Ενώ συνέβαιναν αυτά σε μας, στους απλούς αντάρτες, και μια άλλη ήρεμη, σχετικά, ζωή πρόβαλε από τώρα με τις δικές της αξιώσεις, τους «αρχηγούς» τούς απασχολούσαν άλλα «σοβαρότερα» πράγματα: το σουλούπωμα των τμημάτων, η αναδιοργάνωσή τους. Και το κυριότερο: το δυνάμωμα της πειθαρχίας, που έξω απ’ τον πόλεμο, στις νέες συνθήκες που βρεθήκαμε, σπάει, χαλαρώνει και χρειάζεται να βρεθούν νέοι τρόποι και μέσα για τη συντήρησή της. Κάποια μειωμένη «ευλάβεια» στους άμεσα ανωτέρους, ο συγχρωτισμός διοικητών με τους συχωριανούς αντάρτες, η απροθυμία για κάποια αποστολή, το αντιμίλημα, ήταν σημάδια, πως πρέπει «να σφιχτούν τα λουριά». Ίσως και ο πρώτος απόηχος κάποιων αυθόρμητων συζητήσεων «για το τι έφταιξε και την πάθαμε έτσι», που έφτασε στ’ αυτιά της Διοίκησης, οδήγησε στο συμπέρασμα πως κάτι πρέπει να γίνει «για να συμμαζευτούν τα μυαλά μερικών, που πήραν αέρα». Οι συζητήσεις αυτές των ανταρτών πήγαζαν από φυσική μόνο έκπληξη για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Δεν είχαν ούτε αρχή ούτε τέλος και καταστάλαζαν πάντα στην μοναδική εξήγηση που φύτεψαν στο μυαλό μας: «φταίει ο προδότης ο Τίτο». Το ότι όμως γίνονταν «ανεύθυνα», «ανοργάνωτα» ήταν αρκετό για να βάλει σε σκέψεις και ανησυχίες τους «αρχηγούς». «Όπου δεν είναι παρόν το Κόμμα, εκεί χώνει τη μούρη του το γουρούνι –ο εχθρός», λέγανε. Αλλά και πέρα απ’ αυτά, το σπουδαιότερο ήταν κάτι άλλο: πριν ακόμα τραβήξουμε «για αλλού», εδώ, στο Μπουρέλι, πρέπει να διαμορφωθεί μια ιδέα «για το τι κρύβει ο καθένας στο κεφάλι του», πρέπει «να ξεκαθαριστεί και να δυναμώσει το ιδεολογικό μέτωπο».
Οργανώνονταν, λοιπόν, σε επίπεδο λόχου, «πολιτικές συζητήσεις». Για να διαπιστωθεί τι αντίκτυπο είχε σ’ αντάρτες και κατώτερους αξιωματικούς η «υποχώρηση» –δεν τη λέγαμε ακόμα ήττα. Φτάνανε ώς το σημείο, οι συζητήσεις αυτές να είναι προβοκαρισμένες –«πείτε ελεύθερα τη γνώμη σας»– για να ξεθαρρέψει ο κόσμος και να πει αυτό που σκεφτόταν. Κάθε, όμως, απόκλιση και η πιο ασήμαντη, από την επίσημη καραμέλα, –«φταίει το πισώπλατο χτύπημα του Τίτο»– ή η έκφραση κάποιας δυσπιστίας για το αν «τελικά θα νικήσουμε», καταγράφονταν, προωθούνταν στη Διοίκηση. Εκεί καταρτίζονταν οι καταστάσεις, για τα «ασταθή», τα «σπασμένα», «τ’ αντικομματικά» στοιχεία… Κι αλίμονο, σ’ όποιον περνούσε στις καταστάσεις αυτές. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί, με όλα τα δυσμενή συνακόλουθα, θα τον συνοδεύουν και κει που, αργότερα θα βρεθεί, θα ζει και θα εργάζεται.
Στο Μπουρέλι, λοιπόν, γίναν κι αυτά και πολλά άλλα: συμπτύξεις τμημάτων, αναδιοργανώσεις, αλλαγές διοικητών. Και έγινε ό,τι μπορούσε να γίνει στις ιδιόμορφες εκείνες συνθήκες του στρατοπέδου για να ’χουμε έντονη την αίσθηση, πως δεν γίναμε δα και σκορποχώρι, μπουλούκι, πως και χωρίς πόλεμο, κι έξω απ’ την Ελλάδα ακόμα, παραμένουμε «μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού», πως και δω «κι αλλού, όπου βρεθούμε» δεν θα κάνει κανείς «του κεφαλιού του» αλλά όλα θα γίνονται οργανωμένα με τάξη και πειθαρχία –όπως αρμόζει σε «συνειδητούς λαϊκούς αγωνιστές…».
Και θες για να επιβεβαιώνονται αυτά, θες για να τονώνεται η «εθελοντική, συνειδητή» πειθαρχία μας, κατέβαινε κάθε τόσο απ’ το φρουρούμενο «Στρατηγείο» ο Γούσιας, χωρίς χιτώνιο και γκέτες. Έκανε παρατηρήσεις με βρισιές κι αγριοφωνάρες. Κι όχι σπάνια χαστούκιζε ή κλώτσαγε κανένα μαχητή, που έλαχε «να πέσει επάνω του».
Πότε απαλλαχτήκαμε από την απόλυτη εξουσία και την βάναυση συμπεριφορά τέτοιων «στρατηγών»;
Πότε αποβάλαμε την ιδιότητα του στρατιώτη-μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού;
Επίσημα, τυπικά, με κάποια «πράξη» να πούμε, ποτέ. Αυτό έγινε σιωπηρά, σιγά-σιγά όσο περνούσαν τα χρόνια, όσο άλλαξαν οι όροι ζωής. Στο μέτρο, κυρίως, που αργότερα, θ’ αποκτήσουμε, εργαζόμενοι, δικά μας μέσα διατροφής και δεν θα εξαρτιόμαστε απ’ το «καζάνι», απ’ το «κοινόβιο», απ’ το «δελτίο της Εστίας». Αλλά και τότε την βαναυσότητα των «στρατηγών» θα την διαδεχθεί ο τυραννικός πολιτικός καταναγκασμός της κομματικής καθοδήγησής τους…
«Να συμμαζευτούν τα μυαλά»
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)