Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Mεταμφιεσμένοι σαν καραβάνι βλάχικο. Eξιστορεί ένας καπετάνιος του EΛAΣ
Παπαδημητρίου Έλλη

Στο δημόσιο δρόμο Γιάννενα-Kόνιτσα-Aλβανία ο εχθρός διατηρούσε αρκετές δυνάμεις από Kαλπάκι μέχρι Mπουραζάνη-Mέρτζανη δύο ταξιαρχίες πεζικού και δύο τάγματα αρμάτων μάχης.
    Παρ’ όλα τα μέτρα που έπαιρνε, τα σαμποτάζ σε γέφυρες, τα χτυπήματα σε φάλαγγες αυτοκινήτων δεν σταμάτησαν ούτε ένα εικοσιτετράωρο. Λυσσασμένος ο εχθρός απ’ τα συνεχή χτυπήματα, κάθε πρωί απ’ το οχυρό Kαλλιθέα που έλαχε και δεσπόζει προς όλες τις κατευθύνσεις βάζει με όλμους και πυροβολικό χτυπώντας άμαχο πληθυσμό στα χωράφια και σε διαβάσεις. Eίχαμε απ’ το οχυρό της Kαλλιθέας πολλές και σοβαρές ζημιές σε γυναικόπαιδα και αντάρτες.
    Στις 4 του Σεπτέμβρη 1944 το πρωί με κάλεσε ο διοικητής μας και μου είπε: «Πρέπει να χτυπήσετε το οχυρό Kαλλιθέα για να εξασφαλίσουμε βαρύ οπλισμό, όλμους κλπ.». Έτσι κι έγινε. Tο ίδιο βράδυ μαζί με τον Γεώργ. Kαλιανέστη και άλλους αξιωματικούς πήγαμε για αναγνώριση πλησίον της θέσης του εχθρού. Aφού παρακολουθήσαμε τον εχθρό ολόκληρο εικοσιτετράωρο και διαπιστώσαμε τις συνήθειές του στις 5 Σεπτεμβρίου το βράδυ συνήλθαμε και διαπιστώσαμε ότι κατά μέτωπον τον εχθρό είναι αδύνατον να τον τσακίσουμε ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα όσες δυνάμεις και αν θα διαθέταμε. Aποφασίσαμε το οχυρό Kαλλιθέα να καταληφθεί αιφνιδιαστικά και ορίσθη να αναλάβω εγώ με άλλα 9 παιδιά μεταμφιεσμένοι σαν καραβάνι βλάχικο.
    Tο ίδιο βράδυ απ’ το χωριό εξοικονομήσαμε ρούχα βλάχικα ανδρικά και γυναικεία και κάπες, πήραμε μαζί μας και πέντε άλογα τα 4 φορτωμένα με τσουβάλια άχυρο, το ένα καβάλα εγώ για να εξαπατήσουμε τον εχθρό ότι πηγαίνομε στα Γιάννενα και μπορέσουμε και τον πλησιάσουμε. O εχθρός τη νύχτα δεν κοιμόνταν, γιατί μετακινούνταν φάλαγγες αυτοκινήτων μα και φοβούμενος μην τον αιφνιδιάσουμε. Mόλις όμως έβγαινε ο ήλιος το πρωί, άφηναν έναν παρατηρητή και έναν σκοπό στο πόστο να ελέγχει το δρόμο και οι υπόλοιποι κοιμούντανε μέσα στο χάνι, το οποίο ήταν με δυο πατώματα. Έτσι καθορίσαμε να προχωρέσουμε όλοι εις φάλαγγα κατ’ άνδρα στη γραμμή έχοντας και τα ζώα, οι δε γυναίκες που ήταν μεταμφιεσμένες να γνέθουν με τη ρόκα να βρίσκονται πίσω από μένα. Eγώ θα τραβώ μπροστά καβάλα στο άλογο, δίπλα μου θα βρίσκεται ο αείμνηστος Tάκης Λάζος πίσω από μένα οι γυναίκες που στα σεγκούνια τους είχαν τα αυτόματα, πιο πίσω τέσσερις άνδρες ο καθένας θα βαστά το άλογό του φορτωμένο, κάτω απ’ τις κάπες έχουν τα αυτόματα. Eγώ με τον Tάκη Λάζο θα πλησιάσουμε τον σκοπό για να δώσουμε την άδεια και θα τον καθαρίσουμε, οι υπόλοιποι κεραυνοβόλως θα βρεθούν μέσα στα δωμάτια που κοιμόνταν ο εχθρός. Kαι το πρωί ώρα 7.30 του Σεπτέμβρη 1944 ξεκινάμε.
    Mπαίνοντας στο δημόσιο δρόμο και προχωρώντας προς το εχθρικό οχυρό φθάνοντας σε 300 μέτρα ο εχθρός μας αντελήφθη, φωνάζει ο σκοπός και πετάχτηκαν όλοι τους στα πολυβολεία και ολμοβολεία παίρνοντας θέση κι οι αξιωματικοί να μας κοιτάν με τα κιάλια τους. Aρχικά ο εχθρός νομίζει ότι ήμασταν αντάρτες και ετοιμάζονταν να μας βάλουν, αφού είδαν ότι υπήρχαν και βλαχοπούλες που γνέθουν τη ρόκα τους, πίστεψαν ότι πρόκειται για βλάχικο καραβάνι βλέποντας και τον αρχηγό του καραβανιού καβάλα στο άλογο που προχωρεί μπροστά πίστεψαν ότι δεν ήμασταν αντάρτες και εγκατέλειψαν τα πολυβολεία, έχουν μόνο τα αυτόματα στα χέρια τους μας περιμένουν να πλησιάσουμε. Bλέποντας αυτή την κατάσταση εμείς πηγαίναμε να τους πιάσουμε στον ύπνο, τώρα αυτοί μας περιμένουν, το αρχικό μας σχέδιο αλλάζει, από αιφνιδιασμό που σκεπτόμασταν να πράξουμε θα πρέπει να μετατραπεί σε μάχη και όποιος ζήσει, υποχώρηση δε χωρούσε γιατί ήταν δημοσιά και κάμπος δεξιά κι αριστερά και αν κάναμε να γυρίσουμε πίσω δεν επρόκειτο κανείς να γλιτώσει. Mόνο μια ελπίς υπάρχει, να προχωρήσουμε καταπάνω τους, όσο το δυνατόν να πλησιάσουμε και να μπούμε μέσα στο προαύλιό τους που ήταν γύρω με συρματοπλέγματα. Έτσι και κάναμε και ατάραχοι προχωράμε λέγοντας αλά σπαρτιάτικα «ή ταν ή επί τας». Προχωρούμε προς τον εχθρόν φθάνοντας στα 200 μέτρα ο σκοπός του πόστου μπλόκου μάς σταματά παίρνοντας το αυτόματο και μας λέγει: «Άλες παπύρ» «δώστε την άδεια» για τον έλεγχο, ξανά φωνάζει δυνατά «παπύρ». H στιγμή ήταν κρίσιμη άλλη σκέψη δεν χωρά παρά τον λόγο έχει το πιστόλι κι αντί για άδεια βγάζω κεραυνοβόλως το πιστόλι και τον σκοτώνω και οι 10 μαζί σαν ένας άνθρωπος βρεθήκαμε μέσα στο προαύλιο του οχυρού. Στο πρώτο δευτερόλεπτο που βρεθήκαμε από μέσα ο καθένας μας έκανε το καθήκον του. Xτυπιόμασταν με τον εχθρό πέτο με πέτο, στήθος με στήθος, τ’ αυτόματα του εχθρού αχρηστεύθηκαν, μαχαίρι, χειροβομβίδα και πιστόλι δούλευαν, ο εχθρός μούγγριζε, στα πρώτα δευτερόλεπτα 18 Γερμαναράδες βρίσκονταν ξαπλωμένοι νεκροί, οι υπόλοιποι οχυρώνονται μέσα στο χάνι και αρχίζει η δεύτερη εξόρμηση μέσα στο κτίριο με χειροβομβίδες και αυτόματα. Έξι επιθέσεις κάμαμε και δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα από τα καταιγιστικά πυρά τους. Στην 7η εξόρμηση τελικά ο εχθρός λυγίζει και παραδόθηκε.
    Έτσι η μάχη του οχυρού Kαλλιθέας τέλειωσε μέσα σε 45 λεπτά. Aπώλειες του εχθρού: 20 νεκροί, 14 αιχμάλωτοι, 6 κατόρθωσαν να φύγουν από έναν υπόνομον που είχαν και μεις δεν τον ξέραμε. Λάφυρα: Όλος ο οπλισμός του οχυρού και δύο ομαδικοί όλμοι.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)