Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[Ο δρόμος που ενώνει την κεντρική δημοσιά με το χωριό έχει κάτι που πάντα με γοήτευε]
Αθανασίου Κυριάκος

Ο δρόμος που ενώνει την κεντρική δημοσιά με το χωριό έχει κάτι που πάντα με γοήτευε. Ανηφορίζει φιδωτά μέσα από αμπέλια και ελιές περνώντας από ένα καταπράσινο τοπίο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, κρυμμένα μέσα σε βάτα και βούρλα, στη βάση μιας πλαγιάς, βρίσκονται στη σειρά τα τρία από τα πέντε πηγάδια που εφοδίαζαν για χρόνια με νερό το χωριό.
    Παράλληλα με τη δημοσιά πηγαίνει και η γραμμή του τρένου που ενώνει την πρωτεύουσα με την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα.
    Τα χρόνια της Κατοχής το ταξίδι με το τρένο ήταν σχεδόν μονόδρομος. Με το τρένο ξεχύνονταν και οι πεινασμένοι Αθηναίοι στα χωριά για να πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν για λίγο λάδι ή αλεύρι. Στην Αθήνα και τον Πειραιά η ζωή ήταν πλέον αφόρητη, ο φόβος του θανάτου από την πείνα ορατός.
    Το ίδιο έκανε η μάνα μου και η γιαγιά μου μαζί με μια άλλη φίλη τους, τη Ζαμπέλ. Η παρουσία της τελευταίας θα αποβεί καθοριστική αργότερα για τον προσδιορισμό της μάνας μου στο χωριό.
    – Ποια Μαρία;
    – Αυτήν που ήταν με τη Ζαμπέλ.
    – Α, η Μαρία, εκείνη με τη Ζαμπέτα, η Μαρία με τη Ζαμπέτα. Η Μαρία-Ζαμπέτα. Έτσι βγήκε το παρατσούκλι της μάνας μου.
    Σ’ αυτό αναφερόμουν κάπου κάπου όταν με ρωτούσαν.
    – Ποιανού είσαι γιόκα μου;
    – Της Μαρίας της Ζαμπέτας.
    Άλλες φορές αναφερόμουν στο πατρικό παρατσούκλι:
    – Του Βασίλη του Χαϊδίτσα. Από το όνομα της γιαγιάς μου. Χάιδω, Χαϊδίτσα, Χαϊδίτσας.
    Φόρτωσαν λοιπόν σε μπόγους ό,τι κεντήματα είχαν και ξεκίνησαν για τα Βάγια, το κεφαλοχώρι της επαρχίας. Είχαν ακούσει ότι οι άνθρωποι εκεί έχουν κτήματα και μποστάνια και πως υπάρχει λίγο φαγητό και για τους απ’ έξω. Άφησαν τα δελτία του ψωμιού στο άλλο μέλος της οικογένειας, τον αδελφό της μάνας μου, και ξεκίνησαν. Έτσι, με τρία δελτία ψωμιού, που μάλλον αντιστοιχούσαν σε τρεις φέτες ψωμιού τη μέρα, ο νεαρός Αρτίν μάλλον δεν θα πέθαινε της πείνας.
    Πήραν για λίγο τη δημοσιά και άρχισαν να ανηφορίζουν τον κεντρικό χωματόδρομο που βρήκαν μπροστά τους. Μόνο που δεν πήραν το σωστό δρόμο, αλλά αυτόν που έβγαζε στο χωριό μας. Σε λίγο θα άρχιζε να σουρουπώνει και αυτές ακόμη ανέβαιναν.
    Ευτυχώς, κάποια στιγμή φάνηκε από μακριά ένα κάρο να ανεβαίνει τη δημοσιά. Καθώς πλησίαζε, διέκριναν πως το οδηγούσαν δύο νεαροί. Ήταν ο πατέρας μου με τον μικρότερο αδερφό του τον Νάσο, δεκαέξι περίπου ετών τότε, που επέστρεφαν από την Κωπαΐδα, τον μεγάλο κάμπο της περιοχής.
    Τις διευκρινίσεις τις ανέλαβε η μάνα μου, μια και ήταν η μόνη που μιλούσε ελληνικά. Οι άλλες δύο της παρέας, όπως οι περισσότερες Αρμένισσες της γενιάς τους που είχαν έρθει από την περιοχή της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, μιλούσαν μόνο τούρκικα. Οι Αρμένιοι ήταν πάντα για τους Τούρκους το κόκκινο πανί. Πιο κόκκινο κι από τους Έλληνες. Δεν τους επέτρεπαν να έχουν σχολεία, εκκλησίες, κοινωνική ζωή. Γι’ αυτό και υπήρχαν ολόκληροι πληθυσμοί Αρμενίων που μιλούσαν μόνο τούρκικα. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε και η γιαγιά μου. Απ’ αυτήν έμαθα τα τούρκικα, αλλά αυτή δεν έμαθε ποτέ της ελληνικά. Ούτε αρβανίτικα. Γι’ αυτό και το παρατσούκλι που της έδωσαν ήταν, η γιαγιά η Γκούλου-γκούλου.
    – Για πού, με το καλό, πηγαίνετε;
    – Για τα Βάγια.
    – Αυτός ο δρόμος, όμως, πάει στο Μαυρομμάτι.
    Στη μικρή ομήγυρη των γυναικών έπεσε ένας σχετικός πανικός. Το σούρουπο έπεφτε για τα καλά.
    Τη λύση την πρότεινε ο πατέρας μου.
    – Γιατί δεν ερχόσαστε στο χωριό μας και αύριο με τη μέρα πηγαίνετε στα Βάγια.
    Η πρόταση μάλλον δεν εστερείτο υστεροβουλίας και φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο για τη διατύπωσή της έπαιξε η παρουσία της όμορφης νεαρής Αρμένισσας με τα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια και τη σταρένια επιδερμίδα. Καταλάβαιναν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή και πως ήταν αναγκασμένες να δεχτούν την πρόταση. Έτσι δεν άργησαν να φορτωθούν οι μπόγοι στο κάρο προς μεγάλη θλίψη του αλόγου. Ξεκίνησαν αγκομαχώντας για το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Κάπου τρία τέταρτα δρόμο.
    Στις ξένες γυναίκες έκανε εντύπωση ο νεαρός χωριάτης με την ευγενική παρουσία.
    – Καλέ για δες τι όμορφος που είναι.
    – Έχει κάτι το αρχοντικό επάνω του.
    – Δε θυμίζει καθόλου χωριάτη.
    Φυσικά, όλα τα σχόλια γινόντουσαν στα τούρκικα. Μέχρι να φτάσουν στο χωριό είχε σπάσει ο πάγος και είχε γίνει η πρώτη γνωριμία.
    Όταν έφθασαν εκεί, ακολούθησε τρικούβερτη λογομαχία με την κυρα-Χάιδω ή Χαϊδίτσα, τη μητέρα του πατέρα μου. Φυσικά, τα πάντα λεγόντουσαν στα αρβανίτικα, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι ακουγόταν η ελληνικότατη λέξη «μαυραγορίτες», μια και η λέξη δεν πρέπει να υπήρχε στα αρβανίτικα. Αυτό που τους έλεγε η γυναίκα με το δίκιο της ήταν:
    «Τι μου τις κουβαλήσατε αυτές εδώ... Δε μας φτάνουν οι τρεις μαυραγορίτες που ήδη φιλοξενούμε;»
    Πραγματικά, για κακή τους τύχη υπήρχαν άλλοι τρεις ομοιοπαθείς που είχαν προλάβει να κατασκηνώσουν στην αυλή τού, έτσι κι αλλιώς, όχι και τόσο ευρύχωρου σπιτιού. Και βέβαια, για τους χωριάτες, όλοι εκείνοι που ερχόντουσαν από τη μεγάλη πολιτεία για να πουλήσουν την πραμάτεια τους ήταν μαυραγορίτες. Η λέξη, παρ’ όλο που αναφερόταν κυρίως σ’ αυτούς που έκαναν εμπόριο, έπιανε όλους που προσπαθούσαν να πουλήσουν κάτι για να ζήσουν. Και επειδή η μετακίνηση γινόταν συνήθως με τα τρένα της εποχής που ήταν όλα μουντζούρηδες και επειδή πολλοί από αυτούς κρύβονταν στο πάνω μέρος του τρένου και έτρωγαν όλη τη μουντζούρα, έφταναν πολλές φορές κατάμαυροι στον προορισμό τους. Γι’ αυτό και μαυραγορίτες!
    Μετά από την πρώτη μπόρα και τις διαβεβαιώσεις της μητέρας μου πως την άλλη μέρα θα έφευγαν για τα Βάγια, βρέθηκε λίγος χώρος στην αυλή και έστρωσαν τα στρωσίδια που κουβάλαγαν μαζί τους για ένα ύπνο που δεν άργησε καθόλου να πάρει τις κατακουρασμένες γυναίκες.
    Μόνο που δεν ήταν γραφτό να γίνει ποτέ το ταξίδι για τα Βάγια.
    Όταν το άλλο πρωί η μάνα μου άνοιξε το βαλιτσάκι με τα κεντήματα που η ίδια είχε καμωμένα για να κάνει δώρο σε μία από τις κοπέλες του σπιτιού, την Ευταλία, μερικά πετσετάκια, φανερώθηκε το περιεχόμενο. Και τότε αποδείχτηκε πως υπήρχε στη γειτονιά της γιαγιάς μου έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον για κεντήματα και είδη προικός.
    Μαζεύτηκαν όλες οι κοπέλες της γειτονιάς, μια και τα νέα περνούσαν εκεί πολύ γρήγορα από στόμα σε στόμα.
    – Η Αθηναία η μαυραγορίτισσα έχει καταπληκτικά κεντήματα.
    Πολλά από τα εκθέματα πουλήθηκαν επί τόπου. Και φυσικά, ακολούθησε η πρόταση:
    – Γιατί να πάτε στα Βάγια; Και εδώ χρειαζόμαστε κεντήματα. Κι εδώ υπάρχει όσο να ’ναι φαγητό για χέρια σαν της Μαρίας. Εξάλλου δεν το ξέρετε, οι Βαγαίοι είναι παλιάνθρωποι. Δεν θα σ’ αφήσουν ήσυχη κοπέλα πράμα.
    Όλοι ήσαν παλιάνθρωποι εφ’ όσον η κατοικία τους απείχε πάνω από ένα ή δύο τσιγάρα δρόμο. Οι Βαγαίοι παλιάνθρωποι, οι Παλιοπαναγίτες λαθουράδες, οι Θηβαίοι τσιγκούνηδες, οι Λειβαδίτες παλιόβλαχοι...
    Κι έτσι έμειναν εκεί μάνα και κόρη και άφησαν τη Ζαμπέτα να συνεχίσει μόνη της το ταξίδι προς τα Βάγια.
    Έμειναν για λίγες μέρες στο σπίτι της γιαγιάς μου της Χάιδως και μετά νοίκιασαν κάποιο δωμάτιο εκεί δίπλα στην Κούλια του Μούρτζη, μια αντρογυναίκα που έκανε κουμάντο σ’ όλη τη γειτονιά. Παρ’ όλο που είχε άντρα και δύο παιδιά, εμένα μου έχει μείνει κυρίως η δική της φιγούρα να δεσπόζει όχι μόνο στο σπιτικό της, αλλά σε όλη τη γειτονιά. Ήξερε τα πάντα για τους γύρω της και σχεδόν κανόνιζε τα πάντα για τη ζωή τους. Το σπίτι της σχημάτιζε σχεδόν ένα γάμα με το σπίτι της γιαγιάς μου, ενώ μεσολαβούσε και ένα κενό τριών τεσσάρων μέτρων. Στην εσωτερική γωνία του γάμα υπήρχε ο φούρνος και δίπλα η αποθήκη. Ο φούρνος αυτός έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή της μητέρας μου, όχι πολλούς μήνες μετά.
    Έμειναν εκεί και η μάνα μου άρχισε αμέσως τη δουλειά. Κεντούσε κάθε λογής προικιά και στολίδια. Δουλειά υπήρχε άφθονη μια και οι κοπέλες της παντρειάς δεν έλειπαν. Ταυτόχρονα, υπήρχε και αρκετή βοήθεια και από τη γιαγιά μου.
    Η τελευταία βρήκε να κάνει την πιο απίστευτη δουλειά που έχω ακούσει: έκοβε μανέστρα με το χέρι. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Και βέβαια αν το καλοσκεφτείς, τελείως λογικό να χρειάζονται οι άνθρωποι εκεί κάτι τέτοιο. Σε μια εποχή που τα εργοστάσια δεν παρήγαγαν ζυμαρικά, τους έλειπαν τα μακαρόνια και η μανέστρα. Τα υλικά τα είχαν όλα. Αλεύρι, αυγά, λάδι. Τους έλειπε η τεχνολογία. Και αυτήν την αντικατέστησαν τα χέρια της γιαγιάς μου. Τη θυμάμαι και αργότερα να φτιάχνει καμιά φορά μανέστρα. Ζύμωνε το ζυμάρι και μετά, αφού το τράβαγε προς τα κάτω για να κάνει μύτη, άρχιζε με φοβερή ταχύτητα και τεχνική να κόβει μικρά μικρά κομματάκια το κριθαράκι.
    Το ίδιο έκανε και στην περίοδο της Κατοχής στο χωριό. Έτσι, συμπλήρωνε το λιγοστό εισόδημα της οικογένειας και ταυτόχρονα και το διαιτολόγιο. Μια και ένα μέρος της αμοιβής ήταν σε αλεύρι.
    Κατά διαστήματα σταματούσε για κάποιες μέρες τη δουλειά αυτή για να μεταφέρει μερικές από τις προμήθειες στην Κοκκινιά. Για το γιο της που παρέμενε εκεί. Και βέβαια με απίστευτες δυσκολίες. Ποδαρόδρομο μέχρι το τρένο, φορτωμένη με κανένα τσουβάλι, κινδυνεύοντας να μη φτάσει ποτέ στον προορισμό. Και μετά ταξίδι με το τρένο, με το φόβο να σε κλέψουν, να κολλήσεις ψείρες, και πάλι ποδαρόδρομο και πάλι η ταλαιπωρία της επιστροφής. Καταστάσεις αφόρητες για τα σημερινά δεδομένα. Οι άνθρωποι τις έζησαν τότε καρτερικά, με ηρωισμό, με αξιοπρέπεια, τις περισσότερες φορές...
 
 
Το πιο σημαντικό, βέβαια, για την εξέλιξη της όλης ιστορίας, ήταν πως πολύ σύντομα πλέχτηκε το ειδύλλιο που ξεκίνησε με τις πρώτες ματιές στον καρόδρομο προς το χωριό, εκείνο το σούρουπο.
    Η Ευταλία ήταν μία από τις αδερφές του πατέρα μου από τον πρώτο γάμο της γιαγιάς μου. Εκείνες τις μέρες αρραβωνιαζόταν και έπρεπε να πλύνει τα προικιά της. Θα την πήγαινε ο πατέρας μου στο Κεφαλάρι, στις πηγές του Ασωπού, με το κάρο. Η αφορμή ήταν ιδανική.
    – Μαρία, θέλεις να έρθεις μαζί μας; Θα είναι σαν εκδρομή. Το μέρος είναι πολύ όμορφο και θα σου μείνει αξέχαστο.
    Η τοποθεσία που απέχει σχεδόν δύο ώρες δρόμο είναι πανέμορφη. Τα νερά γάργαρα και άφθονα, η βλάστηση οργιώδης. Και φυσικά της έμεινε αξέχαστη για όλη της τη ζωή.
    Ήταν και οι δύο πολύ νέοι, στην καλύτερη ηλικία τους. Και οι δύο όμορφοι. Και γύρω τους πιο πέρα η ανθρωπότητα ζούσε τον εφιάλτη του παγκόσμιου πολέμου. Στην Αθήνα οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Και οι Γερμανοί καθόντουσαν στο σβέρκο όλης της Ευρώπης.
    Εκείνοι, ήσαν εκεί, οι δυο τους μέσα στην ομορφιά της φύσης, λίγο πριν φουντώσει το κατακαλόκαιρο. Δεν ήξεραν αν θα ζουν αύριο. Και κείνος της τραγούδησε όπως δεν είχε ακούσει κανέναν να τραγουδάει έτσι.
    Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Αμοιβαίος και απόλυτος.
    Η μάνα μου δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει ξανά άλλον άντρα, παρ’ όλο που έμεινε χήρα στα τριάντα της. Κανένας δεν βρέθηκε ποτέ στο χωριό να πει πως έδωσε την παραμικρή αφορμή και το δικαίωμα σε κανέναν. Και γι’ αυτό (και για άλλα) είχε πάντα τον απόλυτο σεβασμό όλων των συγχωριανών.
    Το ειδύλλιο προχώρησε και ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα. Έδωσαν λόγο μόλις εκείνη κατάλαβε πως είναι έγκυος... Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα ήθελαν αυτοί οι δύο.
    Πολύ σύντομα κατάλαβαν και οι δύο πως είχαν να αντιμετωπίσουν την αντίδραση όλης της οικογένειας. Γιατί Αρβανίτης που παντρεύεται χωρίς προίκα είναι μόνο ο νεκρός Αρβανίτης.

(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)