Τούτα που ’γραψα πιο πάνω και τούτα που θα γράψω τώρα δεν είναι παρά από διηγήσεις της βάβας μου και της μάνας μου, που σαν παραμύθι μάς τα ’λεγαν τα χειμωνιάτικα βράδια κοντά στο γωνολίθι ματιάζοντας τα καπνά, καθώς κι από γειτόνισσες που μαζεύονταν στην αυλή μας για κουτσομπολιό κι άρχιζαν το κουβεντολόι γύρω απ’ της ζωής τους τα περασμένα.
Πολλές φορές είχα ακούσει να μιλάνε για τον κομήτη που θα περνούσε το Μάη του 1910. Άκουσα να λένε πως ήταν σημαδιακές εκείνες οι μέρες. Ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί με τις διάφορες διαδόσεις και περίμενε τη συντέλεια, όπως έλεγε η Αποκάλυψη και όπως το επιβεβαίωνε κι ο Παπλάκης ―ο Κοσμάς ο Αιτωλός―, που ήταν και πατριώτης μας από ένα χωριό του Θέρμου. Είχε περάσει κι από τα χωριά μας κι έγινε θρύλος! Άκουσα τη γειτόνισσά μας την Ντούλαινα να λέει πως ό,τι είπε ο Παπλάκης βγήκε αληθινό. Πως θα ζωστεί τάχα η γη μ’ ένα σύρμα...
«Αμ τ’ άλλο;» πετάγεται η Αντριάνα του Βίτσα.
«Ποιο, μαρή τσούπα μ’;»
«Τα σιδηρένια π’λιά που θα πετάνε πάνω απ’ τα κεφάλια μας και θα σκορπάν φουτιές».
«Ιγώ, μαρές τσούπις μ’, όταν ήμνα μκρή, τον είδα τουν Παπλάκη».
Κι αμέσως πετιέται η Αρσενόη του Λέλου, που ήταν και γραμματιζούμενη και ήξερε περισσότερα γιατί είχε διαβάσει το βίο του πάτερ Κοσμά του Αιτωλού.
«Τι λες, κυρα-Αφροδίτη, όταν πέρασε ο Παπλάκης από τα χωριά μας, δεν ήταν γεννημένη ούτε η βάβα σου, όχι εσύ».
Κι αποσώνει η Μυργιαννοχρίσταινα:
«Ιγώ ακουστά τουν έχω. Καλά λέει η Αρσενόη».
Κι όλες μαζί οι μικρομάνες, για να δείξουν πως ξέρουν πολλά για τον Παπλάκη, συμφώνησαν με την πολύξερη Αρσενόη. Και δεν ήταν λίγες που μαζεύονταν στην αυλή μας: η Μυργιαννοχρίσταινα, η Βιτσνίκαινα, η Κουτσούναινα η Μπαρδάκαινα, η μικροπαντρεμένη Αντριάνα του Βίτσα που σκάρωσε μια ντουζίνα παιδιά και τόσες άλλες που δε θυμάμαι τα ονόματα, μαζεμένες κάτω από το γεροπλάτανο, όλες μικρομάνες και ταυτόχρονα γκαστρωμένες, τα λέγανε και κουτσομπόλευαν όλο το χωριό.
Καθώς βλέπετε η σοδειά της πατρίδας από παιδιά ήταν πολύ ικανοποιητική και την ετοίμαζαν για τους πολέμους που τότε ήτανε πολλοί και σκληροί. Γι’ αυτό και οι άντρες γινόντουσαν πολύτεκνοι για πολλούς ευκολονόητους λόγους. Όλοι θέλουν να πολεμήσουν για την πατρίδα, αλλά ―κακά τα ψέματα― η αγκαλιά ήταν κι αυτή καλή.
Όσο για τον κομήτη του Χάλεϋ που θα περνούσε, άκουσα πολλά και διάφορα. Όλος ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί. Είχε παραμελήσει τις δουλειές του. Αφού θα γινότανε η συντέλεια, γιατί να δουλέψει; Ό,τι είχανε είχανε, γιατί να δουλέψουν αφού δε θα υπάρχουν αύριο; Καπνός να γίνει αφού όλα θα πεθάνουμε. Το ’χαν ρίξει στα γλέντια. Τι γλέντια! Ο Θεός να τα κάνει γλέντια με την ιδέα ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσει ο κομήτης και θα γίνουν όλα στάχτη. Τα βράδια ξενυχτούσαν ξαπλωμένοι στ’ αλώνια και στις αυλές κι άλλοι αδράζοντας την ευκαιρία ξεμοναχιάζονταν, γυναίκες κι άντρες, για να γευτούν την ηδονή της ζωής, μια και δε θα υπήρχε κανένας την επαύριο για να λογοδοτήσουν.
Τα πράγματα όμως ήρθανε αλλιώτικα. Ο κομήτης πέρασε μα δεν έπεσε, έφυγε μακριά από τη γη, και η ντόλτσε βίτα των προηγούμενων ημερών έγινε αφορμή να γίνουνε γρήγορα γάμοι, για να προλάβουν προτού φανεί ο καρπός στην κοιλιά ορισμένων κοριτσιών που... γεύτηκαν τον κομήτη τους.
[O κομήτης του Χάλεϋ]
(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)