Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Nicossiensis
Μαραγκού Νίκη

Η Λευκωσία, έλεγε o Χριστόφoρoς, έχει μια ένταση πoυ τη δημιoυργεί η πράσινη γραμμή.
    Όσoι είναι από δω λαχταρούν να πάνε στην άλλη πλευρά, κι αυτoί πoυ είναι από κει, θέλoυν να ρθoύν εδώ. Αυτό δημιoυργεί ένα πάθoς στην πόλη. Η πόλη έχει σχέση με την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλoνίκη και καμιά με την Αθήνα.
    Καθόμασταν πάνω στην ταράτσα τoυ Κωσταντή και γύρω απλωνόταν η πόλη, oι δύo εμπoρικoί δρόμoι, συστάδες από φoινικιές, την Αγία Σoφία με τoυς δυο μεγάλoυς μιναρέδες την έκρυβαν κάπoια καινoύργια κτίρια.
    — Ήταν τόσo σημαντική εκκλησία, είπα, πoυ γινόταν εδώ η στέψη των βασιλέων των Iερoσoλύμων και της Κύπρoυ. REGES HIERUSALEM ET CYPRI.
     Ακoυγόταν καθαρά η φωνή τoυ Iμάμη. Ήταν Κυριακή και oι δρόμoι άδειoι. Μόνo κάπoια ζαχαρoπλαστεία ήταν ανoικτά και κάπoιoι περαστικoί χάζευαν τις βιτρίνες στoν πεζόδρoμo. Έβγαινε ένα φεγγάρι τεράστιο σα φέτα καρπουζιού.
 
Ήρθα στη Λευκωσία στα τέσσερά μου χρόνια. Όταν τέλειωσε η κλινική που έκτιζε ο πατέρας μου κοντά στο Γενικό Νοσοκομείο, απέναντι από τα δικαστήρια. Με το ποδήλατό μου έτρεχα πάνω κάτω στον ατέλειωτο μακρύ διάδρομο της κλινικής. Ερχόμενη από τη Λεμεσό στη Λευκωσία, ακόμα κι εγώ που ήμουν παιδί, ένοιωσα ένα σφίξιμο. Μια κοινωνία κλειστή των δημοσίων υπαλλήλων, της αποικιοκρατίας, πολύ διαφορετική από τη Λεμεσό των γλεντζέδων και των εμπόρων. Πολύ λίγες αναμνήσεις έχω από την περίοδο αυτή, ενώ από τη Λεμεσό θα μπορούσα να περιγράψω κάθε γωνιά. Οι δεξιώσεις στο κυβερνείο, τα γενέθλια της βασίλισσας, οι τουαλέτες της μαμάς αντικαθιστούσαν τα γλέντια στη Λεμεσό γύρω από το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας. Στο δημοτικό σχολείο η φαντασία μου ήταν συνεπαρμένη από τον αγώνα της ΕΟΚΑ ενάντια στην αγγλική κατοχή. Υπέφερα πολύ από το γεγονός ότι οι γονείς μου είχαν φέρει στο σπίτι μια Αγγλίδα για να μας μάθει τη γλώσσα και τους θεωρούσα προδότες. Μέναμε κοντά στο ποτάμι σε μια περιοχή με μεγάλα δέντρα, ευκάλυπτους, και φοινικιές πολύ κοντά στην Τουρκική συνοικία της πόλης. Στην Τουρκική συνοικία πηγαίναμε κάθε μέρα με τη μητέρα μου γιατί εκεί ήταν η δημοτική αγορά και το κεντρικό ταχυδρομείο, απ’ όπου παίρναμε τα γράμματα του πατέρα από το ταχυδρομικό του κιβώτιο. Μου άρεσε η Τουρκική συνοικία, είχα από παιδί μια αγάπη για τα παλιά τα κτίρια, την ιστορία και εύρισκα διάφορες προφάσεις για να πηγαίνω προς τα κει. Γύρω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας έφευγαν ακτινωτά οι δρόμοι με τα διάφορα επαγγέλματα. Μικρά θολωτά μαγαζάκια με την πραμάτεια κρεμασμένη με καρφιά στον τοίχο, ή πάνω σε ράφια. Ο μάστορας καθόταν μπροστά από ένα χαμηλό τραπεζάκι και δούλευε. Παπλωματάδες με πολύχρωμα παπλώματα και μαξιλάρια, ροζ, μαβιά, πορτοκαλιά, χρώματα τουρτζίσιμα έλεγε η γιαγιά, όταν φορούσα κανένα ρούχο φανταχτερό. Πιο κάτω ξεκινούσαν οι παπουτσήδες με κρεμασμένες δερμάτινες ποδίνες και χρωματιστές παντόφλες. Οι χαλβατζήδες με μεγάλα κομμάτια χαλβά και το μαχαίρι καρφωμένο απάνω, ο δρόμος με τα σιδεράδικα, ο δρόμος με τα υφάσματα. Μπαίναμε με τη μητέρα μου στη δημοτική αγορά. Μια μυρωδιά ανάκατη από παστουρμά, τυριά, λουλούδια. Το κρέας το αγόραζε πάντα από τον Χασάν, που είχε τα καλύτερα. Το ψάρι από τον Αντρέα και λαχανικά όπου έβρισκε τα πιο φρέσκα. Με ήξεραν όλοι με το όνομα μου και μου χάριζαν ένα κουλούρι ή ότι άλλο είχε το μαγαζί. Οι Τούρκοι και οι Αρμένηδες μιλούσαν όλοι ελληνικά.
 
Τη Λευκωσία τη γνώρισα καλύτερα στη δεκαετία του 60 όταν έφηβη πια κυκλοφορούσα με το ποδήλατό μου στην πόλη. Ο πατέρας ήταν πολύ αυστηρός. Μόνο για τα μαθήματα μου επιτρεπόταν να βγαίνω από το σπίτι. Ακόμα και στο British Council πήγαινα στα κρυφά. Με πρόφαση λοιπόν ότι είχα κάποιο μάθημα το έσκαζα από το σπίτι και συχνά ο δρόμος με πήγαινε στην Τουρκική συνοικία. Εύρισκα διάφορα μαθήματα για να έχω ευκαιρία να βγαίνω. Είχα ανακαλύψει μια Αρμένισσα στην οδό Βικτωρίας που δίδασκε γραφομηχανή και στενογραφία. Η μάνα της καθόταν στο κιόσκι και παρακολουθούσε την κίνηση του δρόμου. Απέναντι από το σπίτι τους ήταν η Αρμενική εκκλησία της Παναγίας της Τύρου. Είχα αγοράσει τότε το βιβλίο του Gunnis και διάβασα εκεί ότι υπήρξε και αποθήκη αλατιού. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας το 1571 από τους Οθωμανούς οι Αρμένιοι, που μισούσαν τους Λατίνους, βοήθησαν τους Οθωμανούς, οι οποίοι μετά την πτώση της πόλης τους παραχώρησαν την εκκλησία. Διάβαζα το βιβλίο και φανταζόμουν πως ήμουν αρχαιολόγος και με μεγάλο ενθουσιασμό ανακάλυπτα την τάδε επιγραφή, την τάδε ταφόπλακα. Ο δρόμος των χρυσοχών είχε μικρά καταστήματα με κάτι υποτυπώδεις βιτρίνες. Η πραμάτεια του χρυσοχού ήταν συνήθως στοιβαγμένη σε 2 εγγλέζικα τσίγγενα κουτιά μπισκότων, που τα ανακάτευα με τις ώρες. Έβρισκα μια καρφίτσα που ήταν χέρι και κρατούσε ένα άνθος, ένα σκουλαρικάκι από το χρυσό εκείνο της Τουρκοκρατίας με πολύ χαλκό μέσα, και κάτι κόκκινες πέτρες που τις ονόμαζαν «σελάνια», από την Κεϋλάνη ίσως. Όλα αυτά ήταν τότε πάμφθηνα κι αγόραζα κάτι όταν μου το επέτρεπε το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι μου. Με εντυπωσίαζαν κάτι αλυσίδες με κουτάκια ασημένια, που είχαν μέσα κάτι χαρτιά σε γραφή αραβική, που όπως μου εξήγησε ένας χρυσοχός, ήταν για τον κεφαλικό φόρο που επέβαλαν παλιά οι Τούρκοι στους Έλληνες του νησιού κι όποιος δεν πλήρωνε τον φόρο αυτό του έκοβαν το κεφάλι. Τα κουτιά αυτά είχαν παραστάσεις αποκεφαλισμών, τα κοίταγα με τις ώρες μα δεν αγόρασα ποτέ κανένα. Χρόνια αργότερα είδα σε ένα μουσείο ένα τέτοιο κουτί. Παρουσίαζε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ίσως λοιπόν η ιστορία αυτή να ήταν ένας μύθος. Ένας από τους πολλούς μύθους που γεννιούνται μέσα στις αρχαίες πόλεις. Υπήρχαν και πολλές βέρες ασημένιες, τον καιρό του πολέμου του 1940 πολλές γυναίκες έδωσαν τις χρυσές τους βέρες και πήραν ασημένιες που έγραφαν «ΑΠΕΛ. ΑΓΩΝ 1940». Οι πιο πολλοί χρυσοχοί ήταν Έλληνες που μετά το 1963 έφυγαν όλοι από κει και σκόρπησαν στους τέσσερεις ανέμους. Έναν από αυτούς, τον Ετεοκλή, τον συνάντησα χρόνια αργότερα. Προσπάθησε να ξανανοίξει το μαγαζί μα δεν τα έβγαζε πέρα, έφερναν κοσμήματα έτοιμα πια, και τα χειροποίητα δεν είχαν ζήτηση. Έτσι άνοιξε μια ταβέρνα, τι ταβέρνα, έναν πάγκο σε ένα παλιό σπίτι, όπου έμενε αυτός και η Σπανιόλα γυναίκα του. Είχε γίνει αλκοολικός.
 
Όταν ήρθε η εποχή που άρχισα να ενδιαφέρομαι για αγόρια, τα πρώτα ραντεβού ήταν πάνω στους τρούλους της Αγίας Σοφίας. Ανάμεσα στους τρούλους σχηματιζόταν μια κοιλότητα, σαν μια πέτρινη σαιζ λονγκ. Παρακολουθούσα την πεδιάδα να πρασινίζει την άνοιξη, να γίνεται κίτρινη το καλοκαίρι. Ανέβαινα από τη στενή σκάλα του μιναρέ κι όλη η Λευκωσία απλωνόταν στα πόδια μου μέχρι την οροσειρά του Πενταδακτύλου. Από τον ένα μιναρέ κάλπαζε ο Σεβάχ Θαλασσινός και από τον άλλο η Τζέην Ώστεν. Διάβαζα ασταμάτητα. Συνέχισα να πηγαίνω στον Τουρκικό τομέα ακόμα κι όταν στήθηκαν φυλάκια στις δύο πλευρές. Ένα νεαρό κορίτσι με το ποδήλατο, δε σκεφτόταν κανένας να με σταματήσει. Η διαχωριστική γραμμή έκοβε την πόλη στη μέση ακριβώς, στην οδό Ερμού. Ήταν η περιοχή που περνούσαμε σχεδόν καθημερινά με τη μητέρα μου. Ατέλειωτα μακρόστενα μαγαζιά με γυαλικά, πιάτα, ποτήρια, παιγνίδια, ένας καταρράκτης χρωμάτων, τα πρώτα τότε πλαστικά που με εντυπωσίαζαν με τα χρώματά τους, εμαγιέ κούπες κινέζικες με ψάρια ζωγραφισμένα. Η περιοχή ερήμωσε, τα μαγαζιά μεταφέρθηκαν αλλού, σκόρπησαν, στο καφενείο SPITFIRE, μόλις που διαβάζεις πια την επιγραφή, μια παλιά βέσπα σε μια χορταριασμένη βιτρίνα, σάκοι με άμμο, χαρακώματα.
 
Έφυγα το 1965 από τη Λευκωσία. Πήγα στο Βερολίνο για σπουδές, εκεί βίωσα μιαν άλλη Λευκωσία, τη νοσταλγία της. Γύρισα πίσω το 1970. Βρήκα μια πόλη αρκετά αλλαγμένη, είχα αλλάξει όμως και εγώ, είχα χάσει τα νερά μου και δεν μπορούσα πια ούτε να γράψω, ούτε να ζωγραφίσω. Έγραφα άρθρα σε εφημερίδες «για τις νέες τάσεις του Ευρωπαϊκού σοσιαλισμού» για τα οποία έπαιρνα πολύ καλά σχόλια αλλά είχα μπολιαστεί από τη βορειοευρωπαική θλίψη. Είχα χάσει τα μολύβια μου. Μόνον τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας με βοήθησαν να ξαναθυμηθώ ποια είμαι. Η απραξία και οι φοινικιές στον ορίζοντα. Και η θάλασσα.
 
Πριν από την εισβολή του 1974 η Λευκωσία ήταν σχεδόν μια παραθαλάσσια πόλη. Σε είκοσι λεπτά βρισκόσουν στη θάλασσα, ανέβαινε το αυτοκίνητο στο βουνό κι ο δρόμος κατέβαινε κατακόρυφα προς την Κερύνεια προς στη θάλασσα, μια μαγεμένη θάλασσα. Συχνά κλείνω τα μάτια και κάνω νοερά το ταξίδι αυτό προς τη θάλασσα. Πάνε πια 26 χρόνια. Για να πας πια σε αντάξια θάλασσα θέλεις δυόμισυ ώρες ταξίδι. Η θάλασσα χάθηκε από την καθημερινότητα της πόλης. Κοιτάζοντας προς το βορρά το βουνό του Πενταδάκτυλου, που κρύβει τη θάλασσα, βλέπω μια τεράστια Τουρκική σημαία σχηματισμένη πάνω στο βουνό. Αποφεύγω να κοιτάζω τον βορρά.
 
Περπατώ συχνά στην παλιά πόλη, τη μισή που έμεινε. Όλοι οι δρόμοι καταλήγουν σε φυλάκια. Κατεβαίνω την οδό Λήδρας, τον παλιό κεντρικό εμπορικό δρόμο, που έχει γίνει πεζόδρομος. Στο βάθος φαίνονται οι μιναρέδες της Αγίας Σοφίας που σε περίοδο ραμαζανιού έχουν κρεμασμένα ανάμεσα τους χρωματιστά λαμπιόνια. Η εκκλησία της Φανερωμένης, το λουτρό της Εμερκές στη συνοικία με τα μπορδέλα. Το «Εμερκές» προέρχεται από το διπλανό τζαμί Ομεργιέ δηλαδή τέμενος του Ομάρ, παλιό μοναστήρι των Αυγουστίνων που έγινε ιερός τόπος για τους μουσουλμάνους όταν σύμφωνα με την παράδοση έμεινε εκεί μια νύχτα ο Χαλίφης Ομάρ. Αλλά και για τους Λατίνους υπήρξε ιερός τόπος το μοναστήρι. Παλιοί χρονικογράφοι διηγούνται πως εκεί ήταν θαμμένο το άφθαρτο σώμα του Ιωάννη Μοντφόρτ. Ο Ιωάννης ήρθε στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1248 με τον Άγιο Λουδοβίκο για να ετοιμάσουν τη σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Έμειναν στην Κύπρο το χειμώνα και μια επιδημία θέρισε το στράτευμα. Ο Άγιος Λουδοβίκος έχασε πάνω από 250 ιππότες. Εκείνο το χειμώνα πέθανε ο Ιωάννης και τον έθαψαν στο Μοναστήρι των Αυγουστίνων. Διηγούνται μάλιστα πως μια Γερμανίδα περιηγήτρια που ερχόταν από τους Αγίους Τόπους αφού πέρασε μια νύχτα προσευχής δίπλα στον Άγιο, δάγκωσε ένα κομμάτι από τον ώμο του για να πάρει μαζί της το Άγιο Λείψανο. Το καράβι της όμως δε ξεκινούσε μέχρι που ομολόγησε και έφερε πίσω το κομμάτι που έθρεψε αμέσως πάνω στο νεκρό σώμα. Η Λευκωσία είναι γεμάτη τέτοιες ιστορίες όπως είναι όλες οι παλιές πόλεις που φέρνουν μαζί τους σα στρωματογραφία τις μνήμες. Πιο κάτω το αρχοντικό του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου με τα ωροσκόπια των παιδιών του.
 
Η παλιά πόλη έχει μια σειρά από ωραίες παλιές εκκλησίες με εικόνες εξαιρέτου κάλλους. Συχνά στο κάτω μέρος της εικόνας ήταν ζωγραφισμένος ο δωρητής που πλήρωσε για να ζωγραφιστεί η εικόνα. Ολλανδοί έμποροι, Λατίνες κυράδες με δαντέλλες, πανέμορφες πεθαμένες κόρες με πορφυρά φορέματα και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, παιδιά με περίεργα καπέλα. Κατανυκτικές είναι οι λειτουργίες της Αγίας Εβδομάδας στις εκκλησίες αυτές. Με επιτάφιους που στολίζουν οι κοπέλες της γειτονιάς, ανακαλώντας πανάρχαια έθιμα της λατρείας του Άδωνι. Μόνο στην παλιά πόλη μ’ αρέσει να παρακολουθώ τις λειτουργίες του Πάσχα. Είναι όλοι εκεί. Ο άντρας δίπλα με το αρχαίο Ελληνικό προφίλ κοιτάζει τα εξαπτέρυγα, οι Ρωμαίοι, οι Φράγκισσες με το δίχτυ στα μαλλιά, οι Σαρακηνοί, οι Κόπτες, οι Νεστοριανοί, ο Μάρκος Διάκονος, η κοπέλα ντυμένη στα μαύρα, ο θεολόγος με το παλιομοδίτικο κοστούμι, όλοι έκθαμβοι μεσ΄ τα χρυσά και τα βελούδα, «για τον φόβον των Άγαρ».
     Ο Σταυρός του Μισιρίκου, που είναι τζαμί πιο κάτω δείχνει το μπέρδεμα που είναι αυτή η πόλη. Μια παλιά βυζαντινή εκκλησία του Σταυρού, με γοτθικά, ιταλικά και φράγκικα αρχιτεκτονικά στοιχεία, Μισιρίκου ίσως από το Μισίρι, την Αίγυπτο δηλαδή και με μιναρέ.
 
Οι κάτοικοι έφυγαν από τα σπίτια που συνορεύουν με την πράσινη γραμμή, τη γραμμή που χωρίζει την πόλη στα δύο. Έτσι τα σπίτια αυτά έγιναν εργαστήρια, ο Γαβριήλης ο τενεκετζής, η αποθήκη του Πέτρου του πλανοδιοπώλη όπου φυλάγει τα αμαξάκια του που το πρωί τα γεμίζει ανάλογα με την εποχή με λεμόνια, πεπόνια, κεριά της ανάστασης, δίπλα ο Παύλος ο κουλοχέρης κόβει ξύλα, ο Στέφανος ο λουτράρης και ο κύριος Σπύρος ο παπουτσής. Στον τοίχο με λαδομπογιά η λέξη «ΣΕΒΑΣΜΟΣ». Το βράδυ ερημώνουν οι δρόμοι και όποιος περπατά πάνω στα τείχη με τις φοινικιές υποπτεύεται θάλασσα στην τάφρο ή τουλάχιστον ποτάμι, όμως η Λευκωσία δεν έχει υδάτινες οάσεις να σπάζουν την καλοκαιρινή κάψα της Μεσαορίας, της πεδιάδας που απλώνεται γύρω από την πόλη, κίτρινη το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Είναι μέσα στην κάψα του καλοκαιριού που η Λευκωσία μ’ αρέσει πιο πολύ, που έρχεται ένα δυτικό αεράκι το βράδυ και ανασαίνει η καψαλισμένη πόλη. Κι όλοι βγαίνουν στους κήπους και τα μπαλκόνια.
 
Όταν στις αρχές του αιώνα μεγάλωσε η Λευκωσία και δε χωρούσαν πια νέα σπίτια μέσα στα τείχη κτίστηκαν οι πρώτες γειτονιές έξω από τα τείχη. Ωραία νεοκλασσικά ή σπίτια αποικιακού ρυθμού μέσα σε ευρύχωρους κήπους. Αυτές είναι και οι πιο ωραίες γειτονιές της πόλης που ευτυχώς διατηρήθηκαν. Γιατί οι καινούργιες περιοχές που κτίστηκαν τα τελευταία χρόνια δεν μπόρεσαν ποτέ να γίνουν γειτονιές. Χρήμα έχει πέσει στη Λευκωσία τα τελευταία χρόνια. Μετά την εισβολή, πολλοί Κύπριοι που έχασαν τα σπίτια και τις δουλειές τους, πήγαν στις αραβικές χώρες, δούλεψαν σκληρά, γύρισαν πίσω και ξανάκτισαν τον τόπο. Φαίνεται ο πλούτος στις καινούργιες περιοχές που απλώνονται. Σπίτια που οι ιδιοκτήτες τους τα φαντάστηκαν μέσα από τηλεοπτικά σενάρια και που όταν τα κατοικήσουν ίσως αισθανθούν άβολα. Οι περιοχές αυτές δεν έχουν κανένα χρώμα, θα μπορούσαν αυτά τα κτίρια τα καινούργια με τις κολώνες και τις πισίνες να βρίσκονται οπουδήποτε. Είναι η παλιά πόλη που με καθορίζει και η αίσθηση της ιστορίας που κουβαλά μαζί του κάθε χορταριασμένος τοίχος. Εκεί έχω και την αίσθηση της γεωγραφικής τοποθέτησης της Λευκωσίας προς την Ανατολή. Κι όσο περνούν τα χρόνια εγώ που υπήρξα παθιασμένη ταξιδιώτισσα, δεν αισθάνομαι πια την ανάγκη να φεύγω. Είναι ώρες που μου φαίνεται ότι όλος ο κόσμος έχει περιοριστεί στον κήπο μου, όπου
 
Παρέα με τoν γεωμέτρη και τoν κηρoπλάστη
φύτεψα φέτoς τριανταφυλλιές
αντί να γράφω πoιήματα
την εκατόφυλλη από τo σπίτι με τo πένθoς στoν Άγιo Θωμά,
την εξηντάφυλλη πoυ έφερε o Μίδας από την Φρυγία,
την Μπαγκσιανή πoυ ήρθε από την Κίνα,
μoσχεύματα από τη μoναδική μoυσσιέττα πoυ επέζησε
μεσ’ την παλιά την πόλη,
αλλά πρoπαντώς την Rosa Gallica πoυ έφεραν oι σταυρoφόρoι,
πoυ αλλιώς την λέμε και δαμασκηνή,
με τo εξαίσιo άρωμά της.
Παρέα με τoν γεωμέτρη και τoν κηρoπλάστη
αλλά και τoν τετράνυχo, τoν τίγρη, τoν φυλλoδέτη,
τη μηλoλόνθη, τη χρυσόμυγα,
τo αλoγάκι της Παναγίας πoυ τα τρώει όλα,
θα μoιραστoύμε φύλλα, πέταλα, oυρανό,
στoν αφάνταστo αυτό κήπo
κι αυτoί κι εγώ περαστικoί.

(από τον διαδικτυακό τόπο: www.marangou.com)