Εκείνη τη χρονιά, το φθινόπωρο στου Μπουρέλι ήταν γλυκό, μαλακό.
Όσο καιρό θα μέναμε μπορούσαμε κάπως να νοικοκυρευτούμε.
Βάζαμε τη μοναδική βρώμικη αλλαξιά μας σε καφτό νερό, τη στεγνώναμε και την ξαναφορούσαμε. Έτσι απαλλασσόμασταν τουλάχιστο, από τις πολλές ψείρες, που είχαν κάνει φωλιές στο λερωμένο κορμί μας. Ύστερα ανάβαμε φωτιές, απλώναμε πάνω τους χιτώνια, κιλότες κι ό,τι άλλο πανωφόρι είχαμε κι αναγκάζαμε τις ψείρες να ξετρυπώνουν και να πέφτουν στη θράκα.
Στις λιακάδες στήναμε υπαίθρια κουρεία. Ξυριζόμασταν με χιλιομεταχειρισμένες λεπίδες, κουρευόμασταν από αυτοσχέδιους μπαρμπέρηδες.
Με βελόνι και κλωστή, που μας δίνανε οι αντάρτισσες, ψευτοράβαμε το σχισμένο ρούχο, στεριόναμε τα κουμπιά που ήταν έτοιμα να πέσουν.
Μερικοί, προς μεγάλη ζήλεια των άλλων, δέχονταν να τους κάνει αυτές τις μικροεκδουλεύσεις κάποια «συχωριανή».
Για ριζική, συστηματική απολύμανση και καθαριότητα δεν μπορούσε να γίνει λόγος στο Μπουρέλι. Ωστόσο και με το πρόχειρο «νοικοκύρεμα», μετριάστηκε το ξύσιμο. Το κορμί ανάσανε πιο λεύτερα. Οι κακουχίες υποχωρούσαν. Τις νύχτες, στον ήσυχο και μπόλικο ύπνο, ταξιδεύαμε στο χωριό κι ανταμώναμε με τις αρραβωνιαστικιές μας. Και ξαφνικά «ανακαλύπταμε» τη μέρα, πως κάτω απ’ το χοντρό εκείνο κι ασουλούπωτο ντύσιμο της αντάρτισσας κρύβονταν ένα λαχταριστό γυναικείο κορμί…
Λίγο νοικοκύρεμα
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)