Pίχνει χιονόνερον από πολύ πρωί, στα δε βουνά χιονίζει. Oι Ιταλοί και πάλιν σήμερον έκανον αντεπίθεσιν και μάλιστα και από το δικό μας μέτωπον.
Ο καιρός φαίνεται τους ευνόησεν και κατώρθωσαν να μας καταλάβουν σιγά σιγά 5-6 φυλάκια. Όπως άκουγα και από το τηλέφωνον τα πράγματα ήσαν πολύ δύσκολα δι’ εμάς, μάλιστα δε υπήρχεν κίνδυνος και να αιχμαλωτισθούμε αν κατώρθωναν να μας πάρουν κάποιο ύψωμα, μάλιστα δε διετάχθημεν και εσάξαμεν και τα κτήνη μας τα οποία επερίμεναν κοντά στα πυροβόλα μας.
Xάρις όμως εις την έγκαιρον ενίσχυσιν του υψώματος και την επιτυχήν δράσιν της Πυρ/χίας του Kολλιοπούλου, όχι μόνον κρατήσαμεν την κυρίαν γραμμή μας αλλά και εκαταλάβαμεν πάλι και τα φυλάκιά μας.
Εν τω μεταξύ όμως είχε έλθει Διαταγή να υποχωρήσουν το βράδυ όλα τα τμήματά μας, διά να ευθυγραμμισθή το μέτωπον. Πρώτη φορά είδα τόσον πολύ Στρατό να υποχωρή. Όλοι μας είχαμε βραχεί μέχρι κόκκαλο, εξακολουθούσε δε να βρέχη ραγδαία και το σκοτάδι ήτο αδιαπέραστον, τέλος κατά τις 9 μέσα στο σκότος εφορτώσαμεν και εκκινήσαμεν. Bροχή και βαθύ σκότος μας έκαναν να υποφέρωμεν πολύ, δεν έβλεπα σχεδόν καθόλου και πολλές φορές κρατούσα την ουρά του μουλαριού διά να βαδίζω, εννοείτε ότι είχα βουτήξει σε νερό και λάσπες και μάλιστα 3-4 φορές έπεσα και κάτω.
Ο φόρτος μου έγερνε πολλές φορές και ευτυχώς που κοντά μου ήτο ο Γκατζής και τον εδιορθώναμε. Εφτάσαμε στον καταυλισμό των διαθεσίμων κατά τις 11 το βράδυ, έκανα καλή σάξιν στο μουλάρι, που μου έπερνε την κοιτίδα και κατά τις 12 εκκινήσαμε πάλιν διά το Αργυρόκαστρον. Tο ευτύχημα ήτο που δεν έβρεχε πλέον και που το φεγγάρι, αν και ήτο συννεφιά έφεγγε αρκετά και έτσι εβλέπαμε καλά διά να βαδίζωμεν.
Mεγ(άλη) Tετάρτη, 16-4-1941
(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)