Τώρα πια η ζωή τους άρχισε να μπαίνει στον κανονικό της ρυθμό.
Στην αρχή η μητέρα μου, μην έχοντας ραπτομηχανή, άρχισε να ράβει ολόκληρα τα ρούχα στο χέρι. Το πρώτο μάλλινο ανδρικό χειροποίητο κουστούμι το φόρεσε ο Νίκος ο Σιαμουρέλης. Σημειωτέον ότι έραβε τα πάντα! Γυναικεία, παιδικά και ανδρικά ρούχα!
Όταν αγόρασαν μια χειροκίνητη ραπτομηχανή, τότε πια, άρχισε να εργάζεται συστηματικά σα μοδίστρα. Όμως η δραστηριότητά της δεν περιοριζόταν μόνο στη ραπτική. Κάθε βράδυ, υπό το φως μιας λάμπας πετρελαίου, κεντούσε τις προίκες κοριτσιών της Ελάτειας και εκείνα έρχονταν το καλοκαίρι και δούλευαν σε εμάς στα καπνά.
Το κράτος, εκτός από το σπίτι, τους έδωσε και χωράφια κι εκείνοι, παρ’ όλο που στο παρελθόν δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με χειρωνακτικές εργασίες, προσαρμόσθηκαν. Δούλεψαν ασταμάτητα, έχυσαν ποτάμια από ιδρώτα και καλλιέργησαν τη γη με αγάπη, ελπίδα και πίστη για το αύριο.
Έσκαψαν το χώμα, φύτεψαν φυτά και δένδρα, με τον πατέρα μου να λέει κάθε φορά που μπόλιαζε μια καινούργια αγριοελιά σε ήμερη:
– Αμφιβάλλω, αν από αυτό το δένδρο θα προλάβω να φάω ελιές και λάδι!
Στα εβδομηνταπέντε του χρόνια ήταν πιο αισιόδοξος.
Μια ημέρα πήγαινε να φυτέψει λεύκες, όταν κάποιος συγχωριανός μας, που τον συνάντησε καθ’ οδόν, τον ρώτησε:
– Τι θα κάνεις τα καβάκια, Μπάρμπα Θανάση;
– Θα τα φυτέψω και θα τα πουλήσω, όταν μεγαλώσουν, για σανίδια.
– Μα θα ζεις ως τότε;
– Γιατί όχι! Δε με πειράζει καθόλου να περιμένω!
Μετά την τρικυμία
(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)