Έφυγα με τον Γιάννη Τσατσαράγκο για το χωριό μας. Φτάσαμε στο χωριό και δεν πέρασε ένας μήνας, άρχισαν να εμφανίζονται στα χωριά οι ομάδες, οι λεγόμενες των «Εθνικοφρόνων», Σουρλέοι, Βουρλάκηδες και ο Πατακιάς, που σαν Ιταλοϋπήκοος δεν τον πιάσαμε τότε. Τώρα γύρισε και αυτός. Εθνικοφρόνων ή καλύτερα Εθνικοαγγλόφρων. Γυρίζανε τα χωριά, έδερναν, σκότωναν, τρομοκρατούσαν όσους ήταν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, που σχεδόν στα χωριά μας ήμασταν όλοι. Το επίσημο κράτος δεν φαινόταν πουθενά. Ο κάθε οπλοφόρος της Δεξιάς και ο κάθε χωροφύλακας ήταν νόμος, έκανε ό,τι του κάπνιζε. Μια μέρα στο Παλιόκαστρο έρχεται μια ομάδα του Πατακιά, με αρχηγό κάποιον Αρβανίτη Σόλια. Μαζεύεται το χωριό στην πλατεία και άρχισε να φοβερίζει θεούς και δαίμονες, ξεχωρίζοντας τους αντάρτες του ΕΛΑΣ κλείνοντάς τους στο βακούφικο μαγαζί. Ξεχωρίζει τα κορίτσια της ΕΠΟΝ και λέει: «Φέρτε ψαλίδι να τα κουρέψω» και ένα σωρό άλλα πράγματα. Ευτυχώς σε καμιά ώρα ήλθε ένας λοχίας της Εθνοφυλακής και τους διέταξε να μας αφήσουν ελεύθερους και να φύγουν απ’ το χωριό. Έτσι κι έγινε και τη γλιτώσαμε αυτή τη φορά.
Περάσανε καμιά εικοσαριά μέρες και μια μέρα στη Συκιά που ήμουνα με τα ζώα, έρχεται ο Στέλιος Σκαρλάτος, βλάχος, που το καλοκαίρι είχε τα πρόβατα στο Βελούχι και τον χειμώνα τα πήγαινε στο Παλιούρι και στο Καστρί. Ήξερα ότι ανήκε σε μια απ’ αυτές τις συμμορίες της Δεξιάς με αρχηγό τον παπά απ’ το Καστρί (την Κυριακή λειτουργούσε και όλη την εβδομάδα τρομοκρατούσε τα χωριά και έδερνε τον κόσμο). Μου λέει, λοιπόν, ο Σκαρλάτος, «Ετοιμάσου να πάμε στο Δίκαστρο, σε θέλει ο παπάς». Ρε Στέλιο, πού με ξέρει εμένα ο παπάς, άσε με ήσυχο. Μου λέει: «Για σένα με στείλανε, είσαι κρατούμενος». Καταλαβαίνεις, έχω τα ζώα του λέω. «Κόφ’ το λαιμό σου και πάμε», μου λέει. «Βάλε τα παπούτσια σου» (ήμουν ξυπόλυτος). Δεν έχω του λέω. Με βάζει μπροστά και αυτός από πίσω και πηγαίνουμε για το Δίκαστρο. Ευτυχώς δεν με έδεσε. Λίγο πιο πέρα, σ’ ένα δασωμένο απότομο κατήφορο, πηδάω στον όχθο και χάνομαι στο δάσος. Ούτε με κυνήγησε, ούτε πυροβόλησε. Του έφυγα και κάθησα λίγο πιο κάτω στο ποτάμι, κρυμμένος όλη τη μέρα και βράδυ, μόλις νύχτωσε, από διάφορα μονοπάτια έφτασα στο χωριό.
Το ένα πόδι μου στη φτέρνα είχε σκιστεί και το άλλο είχε μαζέψει ένα στουμπισμένο αίμα στη φτέρνα. Πήγα στο σπίτι του Θρασύβουλου Σιάνου. Ήξερα ότι κοιμόταν επάνω σε μια κυδωνιά και πήγα και τον ξύπνησα. Του λέω τα καθέκαστα και μου λέει να πάμε στην Ελπίδα, την εξαδέλφη μου. Χτυπήσαμε το παράθυρο της κουζίνας, μας άκουσε και άνοιξε. Μας έβαλε στην κουζίνα και με ένα ψαλίδι ανοίξαμε τη φτέρνα μου και βγήκε το χτυπημένο αίμα. Το πλύναμε και με λίγο οξυζενέ, μας έδωσε κάτι κουρέλια και έδεσα τις φτέρνες μου και φύγαμε. Το βράδυ αυτό πήγα και κοιμήθηκα στου Βάκου την καλύβα. Όλες τις άλλες μέρες ήμουνα κλεισμένος μέσα στην καλύβα και έβγαινα μόνο το βράδυ για να μη με δει κανείς, διότι τώρα αν με πιάνανε θα με σκότωναν.
Προσπαθούσα να βρω 32 δραχμές που είχαν τα εισιτήρια για να φύγω στην Αθήνα. Μια βραδιά έφυγα και πήγα στη Μάτιση που έμενε ο εξάδελφός μου Στέλιος Γκέκας και τον φώναξα έξω από το μαντρί και του είπα όλα όσα είχαν προηγηθεί. Τον ρώτησα αν έχει 32 δραχμές να μου δώσει για να φύγω στην Αθήνα, διότι κινδυνεύει η ζωή μου. Έχω, μου λέει, και τραβάει τη σακούλα του από το λαιμό και μου δίνει 35 δραχμές. Κατέβηκα στον Άγιο Γεώργιο, πήγα στον παλιό υπεύθυνο του ΕΑΜ και με το ταχυδρομικό αυτοκίνητο με έστειλε στη Λαμία και από τη Λαμία με το λεωφορείο ήλθα στην Αθήνα, στο σπίτι της θείας μου Σοφίας Γκέκα και των εξαδέλφων μου, Στέλιου, Βαγγέλη και Φώτη. Σε λίγες μέρες βρήκα δουλειά, βοηθός σερβιτόρου, στην ταβέρνα του Μανώλη Μενεγάκη. Κοιμόμουν μέσα στην ταβέρνα.
Εδώ λοιπόν τελειώνει η προσφορά μου στην Εθνική Αντίσταση.
Μεταδεκεμβριανή τρομοκρατία
(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)