Όταν έγινε η σφαγή ήμουν εννιά χρονών. 10/6/1944. Έζησα τη θηριωδία σε όλο της το μεγαλείο. Οι Γερμανοί έφτασαν στο Δίστομο πολύ πιο αγριεμένοι από άλλες φορές και διαφορετικά ντυμένοι –οι στολές τους είχαν μια φαρδιά ζώνη στη μέση με χειροβομβίδες, ξίφη και στιλέτα. Στη διαδρομή τους από τη Λιβαδειά μέχρι το Δίστομο είχαν συλλάβει δώδεκα ομήρους 20-35 χρονών οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα. Τους έβαλαν στα αυτοκίνητα και μπήκαν στο χωριό για να κάνουν το καθιερωμένο τους πλιάτσικο. Από τον ιερέα τον παπά Σωτήρη και από τον πρόεδρο του χωριού, τον Χαράλαμπο Κίνια, αδερφό του πατέρα μου, ζήτησαν εξηγήσεις γιατί την προηγούμενη ημέρα είχαμε φιλοξενήσει στο Δίστομο 35 αντάρτες. Οι δικοί μας απάντησαν: «Όπως έρχεστε εσείς και αναγκαζόμαστε να μην μπορούμε να σας αρνηθούμε, το ίδιο συμβαίνει και με τους αντάρτες». Την προηγούμενη, είχαν πάρει και οι αντάρτες ό,τι ήθελαν, είχαν έρθει σε ένα σπίτι δίπλα από το πατρικό μου, έφαγαν, ήπιαν, μέθυσαν και πρωί πρωί έφυγαν γιατί γνώριζαν από τους πληροφοριοδότες τους ότι οι Γερμανοί πλησίαζαν. Πλιάτσικο γινόταν και από τις δύο πλευρές. Οι αντάρτες όμως δεν είχαν τον τρόπο του κατακτητή. Είχαν τον τρόπο της αντίστασης. Στις 2 λοιπόν το μεσημέρι και μετά το πλιάτσικο οι Γερμανοί έφυγαν με κατεύθυνση τον Ελικώνα. Οι όμηροι μαζί τους –μέσα στα αυτοκίνητα.
Εντωμεταξύ οι αντάρτες είχαν ταμπουρωθεί 2 χιλιόμετρα έξω από το Δίστομο. Και μόλις εμφανίστηκαν τα γερμανικά αυτοκίνητα, άρχισαν να χτυπάνε. Μια σκληρή μάχη ξεκίνησε αναμεταξύ τους. Στη συμπλοκή τραυματίζεται ο ταγματάρχης των Γερμανών, κάποιος Τεό, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ελλάδα, μιλούσε άπταιστα την γλώσσα μας και είχε παντρευτεί Ελληνίδα. Μετά τον βαρύ τραυματισμό του οι Γερμανοί υποχωρούν κι ύστερα από 2 ώρες η συμπλοκή παίρνει τέλος. Εμείς εντωμεταξύ να ακούμε καθαρά τους πυροβολισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης.
Η ώρα τώρα είναι 4 το απόγευμα. Οι Γερμανοί επιστρέφουν, σταματούν στην κάτω πλατεία του χωριού μπροστά στο δημοτικό σχολείο, εκεί όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς των ομήρων. Κατεβάζουν τον τραυματισμένο ταγματάρχη τους, και μια γειτόνισσα του πηγαίνει ένα ποτήρι νερό. Πριν ξεψυχήσει ο ταγματάρχης λέει κάτι και στις δύο γλώσσες. Στα γερμανικά το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι το «Καπούτ».
Στα ελληνικά λέει:
«Σκοτώστε τους όλους εκτός από την γριά». Κι αμέσως οι Γερμανοί κατεβάζουν από το αυτοκίνητο τους 12 ομήρους, τους στήνουν στον τοίχο του σχολείου και τους εκτελούν μπροστά στα μάτια των γυναικών τους, των γονιών τους, των συγγενών τους, μπροστά στα μάτια όλων μας. Βάζουν όλοι τις φωνές, κλαίνε, και αυτοί στρέφουν τα όπλα πάνω μας κι αρχίζουν να πυροβολούν αδιακρίτως.
Όσοι προλαβαίνουν τρέχουν σαν τα αγρίμια, κρύβονται μέσα στα σπίτια, σε μαντρότοιχους και στενά κι οι Γερμανοί από πίσω να μας κυνηγούν. Η οικογένειά μου αυτή την ώρα βρίσκεται στο πατρικό μου, στο κέντρο του χωριού. Την εκτέλεση δεν την έχουμε δει.
Στον αλευρόμυλο που έχει ο πατέρας μου δίπλα από το σπίτι, έχουν μαζευτεί 5 γυναίκες από το διπλανό χωριό, το Κυριάκι, μαζί με τα ζώα τους. Τη στιγμή που ακούμε τους πυροβολισμούς, οι γυναίκες κρύβονται στη σκάλα του σπιτιού μας. Στο ίδιο σημείο φτάνει κι η γιαγιά μου, η αδελφή του πατέρα μου κι η μάνα μου με ένα μωρό 25 ημερών στην αγκαλιά και τα δύο μικρότερα αδέλφια μου.
Ξαφνικά, ακούμε φωνές κι οδυρμούς και βλέπουμε την γειτόνισσα μας, την Βασιλική την Γεωργάκου μαζί με τις δύο κόρες της να κλαίει και να χτυπιέται γιατί οι Γερμανοί έχουν σκοτώσει τον μοναχογιό της, 19 χρονών. Τον έχουν φέρει σέρνοντας από την κάτω πλατεία στο σπίτι της μάνας του. Η γιαγιά μου μας μεταφέρει την είδηση –«τον Μήτσο τον γιο της Βασιλικής τον σκότωσαν» κι ύστερα πηγαίνει στην γειτόνισσα να της δώσει ένα λευκό ρούχο για σάβανο, να αλλάξουν στον νεκρό τα ματωμένα ρούχα.
Εγώ ή από ένστικτό, ή από φόβο, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και τους βάζω όλους μέσα. Κλειδώνω την πόρτα και στέκομαι από πίσω της μη βγει έξω κανείς.
Λίγα λεπτά νωρίτερα, η αδερφή μου, 7 χρονών τότε, επέστρεφε από τη βρύση που είχε πάει για νερό και στο δρόμο της είχε συναντήσει έναν Γερμανό. Την είχε κοιτάξει καλά καλά και την είχε αφήνει να φύγει.
Είμαστε λοιπόν στο καθιστικό και έξω ακούμε τους πυκνούς πυροβολισμούς οι οποίοι αυτή τη φορά έχουν ένα περίεργο ήχο. Είναι γιατί πέφτουν πάνω σε ανθρώπινα σώματα. Ακούμε τα κλάματα της γειτόνισσας, τις μπότες των Γερμανών έξω από το σπίτι κι ύστερα έναν Γερμανό να φωνάζει στην κυρία Βασιλική, ύστερα πυροβολισμούς και μετά πάλι ησυχία. Δεν τολμάμε να βγούμε έξω.
Οι γυναίκες από το Κυριάκι λένε ότι μπορεί να μας αφήνουν μέσα στο σπίτι για να μας βιάσουν μετά, όπως είχαν κάνει και στο χωριό τους. Μετά από 2 ώρες βλέπουμε από το παράθυρο της κουζίνας καπνό – « να δείτε που θα μας κάψουν ζωντανούς» λένε τώρα οι γυναίκες από το Κυριάκι. Τελικά ανοίγουμε την πόρτα και ακούμε μια υπόκωφη φωνή και περίεργη που δεν θα την ξεχάσω ποτέ να λέει «Οι Γερμανοί έφυγαν».
Ξεθαρρεύουμε και βγαίνουμε στο δρόμο. Οι γυναίκες από το Κυριάκι παίρνουν τα ζώα τους και φεύγουν και την ίδια στιγμή ακούμε κάποια να φωνάζει «Κουμπάρα μου, κουμπάρα μου, τον Χρήστο τον σκότωσαν». Ο Χρήστος Κίνιας ήταν ο αδερφός του πατέρα μου. Βάζουν τις φωνές ο παππούς και η γιαγιά και ξεκινούν για την πλατεία μαζί με την έγκυο γυναίκα του Χρήστου στο δεύτερο παιδί τους, και το μικρό τους παιδί ενός χρόνου.
«Παιδί μου» λέει η μάνα μου «τρέξε και εσύ να δεις τι έγινε με το θείο εγώ δεν μπορώ να πάω». Ξεκινάω κι εγώ, τρέχω να προλάβω τους άλλους και φτάνοντας στην πλατεία βλέπω σπίτια να καίγονται, να γίνονται κάρβουνα, να πέφτουν στο δρόμο κι εγώ να φοβάμαι μην πέσουν πάνω μου και με κάψουν.
Όπως τρέχω, σκοντάφτω σε κάτι μαλακό, σκύβω και βλέπω κάτω τα πτώματα δύο μικρών κοριτσιών. Το μεσημέρι έπαιζα μαζί τους. Πιο κει οι γονείς τους σκοτωμένοι με τα σώματά τους σε περίεργες στάσεις και πνιγμένα μέσα στο αίμα. Τρελαμένη φτάνω στην κάτω πλατεία. Ο θείος ο Χρήστος είναι ακόμα ζωντανός. Η γυναίκα του πεσμένη πάνω του να κλαίει. Η γιαγιά και ο παππούς να τραβάνε τα μαλλιά τους. Οι μάρτυρες από τα γύρω κλειστά σπίτια να μας λένε ότι ο θείος σκοτώθηκε τελευταίος. Γυρίζει ο θείος τα μάτια του, με κοιτάζει. Φεύγω πάλι σαν τρελή. Δεν θέλω να ξαναπεράσω από τον ίδιο δρόμο με τα σκοτωμένα κοριτσάκια και παίρνω τον κεντρικό. Εκεί όμως τα πράγματα είναι χειρότερα, ο δρόμος γεμάτος σκοτωμένους, αίμα να κυλάει παντού. Φτάνοντας στη γειτονιά μου βλέπω μέσα σε μια αυλή ένα αντρόγυνο σκοτωμένο και την κόρη τους, 25 χρονών, ανάσκελα πεσμένη με ένα καρό φόρεμα, μια χοντρή πλεξούδα στα μαλλιά, και στο στόμα της άσπροι και κόκκινοι αφροί να σχηματίζουν ένα μεγάλο μπαλόνι. Φτάνω στη μάνα μου και της λέω για όλα όσα έχω δει. «Τώρα» μου λέει «πήγαινε να δεις τι κάνει ο θείος ο Γιάννης» (ο άλλος αδερφός του πατέρα μου).
Παίρνω άλλο δρόμο για να μην δω την κοπέλα με τους αφρούς. Αντικρίζω δύο παλικάρια, ένα με μια λίμνη αίματος δίπλα στο στόμα του και τον άλλο να κουνάει ακόμα τα χέρια του. Τρελαίνομαι. Δεν προχωράω άλλο. Αργότερα μαθαίνω ότι τον είχαν ξεκοιλιάσει και προσπαθούσε να βάλει μέσα τα εντόσθιά του. Επιστρέφω στη μάνα μου και της λέω: «Πού με στέλνεις; το χωριό είναι γεμάτο νεκρούς».
Την ίδια στιγμή φτάνει μια μακάβρια πομπή, ο θείος μου ο Χρήστος ζωντανός ακόμα, να τον σέρνουν μέσα σε μια κουρελού. Τον ξαπλώνουν στο πλακόστρωτο της αυλής, έρχεται ο γιατρός, βλέπει το τραύμα στο λαιμό του, κουνάει το κεφάλι και φεύγει. Ο θείος καταλαβαίνει, μας κοιτάζει, στάζει ένα δάκρυ και ξεψυχάει.
Δεν αντέχω άλλο. Επιστρέφω στη σκάλα. Εκεί, καρφωμένη η μάνα μου με τέσσερα μωρά στο χέρι και περιέργως κανένα να μην βγάζει άχνα. Φτάνει μια άλλη γειτόνισσα και μας λέει για το εγγονάκι της 2 χρονών και τη νεκρή νύφη της, 22. Το μωρό, βαριά τραυματισμένο δεν έχει ξεψυχήσει ακόμα. Το έχει πάρει η γιαγιά αγκαλιά πνιγμένη μέσα στα αίματα και το κάνει βόλτα γύρω από τη σκάλα, του βρέχει τα χειλάκια με λίγο νερό μέχρι που ξεψυχάει κι αυτό. Στις 6 το απόγευμα μετά από 2 ώρες πέφτει μια βαριά σκιά σε όλο το χωριό κι ο ουρανός γίνεται τόσο γκρίζος σα νύχτα. Οι Γερμανοί τα μαζεύουν και φεύγουν γιατί φοβούνται ότι θα έρθουν οι αντάρτες και θα τους πετσοκόψουν. Αρχίζουν να φεύγουν όλοι σαν τρελοί προς το βουνό, την Κομμένη Ράχη. Άλλοι ματωμένοι, τραυματισμένοι, με μια κουβέρτα στην πλάτη. Ένα παλικάρι 16-17 χρόνων μας λέει «τους σκότωσαν όλους». Καταλαβαίνουμε ότι έχει γίνει σφαγή.
Οι Γερμανοί έχουν αφανίσει το μισό χωριό. Έχουν μπει μέσα σε σπίτια, έχουν σκοτώσει έγκυες, ετοιμόγεννες, έχουν ποδοπατήσει έμβρυα, έχουν λιώσει τα κεφαλάκια τους στο πάτωμα έχουν σκοτώσει δύο παιδάκια μέσα στην κούνια μπροστά στα μάτια του παππού και της γιαγιάς, τα έχουν ξεκοιλιάσει τυλίγοντας τα εντόσθιά τους γύρω από το λαιμό… Στο σπίτι του παπά έχουν σκοτώσει τον ίδιο μαζί με άλλα 15 άτομα. Τραυμάτισαν την παπαδιά που κρατούσε στην αγκαλιά της το δίχρονο κοριτσάκι της. Αυτό, το πυροβόλησαν στο κεφάλι και το κεφαλάκι του σκορπίστηκε στο πρόσωπό της. Αυτή έζησε από θαύμα. Τρελάθηκε εκείνη την ώρα, κατέβηκε στην αυλή και χόρευε. Είναι πάρα πολλές οι μαρτυρίες. Κάθε ένα σπίτι έχει και μια, θέλει πολύ χρόνο για να ειπωθούν όλα.
Αφού περάσαμε μια φριχτή νύχτα στο βουνό, έρχεται η επόμενη μέρα και το πρόβλημα της ταφής. Επιστρέφουμε στο χωριό να τους θάψουμε ομαδικά μέσα σε σεντόνια και κουβέρτες. Όταν κάποιος βλέπει ένα αυτοκίνητο στα τριγύρω βουνά, φωνάζει «έρχονται οι Γερμανοί» κι εμείς παρατάμε τους νεκρούς μέσα στο δρόμο. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να θάψουμε 220 νεκρούς μέσα σε μια ημέρα. Αρχίζει η αποσύνθεση. Το χωριό μυρίζει ολόκληρο και έτσι αναγκαζόμαστε να ανοίγουμε τάφους μέσα στις αυλές και τους κήπους, τάφους όχι πολύ βαθείς –ίσα που σκεπάζονται με λίγο χώμα.
Τι κουράγιο να βρεις να σκάψεις βαθιά στις 10 Ιουνίου…;
Πέντε χρόνια μένουν έτσι μέχρι να τους ξεθάψουν. Και κάθε βράδυ το Δίστομο φωτίζεται από τα καντηλάκια και τα κεριά όλων αυτών των τάφων. Το χωριό είναι ένα απέραντο νεκροταφείο.
Περνάνε 7 ολόκληρα χρόνια για να φορέσει κάποιος χρωματιστά ρούχα στο χωριό. Οι γάμοι και οι βαφτίσεις γίνονται μέσα στα σπίτια, δεν ακούγονται γέλια, τραγούδια, καμία κοπέλα δεν φοράει νυφικό στο γάμο της. Παιδιά μεγαλώνουν με τον παππού και την γιαγιά. Από μια οικογένεια έχει μείνει μόνο ένα κορίτσι 15 χρονών. Το μεγαλώνει η γειτονιά. Στο Δίστομο λείπει πια μια ολόκληρη γενιά. Γονείς θάβουν τα παιδιά τους και μεγαλώνουν τα εγγόνια σα να είναι οι γονείς.
Η λέξη «τραγικό» είναι απειροελάχιστη για να εκφράσει αυτό που έγινε στο Δίστομο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναζήσει το χωριό και να βρει τους ρυθμούς του.
Τη μέρα της σφαγής είχαν σκοτώσει τον αρραβωνιαστικό μιας κοπέλας που ήταν έγκυος. Ένας νεαρός έχασε επίσης την ίδια μέρα την αρραβωνιαστικιά του, έγκυος και εκείνη. Οι δύο επιζώντες παντρεύτηκαν κι ο άντρας αναγνώρισε το παιδί που πήρε το όνομα Θεμιστοκλής Θεμιστοκλή Σφουντούρη. Αυτά άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί. Έχουν άδικο τώρα να ζητάνε οι Διστομίτες δικαίωση για τους συγγενείς τους; Δεν πρέπει να πληρώσουν γι’ αυτό που έγινε;
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να πληρωθεί. Για τα παιδιά που έζησαν χωρίς τα αδέλφια τους, που ποτέ δεν είπαν τις λέξεις «μάνα» και «πατέρα», για ορφανά που δεν έβγαλαν ποτέ τα μαύρα. Με τι πληρώνονται όλα αυτά; Αυτό θέλω να πω εγώ στην κα Μέρκελ και σε όλο το σινάφι της. Έχουν τα μούτρα να τα βάζουν ακόμα με την Ελλάδα; Θα έπρεπε να νιώθουν απέραντη ντροπή. Δεν ήμασταν θύματα πολέμου όπως ισχυρίζονται. Ήμασταν δολοφονημένοι εν ψυχρώ. Κρατήστε αυτά που σας είπα σαν ένα φόρο τιμής για όλους αυτούς που χάθηκαν.