Του Νικολάου Κοντογιάννη, αδελφού του προμνησθέντος Γιάννη, η βιογραφία δεν είναι εντελώς γνωστή. Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι έδρασεν ως αρματωλός κατά το τέλος ιδίως του 18ου αιώνος και αναφέρεται επί της εποχής του Αλή-Πασά, όστις ανησύχως βλέπων την κατά τε τον αριθμόν των ατόμων και την επιρροήν αυξάνουσαν αρματωλικήν οικογένειαν των Κοντογιανναίων εμηχανάτο την εξόντωσιν αυτών. Πλην τούτου ο Αλή-Πασάς εμίσει τους Κοντογιανναίους και διά τον φόνον του πάππου του Μούρτου Χούσου, περί ού εμνήσθημεν. Ανέκδοτον αναφερόμενον εις την εφημερίδα Τα Πάτρια υπό του μακαρίτου Ανδρ. Καρκαβίτσα ομιλεί περί του Νικολάου τούτου, όστις ηγούμενος 12 άλλων Κοντογιανναίων αρματωλών είχε κληθή εις Ιωάννινα μετ’ αυτών και του ανεψιού του Κωνσταντίνου, ίνα συσκεφθώσι δήθεν μετ’ αυτών διά σπουδαίαν υπόθεσιν του Βιλαετίου.
Ο Αλή-Πασάς εδέχθη τον Νικόλαον μετά των συν αυτώ μεγαλοπρεπώς, τους ηρώτησε περί των υποθέσεων του αρματωληκίου των και τους παρέθηκε πολυτελέστατον δείπνον. Μετά ταύτα, ο δόλιος εκείνος Σατράπης της Ηπείρου καλών ένα έκαστον κατ’ ιδίαν τού επρότεινε μυστικά να φονεύση ένα των άλλων συγγενών του και να λάβη αυτός μόνος το αρματωλήκι. Τω ενεχείριζε δε επί τούτω και τον διορισμόν του. Ούτω ήλπιζεν, ότι ήθελε τους εξολοθρεύσει όλους διά των ιδίων των χειρών. Μετά την αναχώρησίν των όμως ο γεροντότερος Νικόλαος απεκάλυψε πρώτος την μηχανορραφίαν του Αλή-Πασά εξαγαγών του κόλπου του τον διορισμόν του και δηλώσας την διαταγήν του Αλή, δι’ ης παρωτρύνετο να φονεύση τον ανεψιόν του Κωνσταντίνον. Ούτος έκαμε το αυτό αποκαλύψας και ούτος τον διορισμόν του, έκπληκτος διότι υπέθεσεν, ότι ο Αλή-Πασάς μόνον εις αυτόν έδωκε τοιούτον διορισμόν. Τότε και οι άλλοι έπραξαν το αυτό και η επιβουλή του Αλή εγένετο κατάδηλος. «Νά πώς θέλει να μας ξεπαστρέψη», είπεν ο γέρω Νικόλαος, «όποιος είναι κουτός ας τον πιστέψη». Και πρώτος έσχισεν εις μύρια τεμάχια τον διορισμόν του. Ευθύς τα παράδειγμά του εμιμήθησαν προθύμως και οι άλλοι, εξηκολούθησαν δε πάντες τον δρόμον των πυροβολούντες εις ένδειξιν χαράς, ότι διέφυγον των ονύχων του τυράννου. Εκ του επεισοδίου τούτου έμεινε παρά τω λαώ να λέγηται: «Δώδεκα Κοντογιανναίοι, δεκατρείς Ταμπράδες» εκ των λόγων του Νικολάου, όστις κατά την ανακοίνωσιν του μυστικού επαρομοιάσθη λέγων: «Όλοι ξέρουν δώδεκα και ο γέρος δέκα τρία». Εγνώριζε τουτέστι επί πλέον και το μυστικόν, όπερ εμάντευσε.
Nικόλαος Κοντογιάννης
(από το βιβλίο: Στρατηγού Π. Kοντογιάννη, Kοντογιανναίοι. Kλέφτες - Aρματωλοί - Aγωνισταί, Eν Aθήναις, Tυπογραφείον A.Σ. Pαφτάνη, 1924)