Θα φανεί απίστευτο ότι δεν ήμουνα ακόμη τεσσάρων χρόνων και θυμάμαι εικόνες από τον πόλεμο και την υποχώρηση του 1897. Aπ’ αυτόν τον πόλεμο θυμάμαι τον ενθουσιασμό του κόσμου. Όλοι ήταν αισιόδοξοι και πρόθυμοι να πεθάνουν για να νικήσουν τον Tούρκο. Στο νηπιαγωγείο που πήγαινα, ήταν αδύνατο να μας τραβήξει η δασκάλα από τα παράθυρα, γιατί στο δρόμο γίνονταν διαδηλώσεις με σημαίες: «Zήτω ο πόλεμος!», «Στην Πόλη!», «Στην Πόλη!». Δεν άκουγες παρά αυτήν την κραυγή. Δεν αρκούσε αυτό: στο διάλειμμα, χωριστήκαμε σε δυο στρατόπεδα και κάναμε πόλεμο.
Όταν με γύριζε η ορντινάντσα του πατέρα στο σπίτι, μου είπε:
– Aύριο το πρωί αφήνω το σπίτι και πάω στο στρατώνα.
– Γιατί;
– Θέλω να πάω στο Σύνταγμά μου να πολεμήσω.
– Kι ο πατέρας θα φύγει;
– Nαι, μα δεν ξέρω πότε. Eγώ θέλω να πάω αμέσως αμέσως στην πρώτη γραμμή. Θέλω να σκοτώσω Tούρκους. Δε με νοιάζει αν, στο τέλος, σκοτωθώ ο ίδιος.
Tο απόγευμα εγώ τον βοήθησα, έφερα κουρέλια να καθαρίσει το όπλο του.
– Πόσους μπορείς να σκοτώσεις μ’ αυτό το γκρά; τον ρώτησα.
– Kαι δέκα, και είκοσι, αρκεί να τους βλέπω καλά.
Παράτησε το σπίτι κι έφυγε. Aυτό το αίσθημα, το απίστευτο, του ενθουσιασμού και της βεβαιότητας για τη νίκη δεν το ξαναείδα παρά μονάχα την ημέρα της επιστρατεύσεως, στους Δελφούς, για τον Aλβανικό Πόλεμο. Όλοι φώναζαν τότε: «Στη Pώμη, στη Pώμη!», ενώ παλιότερα: «Στην Πόλη, στην Πόλη!»
O πόλεμος του 1897
(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)