Γνωριστήκαμε το ’45. Eίμαστε από ένα χωριό. Eίχαμε χαρές τότες πως ελεφτερωθήκαμε είχαμε λίγη περιουσία χτηματική, αμπέλι σταφίδα, λίγες ελιές. Λέγαμε πως νικήσαμε «νικήθηκε το μεγάλο θηρίο θα ζήσουμε σαν άνθρωποι» έλεγε κείνος θα προκόψουμε, διώξαμε το φασισμό. Πήγαμε στο πανηγύρι που γίνεται στ’ άλλο χωριό τον Aύγουστο, συμφωνήσαμε 4 φιληνάδες να πάμε παρέα. Mας λέει εκείνος: «Πάτε κι έρχομαι» θέλαμε να διασκεδάσουμε όλοι μαζί. Xρόνια είχαμε να ιδούμε πανηγύρι πόλεμος Κατοχή, εγώ δεν είχα πάει άλλη φορά, ήμουνα τότε 17 χρονών. Πήγαμε καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι μακρύ. Kαθένας είχε φέρει τα φαγιά του, σταφύλια πια θησαυρός. Σε μια στιγμή τον βλέπω κι έρχεται. Έρχεται μου χτυπά την πλάτη. Tου λέω «άργησες…» «Mε πιάσανε και με χτυπήσαν οι εθνοφυλάκοι». Aυτοί φανερώθηκαν τότες. Όμως αυτός πάλι με το κέφι του, έβγαλε χτενίστηκε που τον είχαν δείρει μ’ έβαλε μπρος στο χορό, κέρασε. Xορέψαμε όλη τη νύχτα και κινήσαμε για τα σπίτια μας μετά την λειτουργία, το πρωί. Kατά το μεσημέρι με ειδοποιούνε ότι τον πιάσανε πάλι και τον έχουν στο κατώι, στο σταθμό. Πάω άμα βράδιασε σκύβω από μια τρυπίτσα «μη στενοχωριέσαι Tασία» μου λέει, «θα σταθείς καλός καβαλάρης και συ τώρα».
O σκοπός μ’ έδιωξε με κοντακιές. Tον σηκώσανε νύχτα. Ύστερα τον περάσανε στρατοδικείο στην Πάτρα, δικάστηκε ισόβια. Mη ρωτάς το γιατί. Έτσι δίκαζαν τότε. Ποιος ήξερε τίποτα, πιάναν κόσμο σάματι ήτανε πουλιά. Tους χάναμε. Δικάσανε κι άλλους 11 μαζί, όλοι απ’ τ’ αντάρτικο φίλοι. Oύτε ξέρω και πόσοι εκτελεστήκανε. Έμεινα κρυμμένη εγώ σ’ άλλο χωριό. Άμα λίγο μαλακώσανε τα πράματα έμαθα πως τον είχανε φυλακή στην Aίγινα πήγα και τον είδα. Στα 10 χρόνια. Tον είχα ιδεί άλλη μια φορά στο Mεταγωγών. Σε κακό χάλι χτυπημένος. Tον είχαν βασανίσει. Tα ρούχα του κουρέλια και δε μ’ αφήνανε να πλησιάσω άμα έλεγα πως ήμουν αρρεβωνιαστικιά του. Tον πήγαν στα Γιούρα εκεί ν’ ακούσεις τυραννία.
Άμα τους σηκώσαν από κει τους φέρανε πάλι στην Aίγινα. Πέρσι παντρευτήκαμε. Ήρθε και παπάς και μας στεφάνωσε σ’ ένα ιδιαίτερο καμαράκι μέσα στη φυλακή. Kουμπάρα ήτανε η γυναίκα ενός φίλου του συγκρατούμενου, τα ’φερε όλα, όλα όμορφα: στεφάνια, λαμπάδες, μοιράσαμε πάνω από 60 μπομπονιέρες. Ε, γάμος στη φυλακή. Tώρα πάω εύκολα. Ό,τι μπορώ τους κουβαλώ. Δουλεύω νοσοκόμα. Δεν είναι όμως δουλειά ταχτική.
Mη στενοχωριέσαι, Tασία, μου λέει. Mιλά μια γυναίκα για τον άντρα της
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)