Δώσε έναν άνθρωπον πιστόν σου να πάγη μαζί μ’ εκείνον να ιδούνε· κι’ αν είναι αλήθεια όλα αυτά, να πάρης μέτρα, ότι πηγαίνει η κοινωνία κακά· έγινε ρουμάνι η πρωτεύουσά σου και δεν μπορούνε να κινηθούν οι άνθρωποι διά της δουλειές τους». Μου λέγει το ίδιον, να τ’ αποδείξω εις το κριτήριον. Του λέγω· «Δεν έχω καμμίαν δουλειά με τα κριτήρια. Εμένα με κιντυνεύουν καθημένον εις το σπίτι μου κι’ όχι ν’ ανακατώνωμαι εις κριτήρια. – Μου λέγει, εις το εξής να είσαι ενωμένος με τον πρωτοϋπουργόν μου. – Του λέγω, δεν συνείθισα να απατώ απλούς ανθρώπους, όχι την Μεγαλειότη σου. Δεν είμαι σύνφωνος μ’ αυτόν. – Σε διατάττω εγώ να είσαι σύνφωνος! – Του λέγω δεν μ’ έχεις σκλάβον η Μεγαλειότη σου· υπήκογον μ’ έχεις». Σαν του είπα αυτό, βαρυθύμωσε πολύ. Του λέγω· «Το βλέπεις εκείνο το παλεθύρι, Μεγαλειότατε; – Το βλέπω, μου λέγει. – ’Σ εκείνο το παλεθύρι να είναι τρακόσοι, τετρακόσοι υπήκοοί σου, οι πλέον τίμιοι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, θρησκευτικοί, εκείνοι οπού σου διατηρούν τον θρόνο σου, και να είναι ο Κωλέτης μ’ έναν με δυο μόνον φίλους του από ’κείνους τους μπερμπάντες ή Κλεομένη, ή Σοφιανόπουλον, ή άλλον τοιούτον, κ’ ένας μόνον από αυτούς να του ειπή· «Ρίξε αυτούς όλους τους τίμιους ανθρώπους κάτου, ειδέ θα πέσω εγώ», έχει τέτοια ψυχή, οπού ρίχνει όλους εκείνους κάτου να σκοτωθούν διά να γλυτώση έναν μπερμπάντη. Για χατίρι αυτεινών των μπερμπάντων είναι έτοιμος να χαλάση κάθε τίμιον άνθρωπον, κάθε ηθική, το Ταμείον, το ιερόν Κράτος σου όλο και να μην αφήση κανένα γερόν πράμα και τίμιον. Και με τους τοιούτους τήρα σε τι άχλιαν κατάστασιν είναι η ίδια σου πρωτεύουσα». Μου λέγει ’σ απάντηση και πάλε να είμ’ ενωμένος. Του λέγω· «Ως κυβέρνησή σου υποτάζομαι, ως άτομον δεν θέλω να ’νεργήση την θέλησή του ’σ εκείνο οπού δεν είναι δίκιον». Το ’καμα το σκήμα κ’ έφυγα. Μαθαίνει αυτά ο Κωλέτης, άρχισε να λαβαίνη μέτρα αναντίον μου κακά. Συχνά έλεγε του Βασιλέα διά να τον αποκοιμίση, κι’ αν μου κάμη τίποτας, να είναι προϊδεασμένος. Του έλεγε· «Αυτός ο Μακρυγιάννης είναι καλός άνθρωπος, όμως απλός κι’ ό,τι του λένε τα πιστεύει· ποτέ δεν ησυχάζει· και είναι επικίντυνος πολύ». Σε λίγον καιρόν γίνονται κι’ άλλες κλεψές από τον αστυνόμον και τους κλητήρες του – μπαίνουν σε ανάκρισιν από τον ’σαγγελέα και μαρτυρούνε τα νέα κλεψιμιά και τα παλιά· μπαίνουν ο αστυνόμος εις την χάψη και οι κλήτορες. Ως την σήμερον είναι χάψη εις το μπουντρούμι της Χαλκίδος κι’ από χρήματα και τζιβαϊρκά οι άνθρωποι ως την σήμερον δεν πήραν τίποτας – ασήμαντα πράματα πήραν, τ’ άλλα τα ’φαγαν όλα αυτείνοι οι καλοί άνθρωποι. Με χιλιάδες μέσα τρόμαξαν να λευτερώσουν τον σύντροφόν τους αστυνόμο Γιαννάκον Κυργιακόν διά την τιμή τους, ότι τους έβαλαν οι άνθρωποι ομπρός κι’ όλες οι ’φημερίδες. Και με πολύν καιρόν τον έβγαλαν από την χάψη.
    Βάλθηκαν να χαλάσουν το Σύνταμα. Φκειάνουν μίαν εταιρίαν πρώτα· ’σ έναν καιρόν να σκοτώσουν όλους τους Σεπτεβριανούς, όσοι δεν βουλλώθηκαν με την βούλλα τους. Τον όρκον τον είχε ο συνταματάρχης Γιώργη Ζέρβας Σουλιώτης εις την κασσέλλα του· κατηχούσαν μ’ αυτόν και πάλε τον έβαιναν μέσα. Ήταν κ’ ένας μ’ εμάς και τον παντύχαιναν δικό τους· κι’ αφού έμαθε αυτά, βήκε έξω μίαν ημέραν ο συνταματάρχης, ο άνθρωπος έκλεψε τον όρκον αυτόν και τον πήγε του Γιάννη Κώστα κι’ αυτός τον ήφερε εμένα. Σύναξα τους Σεπτεβριανούς Κριτζώτη κι’ άλλους και τον είδαν. Σε ολίγες ημέρες έστειλα και του Μεταξά και ήρθε εις το σπίτι μου, ότ’ είχαμεν από τον καιρόν της Συνέλεψης να κρίνη ένας τον άλλον. Αφού τον είδε τον όρκον τρόμαξε. Και τότε του λέγω· «Επειδήτις είχαμεν τέτοια αρετή κι’ ομόνοια παθαίνομεν αυτά, και θα μας φάνε και τα κεφάλια μας· κι’ ας ενωθούμε οπίσου, ίσως και σωθούμεν. Τον Καλλέργη κι’ άλλους τους έκαμαν εξορίαν, εμάς θα μας φάνε». Κ’ ενωθήκαμεν πίσου τον Μάρτιον μήνα το 1845.
    Διατάττει ο Κωλέτης εις το τόξον της γιορτής της 25 Μαρτίου να μην βάλουν την επιγραφή του Συντάματος. Και πηγαίνοντας ο Βασιλέας εις την εκκλησιά κ’ εμείς οι αξιωματικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί – είχε δυο συντροφιές κάμη, μίαν με τον Γιαννάκο τον Κυργιακό κι’ άλλη μ’ άλλους τοιούτους: η μία κομπανία να ειπή «κάτου το Σύνταμα», η άλλη να ειπή «κάτου το Υπουργείον», και τότε να βάλη την στρατιωτική δύναμιν να πελεκήση εμάς. Αυτό το ’μαθα εγώ από φίλον στενόν· και μέσα εις αυτό το σκέδιον ’νεργούσε κι’ αυτός· τους έκανε τον φίλον. Τότε μαθαίνοντας αυτό, αντάμωσα τους οπλαρχηγούς όλους Κριτζώτη, Γρίβα, Παπακώστα κι’ άλλους πολλούς και τους είπα αυτό το σκέδιον· και τους είπα ’κείνη την ημέρα να μην πάμε κανένας εις την εκκλησίαν· κι’ αν ιδούμεν τίποτας να συναχτούμεν όλοι ’σ ένα μέρος και να συνάξωμεν και τον λαόν· κι’ ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν. Μείναν σύνφωνοι όλοι να συναχτούνε εις το σπίτι μου ως παράμερον μέρος. Το κόμμα του Μαυροκορδάτου ήταν κι’ αυτό πολύ φοβιμένο, ως αγαναχτισμένοι οι άνθρωποι από αυτούς διά τα όσα ακολούθησαν εις την κυβέρνησή τους, και δεν ήξεραν τι τρέχει. Εγώ ήμουν γγισμένος μ’ αυτούς, όχι όμως να θέλω και το κακό τους. Στέλνει ο Μαυροκορδάτος τον Κοντογιάννη κ’ έρχεται εις το σπίτι μου. Του είπε· «Σύρε αντάμωσε τον Μακρυγιάννη κι’ αν είναι κανένα κακόν, θα σου το ειπή, ότι αυτός δεν μπαίνει μέσα εις αυτά». Ήρθε κι’ ο Σπυρομήλιος κι’ άλλοι. Τους είπα τα τρέχοντα και τους είπα τι αποφασίσαμεν· κι’ αν τύχη τίποτας πού θα συναχτούμεν. Τότε μαθαίνει αυτά ο Κωλέτης, στέλνει τον Γαρδικιώτη, πήγαμεν εκεί. Μου λέγει· «Τ’ είναι αυτές οι υποψίες οπού βάνεις των ανθρώπων χωρίς να υπάρχουν; Και πρέπει όλοι να πάτε εις την εκκλησίαν, οπού θα πάγη κι’ ο Βασιλέας. – Του λέγω, δεν πάμεν πουθενά· κι’ ό,τι εργάζεστε τα εργάζεστε μ’ ανθρώπους και οι άνθρωποι τα λένε των ανθρώπων». Φύγαμεν με τον Γαρδικιώτη. Του λέγω· «Αυτός ο άνθρωπος είναι απατεώνας και ξένη κρεατούρα. Εσύ πρέπει να μιλήσης του Βασιλέως και να ’χης τον νου σου». Τότε ο Κωλέτης σαν είδε αυτά, διάταξε τον δοικητή κ’ έβαλε την επιγραφή του Συντάματος εις το τόξον και μίλησε της συντροφιάς τους να νεκρώσουνε αυτό το σκέδιον. Δεν πήγε κανένας απ’ όσους μιλήσαμεν εις την εκκλησίαν, ούτε βήκαμεν από τα σπίτια μας. Άρχισε ο Κωλέτης να λαβαίνη μέτρα αναντίον μου και να στέλνη να με μπλοκάρη την νύχτα μ’ ανθρώπους της εξουσίας2 δια να με κακοσυσταίνη ότ’ είμαι άγριον θερίον της κοινωνίας και πρέπει να λείψω από ’δω, να ησυχάση αυτείνη η κοινωνία.3
    Εις το κατάστημα οπού συνάζονταν οι Βουλές είχαν βάλη μπαρούτι κρυφίως από κάτου να τους αναποδογυρίσουν, όταν συναχτούν. Αυτό μαθεύτηκε, έγινε ένα μεγάλο πατριντί. Εγώ ήμουν αστενής· πήγα εις του Κριτζώτη το κονάκι. Συνάχτηκαν πολλοί οπλαρχηγοί κι’ άλλοι, πιάστη η ομιλία αυτείνη. Εγώ τους είπα πρέπει να προσέχουν εκείνοι οπού φυλάνε βάρδιες και να μην γένωνται παρόμοια. Αυτό είπα. Φιλονίκησαν καμπόσο. Σηκώθηκα κ’ έφυγα. ’Ρεθίζουν το ταχτικόν ότι τους ατίμησα και θέλει ο στρατός ’κανοποίηση από ’μένα. Το Φρουραρχείον με προσκάλεσε να με ξετάξη –σύντροφός τους κι’ ο φρούραρχος – και τρόμαξα να ξεμπερδέψω από την άδικη κατηγορίαν.
    Από τότε οπού έπεσε ο Μαυροκορδάτος και η φατρία του έπεσε όλως διόλου και η επιρροή της Αγγλίας και η δύναμη της Αγγλικής πρεσβείας. Ελαμπρύνθη ο Κωλέτης και η συντροφιά του κι’ όλες οι ξεκλησμένες παντιέρες και οι σαβούρες του τόπου. Κι’ ο πρέσβυς της Γαλλίας ήταν το παν και κοντά εις τον Βασιλέα και εις την Κυβέρνησιν. Και ήταν το «λύσε» και το «δέσε» και γενικός συβουλάτορας σε όλα ο κύριος Πισκατόρης· κι’ αδελφός στενός του πρώτου υπουργού Κωλέτη. Κι’ ό,τι οδηγίες έστελνε ο Φίλιππας ο βασιλέας της Γαλλίας και η κυβέρνησή του εκείνο γένονταν. Κι’ όλος ο αγώνας τους, τόρα οπού έλαβαν επιρροή και τα μέσα εδώ, είναι διά την θρησκείαν· σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, εκκλησίες και πλήθος άλλα μέσα και κατήχησες εις τον κόσμο για να προβοδέψουν αυτό το έργον. Μάσαν κι’ όλους τους μπερμπάντες δικούς μας και ξένους κι’ αγωνίζονται εις αυτό το αντικείμενον με μεγάλη προθυμία. Και ποιοι εργάζονται εις αυτό; Μεγάλοι άντρες, βασιλέας πλούσιος από σοφία, από κατάστασιν, από υπηκόγους. Και τι αγωνίζεται αυτός; Ν’ αλλάξη την θρησκείαν ενού ξεψυχησμένου και μικρούτζικου έθνους – να πάρη μισό δράμι νερόν να το ρίξη εις την θάλασσα να την γλυκάνη, να πγη νερό αυτός. Μεγάλε βασιλέα, δεν είναι δική σου δουλειά αυτείνη. Οι θρησκείες είναι έργα ενού ανώτερου βασιλέα, του Θεού. Θέλει αυτός ν’ ακούγη δοξολογίαν ξεχωριστή από την δική σου. Θέλει κάθε έθνος κατά την θρησκείαν του να τον σέβεται, να τον λατρεύη και να τον δοξάζη. Οι ψεύτες και οι κόλακες, οπού σας κάνουν όλους εσάς τους βασιλείς με την γλυκή τους γλώσσα και χάνετε την δικαιοσύνη σας και γίνεστε επίορκοι εις τον Θεόν και δοξολογάτε τον διάβολον, αυτείνοι δεν πιστεύουν Θεόν. Δεν δουλεύουν διά την πατρίδα και θρησκεία αυτείνοι, δουλεύουν οι γενναίγοι άντρες και σκοτώνονται δι’ αυτά. Εκείνοι θέλουν να ’χουν την θρησκεία τους και να δοξάζουν τον Θεόν με το μέσον της θρησκείας, και τότε λέγεστε κ’ εσείς δίκαιοι βασιλείς, επίτροποι του Θεού, όταν τους αφίνετε ελεύτερους εις τα αιστήματά τους. Και ζήτε δοξασμένοι από τους υπηκόγους σας κι’ όχι από τους τεμπέληδες. Όχι να κάθεσαι εσύ, ένας μεγάλος βασιλέας, και να καταγένεσαι ν’ αλλαξοπιστήσης μίαν χούφτα ανθρώπους, οπού ήταν τόσους αιώνες χαμένοι και σβυσμένοι από την κοινωνίαν. Εκείνος οπού τους κυρίεψε τους έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν’ αλλάξουν την θρησκείαν τους και δεν μπορούσε να κάμη τίποτας. Τώρα ο Θεός, ο δίκιος και παντοδύναμος, οπού ορίζει κ’ εσένα, ανάστησε αυτείνο το μικρό έθνος και θέλει να δοξάζεται απ’ αυτό το μικρό ορθόδοξο έθνος ορθοδόξως κι’ ανατολικώς, καθώς οι εδικοί σου υπήκοοι τον δοξάζουν δυτικώς. Κ’ εσύ ο μεγάλος χριστιανός δυτικός βασιλέας, ο επίτροπος του Θεού εις τον λαόν σου, πρέπει να προσέχης να ’χη αυτός ο λαός αρετή και ηθική και να τον παρακινής να δοξάζη τον Θεόν κατά την θρησκείαν του· κ’ εσέναν και την πατρίδα του να σας σέβεται, κι’ όχι να χάνης της βασιλικές σου στιμές και της πολυτίμητες· να οδηγής τον «γκενεράλ» Κωλέτη σου, (οπού δεν ήξερε πώς βάνουν την πέτρα εις το ντουφέκι και τον ονόμασες και γκενεράλη· ότι οι Μεγαλειότες σας όλους τους τοιούτους τους τιμάτε και δοξάζετε, ότι αυτείνοι εκτελούν την θέλησή σας), και καταγίνεται να γυρίση από την θρησκεία τους τους απογόνους των παλιών Ελλήνων, τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκο Μπότζαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων κι’ αλλουνών πολλών, οπού θυσιάσαν και την ζωή τους και την κατάστασίν τους δι’ αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι’ αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Η Μεγαλειότη σου μπορεί να μην τα ξέρης αυτά· ο Κωλέτης και οι συντρόφοι του δεν τα ξέρουν; Ο Μαυροκορδάτος και οι οπαδοί του δεν τα ξέρουν; Και οι άλλες φατρίες δεν τα ξέρουν, να σας ειπούνε, της Μεγαλειότης σας και της συντροφιάς σας, ότι· «Αυτό δεν γένεται εις την θρησκεία μας και εις την πατρίδα μας, ότι αυτείνη η θρησκεία κι’ αυτείνη η πατρίδα είναι δική μας και μας τίμησε κιόλα και μας γιόμισε δόξες, σταυρούς και μας έδωκε βαρυούς μιστούς και έκαμεν Εκλαμπρότατους και μας τιμάει και μας σέβεται, οπού ήμαστε πρώτα τουρκοκόπελα και τώρα εγίναμεν τοιούτοι». Αν είναι τοιούτοι αυτείνοι όλοι, προδότες της θρησκείας τους κι’ όλων των τίμιων ορθόδοξων Χριστιανών, ο Βασιλέας μας διατί αμελεί απάνου εις αυτό; Όταν δέχτη να ’ρθη να βασιλέψη κι’ ορκίστη ότι θα βασιλέψη και θα δοικήση Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς και θα τους διατηρήση θρησκεία, τιμή, κατάσταση και συνταματικώς θα κυβερνάγη – όλα αυτά η Μεγαλειότης του διατί τα αμέλησε και τα τζαλαπάτησε;
    Μάθαινα από ανθρώπους τίμιους ότι η κατήχηση των ξένων αναντίον της θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τα μάτια μου. Πάγω εις τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη, τον παίρνω σε μίαν κάμαρη, του λέγω πώς ήρθε εις αυτείνη την πατρίδα, ξυπόλυτος, γυμνός. Οι άλλοι γιατροί οπού ’ρθαν φέραν κι’ από ’να γλυστήρι και γιατρικά και τήραγαν τους αστενείς· «Εσύ, του είπα, ούτε αυτά ήφερες, ούτε αστενείς κύταξες. Ετιμήθης, δοξάστης από την πατρίδα σου. Γιόμωσες σταυρούς, χρήματα· –δεν μας αφίνεις πλέον ήσυχους να ζήσουμεν εδώ εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα με την θρησκεία μας, αλλά μας τζαλαπατάς και μας διαιρείς;» Αφού του είπα πολλά, του λέγω· «Γνωρίζομεν της ενέργειες της μυστικές των ξένων οπού εργάζονται διά την θρησκεία μας – θρησκείαν δεν αλλάζομεν εμείς, ούτε την πουλούμεν! Σου είπα και εις Άργος, όταν γύρισες με τον Αγουστίνο και γέλαγες εμάς τους άλλους· το κεφάλι του Καποδίστρια έγινε μια τρύπα κ’ εσένα θα γένη καυκιά. Τότε, όταν ’σ απάτησαν εις τα νιτερέσια σου και θα σε σκότωναν, γύρισες μ’ εμάς και τρομάξαμεν να σε σώσωμεν και να σωθούμεν κ’ εμείς, όσοι μείναμεν. Τώρα θα γένης κομμάτια από αυτά οπού εργάζεσαι εσύ με τους όμοιους σου κι’ αφίνεις και τους ξένους κ’ εργάζονται διά την θρησκείαν μας». Ήρθε κ’ έγινε κατακίτρινος και πέρασε καμπόσο διάστημα να μου δώση απάντησιν. Μου λέγει· «Η Κυβέρνηση πρέπει να λάβη μέτρα διά ’σένα. – Του είπα, κουσούρι να μην κάμης εσύ και η Κυβέρνησή σου!» Σηκώθηκα κ’ έφυγα. Τότε έστειλε στρατιώτες, την νύχτα, μου τρογύριζαν το σπίτι. Ότι καθώς εγίναμεν κουμπάροι τούς είχε σηκώση· σαν είδε οπού δεν απόλαψε τίποτας από την κουμπαριά του, έβαλε εκ νέγου στρατιώτες και φίλους του πιστούς κι’ αφού με φύλαγαν, έρχονταν και πέτρες εις το σπίτι μου διά να βγω να τους μιλήσω, να κάμουν τον κακό τους σκοπόν. Αυτό το πετροβόλησμα το ακολουθούσαν πάντοτες. Μίλησα του υπουργού του Στρατιωτικού Τζαβέλα, του κάκου. Το ’βαλα εις την ’φημερίδα. Έρχονταν πάντοτες άνθρωποι και μο ’λεγαν να φυλαχτώ, ότι θα με σκοτώσουνε. Μίαν ημέρα έρχεται ο υποστράτηγος Γιατράκος· ήταν κι’ ο Μαμούρης ομπροστά· μου ’χε παραγγείλη κι’ άλλες φορές· αυτός ήταν μ’ αυτούς, όμως ως συναγωνιστή τον είχα και εις τον όρκον πρωτύτερα. Μου λέγει ομπρός εις το Μαμούρη ότι· «Σου παράγγειλα τόσες φορές θα σε σκοτώσουν χωρίς άλλο και θ’ αφήσης τόση φαμελιά εις τους πέντε δρόμους. Σου είπα να ’νωθής μ’ αυτούς, καθώς ενωθήκαμεν όλοι· εσύ δεν θέλεις. Σαν δεν θέλης, φυλάξου, ότι θα σε σκοτώσουν. Έχεις πολλούς οχτρούς. – Του λέγω, οχτρούς αν τους έκαμα, δεν λυπώμαι, ότι κακό κανενού δεν έκαμα διά το νιτερέσιον μου. Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ’νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάμουν». Είχε κάμη μεγάλη κάψη· και οι κόρυζες και τα κουνούπια μας αφάνισαν κλεισμένους όλους μέσα· και μ’ αρρώστησε όλη μου η φαμελιά.
    Μίαν ημέρα καθόμουν εις την κρεββάτα· ήταν κι’ άλλοι άνθρωποι, και μιλούσαμεν. Απόξω τα τείχη του περιβολιού μου πέρναγαν δυο άνθρωποι, και καταπάταγαν τον τόπον. Λέγει ένας· «Αυτείνοι δεν είναι καλοί άνθρωποι». Και πιάσαμεν πάλε την ομιλίαν. Το βράδυ ήρθαν εναδυό φίλοι εις το σπίτι μου κι’ ο δήμαρχος των Μεγάρων. Φάγαμεν ψωμί. Έπεσαν να κοιμηθούν εις την ταράτζα· και είχα και δυο τρεις δικούς μου. Την νύχτα σηκώθηκα· από μέσα το περιβόλι μου, εις τ’ αγκωνάρι του σπιτιού μου φύλαγαν άνθρωποι, μο ’δωσαν ένα ντουφέκι – πέρασε από το μπλέφαρό μου· δεν με πήρε. Ρίχτηκα εγώ πήρα το ντουφέκι μου, έρριξα· έρριξαν κ’ εκείνοι πάλε. Φύγαν. Τότε βήκαμεν έξω αναντίον αυτεινών. Πήραν ποδάρι, νύχτα, φύγαν. Ήταν και τ’ Αλώνια – ανακατεύτηκαν οι άνθρωποι. Άλλοι, συντρόφοι τους αυτεινών, έλπιζαν ότι με σκότωσαν· είπαν· «Τρόμαξε να βγη όξω η νύφη, οπού κοπιάζαμεν τόσον καιρό». Αυτό τ’ άκουσαν οι άνθρωποι εις τ’ Αλώνια, δεν γνώρισαν τους ανθρώπους. Την ημέρα ήρθε ο αστυνόμος, ο μοίραρχος – της συντροφιάς τους – να ξετάσουνε. Δεν θέλησα να τους μιλήσω τίποτας.
    Τότε έφκειασα μίαν έκθεσιν εις τον τύπον, έβαλα και την κόπια του όρκου, οπού θα σκότωναν τους Σεπτεβριανούς, και τ’ άλλα όλα. Σηκώθηκα και πήγα και μίλησα και του Βασιλέα καμπόσα και του υπουργού του Στρατιωτικού. Τους είπα, εις το εξής τόμως ιδώ άνθρωπον οπού να με φυλάγη, θα ρίξω να τον σκοτώσω. Τότε με προσκαλεί ο υπουργός του Στρατιωτικού και βάνουν ανακριτάς και μ’ ανάκρεναν τόσες ημέρες. Προσκάλεσα κι’ όσους ήταν εις το σπίτι μου μάρτυρες. Ο Γιατράκος αρνήθη όλως διόλου, οπού τον άκουσε κι’ ο Μαμούρης, ο Χατζηχρήστος κι’ άλλοι τόσοι αξιωματικοί. Τον φώναξε ο Κωλέτης και οι συντρόφοι του κ’ έγινε επίορκος. Σε λίγον καιρόν έφκειασαν του αδελφού του το κεφάλι εις την πατρίδα του σκαφίδα, τον δολοφόνησαν την νύχτα. Τότε βάργε το κεφάλι του ο υποστράτηγος.
    Οι Βουλές κι’ όλες οι ’φημερίδες θέλανε η Κυβέρνηση ν’ αποδείξη τους αίτιους της εταιρίας οπού ’ναι αναντίον των Σεπτεβριανών και του Συντάματος. Έβαλαν ’πιτροπή οι Βουλές να συναγροικιέται με την Κυβέρνησιν περί αυτής της εταιρίας. Ο Κωλέτης αντίς διά τον συνταματάρχη Ζέρβα, οπού ’χε τον όρκον, το έρριξε εις έναν Αντώνη Πατέρα λοχαγό. Τον φαρμάκωσαν κι’ αυτόν, πέθανε. Και γύρα γύρα, σήμερα ταχιά, σαν είδε ότι το πράμα χοντραίνει, γύρισε και καμόσους από την ’πιτροπή βουλευτές και γερουσιαστές κ’ έμεινε ως την σήμερον νεκρό και παγωμένο.
    Εγώ, αφού έγινε η μεταβολή της Τρίτης Σεπτεβρίου και κατατρέχτηκα απ’ ούλους αυτούς, Μεταξά, Μαυροκορδάτο, Κωλέτη και συντροφιές τους, ακολουθούσα να ’νεργάω τον όρκον διά τα έξω· κ’ έστελνα τίμιους ανθρώπους και κατηχούσαν· και σύσταιναν και ’πιτροπές. Κι’ αγροικιώμουν παντού μέσα κ’ έξω. Και μο ’στελναν κ’ εμένα ανθρώπους και γράμματα. Ήρθε ένας άνθρωπος από την Γουργαροσερβία στελμένος ’σ εμένα και εις τον Χατζηχρήστο και τον Κωλέτη, επειδή ήταν εις τα πράματα και είχε κι’ αυτός αυτείνη την ιδέα και την μίλησε και εις το βήμα της Συνελέψεως. Από τους ανθρώπους οπού ’στελνα έξω, ως φαίνεται, κανένας είχε φίλον κι έναν σημαντικόν Τούρκον – ήταν αναντίος του Σουλτάνου. Σαν έγινε η μεταβολή της Τρίτης Σεπτεβρίου κ’ έμαθε ο Τούρκος αυτός ότι ’νέργησα κ’ εγώ κατά δύναμιν, υποπτεύτηκε να μην κινηθούμεν μ’ αυτείνη την ορμή και διά έξω αναντίον τους. Βρίσκει ο Τούρκος εκείνος έναν φρόνιμον Ρωμιόν και τον ορκίζει και του δίνει τα μέσα και του λέγει να ’ρθή να μ’ ανταμώση. Μου λέγει· «Ο τάδε Τούρκος μ’ έστειλε να σ’ ανταμώσω – να μην ξέρη άλλος κανένας, ότι προδίνεται και χάνεται. Μου είπε να σου ειπώ, αν έχετε σκοπόν να κινηθήτε όποτε είναι καιρός, να βάλωμεν ένα καβούλι να μας φυλάξετε τιμή και κατάστασνι και να ’χωμεν κ’ εμείς τα ίδια δικιώματα· κι’ αυτός σας βρίσκεται με δέκα χιλιάδες ανθρώπους». Έκατζε ’δω καπόσες ημέρες. Του λέγω μίαν ημέραν· «Να πας να ειπής αυτά του Κωλέτη». Τον έπιασε τρομάρα τον άνθρωπον. «Δεν πηγαίνω, μου λέγει, εις αυτόν, ότι χανόμαστε. –Του λέγω, να πας καθώς θα σου ειπώ εγώ, ότι θέλω να μάθω τι φρονεί αυτός διά τα έξω· να τον ορκίσης και να του ειπής «ένας Τούρκος μ’ έστειλε» – ούτε τ’ όνομά του, ούτε την πατρίδα του· και να του ειπής όσα μου είπες εμένα. «Και μ’ έστειλε, να του ειπής, ’σ εσένα και εις τον Μακρυγιάννη, κι’ όποτε είναι καιρός αγροικιέστε εσείς οι δυο μ’ εμένα κ’ εγώ μ’ αυτόν». Και του είπα· «Να μην του ειπής ότι μ’ αντάμωσες εμένα και μου μίλησες, αλλά πρωτοπήγες εις αυτόν». Πήγε τον αντάμωσε και του είπε να πάγη το βράδυ, του λέγει αυτά κι’ ότι τον έστειλε ο Τούρκος ’σ αυτόν και ’σ εμένα. Του λέγει ο Κωλέτης· «Να μην πήγες εις αυτόν; – Όχι. Πρώτα ήρθα εις την Εκλαμπρότη σου, έτζι είμαι διαταμένος. – Μην πας ’σ αυτόν τον μπερμπάντη. Αυτός είναι εις την οργή του Βασιλέως, ότι απάτησε τον λαόν και τους όρκισε και τους πήρε της υπογραφές τους κ’ έκαμε αυτό το μπερμπάντικο πράμα. Και μ’ αυτό οπού ’καμεν θα λάβη τα ’πίχειρα της κακίας του». Τον ορκίζει να μη μου ειπή εμένα παρόμοιον, ούτε αλλουνού αυτό. Του είπε ότι αυτός έχει ’νεργήση και μ’ άλλους σημαντικούς κι’ όποτε είναι καιρός, «έχομεν όλες της ετοιμασίες και θα λευτερώσουμεν όλα αυτά τα μέρη». Πήγαν άνθρωποι πολλοί – του είπε να γυρίση την άλλη ’μερα να του μιλήση ακόμα. Τον άνθρωπο τον στένεψε να μάθη τ’ όνομα του Τούρκου. Έρχεται μου λέγει αυτά, καταλυπημένος διατί να τον στείλω εκεί, και μπορεί να προδοθή. Του λέγω· «Αυτά ήθελα να μάθω εγώ. Σήκου να πας εις την δουλειά σου και να μη ματαπατάς εις αυτόν». Του είπα τι να μιλήση και του Τούρκου. Και πάγει κι’ αυτός εις την δουλειά του· και δεν τον ματάειδε ο Κωλέτης. Και βήκα κ’ εγώ από την απάτη, οπού νόμιζα κάτι μπορεί να βγη από αυτόν διά τους αδελφούς μας τους σκλαβωμένους.
    Αφού κι’ ο Μεταξάς τον γνώρισε καλά, απαρατήθη. Είναι η αλήθεια ότι εις την Οικονομίαν όσο εστάθη έκαμεν τα χρέη του πολλά τίμια και πατριωτικά· κι’ ωφέλησε το δημόσιο κι’ άφησε και καμόσα χρήματα εις το ταμείον. Και βγαίνοντας αυτός, τα πάστρεψε ο Κωλέτης και η συντροφιά. Πήρε με το μέρος του πολλούς βουλευτάς πολιτικούς και στρατιωτικούς ’διοτελείς όλους, Κριτζώτη, Γριβαίους, Παπακώστα κ’ επίλοιπους κ’ έκαμεν διά ’νεργείας αυτεινών τους κακούς του σκοπούς – ωφελήθηκαν κι’ αυτείνοι. Κι’ αφού τους καταλάσπωσε, τους δίνει μίαν κλωτζά. Και τους κατατρέχει όλους. Τότε κι’ αυτείνοι θέλησαν να δείξουν τα πατριωτικά τους αιστήματα εις την Βουλή – γύρισαν με την αντιπολίτεψιν. Ο Κωλέτης είχε κάμη όλα του τα θελήματα εις την Βουλή και τότε οπού δεν τους είχε ανάγκη τους κυνήγησε. Και γίναμεν συντρόφοι. Όταν ήταν μ’ αυτόν με κατάτρεχαν κι’ αυτείνοι όλοι. Τώρα μο ’λεγαν· «Πώς τον γνώρισες εσύ κ’ εμείς απατηθήκαμεν; – Κ’ εσείς, τους είπα, τον γνωρίζεταν καλύτερα από ’μένα, όμως η ’διοτέλεια τα ’κανε αυτά».
    ’Νέργησα κ’ έγιναν συντρομηταί εισέ όλο το Κράτος και κάμαμεν μίαν εφημερίδα «Εθνοκρατία» και βαρούγαμεν με φρονιμάδα τα κακά. Αυτείνη η ’φημερίδα πείραζε τον Κωλέτη και συντροφιά του διατί μιλούσε με ηθική κ’ έλεγε τα σφάλματά τους. Ήταν τρεις καλοί νέοι και με μεγάλη αρετή οπού γράφαν κ’ εγώ ήμουν ταμίας.
    Ένα βράδυ, τη νύχτα, να ένας άνθρωπος βαλμένος να με δολοφονήση. Ήξερε την ώρα αυτείνη, οπού καθόμουν μόνος μου εις την κάμαρά μου, παράμερη. Είχε κι’ άλλους τέσσερους ανθρώπους· δυο άφησε εις την αυλόπορτα, δυο ήφερε απάνου εις την άλλη πόρτα κι’ αυτός μπήκε μέσα. Είχαν και τα διαβατήρια τους βγαλμένα από τρεις ημέρες πρωτύτερα. Μπήκε μέσα, είδε τους ανθρώπους, μου λέγει· «Έβγα ’στην σάλλα, κάτι θα σου μιλήσω μυστικά. – Του λέγω, μίλησέ μου εδώ. – Όχι, λέγει, έξω. – Σύρε, του λέγω, εις την σάλλα κ’ έρχομαι». Μπήκε εις την σάλλα. Οι άνθρωποί μου έτρωγαν ψωμί κάτου εις το υπόγειον κλεισμένοι όλοι, ότ’ ήταν κρύο πολύ. Τότε τους λέγω να ’ρθουν απάνου. Εγώ πήρα το μαχαίρι μου και το είχα από κάτου εις την καπότα μου· και πήγα κ’ έκατζα κοντά του, εις τα δεξιά του. Του λέγω· «Τι ορίζεις, αδελφέ; Άλλη βολά εις το σπίτι μου δεν εκόπιασες. – Ήρθα κι’ άλλη βολά, μου λέγει, με τον αρχηγό μου τον Γρίβα. – Τι θέλεις τώρα τη νύχτα; – Θέλω, λέγει, ωρέ, τα δίκια μου! – Τι δίκια ζητείς από ’μένα; Βασιλέας είμ’ εγώ, Κυβέρνηση είμαι, Βουλές είμαι; Ο αρχηγός, οπού είσαι, είναι Γενικός Επιθεωρητής, είναι βουλευτής. Εγώ είμαι ένας ιδιώτης κατατρεμένος· κάθομαι εις το σπίτι μου. – Από ’σένα θέλω τα δίκια μου!» Εις τον ίδιον καιρόν μπήκαν και οι άνθρωποί μου μέσα. Τότε άρχισε να χάνη την γενναιότητα. Του είπα· «Πήγαινε εις την δουλειά σου και να μη ματαρθής εδώ». Βγαίνοντας έξω, είδαμεν και τους συντρόφους του αρματωμένους. Αυτό το πράμα το είπα κι’ αλλουνών, κ’ ένας φίλος μού είπε ότ’ είχαν βγάλη και τα διαβατήρια τους προ ημερών – ήταν εις την αστυνομίαν όταν τα ’βγαλαν. Ούτε πήγαν πουθενά. Κι’ όταν πήγαν εις την παταρίδα τους το καυκήθηκαν αυτό, έμαθα, μ’ όλον οπού δεν πέτυχαν τον σκοπόν τους.
    Αφού ο Κωλέτης έκαμεν την δουλειάν του καθώς ήθελε με της Βουλές, τότε τους διάλυσε για να ’νεργήση να γένουν νέες. Τότε ο Κριτζώτης, Γρίβας, Παπακώστας, Μαμούρης κι’ άλλοι ενώνονται με τον Μεταξά και Μαυροκορδάτο και γίνονται ένα. Μου λένε κ’ εμένα να ενωθώ. Τους λέγω δεν θέλω μήτε υπέρ, μήτε κατά. Όταν ιδώ πράματα πατριωτικά και φρόνιμα, είμαι μαζί τους, ειδέ δεν είμαι· «Και δεν είμαι και προδότης να σας προδίνω», είπα του Μεταξά και Μαυροκορδάτου. Ο Κωλέτης, σαν φύγαν αυτείνοι, μου στέλνει τον Γαρδικιώτη να πάγω, με θέλει. Σηκώθηκα πήγα. «Αγαπητέ κουμπάρε, τόσον καιρόν εδώ πλησίον σου και να μην έρθης να σε ιδώ; – Του λέγω, έχεις πολλές δουλειές και δεν σε βαρύνω κ’ εγώ με την παρουσίαν μου. Τι με θέλεις; – Σε θέλω να σε ιδώ». Του λέγει ο Γαρδικιώτης· «Ο Μακρυγιάννης είναι κουμπάρος μας, να έμπη τώρα εις της εκλογές της νέες βουλευτής αυτός κι’ ο Βλάχος, να ’μπης κ’ εσύ κι’ ο Καλλεφουρνάς. Και να ενωθούμεν όλοι. – Αγαπητέ Γαρδικιώτη, ο Μακρυγιάννης να ’μπη βουλευτής; Εγώ τον έχω να τον κάμω γερουσιαστή! Εγώ θα τον κάμω αρχηγό της Εθνοφυλακής, θα τον κάμω ’πασπιστή του Βασιλέως – όσα μιλήσαμεν οι τρεις όταν ορκιστήκαμεν· κι’ όποτε βρούμεν τον καιρόν, να τηράξωμεν διά τα έξω, ν’ αξήνωμεν την πατρίδα μας. Ο Μακρυγιάννης έφκειασε αυτό το τραπέζι, οπού καθόμαστε, και μας σύναξε όλους· κι’ αφού το ’στρωσε, σηκώθη κ’ έφυγε και μας άφησε μοναχούς. Εγώ του είχα τον Μεγαλόσταυρον έτοιμο. «Ο Μακρυγιάννης (λένε του Βασιλέα, λένε εμέναν) κάνει νέους όρκους και παίρνει υπογραφές». Εγώ λέγω του Βασιλέα· «Ψέματα, Μεγαλειότατε». Ο «Μακρυγιάννης τώρα εις της νέες Βουλές πρέπει να συντρέξη την Κυβέρνησιν να μπούνε εκείνοι οπού θα διορίσω κ’ εγώ, διά ν’ ακούγεται και εις τους έξω ανθρώπους ότι ο Κωλέτης είναι με το μέρος του...4 και τον υπολήπτονται οι Έλληνες. Ο Μακρυγιάννης πρέπει εις το εξής να είναι με το πνεύμα της Κυβερνήσεως. – Κύριε Κωλέτη, στάσου να σου μιλήσω κ’ εγώ. – Σ’ ακούω, αγαπητέ. – Δεν ήρθα μόνος μου εδώ· έστειλες τον Γαρδικιώτη και με φώναξες: Ούτε βουλευτής θέλω, ούτε γερουσιαστής, ούτε αρχηγός, ούτε ’πασπιστής, ούτε σταυρό – ούτε εσύ μου τα δίνεις, ούτε εγώ τα φαντάζομαι. Υπογραφές κι’ όρκους νέους οπού μου λες δεν έκαμα και κανένας από σας δεν θέλω να έχη εσπλαχνία ’σ εμένα. Ομιλίες και συνωμοσίες είχα κάμη νέες, να βάλω εσέναν ’στα πράματα και τους φίλους σου, οπού είσαστε ως την σήμερον. Εις αυτείνη την συνωμοσίαν έβαλα και τον ίδιον Βασιλέα, να σε βάλη εις τα πράματα, οπού είσαι. Αν έστρωσα το τραπέζι και κάθεστε και τρώτε εσείς, αν έφαγα καμμίαν χαψιά, να σας πλερώσω το κόστος. Συντροφιά δεν θέλω αν δεν ιδώ να κυβερνάγη η αρετή κι’ ο πατριωτισμός. Τι με γυρεύεις σύντροφον; Εσύ στέλνεις ένα λόχο και κάποτε δυο και με τρογυρίζεις ως να «ήμουν ο μεγαλύτερος κακούργος, διά να με δείχνης εις τον κόσμον και εις τον Βασιλέα ότ’ είμαι τοιούτος κ’ εσύ προσέχεις διά ’μένα τον κακόν άνθρωπον, διά ν’ ασφαλίσης το Κράτος και τον Βασιλέα από ’να ληστή. Πόσες ληστείες είδες από ’μένα κι’ απ’ όσους οδηγούσα όταν ήσουνε εις τα πράματα, εις την Επανάστασιν; Τότε οπού ήμουν νέος και χωρίς γυναίκα και παιδιά, ήμουν φρόνιμος· τώρα οπού γέρασα και είμαι φορτωμένος τόσον κόσμο φαμελιά, τρελλάθηκα; Θα κάτζω εις το σπίτι μου· ούτε την Κυβέρνησιν βοηθώ, ούτε είμαι αναντίος της. Κι’ αυτείνη την υποψίαν οπού ’χεις, τώρα οπού τραβήχτη ο Κριτζώτης και οι άλλοι, να μην ενωθώ μ’ εκείνους, δεν ενώνομαι, ότ’ είναι εγωιστές και δεν κάνουν δουλειά πατριωτική». Και σηκώθηκα κ’ έφυγα.
    Ο Κριτζώτης, Γρίβας, Μαμούρης, Παπακώστας κι’ άλλοι ενώθηκαν με τον Μεταξά, Μαυροκορδάτο κι’ άλλους και πάνε διά της νέες εκλογές να κάμουν δύναμιν να ’ρθούνε αναντίον της Κυβέρνησης. Και συνομίλησαν να γένη μίαν ημέρα κίνημα παντού, ώστε η Κυβέρνηση να μην μπορή να προφτάση. Δεν ήταν πατριωτική η καρδιά τους. Πήγε ο Γρίβας εις την Βόνιτζα, σήκωσε την σημαία. Τον πλάκωσαν χωρίς να ρίξη ντουφέκι, τον έρριξαν εις την θάλασσα. Αν δεν τον σώναν οι Άγγλοι, ήταν χαμένος. Πήγε εις την Αγιομαύρα με καμμίαν ογδοηνταριά ανθρώπους οπού ’χε, έκατζε καμόσες ημέρες κι’ από ’κει πήγε εις την Πρέβεζα κι’ από ’κει ’στα Γιάννενα. Τελειώνοντας αυτός, σηκώνεται ο Φαρμάκης μ’ άλλους εις τον Έπαχτον. Παίρνει ο Μαμούρης του Μεταξά και Μαυροκορδάτου τριάντα πέντε χιλιάδες δραχμές, οπού σύναξαν συνεισφορά διά να βοηθήσουνε αυτό το κίνημα, τους γέλασε και γύρισε με την Κυβέρνησιν. Πήγε και σκοτώνεταν με τους συντρόφους του, τον Φαρμάκη και τους άλλους. Γύμνωσε κι’ ένα χωριόν, κεφαλοχώρι του Κράβαρι, οπού ήταν ο Φαρμάκης μέσα και τ’ άφησε κ’ έφυε· μπήκε ο Μαμούρης με το φουσσάτο της Κυβέρνησης, δεν τους άφησαν ούτε στάχτη. Καταπολέμησαν τον Φαρμάκη, τον νίκησαν. Τον έπιασαν μ’ άλλους και τον πήγαν εις το Παλαμήδι. Σηκώνεται ο Κριτζώτης εις την Χαλκίδα. Πάγει ο Γαρδικιώτης μ’ όλη την δύναμη, πολεμούν. Κόβει το κανόνι το χέρι του Κριτζώτη. Σώθη εις την Χιόν. Ρήμαξε το Γριπονήσι το φουσσάτο κι’ ο αρχηγός Γαρδικιώτης. Και σκοτώθη τόσος κόσμος. Σηκώνεται ο Παπακώστας, Κοντογιανναίγοι, Μπαλατζός, Βελέτζας κι’ άλλοι πολλοί, δεν μπόρεσαν να κάμουν τίποτας. Πάνε εις την Τουρκιά. Καταφανίστηκαν κι’ αυτείνοι κι’ ο τόπος. Οι πολιτικοί αρχηγοί τους εδώ νεκρωμένοι· με δόλο το ένα μέρος με τ’ άλλο ’μονοιασμένοι, με τα χείλη κι’ όχι με την καρδιά· άλλα ’νεργούσε το ’να το μέρος και το άλλο άλλα. Όσοι σηκώθηκαν έπαθαν κι’ αυτείνοι, οι δυστυχισμένοι, κι’ ο τόπος ’σ άχλιαν κατάστασιν.
    Όταν σηκώθηκε ο Βελέτζας με τους άλλους, ηύρα κ’ εγώ τον διάβολό μου. Ο υπουργός του Πολέμου ο Τζαβέλας είπε ότι του έδωσα τα μέσα και τον έβγαλα έξω κι’ ότι και του Κριτζώτη του έστειλα ανθρώπους· κι’ αν ανακατώθηκα εις αυτά όλα, είμαι άτιμος άνθρωπος. Με φύλαξε ο Θεός και με φώτισε, ότι έβλεπα την συντροφιά τους ολουνών, και στρατιωτικών και πολιτικών, και την ’λικρίνειαν τους, και δεν ανακατώθηκα. Και τρόμαξα να σωθώ από αυτείνη την αδικίαν. Ότι με διαβάλαν και εις τον Βασιλέα.
    Ο Κωλέτης άρχισε να κάμη της εκλογές. Αν δεν είχαν οι συντρόφοι του ψήφους πολλούς κατά τον νόμον, γιόμιζαν της κάλπες αυτοί και της Κυβέρνησης τα όργανα. Παντού εις το Κράτος γίνηκαν σκοτωμοί κι’ αφανισμός των κατοίκων. Ο Κωλέτης πήρε όλες της εκλογές, κι’ ο Μαυροκορδάτος ούτε εις της εκατό μία. Έχει όμως την δόξαν ο Μαυροκορδάτος ότι ’σ της πρώτες εκλογές έδειξε αυτός με τους συντρόφους του το παράδειμα. Βήκε κι’ ο Κωλέτης από την Αθήνα βουλευτής κ’ έβγαλε και τον Καλλεφουρνά, τον Βρυζάκη και Πετράκη, ανθρώπους της μπιστοσύνης του. Τ’ άλλο το μέρος Μεταξάς, Βλάχος, Ζαχαρίτζας, Σκουρτανιώτης απέτυχαν. Εγώ καθόμουν εις το σπίτι μου, δεν ανακατώθηκα ούτε ’στο να το μέρος, ούτε ’στ’ άλλο. Αφού ο Κωλέτης κιντύνεψε τον Κριτζώτη κι’ αλλουνούς και τους έδιωξε από την πατρίδα τους, οπού ’χυσαν το αίμα τους εις τους κιντύνους της, και πάνε εις τους Τούρκους να βρούνε άσυλο, ήρθε και η αράδα η δική μου να με βγάλη από τα μάτια του. Κάνει συβούλιον με τους φίλους του πώς να μπορέσουν να με συλλάβουν την νύχτα. Έρχονταν και με φύλαγαν να βρούνε καιρό. Φίλοι ήρθαν μου είπαν ότι μιλούσε αυτός ο καλός άνθρωπος αυτά ’σ ενού Δεσπότη φίλου του το σπίτι, οπού οϊντίζει κ’ εκεινού του άγιου ανθρώπου η ψυχή μ’ εκεινού. Ήρθαν κι’ άλλοι, οπού άκουσαν τα ίδια μέσα-εις την Γραμματείαν. Είδα και τους ανθρώπους οπού με τρογύριζαν εκ νέου να μου κάμουν αυτείνη την τιμή. Άλλοι με βιάζαν να φύγω να σωθώ. Εγώ τους έλεγα από το σπίτι μου δεν μπορώ να φύγω κι’ ό,τι μ’ εύρη να μ’ εύρη εδώ. Τότε κάθομαι και φκειάνω μίαν έκθεσιν κ’ έλεγα πώς με ζήτησε ο Κωλέτης τόσες φορές και τι ήταν οι σκοποί του, τι δουλεύει διά την πατρίδα και θρησκεία, πως πιάστηκα μ’ αυτόν, πώς έστειλε εις το υστερνό το Γαρδικιώτη και πήγα εκεί· κι’ ό,τι μου είπε κι’ ό,τι του είπα. Το ’φκειασα αυτό, το ’δωσα ενού φίλου μου· του είπα, αν κλειστώ εις το σπίτι μου –με βιάσουν αυτείνοι, ή με διώξουν, ή με σκοτώσουνε – αυτός ευτύς να το δώση εις τους τύπους· και τους όρκιζα όλους να το βάλουν. Έσασα τ’ άρματά μου όλα, μίλησα και πέντ’ έξι παιδιών να ’τοιμαστούν να το βροντήσουμεν ώσο να λυώσουμεν. Έτοιμοι αυτείνοι οι αγαθοί άνθρωποι· «Πεθαίνομεν, μου λένε, όποτε θέλεις!».
    Τότε έκρινα εύλογον να πάγω να τους μιλήσω πρώτα εκεινών. Πήγα εις τον Γαρδικιώτη, οπού ήταν παρών όταν μίλησα του Κωλέτη, οπού ’ρθε ο Γαρδικιώτης και με πήγε. Δεν τον ηύρα το Γαρδικιώτη. Είχε πάγη εις την Κόρθο να συβιβάση τα οτζάκια των Νοταράδων, ότι τρώγονταν. Πήγα εις τον Παλαμήδη· ήταν υπουργός του Εσωτερκού. Του είπα όσα μου κάνει ο αφέντης του κι’ αυτείνοι και να τα ειπή του Βασιλέα όλα κι’ εκεινού του μπερμπάντη. Μου είπε ότι πάγει και μιλεί, όμως την έκθεση να μην τη δώσω εις τον τύπον. Πήγε και μίλησε. Συχρόνως ήρθε κι’ ο Γαρδικιώτης. Του μίλησα κι’ αυτεινού. Το δειλινό βλέπω τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη κ’ έρχεται εις το σπίτι μου και μου κάνει χιλιάδες τζιριμόνιες· κι’ έκατζε περίτου από τέσσερες ώρες. Ούτε καταδέχτηκα να του μιλήσω δι’ αυτά, ούτε μου μίλησε· αλλά μου είπε πρέπει να ετοιμαζώμαστε διά έξω – όσα είχαμε μιλημένα προ καιρού. Ότι έστειλε τα μέσα του Γκιουλέκα και πολεμάγει εις την Αρβανιτιά και να μην τον αφήσουμεν να χαθή. Μου είπε αυτά κ’ έφυγε. Μου σήκωσε και τον μπλόκον.
    Σε δυο τρεις ημέρες τον κολλάγει ένας νεφρίτης και γύριζε και φώναζε νύχτα και ημέρα. Του βαστήχτη το κάτουρό του. Μαζώχτηκαν όλοι οι γιατροί. Πήγε κι’ ο Βασιλέας τόσες φορές. Τον έκαμε κι’ αντιστράτηγον. Είδε οπού θα πεθάνη, συβούλεψε τον Βασιλέα να μην αλλάξη το σύστημά του – και το βαστάγει ως την σήμερον. Μπήκε ο Τζαβέλας πρωτοϋπουργός. Τον έκαμαν βουλευτή, ή να ειπώ καλύτερα έγινε μόνος του με την βοήθεια της συντροφιάς του· γιόμωσαν της κάλπες ψήφους. Κ’ έδειξε κι’ αυτός αρετή και δείχνει σαν τον μακαρίτη κατά της οδηγίες οπού άφησε εις τον πεθαμό του – δεν αλλάξαμεν ούτε γιώτα. Και κυβερνιώμαστε και τώρα καθώς πρώτα και χερότερα. Και σε όλες της τάξες από την μεγαλύτερη και κάτου και εις την Κυβέρνησιν και Βουλές και παντού εις το Κράτος δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του. Κλεψές ’στα ταμεία και ’στα ’σοδήματα, ληστείες. Η αρετή, η αλήθεια, ο πατριωτισμός εχάθηκαν. Ότι όποιος έχει αυτά τον κιντυνεύουν, κι’ όθεν ψεύτης και κατρεγάρης και κλέφτης, ή ντόπιος ή ξένος, εκείνος έχει την τύχη του.
    Τον Μαυροκορδάτο και Μεταξά και συντρόφους τους κατατρέχουν επειδήτις ήταν αντιπολιτευόμενοι κ’ έγιναν αυτά τα κινήματα έξω, χωρίς να βγάλουν κι’ αυτείνοι κάνα πατριωτικόν αποτέλεσμα· ότι ποτές δεν στοχάστηκαν πατριωτικώς και να είναι σύνφωνα και τα δυο μέρη, αλλά άλλα έκανε το ’να το μέρος κι’ άλλα το άλλο· και τους ανθρώπους τους έχασαν, οπού τους άκουγαν, και η πατρίδα έπαθε τόσα κακά.
    Είχε έρθη ένας αξιωματικός – είχε αγωνιστή εδώ και είχε πάγη εις την Σερβογουργαρίαν· ήταν από ’κείνα τα μέρη – τον έστειλαν από ’κει έμποροι κι’ άλλοι να ’ρθη εις τον Χατζηχρήστον και ’σ εμένα να μας ειπή εκεινών την κατάστασιν και την ετοιμασίαν τους και να του ειπούμεν κ’ εμείς τα εδώ· λέγοντας αυτά του Χατζηχρήστου – δεν είχε έρθη ακόμα ’σ εμέναν – αυτός ο ευλογημένος, άκακος άνθρωπος κι’ ως ’πασπιστής του Βασιλέως, του το είπε· το είπε και του Γαρδικιώτη. Ύστερα μου το είπαν κ’ εμένα. Του λέγω του Χατζηχρήστου να πάη να ειπή του Βασιλέα ότι εγώ δεν ανακατώνομαι εις αυτά – πρέπει να τα ξέρη πρώτα η Μεγαλειότης του· ότι και τα καλά είναι δικά του και τα κακά. Το είπαν αυτό του Βασιλέα και του άρεσε. Τότε πήρα τον Χατζηχρήστο και πήγαμεν εις τον Γαρδικιώτη και του είπα, αυτά θέλουν μυστικότη και να ’νεργούνε άνθρωποι με συνείθησιν και πολύ μυστικοί, ότι κιντυνεύομεν από τους δυνατούς. «Κι’ αν θέλετε, ν’ αγροικιέσαι εσύ, Γαρδικιώτη, κι’ ο Χατζηχρήστος κ’ εγώ· και τον Βασιλέα να τον έχωμεν πολύ φυλαμένον». Του άρεσε κι’ αυτεινού. Το είπε και της Μεγαλειότης του και τ’ άρεσε. Τότε πηγαίνω και του λέγω· «Αυτά θέλουν και ικανούς ανθρώπους εις τα πράματα και καταξοχή εις το υπουργείον του Πολέμου. Ο Τζαβέλας δεν είναι άξιος εις αυτά». (Κι’ όταν ζούσε ο Κωλέτης και ύστερα αυτός έστειλαν προξένους παντού ανίκανους τους περισσότερους. Ο Τζαβέλας είχε κάμη μίαν εταιρίαν με τον Τισαμενόν, Βέικον, Χατζηπέτρο κι’ άλλους και γελούγαν τους ανθρώπους έξω ότι θα κινηθούν αναντίον της Τουρκιάς· και συνάχτηκαν τόσα χρήματα παντού – τα ’φεραν αυτεινών και τα ’φαγαν όλα χωρίς να χρησιμέψουν πουθενά. Και τότε πιάστηκαν αναμεταξύ τους και τα ’βαλαν αυτά όλα εις τους τύπους και το ’μαθε κι’ όλη η Ευρώπη· και η Τουρκιά πειράχτη πολύ· κ’ έπαθαν τόσοι χριστιανοί. Τι κάνει ο Θεός! Καίγεται το σπίτι του Τζαβέλα κι’ όλο του το πράμα. Κόντεψαν να καγούνε κι’ όλοι οι άνθρωποι μέσα. Με μίαν μπουνάτζα έλυωσε όλο αυτό μόνον· και κολλητά του ήταν σπίτια με τζατμάδες κι’ άλλα καρσί και δεν πειράχτη τίποτας αλλουνού, οπού αν ήταν ολίγος αγέρας, καθώς ήταν εις το κέντρο του παζαριού, θα κιντύνευε η περισσότερη πολιτεία). Είπα του Γαρδικιώτη ότι ο Τζαβέλας δεν κάνει εις το υπουργείον και ήταν καλό να βάλη ο Βασιλέας τον Μεταξά υπουργό του Πολέμου. Ότι και εις τα σαράντα οπού μπήκε ο Μαυροκορδάτος κ’ έβαλε αυτόν υπουργόν του Πολέμου, εφέρθη τιμίως όσον καιρόν έκαμε, καθώς και εις την Οικονομίαν. Την αλήθειαν να την λέμε. «Πού θέλει να τους ξέρη, μου λέγει, αυτούς ο Βασιλέας; (Μαυροκορδάτο και Μεταξά). – Του λέγω, διατί; – Ότ’ είναι αντιπολιτευόμενοι. – Κ’ εσένα, του λέγω, να σ’ αφήση ο Βασιλέας χωρίς μιστόν κ’ εμένα – δεν γενόμαστε έθνος έτζι, του λέγω. Και κατατρέχετε κ’ εμένα οπού είμαι φίλος αυτεινών. Όσα έκαμεν ο Κωλέτης και τούτοι οπού είναι τώρα είναι πολύ περισσότερα από εκείνα οπού κάμαν εκείνοι. Πες του Βασιλέως την γνώμη μου. Πρέπει να ενωθή μ’ όλους τους τίμιους ανθρώπους».
    Όταν έγινε η Δημοκρατία της Γαλλίας και πήραν φωτιά κι’ άλλα μέρη της Ευρώπης, άρχισαν κ’ εδώ τα κόμματα και οι φατρίες και καταξοχή το παρτίδο του Κωλέτη και τουτουνών οπού μας κυβερνούν, οι άνθρωποι της διαθήκης του Κωλέτη. Αυτό το σύστημα της δημοκρατίας δεν το θέλαμεν οι τίμιοι άνθρωποι, ότι το γευτήκαμεν κι’ αυτό. Πήραν μπούγιον οι άνθρωποι εδώ, γύρευαν αυτό το σύστημα· ’νεργούσαν απάνου εις αυτό και να κινηθούνε να πάνε να πάρουν και την Κωσταντινόπολη. Έρχονταν πολλοί τοιούτοι εις το σπίτι μου και με ζητούγαν κ’ εμένα σύντροφόν τους να συνπράξωμεν. Τους έλεγα· «Αυτό το σύστημα, οπού το ’χαμεν και πρώτα, τι καρπόν μας ήφερε και πού καταντήσαμεν φαίνεται. Πρέπει να περιμένωμεν, να ιδούμεν αυτείνη η φωτιά της Ευρώπης πού θα καταντήση, και τότε να τηράξωμεν και διά τα έξω· να κάμη η Κυβέρνηση αμνηστείαν, να μπούνε μέσα οι αγωνισταί οπού ’ναι εις την Τουρκιά και να βγάλωμεν και τους άλλους αγωνιστάς από της φυλακές, οπού ’ναι γιομάτα από αυτούς όλα τα μπουντρούμια του Κράτους, και τότε γένονται αυτά με τον καιρόν τους – να μην χάσουμεν κι’ αυτά οπού ’χομεν». ’Σ αυτά οπού τους έλεγα αυτείνοι μο’ ’λεγαν· «Έχασες κ’ εσύ τον εθνισμό σου, έγινες ένα με τους άλλους και είσαι αντιπατριώτης. – Τους λέγω, σαν μου λέτε αυτό, κοπιάστε βάλτε τα μέσα όλα, οπού χρειάζεται το κίνημα αυτείνο, να κινηθούμεν. Έχετε τα μέσα; –Βάνουμεν, μου λένε, ένα σπίτι, οπού ’χει ένας οπού ’ναι ’σ την εταιρίαν· το πουλούμεν και κάνομεν τα μέσα. – Πόσο αξίζει αυτό το σπίτι; – Δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. – Γένεται κίνημα με δεκαπέντε χιλιάδες;» Και τι άνθρωποι μο’λεγαν αυτά; Άνθρωποι προκομμένοι. Τότε απολπίστηκα και είπα είναι οργή Θεού να χαθούμεν. Πάγω εις το κονάκι του Μεταξά και είπα να στείλη να ’ρθη κι’ ο Μαυροκορδάτος, ότι κάτ’ έχω να τους μιλήσω και των δυωνών. Ήρθε ο Μαυροκορδάτος. Τους λέγω· «Αδελφοί, η πατρίδα χάνεται – τι κάνετε σίγρι; Αυτείνη είναι η πατρίδα οπού ’ρθετε νέοι κι’ αγωνιστήκετε και γεράσετε; Αυτείνη έγινε γης Μαδιάμ! Διατί χαθήκαμεν όλοι εμείς; Μόνον διά να δοξαστήτε εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί μας. Πάντοτες σας έχομε κεφαλές εις τα πράματα της πατρίδος κι’ απολάψετε εκείνο οπού αγωνίζεται κάθε σημαντικός άνθρωπος ν’ απολάψη, δόξα και τιμή. Αυτά τ’ απολάψετε. Όμως σαν χαθή η πατρίδα, πού θα ζήσετε κ’ εσείς κ’ εμείς όλοι; Και καθώς φαίνεται από την τρέλλα μας χάνεται· θα κινηθούν οι τρελλοί άνθρωποι και θα μας ειπούνε· Κοπιάστε κ’ εσείς ομπρός». Να μην πάμεν, μας σκοτώνουν, ή θα μας ειπούνε τουρκολάτρες· να πάμεν εμείς μ’ άσπρα μουστάκια κοντά εις αυτούς κι’ από την ανοησία μας ολουνών να χαθή η πατρίδα, δεν είναι αμαρτία; Δεν θα ειπούνε οι μεταγενέστεροι, σαν ιδούνε αυτό, δεν θα ειπούνε· «Αυτείνη η πατρίδα δεν είχε ανθρώπους τέλειους και χάθηκαν αδίκως;» Τότε δεν θα κατηγορηθήτε εσείς πρώτα κ’ εμείς ύστερα; – Μου λένε, το βλέπουμεν. Τι να κάμωμεν οπού των ανθρώπων τα κεφάλια άναψαν ολουνών; – Εμείς σαν θέλομεν τα σβένομεν και ησυχάζουν. – Πώς; μου λένε. – Εσύ, Μαυροκορδάτο, να στείλης να φωνάξης τον τάδε, τον τάδε (καμμιά δεκαριά), εσύ, Μεταξά, το ίδιο κ’ εγώ το ίδιο και κάθε τίμιος πατριώτης. Και να μιλούμεν όλοι μίαν γλώσσα, να τους παρηγορούμεν και να τους λέμε· «Ετοιμαζόσαστε ολοένα, όμως χρειάζεται μυστικότη ώσο να ετοιμαστούμεν και να ιδούμεν και την Ευρώπη πως θ’ αποκαταντήσουν αυτά τα κινήματά της». Κ’ έτζι ακολουθήσαμεν. Κ’ έσβυσε η μεγάλη φωτιά η ανόητη, οπού ’ρθε εις το κεφάλι μας.
    Παραγγέλνω του Βασιλέως με τον Χατζηχρήστο· «Ο αγέρας οπού φυσάγει» εις την Ευρώπη (πες του Βασιλέως) αναποδογύρισε βατζέλα. Εμείς είμαστε μισή φελούκα· και θα μας πάρη αυτός ο κακός αγέρας και δεν θα ιδούμεν ένας τον άλλον. Και δεν είναι καιρός να κοιμώνται οι τίμιοι άνθρωποι κι’ ο Βασιλέας». Πήγε του τα είπε. Του λέγει ο Βασιλέας· «Σύρε πες του Μακρυγιάννη να ’ρθή εδώ». Εγώ είχα να πάγω να παρουσιαστώ από τον καιρό οπού πήγα και του μίλησα διά της ληστείες οπού γένονταν εις την πρωτεύουσα, οπού μου είπε να ενωθώ με τον πρωτοϋπουργόν του και δεν δέχτηκα· και ήμουν εις την οργή του. Παρουσιάστηκα εις την Μεγαλειότη του κατά την διαταγήν του. Μου λέγει· «Τι θα μου ειπής; – Ό,τι ιδέα είχα κ’ εγώ ως πολίτης σου την παράγγειλα με τον ’πασπιστή σου. – Τι θέλεις να μου ειπής τώρα; –Ψέματα θέλεις να σου ειπώ ή αλήθεια; – Εγώ, μου λέγει, ποτές δεν ακώ ψεύματα· όλο αλήθειες. – Του λέγω, εγώ έχω γιομάτες δυο τζέπες μίαν με ψέματα, την άλλη μ’ αλήθειες. Τώρα τι αγαπάς η Μεγαλειότη σου; – Αλήθεια» μου λέγει. Γυρίζω τα μάτια μου εις τον ουρανόν και ορκίζομαι εις το όνομα του Θεού να ειπώ την αλήθεια γυμνή εμπροστά εις τον « Βασιλέα της πατρίδος μου. Του λέγω· «Η αλήθεια είναι πικρή και θα με πάρης πίσου εις την οργή σου. Όμως διά πάντα να είμαι εις την οργή σου, την αλήθεια θα σου λέγω, ότ’ είναι του Θεού· το ψέμα του διαβόλου. Και δεν είναι καιρός να κρύβεται η αλήθεια. (Του είπα)· Θυμάσαι πόσον καιρόν έχω να παρουσιαστώ μπροστά σου; Από τον καιρόν οπού μου είπες να είμαι σύνφωνος με τον πρωτοϋπουργόν σου και σου είπα δεν είμαι, ότ’ είναι δόλιος. Τι σου είπα; Θα σου χαλάση το Κράτος σου, θ’ αφανίση το Ταμείον, θα σε τρογυρίση με κακούς ανθρώπους και θα κιντυνέψωμε. Όλα τα έκαμεν αυτά και είναι τα ως την σήμερον. Αυτός πάγει εις την δουλειά του, όμως την φωτιά την κακή την άφησε εις το κράτος σου. – Μου λέγει, μην τον καταριέσαι. – Δεν μπορώ και να τον συχωρέσω, ότι ’σ άλλη πατρίδα δεν έχω σκοπόν να ζήσω μ’ είκοσι ψυχές. Είναι καιρός να τρογυριστής με τους τίμιους ανθρώπους και να τους μπιστευτής, να διορθώσης τα εσωτερκά σου, τα κριτήριά σου, οπού αφανίστη ο κόσμος, γενικώς το κράτος σου. Αυτείνοι οπού κυβερνούνε είναι το σύστημα της Γαλλίας, οπού ’χε ο Κωλέτης. Έπεσε αυτό· κάμαν δημοκρατία. Τούτο επιθυμούν κι’ αυτείνοι εδώ. Σαν γένη αυτό, δεν θα είσαι βασιλέας η Μεγαλειότη σου. Τους έπιασες τόσα πολεμοφόδια και φέρνουν τόση ανησυχία εις το κράτος σου. Φαίνονται ποιοι τα κάνουν αυτά. Όμως είναι αδύνατοι και δεν μπορούν να φέρουν το αποτέλεσμα της θελήσεώς τους. Ότι όλοι οι τίμιοι άνθρωποι δεν θέλομεν αυτό. Να κάμης και γενικήν αμνηστείαν, να ενωθούμεν όλοι. Κι’ αν σου έφταιξε κανένας, οι μεγάλοι άνθρωποι συχωρούν τους μικρούς, μ’ όλον οπού ο αίτιος ήταν ο Κωλέτης. Ότι τους έκλεισε από τα δίκια τους, καθώς μου έκαμεν κ’ εμένα το ίδιο και ήθα χανόμουν αδίκως. Και να πάρης και τον Μαυροκορδάτο και Μεταξά ’σ αυτές της περίστασες. Διατί, Μεγαλειότατε, δεν τους δίνεις κι’ αυτούς να ζήσουνε από τον αγώνα τους; Αυτό φέρνει όλον αυτόν τον ’ρεθισμόν. – Μου είπε, να τους μιλήσης αν θέλουν. – Του είπα, να γένη ένας νόμος διά τους παλιούς αγώνες τους. Και να τους φωνάξης να τους ενώσης· και να τους μιλήσης – ’σ αυτές της περίστασες να τρογυριστής μ’ ανθρώπους ικανούς». Λέγοντάς του αυτά κι’ άλλα τέτοια πλήθος, με βάσταξε περίτου από τέσσερες ώρες. Το βράδυ τους φώναξε και τον Μεταξά και τον Μαυροκορδάτο. Δεν δέχτηκαν. Είχαν δίκιον. Ήθελαν να κυβερνήσουν με το ίδιον σύστημα. Διόρισε ύστερα τον Κουντουργιώτη πρώτον υπουργόν κ’ έκαμεν υπουργείον.
 
 
ΣHMEIΩΣEIΣ
 
1. Τον καιρόν του Κυβερνήτη όσον καιρόν στάθηκα εις την Εκτελεστική δύναμη, 27 μήνες, από την Μοθώνη και τ’ άλλα τα μέρη της Πελοπόννησος ένας στρατιώτης κι’ ο αγωγιάτης ήφερναν τα χρήματα εις το ταμείον της Κυβέρνησης. Οι Έλληνες είναι ευλογημένο έθνος όταν τους κυβερνάη η ’λικρίνεια.
 
2. Ο Τζαβέλας μόνον είναι καλός άνθρωπος. Αγωνιστή να μην ιδή με τα μάτια του και χήρες κι’ ορφανά. Κ’ επειδήτις είναι μισός άνθρωπος εις τ’ ανάστημα, του φαίνεται ότ’ είναι ο πλέον ψηλότερος κι’ απάνου εις το κυπαρίσσι· και τηράγει τους άλλους ανθρώπους κάτου ως μυίγες. Αγριοκυτάγει και κακοσυσταίνει κ’ εμένα πολύ. Ο πνιμένος βροχή δε φοβάται. Είναι κι’ αυτός παιδί του Κωλέτη.
 
3. Πρώτα θέλησε να μου βαφτίση ένα παιδί. Μου το είχε ζητήση πριν μπη εις τα πράματα· και μου είχε δώση ο Θεός δυο μαζί. Σαν του το είχα τάξη όταν ήμαστε φίλοι, μου το ζήτησε· του είπα να κοπιάση να το βαφτίση μ’ άλλους δυο εις το κάθε παιδί – αυτός και ο Γαρδικιώτης κι’ ο Γκόσσος το ένα· ο Χατζηχρήστος, ο Παπακώστας κι’ ο Γιαννη Κώστας το άλλο· η Αγία Τριάδα εις το καθένα. Έκαμα ετοιμασίες και ήρθε και η Εκλαμπρότης του με πρέσβες και πρεσβίνες. Τους δέχτηκα, φάγαμεν, έπιαμεν. Είχα κι’ όλους τους σημαντικούς καλεσμένους. Αυτός είχε τ’ όνομά του και πήγε εις το σπίτι του, ότ’ είχε ανθρώπους. Οι άλλοι όλοι μείναν κ’ ευθυμήσαμεν.
 
4. Mια λέξη δυσανάγνωστη.

(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος Β΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)