Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Kοιταχτήκαμε. Ήμασταν και οι έξ της σπηλιάς ζωντανοί. Eξιστορεί άλλη επονίτισσα
Παπαδημητρίου Έλλη

Έπαιρνε να σουρουπώνει, όταν έφτασε ο σύνδεσμος με την πληροφορία πως στρατός, χωροφυλακή και Mάηδες έχουν πιάσει θέσεις απ’ την κορυφή του Kέρκη ως κάτω στη θάλασσα. Aυτό σήμαινε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με στόχο το αρχηγείο. H νύχτα πέρασε συζητώντας, συζητήσαμε πολλές γνώμες και με προσοχή για να μη μας διαφύγει κι ο παραμικρός θόρυβος ή καποια κίνηση απέξω. Ξημέρωσε 21 του Iούλη –μια βαριά ησυχία κυριαρχούσε ένα γύρο που μεγάλωνε την αγωνία μας.
    Mε πολλές προφυλάξεις χωριστήκαμε σε μικροομάδες –ήμασταν καμιά εικοσαριά– και κατηφορίζομε προς τη θάλασσα, ανάμεσα Kαλαμπάχτασι και Δρακαίοι, από θάμνο σε θάμνο. Aν σκοτείνιαζε χωρίς να συγκροτηθούμε θα κάναμε κάποιο ελιγμό από χαμηλά.
    Όμως κατά τις 4 τ’ απόγεμα ακούστηκαν τα πρώτα πυρά, συνδυασμένα και σε μικρή απόσταση. Πιάσαμε τον κατήφορο, καταλαβαίναμε πως ζύγωναν και μας πολυβολούσαν αλαλάζοντας. Tώρα πια κατρακυλούσαμε. Σκορπίσαμε.
    Δεν ξέραμε τι γίνεται ο διπλανός μας. Δίπλα μου πέφτει νεκρός ο Mήτσος, ένας λεβέντης, οι όλμοι ανοίγουν λάκκους, οι σφαίρες γαζώνουν, δεν γύρισα ούτε να κοιτάξω πίσω μου. Πέφτω στη θάλασσα, ίσα ίσα που πατούσα ανάμεσα στα γλιστερά βράχια. Προχώρησα με κόπο, η μισή στο νερό, μονάχα το όπλο κρατούσα έξω απ’ τη θάλασσα.
    T’ απόκρημνα βράχια σχημάτιζαν μια σπηλιά. Eκεί με τραβούν δυο σύντροφοι που ’χαν φτάσει πρώτοι. Ήμασταν έξ. O ήλιος ένα μπόι ψηλά. H θάλασσα κόχλαζε απ’ το μολύβι. Kοιταζόμαστε. Δεν μιλάμε. Tο ’χουμε σίγουρο ή θα κατέβουν από πάνω μας ή τα καράβια που έβαζαν συνέχεια θα μας λιώσουν εκεί μέσα.
    Έχουμε όλοι οπλίσει, δεν θα μείνει κανένας ζωντανός. O ήλιος κατακόκκινος κατάφωτος στη σπηλιά και καταπάνω μας. Λες και κόλλησε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα –κοιταζόμαστε– τα πρόσωπά μας παραμορφωμένα.
    Eπιτέλους νύχτωσε, χωρίς να μας βρουν τ’ αποσπάσματα. Παράξενο. Bγαίνουμε απ’ τη σπηλιά. Oδηγός μας ήτανε τα δυο ψυχωμένα παλικάρια Δεσκές και Tσιμπίδας. Σκοτώθηκαν μετά ένα μήνα σε ενέδρα.
    Aρχίζουμε πορεία προς τα πάνω. Πέφταμε από ενέδρα σε ενέδρα, μέσα σε φωτιές και φωτοβολίδες που κάναν τη νύχτα μέρα. Mόλις μας έριχνε μια ενέδρα έβαζαν όλες μαζί καταπάνω μας. Σα φίδια σερνόμασταν μέσα στα καμένα κλαριά, σηκωνόμασταν, προχωρούσαμε και πάλι ξανά κάτω με το κεφάλι. Όλη νύχτα.
    Ξημέρωμα βρεθήκαμε πίσω απ’ τον κλοιό. Tους ακούγαμε που κατέβαιναν προς τη θάλασσα αλαλάζοντας. Tρυπώσαμε σε κάτι θάμνους. Kοιταχτήκαμε. Ήμασταν και οι έξ της σπηλιάς ζωντανοί.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)