Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Ο ΕΛΑΣ γίνεται τακτικός στρατός: στο 36ο Σύνταγμα
Γκέκας Κώστας

Με την προσχώρηση του στρατηγού Σαράφη στον ΕΛΑΣ έγιναν συντάγματα και μεραρχίες. Η 13η Μεραρχία είχε έδρα το ελεύθερο Καρπενήσι. Το 36ο Σύνταγμα είχε έδρα το Γαρδίκι.
    Μείναμε εκεί αρκετές ημέρες. Μια μέρα λάβαμε διαταγή να πάμε στην Παλαιά Γιαννιτσού. Εκεί άρχισε να γίνεται λόγος για κάποιο σαμποτάζ, που θα κάναμε στη σιδηροδρομική γραμμή. Είχαμε λάβει εντολή από τον Άρη να κόψουμε τη σιδηροδρομική γραμμή. Ξεκινήσαμε το πρωί, βαδίζοντας μέσα στο δάσος, ανατολικά. Το μεσημέρι φτάσαμε γύρω στα 800-900 μέτρα από τη γραμμή βόρεια της Γαλαρίας του Κούρναβου. Εκεί μάθαμε ότι το βράδυ θα ανατινάζαμε τη Γαλαρία και μας ανακοίνωσαν το σχέδιο της επιχείρησης.
    Θα χωριζόμαστε σε 4 ομάδες. Η μία ομάδα δεξιά της γραμμής προς το Κούρναβο, καμιά 300 μέτρα από το στόμιο της Γαλαρίας, με αποστολή να χτυπήσει τυχόν περίπολο ή άλλο ιταλικό τμήμα που θα ερχόταν προς το στόμιο της Γαλαρίας. Η 2η ομάδα θα πήγαινε 300 μέτρα από το στόμιο της Γαλαρίας, προς το Νυζερό, με την ίδια αποστολή. Σ’ αυτή την ομάδα ήμουν και εγώ. Η 3η ομάδα, ήταν η εφεδρεία, για κάθε απρόβλεπτο ενδεχόμενο. Η 4η ομάδα είχε τα εκρηκτικά. Σ’ αυτήν υπεύθυνος και αρχηγός των σαμποτέρ ήταν ο καπετάν Λάμπρος (Σπύρος Μπέκιος) από το Μαυρίλο. Κατά το σούρουπο ξεκινήσαμε για την αποστολή μας. Δεν ήμασταν μακριά από τον αντικειμενικό στόχο μας και φτάσαμε το κάθε τμήμα στο καθορισμένο μέρος και φτιάξαμε πρόχειρα τις θέσεις μας. Σε λίγο, απρόοπτα, έρχεται τρένο. Πέσαμε όλοι πρηνηδόν, ακίνητοι. Τα φώτα του τρένου περνούσαν δίπλα μας και χύνονταν στη Γαλαρία. Σε λίγο ακούμε το αγκομαχητό του τρένου που ερχόταν απ’ το Λιανοκλάδι. Για μια στιγμή ελαττώνεται το αγκομαχητό και το τρένο μπήκε στη Γαλαρία. Σε δευτερόλεπτα βλέπουμε από το στόμιο της Γαλαρίας να βγαίνει μια τεράστια λάμψη. Ένας δαιμονισμένος κρότος ακούστηκε και σείστηκε ο τόπος, σαν να έγινε σεισμός.
    Μετά την ανατίναξη φύγαμε και πήγαμε στη Ρεντίνα, όπου ήταν η προσωρινή έδρα του Αρχηγείου μας.
    Στις 6 Ιουνίου οι Ιταλοί εκτέλεσαν για αντίποινα στο Κούρναβο 106 πατριώτες. Η ζημιά που τους κάναμε ήταν μεγάλη. Το τρένο μετέφερε ένα ιταλικό τμήμα από 600-700 άντρες, πυρομαχικά και βενζίνη. Όλα έγιναν στάχτη.
    Στη Ρεντίνα κάθε μέρα είχαμε γυμνάσια στα γύρω υψώματα και το πέσε κάτω-σήκω επάνω και το τρέξιμο με κούραζαν πολύ και πονούσε το τραύμα μου.
    Στα μέσα του Ιουλίου ήλθε στο τάγμα μας ένας Εγγλέζος με διάφορα υλικά και μια ωραία πρωία μπήκαμε στη γραμμή και ξεκινήσαμε προς το Δεριλί Νυζερό. Όταν φτάσαμε 2 χιλιόμετρα από τη σιδηροδρομική γραμμή, σε ένα δάσος, σταματήσαμε λίγο έξω από το χωριό Δεριλί. Εκεί μας ανακοίνωσαν ότι έχουμε διαταγή να μην αφήσουμε να περάσει τρένο μια εβδομάδα από τη γραμμή Καΐτσα-Δεριλί-Κούρναβο. Το ίδιο βράδυ πλησιάσαμε τη σιδηροδρομική γραμμή. Αφήσαμε πιο κάτω μια διμοιρία να καλύψει την υποχώρησή μας και όλοι οι υπόλοιποι ακροβολιστήκαμε και πλησιάσαμε τη γραμμή. Ο Άγγλος θα ανατίναζε μια μικρή γέφυρα και ένα τρένο κι εμείς θα καταλαμβάναμε το τρένο για να πάρουμε τα εφόδια. Ακροβολισμένοι όπως ήμασταν περάσανε δυο τρένα, αλλά καμιά ενέργεια δική μας. Ξάφνου ερχόταν ένα τρένο από τη μεριά της Καΐτσας και σε δευτερόλεπτα η νύχτα έγινε μέρα. Ένας τρομακτικός κρότος ακούστηκε και αμέσως το βαγόνι με τη βενζίνη πήρε φωτιά και άρχισαν οι εκρήξεις από τα πυρομαχικά. Πραγματικός χαλασμός. Δίπλα μου έπεσε μια ολόκληρη πόρτα βαγονιού και ακούω μια φωνή δίπλα μου: «Φύγετε, φύγετε, το τρένο έχει πυρομαχικά». Υποχωρήσαμε μέσα στον κάμπο και κάθε λίγο τα αέρια μιας δυνατής έκρηξης μας ρίχνανε κάτω. Πραγματική κόλαση φωτιάς και σιδήρου. Όσο ν’ απομακρυνθούμε 200 -300 μέτρα υποφέραμε πολύ. Αλλά όταν φτάσαμε στις πρώτες ραχούλες και από εκεί βλέπαμε τις εκρήξεις του τρένου ήταν κάτι που δεν περιγράφεται. Το τρένο ήταν γεμάτο πυρομαχικά, βόμβες αεροπλάνων, τορπίλες και βενζίνη. Βλέπαμε την έκρηξη και τα πυρακτωμένα κομμάτια που εκτοξεύονταν σαν ομπρέλα, οπότε σε δευτερόλεπτα έρχονται τα αέρια της τρομερής έκρηξης, που αν ήμασταν όρθιοι θα μας έριχναν κάτω.
    Αυτό συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Έλαμπε ο κάμπος, η δε λάμψη φαινόταν από πολύ μακριά, ακόμα κι απ’ το Βελούχι. Φαινόταν σαν να ανέτειλε ο ήλιος, έλαμπε όλη η οροσειρά της Όθρυς. Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, οχυρωθήκαμε στα υψώματα, λίγο δεξιά του Δεριλιού. Στήσαμε τον όλμο και περιμέναμε στις καμουφλαρισμένες θέσεις μας για να μη φαινόμαστε και από τα αεροπλάνα. Πριν από το μεσημέρι, από τη μεριά της Καΐτσας έρχεται πάνω στη γραμμή ένας μεγάλος γερανός. Κατέβηκαν 3-4 και προσπαθούσαν να τραβήξουν τα καμένα σίδερα από τη γραμμή. Αρχίσαμε να τους ρίχνουμε με τον όλμο μας. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο βλήμα έσκασε δίπλα στον γερανό. Σταμάτησαν την εργασία και σε καμιά ώρα άρχισαν πάλι να εργάζονται. Πάλι ένα βλήμα σκάει δίπλα τους και κρύφτηκαν. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ, οπότε έφυγαν.
    Την άλλη μέρα, το γιόμα, έρχονται από τη μεριά της Λάρισας 3-4 τανκς και άρχισαν να ρίχνουν με τα πυροβόλα τους στους γύρω λόφους, χωρίς να μπορούν, λόγω του εδάφους, να φθάσουν έως τις θέσεις μας. Στη γραμμή έφτασε πάλι ο γερανός. Πάλι εμείς ένα βλήμα όλμου. Από τα τανκς βγήκαν 10-12 Γερμανοί και κινήθηκαν προς το χωριό Δεριλί. Στείλαμε μια διμοιρία και τους κυνήγησε. Έφυγαν προς τα τάνκς. Την τρίτη μέρα ήλθαν τρία αεροπλάνα. Γύριζαν από πάνω μας και με τα μυδράλιά τους πολυβολούσαν τα υψώματα γύρω μας. Μόλις άρχισαν να δουλεύουν στη γραμμή τους χτυπούσε ο όλμος. Σκύλιασαν τα αεροπλάνα, που δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν πού ήμασταν. Το απόγευμα έφυγαν τα αεροπλάνα και μας φέρανε λίγο ψωμί. Έπειτα από τρεις ημέρες μας φέρανε τα νέα ότι οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία.
    Μάθαμε ότι τα σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή ήταν πολλά. Δεν έπρεπε να κυκλοφορήσει κανένα τρένο για να νομίσουν οι Γερμανοί ότι η απόβαση των Συμμάχων θα γίνει στην Ελλάδα.
    Τώρα πλέον έληξε η αποστολή μας και με το σούρουπο αρχίσαμε να τα μαζεύουμε και γυρίσαμε στη Ρεντίνα. Πάλι γυμνάσια στους γύρω λόφους και το απόγευμα τραγούδια στο χωριό. Τώρα μάθαμε πιο πολλά. Το «Βροντάει ο Όλυμπος», το «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα» και πολλά άλλα. Το τραύμα όμως με ενοχλούσε πολύ και ο γιατρός, ο Μπελής και ο Περικλής αποφάσισαν να με στείλουν στο 36ο Σύνταγμα στο Γαρδίκι. Πήρα φύλλο πορείας για το Γαρδίκι. Πέρασα κι από το χωριό μου και σε 2-3 μέρες παρουσιάστηκα στο 36ο Σύνταγμα. Συνταγματάρχης ο Θύμιος Ζούλας, μόνιμος αξιωματικός, πολιτικός ο Αριστείδης Θηβαίος (Λουκάς Καθούλης). Με τακτοποίησαν στον Λόχο Διοικήσεως και έπειτα από λίγες μέρες, μαζί με άλλους 4 μας βάλανε υπηρεσία επί 24ώρου βάσεως στα τηλέφωνα. Τον καιρό που ήμουνα στο Γαρδίκι οι Άγγλοι εξόπλισαν το Τάγμα Θανάτου της 13ης Μεραρχίας, με σύγχρονο οπλισμό, που έριξαν τα αεροπλάνα στο αεροδρόμιο της ανατολής. Τον χειμώνα του ’43 προς ’44 το σύνταγμα πήγε στον Τυμφρηστό και την άνοιξη πήγαμε στο Μαυρολιθάρι.

(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)