Εκείνο το καλοκαίρι ο εξάδελφος του πατέρα, ο Παναγιώτης Καρασούλ που έμενε συνέχεια στην Πόλη, είχε έλθει στην Άγκυρα με την οικογένειά του και έμεναν στο Κετσουρέν στα αμπέλια. Μόλις έμαθε πως μαζεύουν τους Kαθολικούς, κατεβαίνει την νύχτα με τις παντούφλες στο σταθμό, ο θείος είχαν αλερετούρ εισιτήρια, παίρνουν το τραίνο και φθάνουν στην Πόλη. Μόλις έφθασαν, αφήνει την οικογένειά του στο σταθμό, τρέχει στο Γαλλικό Προξενείο, στο Πατριαρχείο, παντού-παντού όπου μπορούσαν να βοηθήσουν τους Καθολικούς, να προλάβουν την σφαγή τους. Όποιος και όποιοι θέλουν να εκμεταλλευθούν αυτόν τον αγώνα που έκαμε ο Καρασούλης ψεύδονται, γιατί εμείς ακούσαμε από το στόμα των ίδιων Καθολικών, πως την ζωήν τους χρωστούν στον Παν. Καρασούλ, και στην έγκαιρη επέμβασή του.
Με την βοήθεια του Θεού το κατόρθωσε. Αμέσως οι τουρκικές αρχές ειδοποιήθηκαν, εδόθη διαταγή αυστηρή να μην τους σκοτώσουν, αλλά να εξορισθούν. Από την Άγκυρα έστειλαν αμέσως έναν καβαλάρη να φθάσει πάση θυσία στο Καρά Κετίκ και να σταματήση το φονικό. Ο πατέρας ήταν εκεί. Πριν ξημερώσει καλά-καλά, ο καβαλάρης αφού άλλαξε σε δυο χάνια άλογα, έφθασε εγκαίρως, έδωσε το φιρμάνι στον αρχηγό τους και αυτός το εδιάβασε στους μελλοθανάτους.
Η βοή και ο αλαλαγμός των δυστυχισμένων ανθρώπων ήταν τέτοια έλεγε ο πατέρας, που μπορούσε να ακουσθή σε απόσταση μιας ώρας, όχι να αντέξη ανθρώπινη καρδιά. Αφού τα βουνά και οι πέτρες ερράγισαν. Την εξορία τους δέχθηκαν με ανακούφιση και εδόθη το σύνθημα της πορείας, αφού με μεγάλη δυσκολία διέλυσαν τα μπουλούκια των βαρβάρων που οι ίδιοι είχαν μαζέψει εκεί.
Το κονάκι του Μουσταά μπέη και όλο το χωριό ήσαν απασχολημένα να εφοδιάσουν με τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειαζόντουσαν τους Καθολικούς και αυτούς που τους συνόδευαν.
Ο Μουσταά μπέης και όλο το κούρδικο αυτό χωριό εστάθηκαν υπεράνθρωποι, έλεγε ο πατέρας, όταν ύστερα από λίγες μέρες ήλθε στην Άγκυρα. Μόλις ήλθε άρχισαν να έρχονται σπίτι μας, δεκάδες δεκάδες γυναίκες Καθολικών, να μάθουν απ’ τον πατέρα αν αληθεύει πως δεν έσφαξαν τους άνδρες και τα παιδιά τους αλλά τους εξόρισαν. Δεν πίστευαν τις διαδόσεις και ήθελαν να μάθουν από το στόμα του που τους είχε δει και είχε ζήση το μαρτύριό τους. Επίσης αυτές μας είπαν για τον Παναγ. Καρασούλ πως την Σωτηρία τους χιλιάδες Καθολικοί οφείλουν σ’ αυτόν, στην έγκαιρη επέμβασή του στο προξενείο τους, όπως τους πληροφόρησαν απ’ εκεί. Ο πατέρας τούς εξηγούσε ό,τι συνέβη και τους παρηγορούσε πως οι εξόριστοι θά ’ρθουν κάποια μέρα, πρέπει να ’χουν υπομονή.
Αυτό εκράτησε παραπάνω από μήνα. Θυμάμαι μια μέρα ήλθαν δυο-τρεις γυναίκες και μαζί τους ήταν μια πολύ όμορφη και πολύ νέα κοπέλα. Οι δυο ηλικιωμένες ήσαν μάνα και πεθερά της. Δεν άνοιξε το στόμα της καθόλου να μιλήση, είχε πάθει μια στυγνή θα ’λεγε κανείς μελαγχολία, ήταν πανδρεμένη μόλις τρεις μέρες όταν πήραν τον άνδρα της και την έφεραν επίτηδες να ακούση απ’ ευθείας απ’ τον πατέρα την αλήθεια. Κάθησαν αρκετή ώρα, οι μανάδες ξανά και ξανά ρωτούσαν λεπτομέρειες, μέχρι που ο πατέρας τούς ορκίσθηκε πως όσα είπε είναι η μόνη αλήθεια. Δεν ξέρω πόσες ευχές πήρε, και πόσες χαρές έδωσε εκείνην την εποχή, που τον συνόδεψαν φαίνεται αργότερα στην εξορία του και τον εφύλαξαν.
Την εποχή εκείνη καλούσαν με επιστολές τους Ρωμιούς στην αστυνομία και αν εύρισκαν κάτι το επιβαρυντικό τον εξορίζανε. Ένα βράδυ ήλθε ένας τσανταρμάς και ζήτησε τον πατέρα μου. Φοβηθήκαμε, δεν μπορούσε να μην πάη. Μας αποχαιρέτησε και με μαύρη καρδιά έφυγε.
Μείναμε μονάχες μας. Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε παρά προσευχές. Μετά δυο τρεις ώρες τον βλέπουμε να ’ρχεται κάπως χαρούμενος. Μας είπε μια ιστορία απίστευτη, αλλά πέρα για πέρα αληθινή. Όταν παρουσιάσθηκε μπροστά στον Διοικητή αυτός έδιωξε τον τζανταρμά και είπε: «Κλήμη δεν με γνώρισες;» ο πατέρας απ’ την ταραχή του, ούτε είχε σηκώσει τα μάτια του να δη ποιος είναι. Τον κοίταξε καλά και είπε «Σεβκετλίμ τανιάματιμ, δεν σας γνωρίζω αγαπητέ μου.»
Τότε κατέβηκε εκείνος, τον πλησίασε και είπε: «Καλέ μου φίλε Κλήμη πώς ξέχασες τον συμφοιτητή σου στην Εμπορική σχολή της Χάλκης; Όταν είμαστε μαζί ενίσχυες τόσο τον φίλο σου, με ξέχασες; Είμαι τρεις μήνες στην Άγκυρα διοικητής και σε γυρεύω απ’ την πρώτη στιγμή. Τα πράγματα δεν είναι καλά Κλήμη. Θέλω με την σειρά μου να σε βοηθήσω. Θα σε στείλω σαν πραγματογνώμονα, στα σιτάρια του στρατού, στο Κεσκίν Μαντενί, υπό έναν όρο, να μην μάθη κανείς γι’ αυτά, να μην εκτεθώ ο ίδιος, σε μια τόσο λεπτή εποχή.
Ο πατέρας εδέχθη με μεγάλη του χαρά και με τον κ. Πρόδρομο Ευτυχίδη που μόνον αυτός ήξερε, πήραν τον δρόμο για το Κεσκίν Μαντενί.
Οι Tούρκοι αφού εξόρισαν τους Καθολικούς έβαλαν χέρι στις γυναίκες τους. Μια μέρα εφώναξε ο Ντελάλης να ετοιμασθούν οι γυναίκες των Αρμενοκαθολικών αν θέλουν ν’ ανταμώσουν τους άνδρες τους, να κατεβούν στο σταθμό και απ’ εκεί θα τους στείλουν κοντά τους. Μερικοί πίστεψαν και ετοιμάσθηκαν, πολλοί ήξεραν τι θα πη να ξεσπιτωθούν. Κατάλαβαν το παιχνίδι τους και άρχισαν να καταστρέφουν ό,τι πολύτιμο είχαν. Είδα με τα μάτια μου, στο σπίτι του Αγίου Κλήμεντος, απέναντι ήσαν πλούσιες οικογένειες Αρμενοκαθολικών. Ανέβασαν στην ταράτσα των σπιτιών τους σερβίτσια πανάκριβα, καθρέπτες, κρύσταλλα, και τ’ άφησαν να πέσουν στον δρόμον και να γίνουν χίλια κομμάτια. Επίσης είδα με μαχαίρια, ψαλίδια, να κομματιάζουν τα βαρύτιμα χαλιά τους, με κατάρες, με φωνές: «αντί να χαρήτε αιμοβόρα θηρία τους μόχθους μας σεις, να τα καταστρέψουμε μόνοι μας». Ζήτησαν να τους εμποδίσουν οι Tούρκοι αλλ’ αυτοί είχαν καλά αμπαρώσει τις πόρτες τους.
Η κατάστασις αυτή κράτησε αρκετές μέρες, ώσπου έβγαλαν τα γυναικόπαιδα στην εξορία και έπεσαν στην λεηλασία. Οι γυναίκες είχαν κατεβεί στον σταθμό πιστεύοντας πως θ’ ανταμώσουν τους άνδρες τους. Εκεί ήταν το μεγάλο δράμα. Πολλές ωραίες κοπέλες αρπάχθηκαν απ’ τους Tούρκους για τα χαρέμια τους, επίσης και παιδιά. Τους άλλους εξόρισαν στα ενδότερα.
Τα γεγονότα αυτά με κανέναν, μα με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να περιγράψουμε. Μερικές απ’ αυτές άλλαξαν την πίστη τους, τούρκεψαν. Γνώρισα πολλές απ’ αυτές αργότερα. Μετά την εξορία του πατέρα εργάσθηκα 15 χρονών παιδί μοδίστρα και έντυσα αρκετές ψευτοχανούμισες. Ήταν όλες τους καλές, το έκαμαν αυτό για να κρύψουν ένα προσφιλές τους πρόσωπο ή να κρατήσουν ένα μέρος της περιουσίας τους.
Οι εξόριστες ενενήντα τοις εκατό εχάθηκαν. Θυμάμαι μερικά στιχάκια απ’ τα λυπητερά τραγούδια τους:
Τερ ζορ ιτζίντε πιρ σιρά μούσμους
πούτουν κουγιουλαρί ινσάνλε τόλμους
ατές τοκιουλούπ γιανίπ καβρίλμις
ντινή πιρ ουγρουνά κιτέν γιαβρουλάρ.
Τερ ζορ ιτζίντε παγίλτιμ κάλτιμ
χαρτσ λιγίμ τουκέντι, εβλατιμή σάττιμ
αννέ πεν που τζανί μιλλετέ σαττίμ
ντινή πιρ ουγρουνά κιτέν γιαβρουλάρ.
Μέσα σε ιδρώτα και σφίξη μια σειρά...
όλα τα πηγάδια των γέμισαν ανθρώπους
έπεσε φωτιά κάηκαν τσουρουφλίσθηκαν
παιδιά που χάθηκαν για την πίστη τους.
Λιπόθυμη έμεινα μέσα σε ιδρώτα και σφίξη
σώθηκαν τα λεφτά μου πούλησα το παιδί μου.
Μάνα εγώ το σπλάχνο μου πούλησα στο βάρβαρο έθνος.
παιδιά που χάθηκαν για την πίστη τους.
Και είχα μια μαθήτρια εγγονή των Τοπαλιάν, μόλις δέκα χρονών μου την είχαν φέρει να μάθη την ραπτική, την έλεγαν Ουρζενή και τραγουδούσε
Κίμισι τερ κιουλέρ καν αγλάρ
τερτλήτηρ σιμτσίκ εβλέρ νετζελέρ παπασίζ
καλτή, φελέκ ονλαρί άπανσήζ αλτί
Κουτζέντιρτίκ πιζ Μεβλαή, χακκίλα
κιοντερτί πιζέ που μπελαή.
Άλλοι λεν και γελούν, άλλοι κλαίν και ματώνουν
βασανισμένα σπίτια, πόσοι έμειναν χωρίς παπάδες
η Μοίρα τούς πήρε ξαφνικά, δυσαρεστήσαμε εμείς
τον Θεόν και δίκαια μας έστειλε αυτήν την συμφορά.
Αυτά και άλλα πολλά, που δεν τα θυμάμαι περιέγραψαν την τραγωδία τους.
Στην Άγκυρα τα χρόνια εκείνα ήταν ο Παπα-Γιάννης, ένας δραστήριος Παπάς Αγκυρανός. Έπαιξε μεγάλο ρόλο στην σφαγή. Άρχισε από τους Αρμεναίους και συνέχισε με τους Καθολικούς, να φευγατίζει εκατοντάδες άνδρες με κάθε μέσον, με δωροδοκίες Τούρκων. Πολλές φορές κρυφά. Τότε δεν υπήρχαν ούτε ταυτότητες κτλ. Στο τέλος πήραν είδηση οι αρχές, κατάλαβε πως κινδύνευε και ο ίδιος και με τον ίδιο τρόπο πήρε την οικογένειά του και έφυγε στην Αμερική. Όταν κάηκε η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου που επί χρόνια είχε ο ίδιος λειτουργήσει στεναχωρέθηκε πάρα πολύ και έγραψε απ’ εκεί. Πώς δεν σκέφθηκε κανείς να ξυλώσουν το ιερό τέμπλο που ’ταν έργον τέχνης και πουθενά δεν υπήρχε το όμοιό του και να το σώσουν; Και δεν θυμάμαι πόσος καιρός πέρασε και μάθαμε τα δυο μεγάλα του αγόρια είχαν έναν παπαγάλο και όπως ξάπλωσε ο Παπάς το βράδυ ακούει τον παπαγάλο να λέει: «γιούζ σανά γιούζ μπανά»1 υποψιάζεται, τρέχει στον κρυψώνα που ’χε κρύψει τις οικονομίες του και βλέπει πως είχαν κάνει φτερά. Ο καϋμένος παθαίνει συμφόρηση. Ευτυχώς προλαμβάνουν τουλάχιστον τα μισά λεφτά να τα σώσουν, τα άλλα τα είχαν ανόητα σκορπίσει τα παιδιά του. Πότε πέθανε δεν ξέρω.
ΣHMEIΩΣH
1. Εκατό δικά σου, εκατό δικά μου.
O διωγμός των Kαθολικών
(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)