Αλλά ας ξαναγυρίσουμε πίσω, εκεί που φτάσαμε στα πριόνια του Χοντρογιάννη και από εκεί γυρίσαμε την άλλη μέρα στο Μαύρο Λιθάρι, απ’ όπου φύγαμε και από εκεί περάσαμε στην Καστριώτισσα και τη Χωμήριανη και από εκεί στο Νεοχώρι. Εκεί μας περίμενε ο Τάσος Λευτεριάς, ο Βαγγέλης Παπαδάκης, Κρητικός, τον οποίο μας σύστησε ο Άρης και μας είπε πως θα είναι ο πολιτικός μας καθοδηγητής. Την άλλη μέρα κατεβήκαμε στην Καστανιά. Σε όλα τα χωριά που πήγαμε γινόταν χαλασμός. Ο κόσμος ξεθάρρευε, φώναζε «Ζήτω οι αντάρτες μας», γίνονταν θυσία να μας περιποιηθούνε. Εμείς τραγουδούσαμε τα αγαπημένα μας τραγούδια: «Έλληνες ακολουθήστε των ανταρτών τη φωνή...» κλπ.
Εκεί ο καιρός χειροτέρεψε. Μείναμε μέσα στο σχολείο 2 μέρες. Φεύγοντας περάσαμε από τα χωριά Περιστέρι και Λιάσκοβο. Από το Λιάσκοβο περάσαμε απέναντι στη Γουλινά και στην Παλιόβραχα, όπου μείναμε συγκεντρωμένοι στην πλατεία του χωριού, διότι ήμασταν πολύ κοντά στη Σπερχειάδα, όπου στρατοπεύδευε ένα τάγμα Ιταλών. Νύχτα κατηφορίσαμε για τον Σπερχειό. Περάσαμε μέσα απ’ το ποτάμι, διότι η γέφυρα ήταν χαλασμένη και πολύ προσεκτικά περάσαμε τον αυτοκινητόδρομο Λαμίας-Καρπενησίου και ανηφορίσαμε για την Τσούκα. Περάσαμε σχεδόν χαράματα απ’ το χωριό και συνεχίσαμε πορεία στον αυτοκινητόδρομο (χωματόδρομος ήταν) Μακρακώμης-Φουρνάς. Σ’ αυτόν τον δρόμο έπεσε η φοράδα του Άρη και τον έριξε κάτω, ευτυχώς χωρίς να πάθει μεγάλη ζημιά. Σηκώθηκε και είπε ότι δεν είναι τίποτε και συνεχίσαμε την πορεία για την Παλαιά Γιαννιτσού. Εκεί μας περίμεναν οι συναγωνιστές του αρχηγείου Δομοκού, περίπου 80 αντάρτες, με καπετάνιο τον Νάκο Μπελή και πολιτικό τον Βάσο Ξυνοτρούλια. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν με τον Άρη, Περικλή, Θάνο και όσοι γνωριζόμασταν. Εγώ, όπως σας είπα παραπάνω, είχα ορκιστεί στην ομάδα του Μπελή.
Σ’ αυτό το χωριό ξεκουραστήκαμε μια δυο μέρες. Τη δεύτερη προς τρίτη ημέρα κατεβήκαμε στη Νέα Γιαννιτσού. Βάλαμε φυλάκια προς τη μεριά της Μακρακώμης, που δεν απείχε σχεδόν ούτε μισή ώρα από μας και τους Ιταλούς. Το απογευματάκι οι Γιαννιτσιώτες μας ετοίμασαν συσσίτιο με κρέας και κρασί. Το βραδάκι μόλις νύχτωσε περάσαμε έξω από τα λουτρά Πλατυστόμου, που ήταν Γερμανοί, και αργά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στην Τσούκα.
Κοιμηθήκαμε στο σχολείο, στην εκκλησία και σε σπίτια. Βάλαμε φυλάκια, γιατί το χωριό είχε αυτοκινητόδρομο. Σε 10 λεπτά μπορούσε να έλθουν οι Ιταλοί από τη Μακρακώμη και όλη την άλλη μέρα ήμασταν επιφυλακή. Το βράδυ φάγαμε και κοιμηθήκαμε νωρίς, γιατί πριν ξημερώσει θα φεύγαμε για να περάσουμε τον κάμπο του Σπερχειού για να πάμε στην Υπάτη να κάνουμε μνημόσυνο στους 14 συναγωνιστές μας πολίτες της Υπάτης που τους εκτέλεσαν οι Ιταλοί για αντίποινα στον Γοργοπόταμο.
Ο Τάσος Λευτεριάς
(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)