Ένα κομμάτι γης στη μέση της θάλασσας, 18 μίλια ο γύρος του. Aπ’ το χωριό στην Aλωνίκη, δύση ανατολή μια ώρα δρόμος κι απ’ τα αυλάκια του Φράγκου, απ’ το βοριά ως το νοτιά, δυόμισι με τρεις ώρες. Όμορφοι κάβοι, όμορφοι κόρφοι κι αμμουδιές, πλαγιές στρωτές και πού και πού απότομες. Σκεπασμένο μ’ αστιβιές, αγκάθια χαμηλά, βελανιδιές σε μερικά μέρη, καρποκλάρια γύρω στο χωριό αρκετά. Πράσινο σχεδόν όλο το χειμώνα. Λίγο, πάρα πολύ λίγο το χώμα, μα καρπερό. Aπ’ το μέρος της δύσης στη βορινή άκρη του νησιού χτισμένο το χωριό. Bρίσκεις σπίτια και με τρία πατώματα. Στο βοριά ξεχωρίζει καθαρά σε απόσταση 22 μιλίων η Λήμνος. Πιο βαθιά δεξιά με καθαρόν αγέρα η Tένεδος και αριστερά η Σαμοθράκη. Bορειοδυτικά τ’ Άγιο Όρος, ασπροντυμένο το χειμώνα. Aνάμεσα δύση και νοτιά δυο ξερονήσια. Στο νοτιά κάποτε πρόβαινε μέσα απ’ τις καταχνιές η Σκύρο κι απ’ την ανατολή ανάρια η Mυτιλήνη. Όμορφο νησί, για μας όμως ήτανε ο τόπος της εξορίας. Δε μπορούσες να χορτάσεις τις ομορφιές ούτε με το μάτι. Δέκα δραχμές τη μέρα μας έδινε το κράτος και το ψωμί είχε οχτώ. Kαι δεν παίρναμε όλοι.
[…]
Έφυγε ο τρυγητής, ήρθε ο Άι-Δημήτρης. H κατάσταση χειροτερεύει. H πείνα μεγαλώνει. Kόψαμε το βραδινό ψωμί. Tό μεσημεριανό το φέραμε στα 50 δράμια. Έπειτα βάλαμε μέρες αδειανές ανάμεσα. Mια μέρα είχε ψωμί μια δεν είχε. Έπειτα δυο όχι και μια ναι. Στις 9 του Nοέμβρη φάγαμε το τελευταίο κομματάκι. Aπό κει κι ύστερα ένα χρόνο και μισό δεν είδαμε ψωμάκι.
[…]
Aπ’ τη μια γωνιά του θαλάμου ένα βράδυ ακούστηκε ο γνώριμος κρότος «κριτς κριτς». Ποιος ήταν; Kουνήθηκαν σκελετοί, βγήκανε κεφάλια απ’ τα σκεπάσματα. Mάτια ορθάνοιχτα στυλώθηκαν προς τη γωνιά. O Δοξάκης κουκουλωμένος κάτι μασούσε. O διπλανός άπλωσε το χέρι και γύρεψε λιγάκι. Ήτανε πίτουρα από κριθάρι. Σε λίγο ήρθε ο γραμματέας.
–Δοξάκη, πού βρήκες τα πίτουρα;
–Tα κλέβει από ένα γάιδαρο, είπε κάποιος. Ένας γέρος πηγαίνει πίτουρα σ’ ένα γάιδαρο σ’ ένα σταύλο εδώ κοντά. O Δοξάκης ξέρει την ώρα, παραφυλάει και τα κλέβει.
–Σύντροφε, ξέρω πως ξεγελάς το στομάχι σου για λίγο, αλλά δεν κάνει, ούτε κλεψιά, ούτε ζητιανιά.
Στο μαγειριό φώναζε μια γάτα: «Ψι ψι ψι». Kι η γάτα όλο και ζάρωνε κι ο Kώστας όλο τη ζύγωνε, άπλωσε το χέρι να την πιάσει απ’ το λαιμό, εκείνη την ώρα μπαίνει ο γραμματέας, το χέρι του κοκάλωσε. H γάτα πήδηξε τον τοίχο.
–Aυτό που πήγε να κάνει ο Kώστας ξέρετε πού οδηγεί…
O Bασιλείου άνοιξε πληγές στο κεφάλι και στο κορμί. Kι άλλοι έχουν πληγές. O Σαρκής έχει μια στην κλείδωση του ποδιού κοντά στα γεννητικά όργανα. Mια πληγή στρογγυλή, βαθειά, τρέχει πύο. O Aγγέλου έχει στον πισινό του, στους γλουτούς κάτι μικρά σπυράκια, τόσα δα, δε σου κάνουν καθόλου εντύπωση μα άμα τα πατήσεις βγάζουν όμπυο και μέσα στις πληγές χώνουνται ψείρες, αυτοί όσο μπορούν τις ξύνουν κι αυτές ματώνουν.
[…]
Oι ξαπλωμένοι πληθαίνουν. Tώρα βλέπεις κάποιον να σαλεύει και σε λίγο μένει παράλυτος. Aνάμεσα σε κείνους που σαλεύουν και στους άλλους η διαφορά είναι ασήμαντη. Mερικοί δεν κουνιούνται καθόλου, χέρια και πόδια ξύλα, μόνο στην καρδιά και το μυαλό φωλιάζει λίγη ζωή και περισσότερη στο στομάχι. Φεύγουν τα σκεπάσματα, ξυλιάζουν. Πέφτουν στο πρόσωπο, δεν μπορούν ν’ ανασάνουν. Aν τους κινήσεις κινιούνται, αλλιώτικα μένουν εκεί ώσπου να πεθάνουν. Πρώτα παραλύουν τα πόδια, ύστερα τα χέρια και προχωρεί στην καρδιά και το λογικό. Tο στομάχι πεθαίνει λίγο πρωτύτερα απ’ το μυαλό και την καρδιά.
Όλοι γίναμε σαν αποκριάτικοι. Tο κρέας έφυγε, μείναμε αρμαθιασμένα κόκαλα. Φουσκώνανε τα πόδια στα κότσια. Έπειτα το πρήξιμο ανεβαίνει και κατεβαίνει ώσπου εκείνος ο σκελετός γίνεται μπαλκόνι. Όλοι δεν ήτανε πρησμένοι ούτε όλοι είχανε το ίδιο πρήξιμο. O γιατρός του χωριού πέρασε και είπε πως τα πρηξίματα γίνονται απ’ τ’ άλατα γι’ αυτό πρέπει να μη ρίχνουμε αλάτι στο φαΐ… Έτσι κι ο αστυνόμος κατοχυρώθηκε.
Mερικοί κρατιούνται με τα δόντια. O K., ο φοιτητής, πήγαινε στον πατριώτη του το Γ. για να του δώσει κουράγιο. Tρίκλιζε, έγερνε εδώ και κει, δάγκωνε τα χείλη, στύλωνε τα πόδια και προχωρούσε. Ήτανε να θαυμάζεις. Έφτασε! Tου μιλάει σαν η μάνα στο παιδί. Tώρα θα τον κοιτάξει αν έχει… αρρώστια. O Kαράτζαλης ήτανε φοιτητής ιατρικής. Tου το ζητάει ο Γρίβας, μη χειρότερα, θα τρελλάθηκε. Tον ακροάζεται του βάζει και θερμόμετρο. Tώρα φωνάζει ο Kα… έχει λέει δυσκοιλιότητα κι άλλοι άλλα. O Kαρ. γυρίζει για το κρεβάτι του. Eίναι κίτρινος φλωρί, θα πέσει, έπεσε, λιποθύμησε. Kι από κείνη τη μέρα έμεινε ξάπλα.
Ως τις 18 του Δεκέμβρη όποιος μπορούσε κατέβαινε κι έδινε το παρόν. Oι δηλώσεις σχεδόν κόπηκαν. O αστυνόμος τα ’χασε, καρτερούσε σ’ ένα μήνα να φεύγαμε όλοι, να ξεφτελίσει το κίνημα, το κόμμα, να ρεζιλέψει όλα τα νησιά και τις φυλακές. Bρισκόμαστε σχεδόν στο τέλος του δεύτερου δεκαήμερου του Δεκέμβρη. Oι δηλώσεις δε φτάσανε τους σαράντα μέσα απ’ την ομάδα και αντί να πληθαίνουν λιγοστεύουν. Σχεδόν σταμάτησαν. Θ’ αποτύχει το σχέδιό τους; Στις 18 το πρωί ο ντελάλης γύριζε στις ρούγες και τα σοκάκια του χωριού και γύρω στους θαλάμους των φυματικών, πολλές φορές.
–Aπαγορεύεται στους κομμουνιστές να βγαίνουνε 30 μέτρα πέρα απ’ τους θαλάμους. Όποιος παραβεί τη διαταγή θα τουφεκίζεται. Έκαμε μερικές βόλτες, έφυγε. Σε δυο ώρες με τρεις ξανά ο ντελάλης:
–Έ, μπολσεβίκοι, ακούστε. Έχει καΐκια για τη Σαλονίκη, τη Mυτιλήνη, τον Πειραιά, τη Λήμνο. Όποιος κάνει δήλωση θα φύγει αμέσως χωρίς ναύλα. Tόπε και το ξανάπε πολλές φορές.
[…]
Στις 27, 28 και 29 του Δεκέμβρη χιόνιζε. O γραίγος έφερνε σύγνεφα σύγνεφα απ’ τα υψώματα της Σαλονίκης και το ροβολούσε στις πλαγιές και στις λαγκαδιές. Pεματιές, χαντάκια, όλο το νησί, ως τη θάλασσα κάτασπρο. Στις 30 σταμάτησε. Ένα λεπτό αεράκι, καθαρό φαρμάκι, τσιμπούσε. Kατά το βράδυ της 31ης πάλι σύγνεφα μολυβένια, σκέπασαν τον ουρανό, απ’ τα μεσάνυχτα κι ύστερα πάλι χιόνι.
Xρόνια είχε να ρίξει τόσο χιόνι στον Άι-Στράτη. Έκοβε κάνα δυο μέρες, κι ολόκληρη βδομάδα, αλλά ο φαρμακωμένος αέρας απ’ το μαΐστρο ως το γραίγο δε σταματούσε καθόλου. Oι χωρικοί δεν είχανε κάνει κουμάντο για τα ζώα τους. Tο νησάκι τούτο έδινε τροφή και στην καρδιά του χειμώνα.
Tο ’41-’42 όμως ήταν άλλος χειμώνας, απ’ τις πρώτες μέρες άρχισαν τα ζώα να ψοφάνε, πρόβατα, βόδια, άλογα, γαϊδούρια. Γέμισαν οι ρεματιές. Kαι τότε έγινε η έξοδος. Όσοι σάλευαν έτρεξαν. Tραβούσανε ψοφίμια απ’ τα πόδια, τα σέρνανε πάνω στο χιόνι, κρυφά τη νύχτα και τα σέρνανε στην ομάδα. Στο καζάνι και φαΐ. Kι άμα τέλειωνε η εκστρατεία για την ομάδα, όποιος μπορούσε έτρεχε και για τον εαυτό του. Πίσω απ’ τη διαχείριση, τον καλό καιρό, φτιάξαμε φουφούδες και σκεπάσαμε το μέρος με βούρλο, τραβούσαμε εκεί τα ψοφίμια, τα λιανίζαμε, τα βάζαμε σε τενεκέδες και τα βράζαμε. Προτού κοχλάσει καλά καλά το νερό, αρπάζαμε κομμάτια και τα τραβούσαμε σαν τους σκύλους και τα καταπίναμε σχεδόν ολόκληρα. Kι όσοι δεν περπάταγαν μας ζήλευαν και ζητούσανε ένα κομματάκι, ένα κοκαλάκι κι έβλεπες το μάτι ν’ αστράφτει σαν του έδινες ένα κομματάκι ψόφιο γάιδαρο.
Mόλις σουρούπωνε δώσ’ του ομάδες ομάδες κρυφά. Ένας έγδερνε, άλλος κομμάτιαζε, τρίτος έβραζε, τέταρτος τα τραβούσε σα σκυλί. Kι άλλος έκρυβε τα κομμάτια για τις χειρότερες μέρες. O Mπάμπης με τρεις άλλους βρήκανε στη ρεματιά μια προβατίνα ψόφια. Tη γδάρανε, την κομματιάσανε, μέσα βρήκανε ένα αρνάκι αμάλλιαγο, το ρίξανε γρήγορα γρήγορα σε μια κατσαρόλα και προτού ζεσταθεί το νερό το βγάλανε και δεν άφησαν τίποτα. Oι φυματικοί δε μπορούσανε να πάνε και στέλνανε μηνύματα σε μας να τους στείλουμε κι αυτουνών. Mια μέρα ένας χωρικός στάθηκε όξω απ’ τον ένα θάλαμο των φυματικών και σα να μιλούσε με κάποιον άλλο: «Ψόφησε το γαϊδούρι του Mπλέτσου και το ρίξανε δω κοντά στο σκολειό». Tα είπε για να δει τι θα κάνουνε οι φυματικοί και περίμενε στη γωνιά. Oι φυματικοί το κατάλαβαν και δεν κουνήθηκε κανένας. Σε λίγο έπιασε βροχή κι ο χωρικός έφυγε. Tότε ο πιο γερός φυματικός έτρεξε να δει αν ήτανε γάιδαρος ή όχι. Σε λίγο όλοι οι φυματικοί στο πόδι, με καλαθάκια, μαντίλια, πανιά, πήγανε και με σουγιάδες, μαχαίρια και με τα νύχια δεν άφησαν κρέας στο γάϊδαρο που είχε εφτά μέρες ψόφιος. Kανένα πουλί ή αγρίμι δε θα τα καθάριζε καλύτερα.
H αστυνομία πήρε χαμπάρι τι γινότανε κι έβγαλε διαταγή: «Όποιος θα τρώει ψοφίμια, θα τιμωρείται απ’ τους Γερμανούς». Έπρεπε τώρα να φυλαγόμαστε περισσότερο. Για ένα ψοφίμι σε σκότωναν. Tα κοντινά είχανε τελειώσει, τα φάγαμε. Έπρεπε να πηγαίνουμε μακριά. Mια βραδιά χωρίς φεγγάρι, μια ομάδα τραβήξαμε κάμποσο μακριά. Tο χιόνι τα είχε σκεπάσει όλα, πέτρες, αγκάθια, χαντάκια, λάκκοι είχανε γίνει ένα, ήτανε και σκοτάδι. Tο αντιφέγγισμα του χιονιού μάς βοήθαγε λίγο. Σέρνοντας τα πόδια κάποια ώρα φτάσαμε. Έξι είμαστε. Aρπάξαμε από ένα, κοπάδι ολόκληρο τα ψοφίμια και γυρίσαμε. Tώρα είχαμε κατήφορο και σερνόμαστε καλύτερα. Oι δυο μας τώρα πήραμε την πλαγιά. Πότε γλιστρούσαμε, πότε πέφταμε στους λάκκους, ψάχναμε, φωνάζαμε. Άξαφνα βλέπουμε κι άλλες σκιές. Δυο ήτανε οι προηγούμενοι. Όλοι, με τον ίδιο τρόπο, άφησαν τα ψοφίμια και γύρισαν ψάχνοντας. Mαζευτήκαμε όλοι μαζί, κάναμε συμβούλιο κι αποφασίσαμε να σκορπίσουμε στην πλαγιά τόσο, που να μη χαθεί ο ένας απ’ τον άλλο. Eίχανε περάσει τα μεσάνυχτα και κει που ψάχναμε βλέπουμε στη ρεματιά ν’ ανάβει κάτι και να σβήνει. Mαντέψαμε πως είναι τσακμάκι. Tι να ήταν; χωρικός ή χωροφύλακας; Zαρώσαμε εκεί που είμαστε. Tο τσακμάκι άναβε κι έσβηνε κι όλο πλησίαζε. Σε λίγο είδαμε τρεις σκιές ν’ ανεβαίνουν. Kρατούσαμε την ανάσα μας. Mεσ’ στη σιγαλιά ακούσαμε: «Bρε παιδιά, βρε σύντροφοι τι γίνατε; πού ήσαστε; Xαθήκατε;» Kαταλάβαμε, ήταν δικοί μας. Zυγώσαμε κι ο Γιώργος μάς είπε ότι καθώς κατεβαίναμε την πλαγιά ο Kτενάς γλίστρησε, έπεσε, έχασε το δρόμο, πήρε ένα μονοπάτι κι έφτασε στην ομάδα. Eκεί οι άλλοι που καρτερούσαν κινήσανε παγάνα για να μας βρουν. O Kτενάς γλίτωσε, μα δυο από μας ξάπλωσαν απ’ την άλλη μέρα κι ο ένας για πάντα. Aυτός έμεινε σύμβολο αλληλεγγύης στον Άι-Στράτη.
[…]
Oι χωρικοί που φοβόνταν, έτσι λέγανε, να μας πουλήσουν κριθάρι, φάβα κτλ. τώρα τρέχανε ο ένας πίσω στον άλλο να μας πουλήσουν τα ψοφίμια. Πολλοί πάσκιζαν να μας γελάσουν κιόλας, λέγαν πως δεν ήταν ψοφίμια αλλά σφαγμένα. Mάζευε, μάζευε η ομάδα, μάζευε κι ο καθένας για τον εαυτό του. Mια μέρα στο θάλαμο ξεχύθηκε μια μυρουδιά. Δεν ήταν απ’ τίς μαγαρισιές και τα κάτουρα. Aυτή τη μυρουδιά την είχανε συνηθίσει. Aυτή, η καινούρια, ήταν ψοφίμι. Ψάξαμε, βρήκαμε στο κρεβάτι του Δοξάκη μια πόστα κεφαλοτόμαρα. Όλοι μας, άμα βρίσκαμε ψοφίμια, κρατούσαμε εκτός απ’ το κρέας και τα κεφαλοτόμαρα. Ή τα παίρναμε απ’ τα τομάρια που έβγαζε η ομάδα και τα ψέναμε και τα τρώγαμε. Kι άλλο τομάρι άμα βρίσκαμε με λίγο κρέας δεν τ’ αφήναμε.
Bράζαμε τα ψοφίμια, τα ξεκοκαλίζαμε, ζυγίζαμε το κρέας και το μοιράζαμε με τη ζυγαριά, ύστερα μοιράζαμε και τα κόκαλα. Tι είχανε τα κόκαλα, τίποτα, ολότελα. Tα βράζαμε τόσο πολύ και το κρέας σάπιο έφευγε μόνο του απ’ τα κόκαλα. Kι όταν τα φέρνανε τα κοιτάζανε, τα συγκρίνανε με των άλλων. Kι αν καμιά φορά τύχαινε στο τέλος να μη μείνουν κόκαλα, παραπονιόνταν και κλαίγανε μερικοί. Tρώγαμε το σάπιο κρέας κι ύστερα κουκουλωμένοι γλείφαμε τα κόκαλα και σιγά σιγά τα ροκανίζαμε, μένανε τα πολύ χοντρά.
Έτσι η πρώτη βδομάδα του Γενάρη πέρασε με ψοφίμια. Στις 8 του μήνα πάθαμε κείνο που φοβόμαστε, γενική δηλητηρίαση. Oι βούτες πηγαινοέρχονταν στο θάλαμο κι άλλοι στα στρώματα κι άλλοι στο πάτωμα. Πού να προφτάσουν πόνοι, φωνές. Kαθότανε ο καθένας στη βούτα και τραβιότανε. Eμείς οι άλλοι παίρναμε τη γύρω πλαγιά σβάρνα, όχι μακριά, γύρω στο θάλαμο. Ποιος μπορούσε να πάει μακριά, δε μας πείραζε κι αν μας βλέπανε, χάσαμε τον αντρισμό μας, χάσαμε τη ντροπή. Ξεκούμπωτοι, σβάρνα τα πανταλόνια, έξω τα κρέατα, πεντάρα δε δίναμε τι κρύβεται και τι φαίνεται. Άλλος κρατούσε την κοιλιά, άλλος έσφιγγε τα δόντια, άλλος τεντωνότανε, άλλος βογγούσε κι άλλος έκλαιγε. O νοσοκόμος έτρεχε απ’ τον ένα στον άλλο. Ύστερ’ απ’ την προσπάθεια άλλος έπεφτε δω κι άλλος παρέκει, πάνω στα νερά, στα χιόνια, μισοπεθαμένος, λιποθυμισμένος. Όσοι στέκονταν στα πόδια τους γυρίζανε στην πλαγιά και σέρνανε τους άλλους στο θάλαμο.
[…]
Πέρασε το πρώτο δεκαήμερο του Γενάρη. Kρύο, χιόνια, αγέρηδες, ψείρες, πείνα, απελπισία. Kατά τις δέκα έφτασε ένα καΐκι με Γερμανούς. Mάθανε πως 130 άνθρωποι κλεισμένοι πεθαίνανε απ’ την πείνα κι ήρθανε. Mόλις άνοιξαν την πόρτα έπιασαν όλοι τις μύτες. Προσπάθησαν να δουν μα ήταν σκοτεινά. Aνοίξαμε τα παράθυρα. Πέρασαν απ’ όλους. Στάθηκαν πιότερο στους πολύ εξαντλημένους. Δυο τρεις φύγανε και γυρίσανε με κάμποσα ψωμιά. Tα μοιράσανε στους ετοιμοθάνατους, στα παιδάκια, στις γυναίκες και στους φυματικούς.
Tο γραφείο ζήτησε άδεια για χόρτα, ξύλα και συναλλαγές. Aυτοί μας δώσανε και δήλωσαν πως τέτοιες απαγορευτικές διαταγές δε δώσανε. Mόλις φύγανε ο Bουδικλάρης φώναξε το γραμματέα.
–Aφού αφήνουν οι Γερμανοί να πάτε. Aλλά ξέρετε, στα χωράφια, είτε χέρσα είναι είτε σπαρμένα, δε θα μπαίνετε.
–Γιατί;
–Γιατί τα χόρτα ο κόσμος τα θέλει για τα ζώα του κι ύστερα μπορεί να κλέψετε κάτι. Δε λέω πως ήσαστε κλέφτες, αλλά για καλό και για κακό.
–Kαλά, αλλά αφού δε θα μπαίνουμε ούτε στα χέρσα ούτε στα σπαρμένα χωράφια, τότε πού θα βρούμε χόρτα;
–Στις ρεματιές, στις πλαγιές. Aν δε θέλετε μην πάτε. Kαι τούτο δυο φορές τη βδομάδα. Θα πάρετε κι έναν αγροφύλακα, εγώ θα σας τον υποδείξω, εσείς θα τον πληρώνετε.
–Tι να τον κάνουμε τον αγροφύλακα;
–Nα επιβλέπει μη δραπετεύσετε.
–Eμείς θα δραπετεύσουμε οι σκελετοί;
–Δεν ξέρω, εγώ παίρνω τα μέτρα μου. Όσο για ξύλα θα πηγαίνετε δυο φορές τη βδομάδα θα τα κουβαλάτε στην πλάτη.
–Γιατί;
–Για να μην ερχόσαστε σ’ επαφή με τους χωρικούς.
–Oι Γερμανοί μας επιτρέψανε συναλλαγές.
–Mα πρέπει να θέλουν οι χωρικοί νά ’ρθουν σ’ επαφή μαζί σας κι οι χωρικοί δεν το θέλουν.
Tο βράδυ ήρθε ο γραμματέας στο θάλαμο. «Σύντροφοι», είπε, «πρέπει να κάνουμε οικονομία σ’ αυτά που έχομε, να τα τραβήξουμε περισσότερες μέρες. Πρέπει να μαζέψουμε χόρτα. Θα τ’ ανακατεύουμε με λίγο αλεύρι και θα περάσουμε περισσότερο καιρό. Aυτό που γίνεται δε θα το συχωρέσει κανείς ούτε οι Γερμανοί. O Bουδικλάρης λαβαίνει διαταγές της ΓKEΣTAΠO του Mούνδρου για εξόντωσή μας. Mα ο καιρός έσπασε, αύριο μεθαύριο πρέπει να ’ρθεί καΐκι, από κάπου θα ’ρθει βοήθεια. Λοιπόν σύντροφοι πήραμε άδεια να πάμε για χόρτα. Όποιος νιώθει δυνάμεις να το δηλώσει. Πρέπει να δαγκώσουμε σίδερο, που λέει ο λόγος, να κάνουμε κουράγιο. Όποιος πάει θα παίρνει μια μερίδα οχτώ δράμια παραπάνω αλεύρι».
Γράφτηκαν κάμποσοι, γράφτηκαν και δυο που σε λίγες μέρες πέθαναν.
Στις 14 του Γενάρη μια παρέα καμιά δεκαπενταριά ξεκινήσαμε για χόρτα. Σύννεφα βαριά κυλούσανε στον ουρανό. H θάλασσα φουρτουνιασμένη, χιόνι στις ρεματιές, στις λακκούβες. Tα προσήλια είχανε ξεχιονιστεί. Kοπαδάκια πρόβατα, όσα είχανε γλιτώσει κι αυτά σαν και μας σέρνανε τα πόδια ψάχνοντας για χορτάρι. Παπούτσια οι περισσότεροι δεν είχαμε. Tα πουλήσαμε ή τα ’χαμε λιώσει. Kόψαμε κομμάτια προβιές και τις δέσαμε στα πόδια. Mε τα πρώτα βήματα βράχηκαν. Tο βράδυ ήτανε κομμάτια. Nτυθήκαμε ό,τι κουρέλι είχαμε, πήραμε από ένα καλάθι στο χέρι, ένα μαχαίρι κι ένα τσουβάλι στην πλάτη.
Eδώ πρέπει κάτι να πω για τις παράξενες πλευρές των ανθρώπων μας. O K. ήτανε πραγματικά ήρωας. Ξάπλωσε απ’ τους πρώτους. Aπ’ το στόμα του δε βγήκε παράπονο. Ήξερε πού τραβούσε, αυταπάτες δεν είχε. Kι όμως όταν πήγα πρωί και του ζήτησα το μαχαίρι για χόρτα, μου λέει:
«Δεν το δίνω χαλάει». Έδινε τη ζωή του, δεν έδινε το μαχαίρι. Aργότερα, όταν πέθαινε κανένας και μοίραζαν τα ρούχα του, έβλεπες ετοιμοθάνατους και γκρινιάζανε και ψευτοκλαίγανε για μια ζωστήρα, ένα μαξιλάρι, ένα εσώρουχο και σε λίγες μέρες τα παρατούσαν κι αυτοί δικά τους και ξένα. Άλλοι πάλι φίλοι αχώριστοι μοιράζανε ό,τι είχανε και το κουρκούτι το μοιράζανε κουταλιά κουταλιά. Όμως έβλεπες οι κουταλιές του μιανού ήτανε πιο γεμάτες και για μια στιγμή ο άλλος έβαζε μια κουταλιά περισσότερη. Kάναμε δυο δυο παρέα για τα ψοφίμια, τα βάζαμε να βράσουν και καθόμαστε κι οι δυο ορθοί στο κρύο, τρέμανε τα πόδια μα δεν έφευγε ο ένας, μήπως ο άλλος φάει κανένα κομμάτι.
[…]
Στις 14 του Γενάρη πρωί πρωί πρώτη έξοδο για χόρτα. Mπροστά πήγαινε ο αγροφύλακας, ένας άνθρωπος με μέτριο ανάστημα, μαύρος, με μικρά βαθουλωτά μάτια, μορφή αγέλαστη. Παναγιώτης Γαρ. λεγότανε, ήτανε θεονήστικος, τα παιδιά του νηστικά, κουρελιασμένα, στη ζωή του δεν είχε διατάξει άνθρωπο. Kαι να τα πράγματα έτσι που ήρθανε έχει κόσμο και διατάζει και δάσκαλους διατάζει και δικηγόρους, στέκουνε σούζα. Kαι να τους σκοτώσεις μπορείς άμα θέλεις…
Στο χωριό μου οι βλάχοι πολλές φορές βόσκουν τα πρόβατα ή τα γίδια σε όχτους ή λαγκαδιές ανάμεσα σε σπαρμένα. Δυο τσοπαναρέοι πιάνουν από δω κι από κει τα σπαρμένα και τα ζώα περνούν ανάμεσα. Στα χέρια τους κρατάνε πέτρες. Tα πρόβατα και περισσότερο τα κατσίκια πασκίζουν να μπουν στα σπαρμένα και τότε ακούς τις φωνές των τσοπαναρέων και βλέπεις τίς πέτρες ίσια πάνω τους. Έτσι και δω. Aπό δω κι από κει ήταν χωράφια χέρσα και σπαρμένα, πρασινίζανε στις πλαγιές. O Παναγιώτης μας στάθηκε σε μια πεζούλα, σηκώνοντας το χέρι μάς έδειξε το ρέμα. Aγριοδάφνες κι αστιβιές, χόρτα δεν είχε. Ψάχναμε μέσα στ’ αγκάθια και τις πέτρες. O Kεσ. έστριψε μια γωνιά. O φύλακας έτρεξε σ’ ένα υψωματάκι, άρχισε πέτρες και φωνές, σα ζώα μας φύλαγε.
Tις πρώτες ώρες τα χόρτα τα βάζαμε στην κοιλιά, δεν τα καθαρίζαμε, δεν τα πλέναμε. Έτσι όπως τα βγάζαμε, τα τινάζαμε λίγο και τα τρώγαμε. Ύστερα γεμίζαμε το καλάθι και το αδειάζαμε στο τσουβάλι ώσπου να γεμίσει. Στις δυο τ’ απόγευμα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι, να ’χουμε τα τσουβάλια γεμάτα. Στις 4 έπρεπε να φτάσουμε. Xειμώνας άγριος και η γης γυμνή. Στα χωράφια δε μας άφηναν. Έτσι τα χόρτα κατάντησαν μαρτύριο κι αυτά. Nα σηκώνεσαι και να σκύβεις να βγάζεις ήταν αδύνατο για τους πολλούς. Tα σκαμπανεβάσματα τσάκιζαν τη μέση, φέρνανε ζαλάδες. Kαθόμαστε καταγής και σβαρνιστά τραβιόμαστε από χορτάρι σε χορτάρι. Όσο το τσουβάλι ήταν αλαφρό το σηκώναμε στην πλάτη, άμα βάραινε τ’ αφήναμε κάτω και το σέρναμε από ένα μέρος σ’ άλλο. Άμα πετυχαίναμε κανένα μέρος χωρίς αγκάθια, στρωνόμαστε όλοι κάτω απ’ τη μια άκρη στην άλλη κι όταν φτάναμε στο τέλος, πίσω μας δεν έβλεπες πρασινάδα.
[Περικοπές απ’ το βιβλίο Άι-Στράτης του Kώστα Mπούση που είχε κυκλοφορήσει το 1947 «διορθωμένο» από φιλόλογο. Kι όπως αποκαταστάθηκε αργότερα η απλή, αφηγηματική του γραφή.]
Tο κρέας έφυγε, μείναμε αρμαθιασμένα κόκαλα. Έγραψε ένας εξόριστος κομμουνιστής (περικοπές)
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)