Το 1910 πανδρεύθηκε ο αδελφός της μαμάς, ο Πρόδρομος Πεστιμαζόγλου.
Του παππού Αναστάς Πεστιμαζόγλου το σπίτι ήταν πίσω από το Κουρσουνού τζαμισί, που υπήρχε θρύλος πως ήταν η Εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Μάλιστα εγώ ξέρω καλά στο μεσαίο δωμάτιο ήταν μια μεγάλη εντοιχισμένη ντουλάπα, που είχε σαν σκάλες προς τα κάτω και ολόκληρος ο χώρος της ντουλάπας ήταν γεμάτος εικόνες και ανάβανε πολλά κανδήλια. Και κάποτε μας είπε ο παππούς Αναστάς, πως όταν ήταν μικρός μαζί με τον πατέρα του κατέβηκαν στα υπόγεια του σπιτιού τους και έκλεισαν με πέτρες έναν τοίχο στα υπόγεια του τζαμιού παίρνοντας τον Τάφο του Αγίου Στεφάνου μέσα στο υπόγειο του σπιτιού τους για να μην τον μολύνουν οι μεβλεβίδες που έκαναν τα όργιά τους στο τζαμί, αν αληθεύει πως μετέφεραν τα οστά του αγίου στην Γαλάτια. Σχεδόν μεσοτοιχία ήταν και το σπίτι των αδελφών Τσαούση, οι σημερινοί έμποροι της οδού Ευαγγελιστρίας. Η μητέρα τους, η Αστίκ ανά, έτσι την έλεγαν, είχεν μεγάλη φιλία με την νενέ μου την Σοφία, μητέρα της Μαμάς. Και της έλεγε πάντα, κ. Σοφία μια απ’ τις ανεψιές μου θα σου δώσω για νύμφη, και το κατάφερε. Ανταλλάξανε φωτογραφίες, μείνανε σύμφωνοι και φέρανε την κόρη του κ. Κετεντζόγλου, την Όλγα, μια κοπέλα μόλις 20 χρονών, χαριτωμένη με πολύ χιούμορ, που την αγαπήσαμε όλοι μας. Έπρεπε να φέρουν την νύμφη στην Άγκυρα από την Καισάρεια. Πήγαμε πέντε έξι ώρες καμιά δεκαριά λαντό να υποδεχθούμε τη νύμφη, ήλθαν και εκείνοι με τρία αμάξια και σ’ ένα χάνι έβαλαν τραπέζια με εντολή του γαμπρού. Μέχρι πυροτεχνήματα άναψαν. Ήμουν μικρή και μου ’χε κάνει τόση εντύπωση, σαν πανηγύρι!
Και μετά οι μέρες του γάμου, που κρατούσαν στην πατρίδα μου τουλάχιστον ένα μήνα. Τι χαρά μας είχε δώσει, σε μας τους μικρούς! Έμειναν οι ξένοι φιλοξενούμενοι του παππού. Την ημέρα του γάμου ντύσανε την νύμφη μέσ’ στα άσπρα, μαζεύθηκαν οι καλεσμένοι, ήλθαν οι βιολιτζήδες, ο περιβόητος Τσαλκιτζή Αλέξης που ήταν μοναδικός και επιδέξιος, προχώρησαν μπροστά οι μουσικοί, οι νέοι και νέες, στη μέση ακριβώς η νύμφη και ο κόσμος ανάλογα στην συγγένειά του, πήραν την θέση τους και προχωρήσαμε προς την Εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Αφού τελείωσε η τελετή του Μυστηρίου και η μαμά έγινε κουμπάρα, πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ο κόσμος βέβαια είχε βγει στα μπαλκόνια και στα παράθυρα και απ’ όσα συγγενικά σπίτια περνούσαμε, έριχναν από ψηλά, κουφέτα, γρόσια, και πέταλα από τριαντάφυλλα, ακριβώς στα πόδια της νύμφης και ένα μεγάλο μεταξωτό μαντήλι γεμάτο κουφέτα προς την νύμφη και όποιος ήταν επιτήδειος το άρπαζε στον αέρα και το ’βαζαν στο καλάθι της νύμφης που το ’χαν μαζί τους. Από την άλλη μέρα άρχιζαν οι προσκλήσεις στα συγγενικά σπίτια. Τραπέζια, δώρα στην νύμφη, επί ένα μήνα κρατούσε, και ήταν συνήθειο να κάνουν μόνον κοσμήματα στους νεονύμφους οι κοντινοί συγγενείς, όχι οι ξένοι. Γνωρίσαμε τα αδέλφια της Άμιας Όλγας. Έτσι λέγαν τις νύμφες οι ανεψιές, εγνώρισα τον πιο μικρό αδελφό της, που ’ταν μόλις 11 χρονών και στις συναντήσεις μας στου παππού παίζαμε μαζί. Το σημειώνω ιδιαιτέρως γιατί ποιος θα μου ’λεγε πως ύστερα από 13 χρόνια μετά τον πόλεμο και την σφαγή της Σμύρνης που ’ταν εκεί και είχαν χαθεί τα ίχνη του, και η θεία Όλγα και η οικογένειά του τον είχαν για χαμένο, θα τον εύρισκα εγώ, αν και τον είχα δει τρεις και πέντε φορές όταν ήμουν μόλις εννέα χρονών!
Το 1923 μαζί με την Κουμπάρα και την ξαδέλφη μου Αλεξάνδρα Χρυσοσφαιρίδου, την ώρα που παίρναμε το τραμ, αυτήν την είχα ανεβάσει μάλιστα, το μάτι μου παίρνει έναν νέον, σαν να είχε τα μάτια της θείας Όλγας. Παρατώ την κουμπάρα και τρέχω να τον φθάσω. Τον ρωτώ από πού είναι, μου λέει «αν ρωτάτε την τωρινή μου Πατρίδα είμαι από την Σμύρνη», και συμπληρώνω εγώ, «και η παλιά σας Πατρίδα είναι η Καισάρεια και λέγεσθε Ηρακλής, έτσι δεν είναι;» γιατί εν τω μεταξύ κοιτάζοντας καλά ήμουν σίγουρη πως αυτός ήταν.
Εκείνος τα ’χε χαμένα. «Και σεις, μου λέει, ποια είσθε, πώς με ξέρετε;»
Φθάνει εκείνη την ώρα και η Κουμπάρα μου. «Χριστιανή μου τι έπαθες, μ’ άφησες στη μέση κι έφυγες;» Όταν τα έμαθε όλα με δικαιολόγησε. Δώσαμε συστάσεις και είπα στον κ. Ηρακλή να γράψει αμέσως στην θεία που τόσο ανησυχούσε και πήγα κατ’ ευθείαν στο ταχυδρομείο και τηλεγράφησα στην Πόλη, όπου ήσαν τα αδέλφια του. Και έτσι αντάμωσε η οικογένεια με τον χαμένο της.
Έχω να γράψω παραπάνω από είκοσι μέρες, η καρδιά μου χτυπά, το χέρι μου δεν υπακούει, είναι η σελίδα που θα γράψω τον μεγαλύτερό μου πόνο, τον θάνατο της αγαπημένης μου αδελφής.
Όπως έγραψα προηγουμένως, πανδρεύθηκε ο θείος Πρόδρομος την θεία Όλγα και στην γιορτή του Ιωάννου Προδρόμου, επειδή η θεία ήταν σ’ ενδιαφέρουσα, ζήτησαν την αδελφή μου Σοφία μόλις 17 χρονών, να πάη να βοηθήση την Νύμφη για την περιποίηση των ξένων. Πήγε, δεν πέρασαν 3-4 μέρες και άξαφνα η Μαμά μάς έστειλε στην θεία Κυριακίτσα, συνυφάδα της, να μείνουμε ώσπου νά ’ρθει να μας πάρει.
Ήμουν πολύ μικρή και δεν κατάλαβα την συμφορά που μας κτύπησε. Η θεία κοίταξε πώς να μας διασκεδάσει. Μας πήγε στον αδελφό της τον κ. Δασκαλόσογλου.
Την άλλη μέρα ήλθε ο πατέρας μου, και μίλησαν κρυφά με την θεία, και είδα στεναχωρεμένο τον πατέρα, αλλά πού να βάλει ο νους μου τέτοιο κακό. Μου ’παν πως η αδελφούλα μου είχε αδιαθετήσει ξαφνικά και θα περάσει.
Εγώ κρατούσα στα χέρια μου ένα πορτοκάλι και δυο ασημένια γρόσια, που ’ταν το κέρδος μου απ’ τα χαρτιά που έπαιζα με την θεία. Μήπως ήξερα να παίζω; έτσι με ξεγέλασαν. Πιάνω χώνω τα γρόσια στο πορτοκάλι και το δίνω στον πατέρα να το δώσει στην αδελφή μου να γίνει γρήγορα καλά. Όταν το πήρε ο πατέρας είδα να τρέχουν δάκρυα απ’ τα μάτια του. Έκλαψε η ψυχή μου, η θεία το κατάλαβε και με καθησύχασε πως έκαμα μια καλή πράξη και συγκινήθηκε ο πατέρας. Πού να ’ξερα η άμοιρη πως εκείνην την ημέρα έχανα το πιο προσφιλές μου πρόσωπο.
Πέρασαν τόσα χρόνια, τόσους πολέμους είδαμε, σφαγές, τόσους χαμούς, αλλά τον χαμό της δεκαεφτάχρονης αδελφής μου δεν τον ξέχασα ποτέ.
Όταν κατάλαβα την έλλειψή της, μου ’παν πως πήγε στην Πόλη να θεραπευθή. Την μίσησα την Πόλη, που κρατούσε την αγαπημένη μου.
Θα ήταν το 1911 μήνα Ιανουάριο. Την ίδια εποχή έχασε η μαμά και τον αδελφό της, τον Κωστή Πεστιμαζόγλου 33 χρονών, είχε τρία παιδιά. Τον θείο της Ιωάννη Πεστιμαζόγλου τον μεγαλέμπορα και άλλους είκοσι απ’ την οικογένειά της. Ήταν μια μαύρη εποχή, και μάλιστα μια θεία είπε στην θεία Όλγα την καϋμένη, «Μήπως κόρη μου έχεις πλατυποδία και έφερες γρουσουζιά στην οικογένεια;» και της είχε κακοφανεί τόσο!
Δεν πέρασε μήνας και ο θείος Πρόδρομος έπαθε θρόμβωση στο πόδι και ώσπου να καταλάβουν οι γιατροί γαγγραίνιασε το πόδι του και ήταν και αυτός ξεγραμμένος.
Ο ιατρός Ξενίδης, ο πατέρας του σημερινού καλλιτέχνου, που ήταν πολύ φίλος του, του σύστησε χωρίς να χάσει καιρό να πάει στην Πόλη. Η Μαμά ανέλαβε να τον πάει. Είχε χάσει πριν λίγους μήνες την κόρη της, αλλά τι να κάνη, χάριν των γέρων γονέων της που δεν τους έμενε άλλο στήριγμα, και η νύμφη σ’ αυτήν την κατάσταση, αποφάσισε. Μας άφισε στις θείες πάλι και πήρε τον αδελφό της και πήγαν στην Πόλη όπου εγχείρισαν το πόδι του και γύρισε.
Καταλαβαίνετε την ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε γύρω μας, σ’ όποιο σπίτι πηγαίναμε βλέπαμε τους ανθρώπους στα μαύρα, μαύρα κρέπια στα κάδρα, παντού δάκρυα και θλίψη. Αυτήν την εικόνα μού δημιούργησε εκείνη η εποχή. Σιγά-σιγά συνερχόντουσαν οι άνθρωποι, όσο μπορούν να συνέλθουν οι πονεμένοι. Εκείνην την εποχή πανδρεύθηκε η θεία μου η Ευτέρπη τον θείο Παναγιώτη Πετρίδη, τον καλύτερο δικηγόρο της Aγκύρας και την άλλη χρονιά ο πατέρας μάς πήρε στο τσιφλίκι. Όταν τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο τσιφλίκι, η ζωή μας άλλαζε. Άλλη ζωή, άλλες ασχολίες.
[O γάμος του θείου. H άμια Όλγα]
(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)