Skip to main content
Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024
[Μαρτυρία διωγμού από τα Αλάτσατα το 1910]
Πολυχρόνη Φραγκώ

Στους πανωχωριανούς μύλους μάς ηβάλανε σε μια σειρά πιο στενή, για να μας ελέγχουν από ’δώ κι από ’κεί τα ταγκαλάκια1 πάνω στ’ αλόγατα, κι από ’κειδανάς ηξεκινούσαμε. Ήπρεπε να πορπατούμε με διαταή και να σταματούμε με διαταή. Άμα ηφώναζε ο Τούρκος «ντουρ!»2 κι ηπορπατούσε κανένας, ούτε που λογάριαζε τι ήταν! Μπαμ, του ’ριχνε με τη μια! Η μάνα μας, έγκυος τότε, κοιτούσε να μας το θυμίζει:

         – Κάτω το κεφάλι, μη χαζεύετε και μην τους κοιτάτε!

         Στου Μακαρόνα το μαγαζί είχανε αφήκει το ρολόι στον τοίχο, το πρόσεξα. Ήταν ένα μεγάλο όμορφο ρολόι, μα ήτανε σταματημένο, γιατί έδειχνε τέσσερις και δέκα. Πάντως εμείς πρωί ηφύγαμε. Αφήκαμε τσι πανωχωριανοί μύλοι κι ηπιάσαμε το δρόμο μέσα απ’ το Ρουμάνι3 που πάει για τον Τσεσμέ. Τα δυο και τρία ρούχα που ηφορούσαμε κι η ζέστη, μαζί με την πείνα και τη δίψα, δεν μας ηφήνανε να κουνήσομε πια τα ποδάρια μας. Εκειδά ίσια πάνω, πριν στρίψομε αριστερά για το δρόμο που πάει στον Τσεσμέ, είχενε μια βρυσούλα, μια πηγή κι ήτρεχε μέρα νύχτα δροσερό νεράκι.

         «Νερό, νερό!» ηρχινήσαμε να μουρμουρίζομε που είμαστε ούλοι διψασμένοι από μέρες. Ητρέξανε κάποιες που είχανε τα θάρρητα, μα οι Τούρκοι ηγριέψανε. Ηρχινήσανε πάλι τα μπαμ και τα μπουμ κι ηδίνανε διαταή στ’ αλόγατα να ’ρκονται καταπάνω μας. Μα τ’ αλόγατα δεν ήτανε μαθημένα παρά να πορπατούν κι όχι να χυμούν σαν τ’ ασλάνια4. Τ’ αλόγατά μας και τα κιοπέκια5 μας εμείς οι Αλατσατιανοί τ’ αγαπούσαμε και τα σεβούμαστε σα τσ’ αθρώποι και δεν ηβάζανε κακό στο μυαλό ντως, γι’ αυτό μας μπιστεύονταν και μας υπάκουαν. Σε ’φτονών τα μυαλά και τα καμώματα μήτε τα ζώα δεν ηκάνανε κολλιγιά6! Κι όσο τ’ αλόγατα ητσοχτούσαν7 στις διαταές τους, τόσο τα ταγκαλάκια γιόμιζαν φούρκα8. Τ’ αλόγατα ηκαταλάβαιναν κι ας ήταν ζώα. Αν ηξέρανε κείνα τα αλογατάκια ούλα εκείνα που μας ηκάμανε οι αθρώποι, θα λέανε πως τα πιο κακοβέσουλα9 ζώα στο ντουνιά10 είναι οι αθρώποι! Με κλοτσιές στα πλαγιανά τους τα φουρκίσανε στο τέλος κι αυτά, είντα άλλο να κάμουν, ηκοστίριξαν11 καταπάνου μας.

         «Ντουρ μωρή!» ηφωνάζανε τα τουρκιά πάνω στ’ αλόγατα που τα ’πιασε ατσέσο12 κι ηκουτουρντίσανε13 να ρίχτουνε χάμω όποιονα τύχαινε να μπλέκεται στα ποδάρια ντως! Εκειδανάς ημείνανε! Ποιος να τους σηκώσει; Όποιος ήτανε κομματάκι ανήμπορος ήπεσε. Ηφεύγανε οι δικοί του και τον άφηναν…

         Πάντως η μάνα μου ηπρόλαβε κι ηγέμισε ένα λαήνι14. Την είδαμε που γύριζε κι ηκάναμε χαρά που θα πιούμε νερό, μα το ’δωκε στην αδελφή της τη Δεσποινιώ, τη λεχώνα, να ’χει γάλα, να μη κλαίει το μωρό, το εψιμάκι15. Μέχρι ’κειδά στη βρυσούλα, που ηκάναμε στάση και μερικοί ηπρολάβανε κι ήπιανε νερό, μόνου «ντουρ» και «γιάλα»16 ηκούγαμε. Ύστερις αλλαξομουτσουνιάσανε για τα καλά τα ταγκαλάκια κι ητραβολογούσανε όποιον ηβρίσκανε. Μας ηπήρανε και τα μπογαλάκια που ηκρατούσαμε και τα σκορπούσανε στο δρόμο. Αγριεμένοι από τη χαρά ντως ηγελούσανε κι ηκοροϊδεύγανε με τσ’ εικόνες μας και το κατιτίς μας που ηκουβαλούσαμε. «Τσούτλου-πούτλου!»17 ηφωνάζανε και μας ηκοροϊδεύγανε!

         Η μάνα μας ήμεινε μόνο μ’ ένα κλειστό τενεκεδάκι που ηκράτειε και το άλλαζε στο δρόμο με το μωρό τσ’ αδρεφής της, για να ξεκουράζεται, που ήτονε λεχώνα. Πολύ βάρος δεν ημπορούσε να σηκώσει, γιατί ήτονε κι έγκυος. Ηγέμισε ο τόπος γύρω μας από ρούχα, σεντόνια, πεύκια18 κι εικόνες. Ένας Τούρκος ήρθενε και σε μας κι ηστάθηκε ομπρός μας, μα τύχη μόνου είχαμε, γιατί ήτανε πιο συμμορφωμένος στη μούρη του. Ηρχίνησε να φωνάζει στη μάνα μας, μα δεν ηκαταλάβαινε κανένας μας είντα ’λεγε. Η θεια μας ητράβηξε μένα και τη Βγενιώ παράμερα, που είχαμε πάρει εντολή από τη μάνα μας να είμαστε πάντα δίπλα της. Φουρκισμένος ο Τούρκος τσ’ έδειχνε της μάνας μου κείνο που κρατούσε. Ηζήταγε κείνο το κλειστό τενεκεδάκι που ’χενε στη μασχάλη ντης η μάνα μας, μα κείνη ήκανε πως δεν ηκαταλάβαινε. Ήχωσε τότε το χέρι του κι ήκαμε να το πάρει. Ηπάγωσα κείνη τη στιγμή. Είπα:

         – Παναγιά μου, η μάνα μου!

         Μα κείνη η αθεόφοβη ητραβήχτηκε κι ηρχίνησε να παζαρεύει μαζί του το τενεκέ. Τα ταγκαλάκια τώρα ηθέλανε να μη βαστούμε τίποτε. Μέχρι τότε είχα δει πάνω από δέκα να τσι σκοτώνουν έτσι μπροστά στα μάτια μας κι ηρχίνησα να κλαίω. Η αλήθεια είναι πως ήμουνα και κλαψιάρα, μα έτσι που τον αγρίευε η μάνα μου τον Τούρκο, δεν θα ’ταν για καλό μας. Η μάνα μας να του φωνάζει ελληνικά, κείνος να μπαταλαλεί19 στα τούρκικα κι εγώ μέσα στα κλιάματα δεν άντεξα και μου ξέφυγε:

         – Δώκε του, βρε μάνα πια, κείνο τον παλιοτενεκέ και φοβούμαι!

         Η μάνα μας, που ’τονε γιομάτη φούρκα, ξαφνικά ημέρωσε κι ηπήρε ένα κακομοιρίστικο, λυπησιάρικο πάνω της. Ήκαμε τη φωνή ντης κλαψιάρικη κι ανοίγοντας τον τενεκέ, που είδα κι εγώ πως είχενε μέσα αλεύρι, ηρχίνησε κλαίγοντας να του λέει:

         – Μη μου τον πάρεις, βρε γιόκα μου. Να, κοίτα, κομμάτι αλευράκι έχω, κι ήπιασε με τα δάχτυλά της τ’ αλεύρι και το ’τριψε.

         – Είντα να το κάμεις, βρε γιόκα μου, εσύ τ’ αλεύρι; Εγώ όπου και να πάμε, με λιγάκι νερό κάτι θα κάμω να δώκω στα παιδιά μου να φάνε, και του ’δειχνε με τσι χούφτες της, όπως όταν ήπλαθε τσι κεφτέδες.

         Ο Τούρκος κάτι τσ’ είπε πάλι άγρια, όπως όταν έδιναν διαταή, κι έδειξε στη μάνα μου να προχωρήσομε. Μας άφηκε εμάς κι ηπήγε σε άλλους πίσω μας, να κάμει τα ίδια. Μόλις η μάνα μου ηβεβαιώθηκε πως ο Τούρκος δεν ήταν πια κοντά μας, αλλαξομουτσούνιασε πάλι. Ήπαψε κείνο το κακομοιρίστικο που ’χε πάρει κι ηρχίνησε να κατσαδιάζει εμένανε που ησήκωσα το κεφάλι μου, που ημίλησα κι ήκλιαψα. Δεν της έμοιαξα καθόλου τση μάνας μου. Άφοβη γυναίκα! Ήτονε μαθημένη που ’φευγε ο πατέρας μου ταξίδια και τα κουλάντριζε20 ούλα μόνη της και τα παιδιά και το σπίτι και τσι εργάτες…

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Στην κυριολεξία τα δαιμόνια, αλλά έτσι αποκαλούσαν τους Tούρκους χωρικούς με τα κοντά βρακιά και τις γκέτες που είχε επιστρατέψει ο Κεμάλ.

2. «Σταμάτα!».

3. Η δασώδης περιοχή ΒΔ των Αλατσάτων.

4. Λιοντάρια.

5. Σκυλιά.

6. Συντροφιά, παρέα.

7. Έκαναν πίσω δυσανασχετώντας, αντιστέκονταν.

8. Θυμό.

9. Κακότροπα.

10. Στον κόσμο.

11. Έτρεξαν καλπάζοντας.

12. Τα έπιασε παροξυσμός.

13. Ζωήρεψαν κι έκαναν σαν παλαβά.

14. Μικρό δοχείο νερού.

15. Το λεχούδι, που γεννήθηκε τώρα τελευταία (όψιμο).

16. Προχώρα, συνέχισε.

17. «Χαράς το πράγμα!».

18. Μικρά χαλάκια.

19. Να μιλάει έντονα με δυνατή φωνή.

20. Τα κανόνιζε, τα έφερνε βόλτα.

(από τον δικτυακό τόπο: mikrasiatis.gr, 18 Νοεμβρίου 2011)