Ο παππούς μου, απ’ τη μεριά του πατέρα μου, είχε άλλα τρία αδέλφια. Ο ένας βρέθηκε στην Αμερική, ο άλλος κάπου στην Αθήνα, ενώ ο τρίτος είχε ριζώσει σε ένα χωριό κάπου τριάντα χιλιόμετρα πιο πέρα, προς τη μεριά της Κωπαΐδας, την Καρδίτσα. Αργότερα το χωριό ονομάστηκε Ακραίφνιο, όπως το Μούλκι, που το ονόμασαν Αλίαρτο. Δύο από τα παιδιά του ζούσαν και είχαν οικογένειες που έμεναν εκεί. Όσα χρόνια, όμως, θυμάμαι τον εαυτό μου, δε μας μιλούσαν. Τους συνάντησα πολλά χρόνια αργότερα σε κάποια κηδεία. Μου φαίνεται πως μου μίλησαν για πρώτη φορά. Τότε όμως οι αναμνήσεις ήταν ακόμη νωπές.
Νωπές από τον καιρό της Κατοχής και του διχασμού. Από την Κατοχή, όταν ζούσε ο άλλος πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, ο Λούκας. Δύο αδελφών παιδιά, αλλά οι μεν με το ΕΑΜ, οι δε από την άλλη μεριά.
Η Κωπαΐδα τότε είχε νευραλγική σημασία για τους Γερμανούς. Ο ένας λόγος ήταν για την παραγωγή της που χρησίμευε για τον εφοδιασμό του γερμανικού στρατού με σιτηρά και ζαρζαβατικά. Η δεύτερη αιτία ήταν οι Αλυκές. Μια τεράστια αμμώδης περιοχή που χρησίμευε για τον εφοδιασμό των γερμανικών έργων. Οχυρά, γέφυρες, δρόμοι.
Διοικητής της Κωπαΐδας, ήταν κάποιος συνταγματάρχης Μάκεδερ ή κάτι τέτοιο. Και δεξί του χέρι, πολύτιμος βοηθός ο Λούκας. Ένας όμορφος άντρακλας δυο μέτρα ύψος που γύρναγε όλη την περιοχή καβάλα σε ένα μαύρο άλογο και επιστατούσε στις δουλειές των Γερμανών.
Οι τελευταίοι χρησιμοποιούσαν για πολλές από τις αγροτικές, κυρίως, δουλειές εργάτριες από τα γύρω χωριά και όχι μόνο. Και φυσικά ο ξάδερφος δεν έχανε την ευκαιρία. Απ’ ό,τι φαίνεται έκανε θραύση στις εργάτριες, μια και οι ευκαιρίες ήταν πολλές, γιατί πού να βρεις δουλειά σε τέτοιες δύσκολες εποχές.
Φυσικό ήταν να έχει μπει στο μάτι των ανταρτών. Είχαν σε κάποια στιγμή αποφασίσει την εκτέλεσή του. Ο θείος ο Θοδωρής και ο πατέρας μου προσπάθησαν να καθυστερήσουν τα πράγματα. Πρώτος ξάδελφός τους ήταν, τον πονούσαν. Ανάλαβαν να τον ειδοποιήσουν. Και το έκαναν. Μα ο ξάδελφος φαίνεται πως είτε δεν φοβόταν, είτε δεν μπορούσε πλέον να κάνει διαφορετικά.
Τα γεγονότα ακολούθησαν την προκαθορισμένη πορεία τους. Μια αντάρτικη ομάδα εξουσιοδοτήθηκε για την εκτέλεσή του. Του έστησαν καρτέρι και τον σκότωσαν για παραδειγματισμό.
Στο χωριό του και στο σπίτι του έγινε, βέβαια, μεγάλος θρήνος. Κάποιες από τις κατάρες εκτοξεύθηκαν και εναντίον των δικών μου. Παρ’ όλο που δεν είχαν ιδέα. (Ή μήπως είχαν;) Τ’ αδέρφια και οι συγγενείς τους, όμως, στην Καρδίτσα θεώρησαν τους δικούς μου υπεύθυνους. Μάλλον πίστεψαν πως ενώ μπορούσαν να αποτρέψουν την εκτέλεση, δεν το έκαναν. Για χρόνια τα δύο σόγια δεν μιλιόντουσαν.
Αλλά και οι Γερμανοί δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια τους. Σε κάποια από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους ξετρύπωσαν τον καλύτερο φίλο του πατέρα μου, τον Μιχάλη τον Μανάρα. Τον χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες για σύνδεσμό τους. Τους ειδοποιούσε για τις κινήσεις τους όταν ανέβαιναν προς το χωριό. Λεβέντης και χρυσό παιδί. Ο πατέρας μου τον έκλαιγε για καιρό.
Και ενώ γύρω γύρω υπήρχε ο φόβος των Γερμανών, η Κατοχή, η πείνα στις πόλεις, οι μαυραγορίτες στα χωριά, δεν έλειπαν και οι καθημερινές ιστορίες της μικρής κοινωνίας του χωριού. Οι έρωτες, τα μίση και τα πάθη. Οι οικογενειακές βεντέτες που χώριζαν κάποιες φορές ολόκληρα σόγια από ’δώ κι από ’κεί. Και μαζί τους και το χωριό. Να, σαν την ιστορία του Σαρκούκη και των δικών του.
Σαρκούκης ήταν το παρατσούκλι. Στα αρβανίτικα σημαίνει «Aρχίδης». Ήταν, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ένας από τους αρχιχίτες του χωριού. Περίπου συνομήλικος του πατέρα μου. Μέσα στην Κατοχή παίχθηκε το τραγικό παιχνίδι των δύο οικογενειών. Της δικής του και των αλλονών. Ο αδελφός του ο Θανάσης είχε αρραβωνιαστεί την κοπέλα από το άλλο σόι. Μα για κακή της τύχη εκείνη αρρώστησε με φυματίωση. Εκείνη την εποχή η φυματίωση ήταν ό,τι σήμερα ο καρκίνος ή το AIDS. Αν αρρώσταινες με φυματίωση, ιδιαίτερα σε ένα χωριό σαν το Μαυρομμάτι, ήσουν ξεγραμμένος. Η κοπέλα φυγαδεύτηκε στην Αθήνα όπου νοσηλεύτηκε στη Σωτηρία, το γνωστό νοσοκομείο για την αντιμετώπιση της φυματίωσης. Έμεινε εκεί αρκετούς μήνες και ω του θαύματος έγινε καλά. Μα ο Θανάσης ο Σαρκούκης από κάπου είχε μάθει από τι έπασχε η αρραβωνιαστικιά του και διέλυσε τον αρραβώνα. Πράξη που ισοδυναμούσε με καταδίκη της κοπέλας σε ζωντανό θάνατο. Γιατί ο αρραβώνας στους Αρβανίτες διέφερε πολύ λίγο από το γάμο. Οι αρραβωνιασμένοι κοιμόντουσαν μαζί, βγαίνανε μαζί, λειτουργούσαν σαν παντρεμένοι.
Και όταν μια κοπέλα είχε χωρίσει από αρραβώνα, σήμαινε πως σχεδόν ποτέ δεν θα ξανάβρισκε άντρα. Και επομένως θα ήταν πάντα βάρος στους δικούς της, θα ήταν μια ζωή κλεισμένη στο σπίτι. Και όχι μόνο αυτό. Τα αδέρφια της ίσως να μην παντρευόντουσαν ποτέ, όσο είχαν ανύπαντρη αδελφή. Γι’ αυτό και η τιμωρία ήταν άμεση...
Οι Σαρκούκηδες ήταν από τους πρώτους νοικοκυραίους του χωριού. Είχαν κτήματα, σπίτια, βιος.
Και μια μέρα που ο Θανάσης ο Σαρκούκης πήγε στο περιβόλι να μαζέψει ζαρζαβατικά και να ποτίσει, δεν ξαναγύρισε. Άδικα τον περίμεναν οι δικοί του το βράδυ. Πουθενά. Ψάχνανε ώρες την άλλη μέρα. Ο σκύλος του όμως γάβγιζε σαν λυσσασμένος γύρω γύρω από το πηγάδι. Και εκεί τον βρήκαν. Σκοτωμένο και πεταμένο εκεί μέσα.
Οι υποψίες έπεσαν αμέσως στην οικογένεια της κοπέλας. Και άρχισε η βεντέτα και το δράμα. Σε κάθε συνάντηση κάποιων από τα δύο σόγια άρχιζε ο ξυλοδαρμός, οι φωνές, το πετροβολητό. Πέτρες υπήρχαν παντού, δίπλα από τον δρόμο, στις αυλές, στα χωράφια. Και να μην ήθελες να συναντήσεις κάποιον, αναγκαστικά θα πήγαινες στο πηγάδι. Εκεί στο Παλιοπούσι, το πιο γεμάτο πηγάδι, κανά-δυο χιλιόμετρα έξω από το νοτιότερο σπίτι του χωριού γίνονταν ομηρικές μάχες. Το βρισίδι και οι κατάρες στα αρβανίτικα, το μαλλιοτράβηγμα, το ξύλο.
Οι Γερμανοί δεν είχαν μόνιμη μονάδα που να μένει συνέχεια στο χωριό. Μονάδες τους από το Μούλκι ερχόντουσαν κατά διαστήματα και έφευγαν, ελέγχοντας την περιοχή με έναν δικό τους τρόπο. Ταυτόχρονα, όπως σε πολλά άλλα μέρη της Στερεάς, με πυρήνα το ΚΚΕ, αναπτύσσεται στο χωριό και στη γύρω περιοχή μια έντονη δραστηριότητα του ΕΑΜ.
Στο χωριό αναπτύσσεται η δράση κυρίως σε επίπεδο «Αλληλεγγύης», με αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Στην περίοδο αυτή, φτάνει η οργάνωση του ΕΑΜ να αριθμεί μέχρι και 200 άτομα στο χωριό. Και φυσικά, ο πατέρας μου και τα δύο αδέλφια του πρωταγωνιστούν με ενθουσιασμό σ’ αυτά που συμβαίνουν. Οργανώνουν την περιφρούρηση του χωριού από τους Γερμανούς, στήνοντας ένα δίκτυο παρακολούθησης των κινήσεών τους, φροντίζουν γι’ αυτούς που δεν έχουν, οργανώνουν ομαδικές δραστηριότητες. Ακόμη και σήμερα, το μοναδικό δενδροφυτεμένο αλσύλλιο στην είσοδο του χωριού ανάγεται στη δράση αυτή.
Η τελευταία μέρα πριν την αναχώρηση των Γερμανών, επιφυλάσσει στη μάνα μου μια δυσάρεστη έκπληξη.
Επισκέπτεται συχνά τη γειτονιά ο Χανς, ένας Γερμανός στρατιώτης που φαίνεται να τον ενδιαφέρει η λεπτή δουλειά που κάνει η μάνα μου στο κέντημα. Τουλάχιστον έτσι νομίζει αυτή. Μόνο που ο Χανς μάλλον είναι ψιλοτσιμπημένος. Το τελευταίο βράδυ εμφανίζεται στη γειτόνισσα την Κούλια μεθυσμένος και χτυπάει τις πόρτες.
– Πού είναι Μαρία; φωνάζει δυνατά.
Η μάνα μου, καθώς και όλη η γειτονιά, τον ακούει τρομαγμένη και προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Μέσα στη σαστιμάρα της, πηδάει από το παράθυρο και χώνεται όπου βρίσκει μπροστά της. Στο φούρνο της Κούλιας του Μούρτζη.
Μόνο που ο φούρνος είναι ακόμη ζεστός και νοιώθει να καίγεται. Οι πυροβολισμοί στον αέρα και οι φωνές και τα βήματα του Χανς είναι ευεργετικά, γιατί δημιουργούν μια ατμόσφαιρα πανικού και φόβου... Ένας φόβος που σε κάνει να τα κάνεις επάνω σου. Και να κρυώσεις το πάτωμα του φούρνου.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτήν την ιστορία. Κάτι φώναζε ο Χανς πως ήθελε να την πάρει μαζί του στη Γερμανία. Το πιο πιθανό είναι πως ήθελε να το γλεντήσει πριν την υποχώρηση.
Η ουσία είναι πως αφού έκανε την γειτονιά άνω κάτω χωρίς να την βρει, ακούστηκαν μετά από αρκετή ώρα σφυρίγματα που καλούσαν τους Γερμανούς στρατιώτες να φύγουν.
Την άλλη μέρα οι Γερμανοί έφυγαν. Για τα καλά. Αφήνοντας πίσω τους μια κατεστραμμένη χώρα. Και το έδαφος ελεύθερο για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
[Ο παππούς μου, απ’ τη μεριά του πατέρα μου, είχε άλλα τρία αδέλφια]
(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)